Η δραχμή ήταν νομισματική μονάδα της αρχαίας Ελλάδας (Άργος, Αθήνα, Μακεδονία κ.λπ.) και της σύγχρονης Ελλάδας από το 1833 μέχρι το 2002 που αντικαταστάθηκε από το Ευρώ. Πρωτοκαθιερώθηκε όταν ο Φείδων του Άργους έκοψε το πρώτο νόμισμα το «δίδραχμο» στην Αίγινα που τότε την κατείχε το Άργος.
Η λέξη ετυμολογείται από την Ινδοευρωπαϊκή ρίζα «*derk- ή *dergh-» που σημαίνει «πιάνω» που έδωσε και το συγγενικό ρήμα «δράττω», «δράττομαι» (= αρπάζω, πιάνω σφικτά). Κατά τους αρχαίους χρόνους ως μία δραχμή ορίστηκε (από τον Φείδωνα του Άργους) ποσότητα ίση προς 6 οβολούς, δηλαδή 6 ράβδους που χωρούσαν στη χούφτα ενός άντρα. Από τους οβολούς λοιπόν που μπορούσε ν' αδράξει ένας άντρας με τη παλάμη του προήλθε η λέξη δραχμή.
Πολλαπλάσια της αρχαίας δραχμής ήταν ο στατήρας, η μνα, το τάλαντο. Σύμφωνα με τον Μπαμπινιώτη η λέξη δραχμή με αντιδάνειο από την αραβική ή την περσική έφτασε ως τις μέρες μας και ως μονάδα βάρους το «δράμι» (στη μεσαιωνική ελληνική δράμιον).
Τον Φεβρουάριο του 1833 οι Βαυαροί του Όθωνα καθιέρωσαν την δραχμή ως τη νομισματική μονάδα της Ελλάδας. Αυτή με τη σειρά της υποδιαιρέθηκε σε 100 λεπτά και αργότερα είχαμε και νομίσματα πολλαπλάσια του ενός λεπτού. Έτσι με διάφορες περιπέτειες φτάσαμε έως το 2002.
Από το 1828 που πρώτη φορά θεσπίστηκε εθνικό νόμισμα, ο «Φοίνικας», από τον Καποδίστρια και το 1833 που ορίστηκε η δραχμή ως τέτοιο, η χώρα πέρασε ουκ ολίγες νομισματικές περιπέτειες και κρίσεις, με αποκορύφωμα την πτώχευση του 1893 (Χ. Τρικούπης), αλλά και την πτώχευση του 1932 (Ε. Βενιζέλος). Ιδιαίτερη μνεία χρειάζεται η νομισματική κατάσταση κατά τη διάρκεια της κατοχής με υπερπληθωρισμό και πλήρη ευτελισμό του νομίσματος. Χαρακτηριστικό είναι πως μέχρι το 1927 το εκδοτικό προνόμιο νομίσματος το είχε η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, ενώ αυτή τη χρονιά το προνόμιο μεταβιβάστηκε στην κεντρική κρατική τράπεζα, την Τράπεζα της Ελλάδος.
Δείτε περισσότερες σημασίες λέξεων εδώ.