Η υπόθεση Σορίν Ματέι αποτέλεσε μια από τις πιο πολύκρoτες υποθέσεις ομηρείας που απασχόλησε την ελληνική κοινή γνώμη τον Σεπτέμβριο του 1998. Συγκεκριμένα ο Ρουμάνος δραπέτης Σορίν Ματέι το βράδυ της Τετάρτης της 23ης Σεπτεμβρίου 1998 εισέβαλε σε διαμέρισμα πολυκατοικίας στην οδό Νιόβης στα Κάτω Πατήσια θέτοντας υπό καθεστώς ομηρείας τους τέσσερις ενοίκους αυτού με την απειλή χειροβομβίδας. Παράλληλα τηλεφώνησε στον τηλεοπτικό σταθμό Σκάι όπου σε απευθείας τηλεοπτική μετάδοση συνομιλούσε για τέσσερις περίπου ώρες με τον κεντρικό παρουσιαστή ειδήσεων του καναλιού, Νίκο Ευαγγελάτο. Τελικά το ίδιο βράδυ οι αστυνομικές δυνάμεις, κατόπιν πληροφοριών αυτής περί ψεύτικης χειροβομβίδας, εισέβαλαν στο διαμέρισμα. Από την έκρηξη της χειροβομβίδας που ακολούθησε σκοτώθηκε η ένοικος Αμαλία Γκινάκη και ο Σορίν Ματέι, του οποίου οι ακριβείς συνθήκες θανάτου δεν έχουν εξακριβωθεί πλήρως. Την αποτυχημένη εισβολή της αστυνομίας ακολούθησε η παραίτηση του αρχηγού της αστυνομίας, αντιστράτηγου Αθανάσιου Βασιλόπουλου.
Ο Σορίν Ματέι δεν ήταν η πρώτη φορά που απασχολούσε την αστυνομία. Το 1995 είχε κατηγορηθεί για απόπειρα ανθρωποκτονίας και για αρκετές ληστείες, είχε όμως καταφέρει να διαφύγει από τα δικαστήρια Ευελπίδων λίγο πριν την εκδίκαση της υπόθεσής του, για να συλληφθεί αργότερα και να οδηγηθεί στις φυλακές Κέρκυρας. Στις 10 Μαρτίου 1996 δραπέτευσε από τις φυλακές Κέρκυρας μαζί με άλλους συγκρατούμενούς του για να συλληφθεί πάλι. Τον ίδιο μήνα δραπετεύει από το νοσοκομείο "Γεώργιος Γεννηματάς", συλλαμβάνεται και λίγες μέρες αργότερα οδηγείται στις φυλακές Λαρίσης απ'όπου δραπέτευσε για άλλη μια φορά. Την 7η Μαΐου 1997 οι αστυνομικοί τον εντοπίζουν τυχαία σε μπλόκο και τον οδηγούν στο ψυχιατρείο των φυλακών Κορυδαλλού. Τον Ιούλιο του 1998 διατάζεται η μεταφορά του στις φυλακές Αγίου Στεφάνου Πάτρας κατά τη διάρκεια όμως της παραμονής του δραπετεύει από το τμήμα μεταγωγών Πάτρας και επιστρέφει στην Αθήνα.
Την 5η Σεπτεμβρίου του ίδιου χρόνου, η αστυνομία οδηγείται στα ίχνη του ύστερα από την σύλληψη του συνεργού του Παναγιώτη Χαλεπά. Στην εισβολή όμως που πραγματοποιείται στο σπίτι του Ματέι οι αστυνομικοί αιφνιδιάζονται καθώς ο Ματέι έχοντας υποψιαστεί την ενέδρα τούς περιμένει κρατώντας ένα όπλο και δύο χειροβομβίδες. Αφού πήρε ως όμηρο τον αστυφύλακα του τμήματος ασφαλείας Χαλκίδας Θανάση Kρυσταλλογιάννη κατευθύνθηκε με αυτοκίνητο στην εθνική οδό Αθηνών - Λαμίας και διέφυγε ύστερα από αρκετές ώρες περιπλάνησης παρά την αστυνομική συνοδεία. Τελικά κάπου στον Πειραιά εγκατέλειψε το αμάξι και τον αστυνομικό και επιβιβάστηκε σε ταξί προς άγνωστη κατεύθυνση. Μετά από αυτό το περιστατικό οι αστυνομικοί ήρθαν για δεύτερη φορά πρόσωπο με πρόσωπο με τον Σορίν Ματέι σε αγροτική περιοχή της Λάρισας αλλά μετά από ανταλλαγή πυροβολισμών ξέφυγε.
