Το υγρό πυρ (λεγόμενο επίσης πυρ θαλάσσιον, μηδικόν πυρ, πολεμικόν πυρ, πυρ λαμπρόν, πυρ ρωμαϊκόν ή πυρ σκευαστόν) και γνωστό στους Δυτικούς ως ελληνικό πυρ (Λατ. ignis graecus, αγγλ. Greek fire) ήταν ένα εμπρηστικό όπλο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, που εφευρέθηκε τον ύστερο 7ο αιώνα μ.Χ.. Εκτοξευόμενο από καταπέλτες, αλλά κυρίως από πεπιεσμένους σίφωνες, το υγρό πυρ είχε την ιδιότητα να μην σβήνει στο νερό. Ως εκ τούτου, έπαιξε σημαντικό ρόλο στην απόκρουση των αραβικών πολιορκιών της Κωνσταντινούπολης, και σε αρκετές ναυτικές συμπλοκές με τους Άραβες και τους Ρως. Περιβαλλόταν με άκρα μυστικότητα, με αποτέλεσμα να αγνοούμε σήμερα την ακριβή σύστασή του. Το βυζαντινό υγρό πυρ δεν πρέπει να συγχέεται με παρόμοιες εμπρηστικές ουσίες που χρησιμοποίησαν οι Άραβες και άλλα κράτη, και που στη διεθνή βιβλιογραφία συνήθως αναφέρονται συλλογικά ως «ελληνικό πυρ».
Ιστορία
Εμπρηστικές ουσίες, βασιζόμενες σε θειάφι, πίσσα ή πετρέλαιο, χρησιμοποιήθηκαν για πολεμικούς σκοπούς αιώνες πριν την εφεύρεση του υγρού πυρός. Η χρήση εμπρηστικών βελών και δοχείων με εύφλεκτες ουσίες ανάγεται στους Ασσυρίους τον 9ο αιώνα π.Χ., και ήταν ευρέως διαδεδομένη και στον ελληνορωμαϊκό κόσμο. Ο Θουκυδίδης αναφέρει ακόμα και τη χρήση πρωτόλειων φλογοβόλων κατά την πολιορκία του Δηλίου το 424 π.Χ. Στη θάλασσα, επί Αναστασίου Α΄ ο βυζαντινός στόλος φέρεται να χρησιμοποίησε μια θειούχα ουσία, που εφήυρε ο Αθηναίος φιλόσοφος Πρόκλος, για να νικήσει το στόλο του στασιαστή στρατηγού Βιταλιανού το 515 μ.Χ.
« | Τότε Καλλίνικος ἀρχιτέκτων ἀπὸ Ἡλιουπόλεως Συρίας προσφυγὼν τοῖς Ῥωμαίοις πῦρ θαλάσσιον κατασκευάσας τὰ τῶν Ἀράβων σκάφη ἐνέπρησεν, καὶ σύμψυχα κατέκαυσεν. Καὶ οὕτως οὶ Ῥωμαίοι μετὰ νίκης ὑπέστρεψαν καὶ τὸ θαλάσσιον πῦρ εὖρον. | » |
—Θεοφάνης Ομολογητής, Χρονογραφία, Έτος Κόσμου 6165
|
Σύμφωνα με την αφήγηση του χρονογράφου Θεοφάνη του Ομολογητή, το υγρό πυρ εφευρέθηκε περί το 672 μ.Χ., από έναν μηχανικό από την Ηλιόπολη της Συρίας (σημ. Μπάαλμπεκ) ονόματι Καλλίνικο, ο οποίος κατέφυγε στη βυζαντινή πρωτεύουσα από την αραβοκρατούμενη πατρίδα του. Η αυθεντικότητα και ακρίβεια της αφήγησης είναι αμφίβολες, καθώς ο Θεοφάνης αναφέρει τη χρήση πυρφόρων και σιφονοφώρων πλοίων μερικά χρόνια πριν την υποτιθέμενη άφιξη του Καλλίνικου στη Κωνσταντινούπολη.Εάν δεν οφείλεται σε απλή χρονολογική σύγχυση, αυτό μπορεί να σημαίνει ότι ο Καλλίνικος απλώς εισήγαγε μια βελτιωμένη έκδοση ενός ήδη υπάρχοντος όπλου. Ο ιστορικός Τζέημς Πάρτινγκτον (James R. Partington) επίσης πιστεύει ότι η ανακάλυψη του υγρού πυρός δεν ήταν το έργο ενός ανθρώπου, αλλά μιας ομάδας «χημικών στη Κωνσταντινούπολη οι οποίοι είχαν κληρονομήσει τις ανακαλύψεις της Αλεξανδρινής χημικής σχολής». Ο ιστορικός του 11ου αιώνα Γεώργιος Κεδρηνός όντως αναφέρει ότι ο Καλλίνικος καταγόταν απο την Ηλιόπολη της Αιγύπτου, και όχι της Συρίας, αλλά οι περισσότεροι σύγχρονοι ερευνητές απορρίπτουν την πληροφορία αυτή ως λανθασμένη. Ο Κεδρηνός επίσης αναφέρει ότι οι απόγονοι του Καλλίνικου, ονομαζόμενοι «Λαμπροί», κατείχαν το μυστικό της παραγωγής του υγρού πυρός και συνέχιζαν να το κατέχουν επί των ημερών του. Και αυτή η ιστορία θεωρείται μάλλον απίθανη από τους ιστορικούς, σχετιζόμενη μάλλον με τη ονομασία «πυρ λαμπρόν» που δινόταν συχνά στο υγρό πυρ.
