Όταν ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ίδρυσε τη Νέα Δημοκρατία, σαν σήμερα πριν 40 χρόνια, το νέο κόμμα είχε ένα μεγάλο πλεονέκτημα –τον ιδρυτή του και εκ των πραγμάτων εγγυητή της Δημοκρατίας- αλλά και μεγάλα μειονεκτήματα, όσον αφορά τη λαϊκή του απήχηση.
Επρόκειτο για το κόμμα, που ευφυώς στη συνέχεια ο Ανδρέας Παπανδρέου θα ταύτιζε με την «επάρατο δεξιά», κάτι που ο Κωνσταντίνος Καραμανλής είχε προσπαθήσει να αποτρέψει.
Με την πτώση της χούντας, λόγω της Κυπριακής τραγωδίας, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής αντιλαμβανόμενος τη ριζική μεταβολή των συσχετισμών μεταξύ των κέντρων εξουσίας στην Ελλάδα, έθεσε ως στόχο να εκφράσει όσο περισσότερους γίνεται, χωρίς τους αποκλεισμούς του παρελθόντος.
Έτσι τοποθέτησε ιδεολογικά τη Νέα Δημοκρατία στον ριζοσπαστικό φιλελευθερισμό, τονίζοντας ότι το κόμμα θα κινείται μεταξύ παραδοσιακού φιλελευθερισμού και δημοκρατικό σοσιαλισμού.
Ένας αναμενόμενος θρίαμβος
Οι πρώτες εκλογές μετά την παράδοση της εξουσίας (24 Ιουλίου 1974) από τη χούντα διεξήχθησαν στις 17 Νοεμβρίου 1974 και η Νέα Δημοκρατία, τις κέρδισε με χαρακτηριστική άνεση και ποσοστό ρεκόρ, συγκεντρώνοντας το 54,37% των ψήφων (219 έδρες).Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής διέθετε δύο σημαντικά πλεονεκτήματα: πρώτον δεν είχε εμπλακεί ο ίδιος στην κρίση του 1965, διατηρώντας μέρος της δημοτικότητάς του και δεύτερον οι αντιχουντικοί και συντηρητικοί αξιωματικοί, πίστευαν ότι χάρη στο "ειδικό πολιτικό του βάρος", θα μπορούσε να εγγυηθεί μια Μεταπολίτευση ισορροπιών και έναν εκδημοκρατισμό χωρίς "εξαλλοσύνες".
Ουσιαστικά η όχι χωρίς λόγο παρουσίαση του Κωνσταντίνου Καραμανλή ως "παράκλητου Εθνάρχη", έδωσε στη Νέα Δημοκρατία ένα τεράστιο πλεονέκτημα σε σχέση με τα άλλα κόμματα, ενώ και το εκλογικό σύστημα ευνόησε το πρώτο κόμμα ώστε να εξασφαλίσει ευρύτατη πλειοψηφία.
Οι αποστάσεις από την «παλιά δεξιά»
Όσο είχε τη λαϊκή στήριξη (η σπίθα της «αλλαγής» δεν είχε φουντώσει και το «Καραμανλής ή τανκς» δεν ήταν απλώς ένα ευφυολόγημα), προχώρησε σε συγκεκριμένες κινήσεις (νομιμοποίηση του ΚΚΕ, καθιέρωση της Δημοτικής), δημοψήφισμα για το Πολιτειακό (ο Κωνσταντίνος ακόμα περιμένει τηλεφώνημά του), που σηματοδοτούσαν το τέλος του εθνικού διχασμού.
Η καταδίκη των πρωταιτίων του πραξικοπήματος και ο μετριασμός της ποινής από τον ίδιο τον Καραμανλή, με την «καραμανλική» φράση «όταν λέμε ισόβια, εννοούμε ισόβια», καθώς και η ουδετερότητα που κράτησε η ΝΔ στο δημοψήφισμα για τη μοναρχία, ήταν μέρος ενός πετυχημένου σχεδίου, ώστε το νέο κόμμα να ξεκόψει από την «παλιά δεξιά», χωρίς να χάσει οριστικά τους ψηφοφόρους της.