Ύστερα από αρκετές έρευνες η αστυνομία εντόπισε λίγες ημέρες αργότερα τον Ρουμάνο κακοποιό στην Αθήνα, φοβούμενη όμως κάποιο ατύχημα προτίμησε να περιμένει την κατάλληλη στιγμή. Η ευκαιρία δόθηκε το βράδυ της 23ης Σεπτεμβρίου όταν επισκέφθηκε μια φίλη του, την Πηνελόπη Αθανασοπούλου, που διέμενε στο ισόγειο πολυκατοικίας στην οδό Νιόβης 4. Παρουσία εισαγγελέα, οι ειδικές δυνάμεις της Αστυνομίας εισέβαλαν στον χώρο και συνεπλάκησαν με τον Ματέι. Κατά τη διάρκεια αυτής ερρίφθη χειροβομβίδα λάμψης κρότου ενώ αστυνομικός τον χτύπησε με την λαβή όπλου. Ο ίδιος όμως κατόρθωσε τελικά μέσα από τον φωταγωγό να διαφύγει και να μπει στο διαμέρισμα του α΄ ορόφου της πολυκατοικίας. Σύμφωνα με τους αστυνομικούς, ο εισαγγελέας Ιωάννης Σακκάς είχε δώσει εντολή να μην πυροβολήσουν σε καμία περίπτωση κατά τη διάρκεια της επιχείρησης.
Ομηρεία και τηλεοπτική κάλυψη
Εκείνη την ώρα στο διαμέρισμα του α΄ ορόφου βρίσκονταν η Σουλτάνα Γκινάκη, 58 χρονών, τα δύο της παιδιά, Ευάγγελος Γκινάκης, 24 χρονών, και Αμαλία Γκινάκη, 25 χρονών, καθώς και ο αρραβωνιαστικός της τελευταίας, Απόστολος Μακρινός, 34 χρονών. Αφού η Σουλτάνα Γκινάκη περιποιήθηκε τα τραύματα του Ματέι, ο ίδιος έδεσε με τα κορδόνια των παπουτσιών του στο ένα του χέρι την Αμαλία Γκινάκη και στο άλλο χέρι τής, τον Απόστολο Μακρινό. Λόγω των εξελίξεων ο αρχηγός της αστυνομίας, Αθανάσιος Βασιλόπουλος, ενημέρωσε τον γραμματέα του υπουργείου δημοσίας τάξης, Γιάννη Παπαδογιαννάκη, ο οποίος με την σειρά του επικοινώνησε με τον πρωθυπουργό Κώστα Σημίτη, καθώς ο υπουργός Ρωμαίος απουσίαζε στις Βρυξέλλες. Ο πρωθυπουργός ζήτησε να μεταβεί η ηγεσία της αστυνομίας στον χώρο που εξελισσόταν το όλο περιστατικό.Στις 7 το απόγευμα ο Σορίν Ματέι τηλεφώνησε στον τηλεοπτικό σταθμό "Σκάι" και ζήτησε να συνδεθεί με τον Νίκο Ευαγγελάτο, παρουσιαστή του κεντρικού δελτίου ειδήσεων του καναλιού. Το τηλεφώνημα έμελλε να διαρκέσει τέσσερις ώρες. Αφού συνομίλησε με τον διευθυντή ειδήσεων Σταμάτη Μαλέλη, συνδέθηκε τηλεφωνικά με το κεντρικό δελτίο ειδήσεων, το οποίο εκείνη την ώρα διέκοπτε την κανονική ροή του προγράμματος. Αμέσως άρχισε ένας συνεχής διάλογος μεταξύ Ευαγγελάτου και Ματέι. Μέσα απο την συχνότητα του τηλεοπτικού σταθμού, ο κακοποιός γνωστοποίησε τις προθέσεις του καθώς και τις απαιτήσεις του. Συγκεκριμένα ζήτησε 500.000 δολλάρια ενώ λίγο αργότερα δήλωσε ότι είχε κάνει χρήση ηρωίνης. Μέχρι εκείνη τη στιγμή οι αστυνομικές αρχές δεν είχαν επικοινωνήσει με το τηλεοπτικό κανάλι καθιστώντας ουσιαστικά τον κεντρικό παρουσιαστή ως τον μοναδικό διαπραγματευτή. Λίγο αργότερα ο Θεόδωρος Παπαφίλης, διευθυντής της αστυνομίας Αθηνών, ανέλαβε τις διαπραγματεύσεις ενώ παράλληλα η επικοινωνία με τον δημοσιογράφο συνεχιζόταν.