Η εφεύρεση του υγρού πυρός ήρθε σε μια κρίσιμη για το Βυζάντιο στιγμή. Εξασθενημένοι από δεκαετίες πολέμων με τους Σασσανίδες, οι Βυζαντινοί στάθηκαν ανίκανοι να αναχαιτίσουν την επέλαση των νεοφώτιστων αράβων πολεμιστών του Ισλάμ. Εντός μιας γενιάς, η Συρία, η Αίγυπτος και η Μεσοποταμία έπεσαν στα χέρια των Αράβων, που περί το 672 εξαπέλυσαν την πρώτη τους μεγάλη επίθεση κατά της ίδιας της Κωνσταντινούπολης. Εκεί το υγρό πυρ χρησιμοποιήθηλε για πρώτη φορά με εξαιρετικά αποτελέσματα ενάντια στον αραβικό στόλο. Η χρήση του συνέβαλε τα μέγιστα στην απόκρουση των δύο αραβικών πολιορκιών της πρωτεύουσας. Οι αναφορές στη χρήση του σε ναυμαχίες κατά των Αράβων αργότερα είναι σποραδικές, αλλά συνέβαλε σε αρκετές βυζαντινές νίκες, ιδιαίτερα κατά την περίοδο της επανακατάκτησης τους 9ο και 10ο αιώνες. Η ουσία χρησιμοποιήθηκε και στις εμφύλιες συγκρούσεις της περιόδου, κυρίως κατά τη θεματική εξέγερση του 727 και την εξέγερση του Θωμά του Σλάβου το 821–823. Και στις δύο περιπτώσεις, οι στόλοι των στασιαστών ηττήθηκαν από τον κεντρικό στόλο της Κωνσταντινούπολης με τη χρήση του υγρού πυρός. Εξέχουσα θέση κατέχει το υγρό πυρ και στις συγκρούσεις με τους Ρως και τις επιδρομές τους κατά της Αυτοκρατορίας.
Η σημασία του υγρού πυρός κατά τον αγώνα του Βυζαντίου με τους Άραβες οδήγησε στη δημιουργία ενός μύθου που του απέδιδε θεϊκή προέλευση. Ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ο Πορφυρογέννητος (945–959) στο έργο του Προς τον ίδιον Υιόν Ρωμανόν (De Administrando Imperio), προειδοποιεί το γιο και διάδοχό του, Ρωμανό Β΄, να μην αποκαλύψει ποτέ το μυστικό της παρασκευής του στους ξένους, λέγοντας ότι «καὶ αὐτὸ απὸ τοῦ Θεοῦ δι' ἀγγέλου τῷ μεγάλῳ καὶ πρώτῳ βασιλεῖ Χριστιανῷ, ἁγίῳ Κωνσταντίνῳ ἐφανερώθη καὶ ἐδιδάχθη» και ότι ο άγγελος του παρήγγειλε όπως «ἐν μόνοις τοῖς Χριστιανοῖς καὶ τῇ ὑπ' αὐτῶν βασιλευομένῃ πόλει κατασκευάζηται, ἀλλαχοῦ δε μηδαμῶς, μήτε εἰς ἔτερον ἕθνος τὸ οἱονδήποτε παραπέμπηται, μήτε διδάσκηται» (13.73–84). Προσθέτει δε ότι μια φορά, ένας στρατηγός που δωροδωκήθηκε ώστε να παραδώσει την ουσία σε εχθρικά χέρια, κάηκε από ουράνιο πυρ καθώς έμπαινε σε μια εκκλησία. Όπως καταδεικνύει και το τελευταίο περιστατικό, οι Βυζαντινοί δεν μπόρεσαν να αποφύγουν περιστατικά όπου το μυστικό τους όπλο έπεσε στα χέρια των εχθρών τους: οι πηγές καταγράφουν τουλάχιστον μία αιχμαλωσία πυρφόρου πλοίου από τους Άραβες το 827, και οι Βούλγαροι κυρίεψαν αρκετούς σίφωνες και την ίδια την ουσία το 812/814. Καθώς όμως τα μυστικά της παρασκευής και χρήσης του παρέμεναν ανέπαφα, δεν μπόρεσαν να αντιγράψουν το πλήρες σύστημα. Οι Άραβες όντως αργότερα χρησιμοποίησαν ουσίες παρόμοιες με το υγρό πυρ, αλλά δεν ποτέ δεν χρησιμοποίησαν σίφωνες, παρά μόνο καταπέλτες και χειροβομβίδες.