Παρά το γεγονός ότι η κάθαρση των χουντικών, σε πολλούς τομείς δεν προχώρησε όσο θα έπρεπε, οι στρατιωτικοί επέστρεψαν στους στρατώνες και ο φόβος του χωροφύλακα, αν και υπαρκτός μέχρι το 1981, περιορίστηκε.
Οι νοσταλγοί της επταετίας, επανεμφανίστηκαν μόλις 3 χρόνια μετά τη Μεταπολίτευση συμμετέχοντας στις εκλογές του 1977 ως Εθνική Παράταξη, την ώρα που αρκετοί ακροδεξιοί είχαν κουρνιάξει εντός της Νέας Δημοκρατίας, χωρίς να εκδηλώνονται φανερά, λόγω του κύρους του Κωνσταντίνου Καραμανλή.
Οι μεγάλοι στόχοι
Στην πρώτη κυβέρνηση Νέας Δημοκρατίας (1974-1977), ο Κωνσταντίνος Καραμανλής έθεσε ως στόχους και τους πέτυχε, πρώτον την ομαλή μετάβαση από το σκοτάδι της επταετίας, στη Δημοκρατία και δεύτερον την ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα, που διασφαλίστηκε με τη Συνθήκη Προσχώρησης, που υπέγραψε εκ μέρους της Ελλάδας ο ίδιος στις 28/05/1979 και τέθηκε σε ισχύ στις 01/01/1981 επί πρωθυπουργίας Γεωργίου Ράλλη.
Το «ανήκομεν εις την Δύσιν», ήταν πιστεύω του Κ. Καραμανλή και το υποστήριξε με πάθος παρά τις λαϊκές αντιδράσεις και τις κορώνες του ΠΑΣΟΚ, που τότε ερχόταν με φόρα για να πάρει την εξουσία.
Ο Κωνσταντίνος Καραμανλης, αφιέρωσε μεγάλο μέρος του χρόνου του και των δυνάμεών του στην αποκατάσταση της εικόνας της Ελλάδας διεθνώς σε μια δύσκολη περίοδο, λόγω των παρεμβάσεων των ΗΠΑ, που είχαν αναλάβει ρόλο επιδιαιτητή (αφού πρώτα είχαν πετύχει αυτό που ήθελαν στην Κύπρο) και των σχέσεων Ελλάδας-Τουρκίας, που μετά την εισβολή στην Κύπρο, ήταν στο ναδίρ.
Μάλιστα, δεν είχε διστάσει το 1974 να κηρύξει την αποχώρηση της Ελλάδας από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ, μια κίνηση συμβολική με αμφίβολα όμως αποτελέσματα, καθώς η Τουρκία με τις πλάτες των ΗΠΑ, κέρδιζε από το κενό που άφηνε η Ελλάδα.
Στην οικονομική πολιτική η κυβέρνηση Καραμανλή, κινήθηκε σε μια δύσκολη περίοδο (πετρελαϊκή κρίση) και όχι τόσο φιλελεύθερα, όσο θα περίμεναν οι οπαδοί της. Ακολουθήθηκε γενναιόδωρη εισοδηματική πολιτική, ενώ ο έντονος κρατικός παρεμβατισμός, η διόγκωση του δημόσιου τομέα και οι κρατικοποιήσεις, οδήγησαν τον ΣΕΒ, να κατηγορήσει τον Κωνσταντίνο Καραμανλή για… "σοσιαλμανία"!
Η αρχή του τέλους της κυριαρχίας της ΝΔ
Στις πρόωρες εκλογές της 20 Νοεμβρίου του 1977, η Νέα Δημοκρατία πέτυχε και πάλι άνετη νίκη, ωστόσο το αξιοσημείωτο της αναμέτρησης ήταν η ανάδειξη του ΠΑΣΟΚ σε αξιωματική αντιπολίτευση, η ανάδυση του δικομματισμού όπως τον ξέρουμε.
