Το επίρρημα παρεμπιπτόντως προέρχεται από τη μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος παρεμπίπτω. Η ετυμολογία του ρήματος είναι παρά + εν + πίπτω. Εν + πίπτω μου κάνει εμπίπτω, άρα το ρήμα είναι παρεμπίπτω και το επίρρημα παρεμπιπτόντως και όχι παρεπιπτόντως.
Ετυμολογία
παρεμπιπτόντως < αρχαία ελληνική παρεμπίπτων + -ως, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος παρεμπίπτω < παρά + εν + πίπτω
Σημασία
Αποστόλης Ζυμβραγάκης
Φιλόλογος
Περισσότερα γλωσσικά λάθη εδώ.
Ετυμολογία
παρεμπιπτόντως < αρχαία ελληνική παρεμπίπτων + -ως, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος παρεμπίπτω < παρά + εν + πίπτω
Σημασία
- κατά παρέμβαση στο κυρίως θέμα, σαν σε παρένθεση, εκτός θέματος, συμπτωματικά, παρενθετικά, όχι προγραμματισμένα, τυχαία
- Το 1886, έχοντας διακινδυνεύσει τρία πλοία διάσωσης με όλο τους το πλήρωμα, εκατοντάδες νέοι εθελοντές ήρθαν να εγγραφούν, να οργανωθούν σε τοπικές ομάδες και αυτό το ξεσήκωμα είχε ως αποτέλεσμα την κατασκευή μιας εικοσάδας επιπλέον πλοίων. Σημειώνουμε παρεμπιπτόντως ότι η Ένωση στέλνει κάθε χρόνο στους ψαράδες και στους ναυτικούς εξαιρετικής ποιότητας βαρόμετρα σε τιμή τρεις φορές χαμηλότερη από την πραγματική τους αξία. Διαδίδει την μετεωρολογική γνώση και κρατάει τους ενδιαφερόμενους ενήμερους για τις ξαφνικές μεταβολές που προβλέπουν οι σοφοί.
- κάτι που προκείπτει με την ευκαιρία, λόγω περίστασης, περιστασιακά
- ο έλεγχος της συνταγματικότητας είναι διάχυτος, γιατί έχουν τη δυνατότητα να τον ασκήσουν όλα τα δικαστήρια και εμφανίζεται παρεμπιπτόντως, διότι ασκείται με την ευκαιρία της εν λόγω δίκης και κατ' ένσταση αυτής μιάς και δεν αφορά τον έλεγχο της συνταγματικότητας γενικά, αλλά για την εν λόγω περίπτωση
Αποστόλης Ζυμβραγάκης
Φιλόλογος
Περισσότερα γλωσσικά λάθη εδώ.