Το υγρό πυρ συνέχισε να αναφέρεται στις πηγές έως και τον 12ο αιώνα. Η Άννα Κομνηνή δίνει μια ζωντανή περιγραφή μια ναυμαχίας – πιθανώς φανταστικής – μεταξύ των Βυζαντινών και των Πιζανών το 1099. Κατά τις πολιορκίες της Κωνσταντινούπολης από την Δ΄ Σταυροφορία το 1203/1204 όμως, παρά την παρουσία πρόχειρων πυρπολικών, καμία πηγή δεν αναφέρει τη χρήση υγρού πυρός. Φαίνεται ότι είχε πλέον εγκαταληφθεί, είτε επειδή το μυστικό της σύστασής του είχε χαθεί, είτε επειδή το Βυζάντιο είχε χάσει την επαφή του με τις περιοχές – τον Καύκασο και τις ανατολικές ακτές του Εύξεινου – από όπου αντλούσε τις πρώτες ύλες για την παρασκευή του.
Παραγωγή
Γενικά χαρακτηριστικά
Όπως δείχνουν και οι προειδοποιήσεις του Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου, τα συστατικά και η διαδικασίες παραγωγής αλλά και εξαπόλυσης του υγρού πυρός ήταν άκρως απόρρητα μυστικά. Η μυστικότητα που το περιέβαλλε ήταν τόση, που η σύνθεση του υγρού πυρός χάθηκε, και έκτοτε αποτελεί αντικείμενο διαφόρων εικασιών. Ανά τους αιώνες, η αναζήτηση της χαμένης αυτής φόρμουλας έχει μονοπωλήσει σχεδόν την έρευνα γύρω από το υγρό πυρ. Εντούτοις, το υγρό πυρ πρέπει να γίνει αντιληπτό ως ένα ολοκληρωμένο οπλικό σύστημα αποτελούμενο από διάφορα επιμέρους κομμάτια, τα οποία ήταν όλα απαραίτητα για την αποτελεσματική του δράση. Πέραν της φόρμουλας της εμπρηστικής ουσίας καθ' εαυτής, το σύστημα περιλάμβανε τους πυρφόρους δρόμονες, τη συσκευή που θέρμαινε και έθετε υπό πίεση την ουσία, το σίφωνα που την εξαπέλυε, και την ειδική εκπαίδευση των χειριστών του συστήματως, των λεγόμενων σιφωναρίων. Οι διάφοροι χειριστές και τεχνίτες του συστήματος είχαν κατά πάσα πιθανότητα γνώση μόνο ενός επιμέρους εξαρτήματος, εξασφαλίζοντας ότι κανένας εχθρός δεν θα μπορούσε με μιας να αποκτήσει πλήρη γνώση του.Έτσι εξηγείται πως όταν το 814 οι Βούλγαροι πήραν τις πόλεις Μεσημβρία και Δεβελτό και βρήκαν εκεί 36 σίφωνες και ποσότητες της εμπρηστικής ουσίας, στάθηκαν ανίκανοι να τα χρησιμοποιήσουν.