Συγκεκριμένα η ΝΔ έλαβε 41,84% και 171 έδρες και το ΠΑΣΟΚ 25,34% και 93 έδρες
Στις εκλογές του 1977, κάτι αρχίζει να αλλάζει σε σχέση με τη διάθεση του λαού. Τρία χρόνια μετά την πτώση της χούντας, οι πολίτες αναπνέουν πια πιο ελεύθερα.
Την ίδια στιγμή, παρατηρείται ένας ορμητικός κοινωνικο-οικονομικός μετασχηματισμός, που συνίσταται στην κοινωνική κινητικότητα, την αύξηση των μεσαίων στρωμάτων και στην εμφάνιση κοινωνικών αιτημάτων για πιο ποιοτική και άνετη ζωή που δεν συμβαδίζουν με την αυστηρότητα και τους περιορισμούς που εξακολουθούσαν να ισχύουν, ακόμα και μετά την πτώση της δικτατορίας.
Έτσι, το αποτέλεσμα ήταν μεν άνετη επικράτηση για τη ΝΔ, ωστόσο ήταν και η αρχή του τέλους της κυριαρχίας της στο πολιτικό σκηνικό της χώρας.
Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής έβλεπε την "αλλαγή" να έρχεται και ο ίδιος ήθελε στο μέλλον να λειτουργήσει ως αντίβαρο στις μεγαλόστομες διακηρύξεις του Α. Παπανδρέου. Όπως είχε πει «ο Ανδρέας στα κοινωνικά έχει δίκιο, τα εθνικά όμως δεν πρέπει να τα πειράξει».
Τον Απρίλιο του 1979, συγκλήθηκε το Α' Συνέδριο του κόμματος στην Χαλκιδική, όπου εγκρίθηκαν ομόφωνα οι ιδεολογικές αρχές της Νέας Δημοκρατίας τις οποίες είχε εισηγηθεί ο Κωνσταντίνος Καραμανλής. Σύμφωνα με αυτές, η ιδεολογία του κόμματος, γνωστή ως ριζοσπαστικός φιλελευθερισμός, αναγνωρίζει την ελευθερία της αγοράς με τη ρυθμιστική παρέμβαση του κράτους για χάρη της κοινωνικής δικαιοσύνης. Επίσης εγκρίθηκε το καταστατικό και οι κανονισμοί λειτουργίας των κομματικών οργανώσεων. Αυτό ήταν το πρώτο συνέδριο ελληνικού κόμματος, του οποίου οι σύνεδροι ήταν αιρετοί από τα μέλη.
Ωστόσο δεν ήταν όλα ρόδινα, εντός του κόμματος. Η λεγόμενη «κίνηση της Βόλβης», 4 χρόνια μετά την πρώτη της εμφάνιση και ενώ αντιμετωπιζόταν, ως μια γραφικότητα, έκανε αισθητή την παρουσία της.
Τη νύχτα πριν το συνέδριο, ένας νεαρός ονόματι… Ευάγγελος Μεϊμαράκης, μοίραζε στα δωμάτια των συνέδρων ένα φυλλάδιο, στο οποίο αναφερόταν η ανάγκη μετατροπής της ΝΔ από «αρχηγικό κόμμα σε κόμμα αρχών».
Επρόκειτο για την πρώτη σοβαρή αμφισβήτηση στο πρόσωπο του ιδρυτή της Κωνσταντίνου Καραμανλή. Πίσω από την «Κίνηση» βρίσκονταν στελέχη, που είχαν αποκλειστεί από το συνέδριο και είχαν καταγγείλει ότι οι σύνεδροι ήταν διορισμένοι από την ηγεσία.
Ο ίδιος ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, μετά το συνέδριο είχε εκφράσει τον προβληματισμό του για τα αποτελέσματά του στον τότε υπουργό Παιδείας Ιωάννη Βαρβιτσιώτη.
«Ξέρεις τι κάναμε σήμερα; Αρχίσαμε τη διάλυση του κόμματος, διότι φτιάξαμε την οργάνωση» του είπε, θέλοντας να εκφράσει την απέχθειά του για τους κομματάρχες, τους παραγοντίσκους και τον «ανώφελο πλουραλισμό», που δεν οδηγεί σε απτά αποτελέσματα.