Κατά τις 8 το βράδυ κατέφθασε στον τηλεοπτικό σταθμό ο υπαρχηγός της αστυνομίας, υποστράτηγος Θεόδωρος Πλάκας, προκειμένου να κατευθύνει τις διαπραγματεύσεις μέσω του τηλεφώνου. Λόγω της χρήσης ηρωίνης ο Ματέι ζήτησε αμφεταμίνες από την αστυνομία προκειμένου να κατορθώσει να μείνει ξύπνιος. Αντί γι'αυτές του έστειλαν υπνωτικά χάπια, τα οποία όμως αναγνωρίστηκαν από τον εγκληματία με αποτέλεσμα να επέλθει ρήξη και διακοπή της επικοινωνίας με τους αστυνομικούς. Έτσι η αστυνομία επικεντρώθηκε στην διαπραγμάτευση μέσω της τηλεφωνικής σύνδεσης. Κατόπιν συζητήσεων ο Ματέι αποφάσισε να ελευθερώσει τον Βαγγέλη Γκινάκη.
Εισβολή της αστυνομίας
Στις 9 περίπου το βράδυ ο Αθανάσιος Βασιλόπουλος κατέφθασε στην οδό Νιόβης προκειμένου να αναλάβει ο ίδιος προσωπικά τις διαπραγματεύσεις. Μια απο τις πρώτες του κινήσεις ήταν να ανακρίνει την Πηνελόπη Αθανασοπούλου, στο σπίτι της οποίας φιλοξενείτο ο Ματέι μέχρι την εισβολή της αστυνομίας, έτσι ωστε να διαπιστώσει αν η χειροβομβίδα είναι αληθινή ή όχι. Αν και η Αθανασοπούλου ήταν υπο την επήρεια των ναρκωτικών, ο αρχηγός της αστυνομίας βασισμένος στα λόγια της πίστεψε ότι η χειροβομβίδα ήταν ψεύτικη. Στο επιτόπιο συμβούλιο που έγινε η αστυνομία αποφάσισε να εισβάλει στο διαμέρισμα διατάζοντας παράλληλα τον "Σκάι" να διακόψει την τηλεοπτική κάλυψη της τηλεφωνικής σύνδεσης με τον Σορίν Ματέι. Με τη λύση αυτή διαφώνησε ο διευθυντής ασφαλείας Αττικής, Θεόδωρος Παπαφίλης, ενώ κατά τον Σταμάτη Μαλέλη και ο υπαρχηγός της αστυνομίας, Θεόδωρος Πλάκας, διαφωνούσε με την εκτίμηση περί ψεύτικης χειροβομβίδας.Στις 11 μ.μ. ο Σορίν Ματέι αποφάσισε να απελευθερώσει την Σουλτάνα Γκινάκη ως αντάλλαγμα για τα φάρμακα που του είχαν δώσει οι αστυνομικοί. Αφού έφυγε από την πολυκατοικία, οι ειδικές δυνάμεις της αστυνομίας καθοδηγούμενες απο τον αρχηγό της, Βασιλόπουλο, εισέβαλαν στο διαμέρισμα. Η τηλεφωνική σύνδεση με τον Ματέϊ, που ποτέ δεν είχε διακοπεί, άρχισε πάλι να μεταδίδεται από τη συχνότητα του "Σκάι" με αποτέλεσμα να ακούγεται ο διάλογος των αστυνομικών με τον Ματέι. Οι αστυνομικοί τράβηξαν τον Απόστολο Μακρινό κόβοντας τα κορδόνια που τον έδεναν με την αρραβωνιαστικιά του. Ο Ματέι πρόλαβε όμως να πιάσει την Αμαλία Γκινάκη, την οποία έσπρωξε στους αστυνομικούς αφού της είχε βάλει πρώτα στο σορτς της χειροβομβίδα με αποτέλεσμα να εκραγεί.