Οι πληροφορίες για το υγρό πυρ είναι αποκλειστικά έμμεσες, βασιζόμενες σε διάφορες αναφορές στα βυζαντινά στρατιωτικά εγχειρίδια και σε ιστορικά έργα όπως την Αλεξιάδα και δυτικοευρωπαϊκά χρονικά, που όμως συχνά είναι ανακριβή. Στην Αλεξιάδα, η Άννα Κομνηνή παρέχει (XIII.3.6) μια συνταγή για μια εμπρηστική ύλη, που η βυζαντινή φρουρά του Δυρραχίου χρησιμοποίησε το 1108 κατά των Νορμανδών. Συχνά έχει ερμηνευθεί ως μια, μερική έστω, συνταγή για το υγρό πυρ:
Τοῦτο δὲ τὸ πῦρ ἀπὸ τοιούτων μηχανημάτων αὐτοῖς διεσκεύαστο. Ἀπὸ τῆς πεύκης καὶ ἄλλων τινῶν τοιούτων δένδρων ἀειθαλῶν συνάγεται δάκρυον εὔκαυστον. Τοῦτο μετὰ θείου τριβόμενον ἐμβάλλεταί τε εἰς αὐλίσκους καλάμων καὶ ἐμφυσᾶται παρὰ τοῦ παίζοντος λάβρῳ καὶ συνεχεῖ πνεύματι, κᾆθ' οὕτως ὁμιλεῖ τῷ πρὸς ἄκραν πυρὶ καὶ ἐξάπτεται καὶ ὥσπερ πρηστὴρ ἐμπίπτει ταῖς ἀντιπρόσωπον ὄψεσι.
Δυτικές αναφορές στο περίφημο ignis graecus είναι επίσης γενικά αναξιόπιστες, καθώς αποδίδουν την ονομασία αυτή αδιακρίτως σε κάθε είδους εμπρηστικές ουσίες.
Οι μόνες βέβαιες πληροφορίες που περιγράφουν το υγρό πυρ και τη συμπεριφορά του είναι:
- Η ουσία συνέχιζε να καίει στο νερό, και, σύμφωνα με ορισμένες ερμηνείες, αναφλεγόταν στην επαφή του με τον νερό. Επιπλέον, όπως αναφέρεται σε αρκετές πηγές, μπορούσε να σβηστεί μόνο από ορισμένες ουσίες όπως άμμο, που του στερούσε οξυγόνο, δυνατό ξύδι, ούρα προφανώς μέσω κάποιας χημικής αντίδρασης.
- Όπως φαίνεται και από το όνομά του αλλά και από περιγραφές, ήταν υγρό και όχι κάποιας μορφής βλήμα.
- Στη θάλασσα, συνήθως εκτοξευόταν από σίφωνες, αν και κεραμικά δοχεία και βομβίδες γεμισμένες με υγρό πυρ ή παρόμοιες ουσίες επίσης χρησιμοποιούνταν.
- Η εκτόξευση του υγρού πυρός συνοδευόταν από πολύ θόρυβο («βροντή») και καπνό.
Θεωρίες περί σύστασης
Η πρώτη, και για πολύ καιρό πιο διαδεδομένη, θεωρία σχετικά με τη σύσταση της εμπρηστικής ύλης ήταν ότι το κύριο συστατικό ήταν νιτρικό κάλιο, ουσιαστικά δηλαδή ότι το υγρό πυρ ήταν μια πρώιμη μορφή πυρίτιδας. Η θεωρία αυτή προήλθε από την περιγραφή έντονου θορύβου και καπνού κατά την εκτόξευση, καθώς και από την απόσταση στην οποία μπορούσε να εκτοξευθεί το όπλο, που ερμηνεύτηκαν ως προϊόντα εκρηκτικής αντίδρασης. Από την εποχή του ολλανδού ιστοριοδίφη Ισαάκ Βόσσιους, πολλοί ερευνητές υποστήριξαν τη θέση αυτή, και πρωτίστως η λεγόμενη "Γαλλική Σχολή" το 19ο αιώνα, που περιελάμβανε το διάσημο χημικό Μαρσελέν Μπερτελό. Έκτοτε η θεωρία αυτή έχει απορριφθεί, καθώς το νιτρικό κάλιο δεν φαίνεται να χρησιμοποιήθηκε για πολεμικούς σκοπούς στην Ευρώπη ή τη Μέση Ανατολή πριν τον 13ο αιώνα, και απουσιάζει πλήρως από τα έργα των Αράβων, των πλέον εξεχόντων χημικών του μεσογειακού κόσμου, πριν από την περίοδο αυτή. Επιπλέον, η φύση του προτεινόμενου μίγματος δεν συμβαδίζει με τα χαρακτηριστικά της δια σίφωνος εκτοξευόμενης ουσίας των βυζαντινών πηγών.