Τον Μάιο του 1980, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, εκλέγεται Πρόεδρος της Δημοκρατίας με αυξημένες αρμοδιότητες, όπως προέβλεπε το Σύνταγμα του 1975. Παρά τις ανησυχίες της τότε αξιωματικής αντιπολίτευσης, η συνύπαρξη του Κωνσταντίνου Καραμανλή ως Προέδρου, με τον Ανδρέα Παπανδρέου ως πρωθυπουργού, υπήρξε αρμονική.
Τα «πέτρινα» χρόνια της Αλλαγής
Με τη μεταπήδηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή στην προεδρία της Δημοκρατίας, νέος πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας εκλέγεται ο Γεώργιος Ράλλης, ο οποίος αναλαμβάνει και χρέη πρωθυπουργού.Στις βουλευτικές εκλογές της 18ης Οκτωβρίου 1981 η Νέα Δημοκρατία θα ηττηθεί, συγκεντρώνοντας το χαμηλότερο ποσοστό της ιστορίας της μέχρι τότε (35,86%) και καταλαμβάνοντας 115 έδρες. Την ίδια μέρα διεξάγονται και οι ευρωεκλογές, όπου και εκεί ηττήθηκε από το ΠΑΣΟΚ.
Τον Δεκέμβριο του ‘81, ο Γεώργιος Ράλλης, έχοντας λόγω των αποτελεσμάτων, μεγάλη εσωκομματική πίεση, έθεσε θέμα εμπιστοσύνης προς το πρόσωπό του στην κοινοβουλευτική ομάδα του κόμματος και καταψηφίζεται. Νέος πρόεδρος αναλαμβάνει ο Ευάγγελος Αβέρωφ.
Ίσως είναι άδικο, να χρεωθεί η ήττα στον Γ. Ράλλη, ο οποίος δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει τον Ανδρέα Παπανδρέου, αλλά κυρίως την ιστορία, καθώς είχε έρθει η ώρα της «Αλλαγής».
Σε πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο, το ΠΑΣΟΚ, εκμεταλλεύτηκε τις χαμηλές οικονομικές επιδόσεις, την φθορά της ΝΔ μετά από 7 χρόνια στην εξουσία, αλλά και την αδυναμία της να εκφράσει τις αρχές του φιλελεύθερου ριζοσπαστισμού.
Οι σημαντικότεροι όμως παράγοντες που προκάλεσαν την ήττα της ΝΔ ήταν δύο. Πρώτον, το γεγονός ότι ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ήταν Πρόεδρος της Δημοκρατίας, επέδρασε στο να εμπιστευτούν το ΠΑΣΟΚ και κεντρώοι ψηφοφόροι, καθώς θεώρησαν ότι ο Καραμανλής θα αποτελούσε ανάχωμα στα μαξιμαλιστικά σχέδια του Α. Παπανδρέου (έξω από την ΕΟΚ, έξω από το ΝΑΤΟ), κάτι που αποδείχθηκε αληθές.
Δεύτερον, η γενικότερη αίσθηση, ότι αφού σταθεροποιήθηκε η Δημοκρατία, είχε έρθει η ώρα της «Αλλαγής» στην κοινωνία και τη δημόσια διοίκηση, ώστε να δικαιωθεί ο "μη-προνομιούχος" Έλληνας. Ο Ανδρέας Παπανδρέου, γνώριζε τι να υποσχεθεί στον λαό και ο λαός ήθελε να τον ακούσει, όσο κανέναν άλλο εκείνη την εποχή. Ο Γεώργιος Ράλλης δεν είχε κάτι καλύτερο να αντιπαρατάξει απέναντι στο, κατά Αβέρωφ, «γλυκό ποτό της Αλλαγής».