Από την έκρηξη τραυματίστηκε σοβαρά η Αμαλία Γκινάκη, η οποία και διακομίστηκε στον Ερυθρό Σταυρό όπου και απεβίωσε στις 9 Οκτωβρίου. Επίσης από τα θραύσματα της χειροβομβίδας τραυματίστηκε ο αρχηγός της αστυνομίας, αντιστράτηγος Αθανάσιος Βασιλόπουλος, ο οποίος και μεταφέρθηκε στο 401 στρατιωτικό νοσοκομείο με ελαφρά τραύματα στο πρόσωπο και ρήξη αριστερού τυμπάνου, ο υπαρχηγός της αστυνομίας και μετέπειτα αρχηγός αυτής, υποστράτηγος Ιωάννης Γεωργακόπουλος, ο οποίος διακομίστηκε στον Ερυθρό Σταυρό με σοβαρά τραύματα στο αριστερό μάτι, ο Βασίλειος Τσιατούρας, προϊστάμενος του εκεί τμήματος και μετέπειτα αρχηγός της αστυνομίας, ο Γιώργος Mαρκόπουλος, αστυνόμος της Ασφάλειας με ελαφρά τραύματα και ο Γιώργος Παλιούρας, οδηγός του Αθανάσιου Βασιλόπουλου, του οποίου ακρωτηριάστηκε το ένα πόδι.
Συνθήκες θανάτου Σορίν Ματέι
Αμέσως μετά την έκρηξη, ο Σορίν Ματέι μεταφέρθηκε εσπευσμένα στον Ερυθρό Σταυρό και στη συνέχεια στο Γενικό Κρατικό νοσοκομείο Νίκαιας. Εκεί ο διευθυντής της χειρουργικής κλινικής του νοσοκομείου Κώστας Αλεξίου έκρινε ότι δεν υπήρχε λόγος να παραμείνει περισσότερο καθώς η κατάστασή του δεν διέτρεχε κίνδυνο και αποφασίστηκε η μεταφορά του στο νοσοκομείο των φυλακών Κορυδαλλού. Στον Σορίν Ματέι ήδη από την νοσηλεία του στον Ερυθρό Σταυρό είχαν χορηγηθεί μεγάλες ποσότητες υπνωτικών έτσι ώστε να βρίσκεται σε κατάσταση καταστολής. Σχετικά με τις ποσότητες κατασταλτικών φαρμάκων που βρέθηκαν στο αίμα του Σορίν, ο ιατρός υπηρεσίας Ιωάννης Κούτρας ανέφερε ότι ήταν «δόσεις για ελέφαντα».Ο θάνατός του Σορίν Ματέι διαπιστώθηκε από τον γιατρό υπηρεσίας Ιωάννη Κούτρα στις 10.55 μ.μ της 26ης Σεπτεμβρίου 1998 παρουσία του εισαγγελέα Εφετών και επόπτη των φυλακών Π. Μανταγιουζίδη. Λόγω των αντιδράσεων ο τότε υπουργός δικαιοσύνης Ευάγγελος Γιαννόπουλος διέταξε Ένορκη διοικητική εξέταση ενώ κλήθηκε και ο προϊστάμενος της Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας Πειραιά Δημοσθένης Μπούκης για να διευρευνήσει την υπόθεση. Παράλληλα το υπουργείο δικαιοσύνης ανέθεσε σε τέσσερις ιατροδικαστές, τρεις δικούς του και έναν της οικογένειας, να πραγματοποιήσουν νεκροψία. Κατά τον ιατροδικαστή της οικογένειας, Μάριο Ματσάκη, ο θάνατος οφείλεται σε πνιγμό λόγω εισρόφησης γαστρικού υγρού σε συνδυασμό με την παρατεταμένη καταστολή.
