Η λέξη δάσκαλος είναι μεσαιωνική λέξη. Σχηματίστηκε με απλολογία από τη λέξη της αρχαίας ελληνικής διδάσκαλος, παράγωγο του ρήματος διδάσκω με την προσθήκη της κατάληξης –αλος. Η λέξη έγινε ιδιαίτερα γνωστή τον 19ο αι. με τη διαφωτιστική δραστηριότητα που ανέπτυξαν οι περίφημοι Διδάσκαλοι του Γένους (Άνθιμος Γαζής, Ευγένιος Βούλγαρις κ.α.).
Η λέξη συγγενεύει ετυμολογικά με τα ρήματα doceo(= διδάσκω) και disco(= διδάσκομαι, μαθαίνω) της λατινικής.
Ετυμολογία
δάσκαλος < διδάσκαλος < διδάσκω.
Η λέξη δάσκαλος απλολογείται από το ρήμα διδάσκω, ενεστ. αναδιπλασιασμένος τ. του θ. δα-, το οποίο μαρτυρείται στο απρφ. Παθ. αορ. β΄ δα- ήναι (πβ. Αδαής) <δασ-ήναι< dηs-, που συνδέεται με λατ. disco(=μαθαίνω) , doceo (=διδάσκω), γαλλ. discipline(=επιστήμη, μάθηση) κ.α.
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | δάσκαλος | δάσκαλοι |
γενική | δασκάλου | δασκάλων |
αιτιατική | δάσκαλο | δασκάλους |
κλητική | δάσκαλε | δάσκαλοι |
Σημασία
δάσκαλος αρσενικό ουσιαστικό, δασκάλα και δασκάλισσα θηλυκό ουσιαστικό- αυτός που διδάσκει
- ο εκπαιδευτικός που διδάσκει στο δημοτικό σχολείο
- ο αναγνωρισμένος καλλιτέχνης, ο μεγάλος ζωγράφος
- ο δεξιοτέχνης ενός μουσικού οργάνου
- (μεταφορικά) αυτός που αρέσκεται να δίνει συμβουλές στους άλλους
- δασκαλάκος
- δασκάλεμα
- δασκαλεμένος
- δασκαλεύω
- δασκαλίκι
- δασκαλικός
- δασκαλισμός
- δασκαλίστικος
- δασκαλίτσα
- διδάσκω
- διδασκαλία
- δίδαγμα
- διδακτικός
- δίδακτρα
Σύνθετα
- αδίδακτος
- δασκαλοπαίδι
- δασκαλόπουλο
- δημοδιδάσκαλος
Συνώνυμα
- διδάσκαλος
- παιδαγωγός
- σύμβουλος
- σχολαστικός
Για το e-didaskalia.blogspot.gr
Αποστόλης Ζυμβραγάκης
Φιλόλογος
Βρείτε περισσότερες ερμηνείες λέξεων εδώ.
Δεν έχει σχέση με το "ασκώ το δίδειν'?
ΑπάντησηΔιαγραφή