Ο Μητσοτάκης, η πόλωση και το unfair του Ανδρέα στον Καραμανλή
Στις ευρωεκλογές της 17ης Ιουνίου 1984, η Νέα Δημοκρατία ηττάται ξανά από το ΠΑΣΟΚ και παρά το γεγονός ότι αυξάνει το ποσοστό της σε 38,05%, η αμφισβήτηση προς το πρόσωπο του Ευάγγελου Αβέρωφ αυξάνεται. Ούτε αυτός καταφέρνει να αντιμετωπίσει τον Ανδρέα Παπανδρέου. Το ερώτημα είναι ποιος μπορεί; Και η απάντηση έρχεται από το παρελθόν, για να φουντώσει μια άσβεστη προσωπική κόντρα.
Τον Αύγουστο του 1984, ο Ευάγγελος Αβέρωφ, με επιστολή του προς την ΚΟ της Νέας Δημοκρατίας, παραιτείται και την 1η Σεπτεμβρίου, εκλέγεται πρόεδρος του κόμματος, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης.
Ο Ανδρέας Παπανδρέου, μιλά για επιστροφή του «εφιάλτη» και η πόλωση ξεφεύγει από κάθε όριο. Ο αρχηγός του ΠΑΣΟΚ, με αφορμή την επιστροφή Μητσοτάκη, θέτει το δίλημμα Δεξιά-Αντιδεξιά στις εκλογές.
Στην εκλογική αναμέτρηση της 2ας Ιουνίου 1985 η Νέα Δημοκρατία ηττάται ξανά από το ΠΑΣΟΚ, παρά το ότι ανεβάζει το ποσοστό της στο 40,85% (126 έδρες).
Σημαντικός παράγοντας για την ήττα της ΝΔ, ήταν και μια κίνηση που χαρακτηρίστηκε ως "πολιτικά ανέντιμη" από τους αντιπάλους του Ανδρέα Παπανδρέου.
Με στόχο να συσπειρώσει την παράταξή του και ενώ είχε διαβεβαιώσει τον Κωνσταντίνο Καραμανλή ότι θα στηρίξει την επανεκλογή του στην προεδρία της Δημοκρατίας, ξαφνικά άλλαξε γνώμη και πρότεινε ως υποψήφιο τον αρεοπαγίτη Χρήστο Σαρτζετάκη.
Ο Ανδρέας Παπανδρέου, συνόδευσε την πρότασή του με εξαγγελία αναθεώρησης του Συντάγματος και τόνισε ότι αν και ο Κωνσταντίνος Καραμανλής υπήρξε άψογος ως Πρόεδρος δεν ήταν δυνατόν να συνεχίσει, εφόσον το Σύνταγμα του 1975, που η κυβέρνηση είχε σκοπό να αναθεωρήσει(για να μειωθεί η εξουσία του Προέδρου), ήταν πνευματικό του τέκνο.
"Φρόιντ, ξεφρόιντ, εγώ αυτό νομίζω"
Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής παραιτήθηκε ενοχλημένος από την αλλαγή στάσης του ΠΑΣΟΚ.
Χρόνια αργότερα εκμυστηρεύτηκε στον δημοσιογράφο Σεραφείμ Φυντανίδη τις σκέψεις του για εκείνη την περίοδο, λέγοντας ότι "ο Ανδρέας στο πρόσωπό μου εκδικήθηκε τον πατέρα του"(στις σχέσεις Γεωργίου και Ανδρέα Παπανδρέου υπήρξαν στιγμές μεγάλης έντασης).
"Πολύ φροϋδικό αυτό κύριε Πρόεδρε" είπε ο Φυντανίδης
"Φρόιντ ξεφρόιντ, εγώ αυτό νομίζω" απάντησε ο Καραμανλής.
Αποχωρήσεις, ιδεολογική στροφή και οι πρώτες νίκες
Τον Σεπτέμβριο του 1985 ο Κωνσταντίνος Στεφανόπουλος μαζί με εννέα ακόμα βουλευτές αποχωρούν από τη Νέα Δημοκρατία για να ιδρύσουν δικό τους κόμμα(ΔΗΑΝΑ).