Αντιδράσεις και δικαστικές εξελίξεις
Για τον θάνατο της Αμαλίας Γκινάκη όλη η τότε πολιτική ηγεσία εξέφρασε την θλίψη της. Συγκεκριμένα ο πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης έστειλε τηλεγράφημε προς την Σουλτάνα Γκινάκη ενώ ο πρόεδρος της αξιωματικής αντιπολίτευσης, Κώστας Καραμανλής εξέφρασε τον αποτροπιασμό του για την απαράδεκτη προσπάθεια «ηρωποίησης» του αδίστακτου κακοποιού Σορίν Ματέι. Η αποτυχημένη επιχείρηση χαρακτηρίστηκε σημαντικό πλήγμα στο κύρος της ελληνικής αστυνομίας.Αμέσως μετά την επιχείρηση, ο αντιστράτηγος Αθανάσιος Βασιλόπουλος παραιτήθηκε από την αρχηγία της Αστυνομίας και αμέσως ξεκίνησε πειθαρχική και δικαστική έρευνα για την υπόθεση. Ο Βασιλόπουλος ανέλαβε όλη την ευθύνη για όσα έγιναν κάνοντας λόγο για λάθος του ίδιου και λανθασμένης ενημέρωσης των υφισταμένων. Τέθηκε σε διαθεσιμότητα για έναν χρόνο με την αιτιολογία της ακούσιας ανθρωποκτονίας λόγω αμέλειας. Η εισαγγελέας πρωτοδικών Μαρία Μαλούχου εισηγήθηκε την δίωξη όλων των αξιωματικών της Αστυνομίας που συμμετείχαν στην επιχείρηση με την κατηγορία της ανθρωποκτονίας από αμέλεια και των σωματικών βλαβών απο αμέλεια παρ'υποχρέου κατά συρροή. Ανάμεσα στους αξιωματικούς ήταν και οι Αθανάσιος Βασιλόπουλος, πρώην αρχηγός της Αστυνομίας, και Ιωάννης Γεωργακόπουλος, αντιστράτηγος και τότε αρχηγός της Αστυνομίας, εξαναγκάζοντας τον κυβερνητικό εκπρόσωπο Δημήτριο Ρέππα να εκφράσει δημόσια την εμπιστοσύνη του προς το πρόσωπο του Αρχηγού της Αστυνομίας. Στις 8 Μαΐου 2000 απηλλάγησαν από το Τριμελές Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών όλοι οι αξιωματικοί της Αστυνομίας.
Στο απαλλακτικό βούλευμα άσκησε έφεση η οικογένεια της Αμαλίας Γκινάκη. Ο Εισαγγελέας Εφετών Καφίρης εισηγήθηκε την παραπομπή σε δίκη μόνο του Αθανάσιου Βασιλόπουλου με την κατηγορία της ανθρωποκτονίας από αμέλεια και των σωματικών βλαβών επίσης από αμέλεια καθώς εσφαλμένα εκτίμησε και το ότι η χειροβομβίδα ήταν ψεύτικη, και το ότι έπρεπε να πραγματοποιηθεί αιφνιδιαστική επέμβαση στο συγκεκριμένο διαμέρισμα. Το βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών ήταν τελικώς θετικός προς την παραπομπή σε δίκη. Ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, Παναγιώτης Δημόπουλος, άσκησε αίτηση αναίρεσης κατά της αποφάσεως ύστερα από αίτηση του ίδιου του Βασιλόπουλου σύμφωνα με την οποία υπήρχαν ασάφειες και συγχύσεις στην αιτιολογία του βουλεύματος. Το Ποινικό τμήμα του Αρείου Πάγου αποφάσισε (με την υπ αριθμ. 1335/2001) την αναίρεση της δίκης και παρέπεμψε πάλι την υπόθεση στο Συμβούλιο Εφετών. Τελικώς η υπόθεση παραπέμφθηκε στο Τριμελές Εφετείο. Το δικαστήριο τον καταδίκασε σε φυλάκιση 12 μηνών με αναστολή με το σκεπτικό ότι εσφαλμένα είχε εκτιμήσει ότι η χειροβομβίδα που είχε τοποθετήσει ο κακοποιός Σορίν Ματέι στα ρούχα της κοπέλας ήταν ψεύτικη, με αποτέλεσμα να προκαλέσει το θάνατό της. Αμέσως μετά ο Αθανάσιος Βασιλόπουλος άσκησε έφεση κατά της απόφασης. Στο δεύτερο δικαστήριο ο εισαγγελέας έδρας Ελευθέριος Πατσής εισηγήθηκε την αθώωσή του, κάτι που έγινε δεκτό από το δικαστήριο. Στις 22 Απριλίου 2005 το πενταμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Αθηνών αθώωσε κατά πλειοψηφία τον Αθανάσιο Βασιλόπουλο για την κατηγορία της ανθρωποκτονίας απο αμέλεια.