Μια δεύτερη άποψη, βασιζόμενη στο γεγονός ότι το υγρό πυρ δεν έσβηνε στο νερό – σύμφωνα δε με ορισμένες πηγές το νερό την έκανε να καίει πιο έντονα – θεώρησε ότι η εμπρηστική ουσία βασιζόταν σε ένα μείγμα με βάση τη μη εσβεσμένη άσβεστο. Αν και ο άσβεστος ήταν γνωστός στους Βυζαντινούς και στους Άραβες, η θεωρία αυτή καταρρίπτεται από λογοτεχνικά και εμπειρικά στοιχεία. Ένα μείγμα βασισμένο στην άσβεστο θα πρέπει να έρθει σε επαφή με νερό για να αναφλεγεί, ενώ τα Τακτικά του αυτοκράτορος Λέοντα Στ΄ καταγράφουν ότι η ουσία συχνά χυνόταν απευθείας στο κατάστρωμα εχθρικών πλοίων. Ομοίως, ο αυτοκράτορας αναφέρει τη χρήση βομβίδων, πράγμα που ενισχύει την άποψη ότι η επαφή με νερό δεν ήταν απαραίτητη για να ανάψει η ουσία του υγρού πυρός. Επιπλέον, ο C. Zenghelis διεξήγαγε μια σειρά πειραμάτων που απέδειξαν ότι τα αποτελέσματα της αντίδρασης ασβέστου-νερού θα ήταν αμελητέα υπό πραγματικές συνθήκες στη θάλασσα. Μια άλλη παρόμοια θεωρία πρότεινε την πιθανότητα ο Καλλίνικος να είχε ανακαλύψει το φωσφορούχο ασβέστιο, το οποίο όταν έλθει σε επαφή με νερό παράγει την εξαιρετικά εύφλεκτη φωσφίνη, η οποία αναφλέγεται αυτόματα. Και εδώ όμως εκτεταμένα πειράματα απέτυχαν να προσεγγίσουν την περιγραφόμενη ένταση του υγρού πυρός.
Αν και η παρουσία ασβέστου ή/και νιτρικού καλίου στο μείγμα δεν μπορεί να αποκλειστεί, είναι φανερό πως δεν αποτελούσαν το κύριο συστατικό. Οι περισσότεροι σύγχρονοι ερευνητές συμφωνούν ότι το υγρό πυρ βασιζόταν στο πετρέλαιο, κατεργασμένο ή μη. Οι Βυζαντινοί είχαν εύκολη πρόσβαση σε ακατέργαστο πετρέλαιο από τις φυσικές πηγές στην ανατολική ακτή του Εύξεινου Πόντου (λ.χ. οι πηγές γύρω από το Τμουτορακάν που αναφέρονται και από τον Κωνσταντίνο Πορφυρογέννητο) ή σε διάφορες άλλες περιοχές στη Μέση Ανατολή. Είναι ενδεικτικό ότι μια από τις ονομασίες του υγρού πυρός ήταν «μηδικό πυρ», και ότι ο ιστορικός Προκόπιος ο Καισαρεύς καταγράφει ότι το ακατέργαστο πετρέλαιο ήταν γνωστό ως «νάφθα» ή «μηδικό έλαιο». Υπάρχει επίσης και ένα λατινικό χειρόγραφο του 9ου αιώνα, φυλασσόμενο στο Βόλφενμπυττελ (Wolfenbüttel) της Γερμανίας, που αναφέρει τα συστατικά μιας ουσίας που μοιάζει να είναι το υγρό πυρ, καθώς και τη λειτουργία των σιφώνων για την εκτόξευσή του. Αν και το κείμενο περιέχει διάφορες ανακρίβειες, αναφέρει ξεκάθαρα τη νάφθα ως το κύριο συστατικό. Διάφορες ρητίνες πιθανότατα προστίθενταν ως πηκτικό (η Στρατηγική έκθεσις και σύνταξις του Νικηφόρου Φωκά αναφέρει το υγρό πυρ ως «πυρ κολλητικόν») και για να αυξήσουν τη διάρκεια και ένταση της καύσης.
Η φράση που έμεινε...
Την ελληνική ιδιωματική φράση πήραν τα μυαλά του αέρα την λέμε και στις μέρες μας. Εκείνη την εποχή όμως αυτό σήμαινε κάτι άλλο. Το υγρό πυρ εξαπολυόταν με διαφόρους μηχανισμούς. Στην πλώρη των πλοίων των βυζαντινών υπήρχε ένα μπρούτζινο λιοντάρι μέσα από το ανοιχτό στόμα του οποίου εξακοντίζονταν μακριά το φονικό υγρό. Για να γίνει αυτό δυνατό, στο κεφάλι του λιονταριού κατέληγαν δύο σωλήνες, ο ένας εξόδου του υγρού πυρός και ο άλλος εισόδου του αέρα όπου με χειροκίνητη αντλία γινόταν κατάθλιψη αυτού. Επομένως, για να εξακοντιστεί μακριά το υγρό πυρ, έπρεπε προηγουμένως τα "μυαλά" (κεφάλι) του λιονταριού να πάρουν αέρα.