Επίσης εξετάστηκε η ευθύνη του προϊσταμένου εισαγγελέα Ιωάννη Σακκά. Ο Ιωάννης Σακκάς ανέφερε μεταξύ άλλων ότι εξέφραζε συνεχώς επιφυλάξεις για την ζωή των ομήρων, ότι οι αξιωματικοί του μετέφεραν την πεποίθησή τους ότι η χειροβομβίδα ήταν ψεύτικη και ότι οι αρχηγός, υπαρχηγός και αττικάρχης τον πληροφόρησαν ότι έχουν την έγκριση του υπουργείου Δημόσιας Τάξης και του πρωθυπουργού. Στο πόρισμά του ο αντιεισαγγελέας του Αρείου Πάγου, Παναγιώτης Ζαβολέας, έκρινε ότι δεν έλαβε ως όφειλε θέση για το αν οι αστυνομικοί θα αποφάσιζαν να πυροβολήσουν τον Ματέι και επιπλέον ότι το μόνο που συνέστησε προς πάντες ήταν η διαφύλαξη «παντί τρόπω» της ζωής των ομήρων. Τελικώς η όποια ευθύνη για τον εισαγγελέα Ιωάννη Σακκά αποκλείστηκε.
Η οικογένεια Γκινάκη προσέφυγε με αγωγή κατά του Δημοσίου ζητώντας αποζημίωση 700 εκατομμυρίων δραχμών. Αγωγή για ηθική βλάβη κατά του δημοσίου άσκησε και ο Γιώργος Παλιούρας, οδηγός του Αθανάσιου Βασιλόπουλου, που ακρωτηριάστηκε από την έκρηξη. Συγκεκριμένα λόγω του ακρωτηριασμού του κρίθηκε ανίκανος προς κάθε εργασία και συνταξιοδοτήθηκε σε ηλικία μόλις 39 ετών. Το Τριμελές Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών έκρινε ότι το Ελληνικό Δημόσιο είναι υπεύθυνο όταν δεν λαμβάνει τα απαραίτητα μέτρα με σχέδιο και προβλέψεις για τη μέγιστη δυνατή ασφάλεια των ανδρών της ΕΛ.ΑΣ και του επιδίκασε αποζημίωση λόγω ηθικής βλάβης 300.000 ευρώ. Σφοδρή κριτική δέχτηκε και ο τηλεοπτικός σταθμός Σκάι για την μετάδοση της ομηρίας. Με αφορμή το γεγονός αυτό το Εθνικό και Ραδιοτηλεοπτικό Συμβούλιο επέβαλε πρόστιμο 50 εκατομμυρίων δραχμών στον τηλεοπτικό σταθμό Σκάι για την απευθείας μετάδοση με το σπίτι της οδού Νιόβης και τον Σορίν Ματέι.
Το 2007 γυρίστηκε ένα ντοκιμαντέρ από το τηλεοπτικό κανάλι BBC για την υπόθεση Σορίν Μάτει, στο οποίο μιλούσαν συγγενείς του θύματος καθώς και οι πρωταγωνιστές της τηλεοπτικής κάλυψης.
Δείτε εδώ το ντοκιμαντέρ "Υπόθεση Σορίν Ματέι".