Τον Φεβρουάριο του 1986, συγκαλείται στη Θεσσαλονίκη το 2ο Συνέδριο της Νέας Δημοκρατίας, όπου αποφασίζεται να δοθεί μεγαλύτερη έμφαση στις φιλελεύθερες ιδέες, εμπλουτίζοντας τις ιδεολογικές αρχές του κόμματος, ενώ κρίνεται απαραίτητο να πραγματοποιηθούν καταστατικές αλλαγές καθώς και αλλαγές των κανονισμών λειτουργίας των κομματικών οργανώσεων.
Ο Κ. Μητσοτάκης, παρά τις ήττες και την εσωκομματική αντιπολίτευση, παραμένει ισχυρός και δεν διστάζει να περιγράψει τη ΝΔ ως κόμμα συνέχεια της ΕΡΕ και της Ενωσης Κέντρου.
Το 1986 είναι σημαντικό έτος για τη ΝΔ, η οποία καταφέρνει τα πρώτα χτυπήματα στην κυριαρχία του ΠΑΣΟΚ. Η στροφή της κυβέρνησης Α. Παπανδρέου στην οικονομική πολιτική (Σημίτης στο υπουργείο Οικονομίας), η φθορά, η άλωση του κράτους από τους «πρασινοφρουρούς» αλλά και η σωστή επιλογή της πολιτικοποίησης των δημοτικών εκλογών, έχουν απτά αποτελέσματα.
Η Νέα Δημοκρατία στις δημοτικές και νομαρχιακές εκλογές του 1986 κερδίζει μεταξύ άλλων σε Αθήνα (Μιλτιάδης Έβερτ), Πειραιά (Ανδρέας Ανδριανόπουλος) και Θεσσαλονίκη (Σωτήρης Κούβελας) και ο Ανδρέας Παπανδρέου πετάει την μπάλα στην εξέδρα δηλώνοντας ότι «νίκησε η αυτοδιοίκηση».
Το σκάνδαλο Κοσκωτά και η Συν-εργασία
Το 1989 η φθορά της κυβέρνησης Παπανδρέου, έχει φτάσει στο ζενίθ, την ώρα που ο αρχηγός του ΠΑΣΟΚ, αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα υγείας. Με το ξέσπασμα του σκανδάλου Κοσκωτά, δίνεται η μεγάλη ευκαιρία στον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, όχι απλώς να οδηγήσει τη Νέα Δημοκρατία στην εξουσία, αλλά να νικήσει οριστικά τον «αιώνιο εχθρό» του.
Την ίδια στιγμή, ένας πολύ σημαντικός παράγοντας για τις επερχόμενες πολιτικές εξελίξεις, ήταν η ίδρυση του Συνασπισμού της Αριστεράς και της Προόδου (Δεκέμβριος του 1988), στον οποίο συνυπήρξαν το ΚΚΕ και η Ελληνική Αριστερά.
Στις εκλογές της 18ης Ιουνίου η Νέα Δημοκρατία κερδίζει με 44,25%, ωστόσο λόγω του εκλογικού νόμου, που είχε ψηφίσει το ΠΑΣΟΚ, δεν σχηματίζει αυτοδύναμη κυβέρνηση.
Έτσι, προέκυψε η κυβέρνηση συνεργασίας της Νέας Δημοκρατίας με τον Συνασπισμό της Αριστεράς και της Προόδου. Πρωθυπουργός ανέλαβε ο Τζανής Τζανετάκης.
Η αταίριαστη αυτή συμμαχία είχε ως κύριο στόχο την "κάθαρση" της πολιτικής ζωής και την αποφυγή της παραγραφής του σκανδάλου Κοσκωτά.
H κυβέρνηση αυτή δεν μπορούσε να μείνει στην εξουσία για πολύ και διαλύθηκε σε τέσσερις μήνες, αφού πρώτα εξέτασε στη βουλή το σκάνδαλο με το γιουγκοσλαβικό καλαμπόκι(παρουσιάστηκε ως ελληνικό για την είσπραξη επιδοτήσεων), την υπόθεση των τηλεφωνικών υποκλοπών(παραπομπή Ανδρέα Παπανδρέου, Θεοφάνη Τόμπρα και Κωνσταντίνου Τσίμα) και την υπόθεση Κοσκωτά(παραπομπή Α. Παπανδρέου, Α. Κουτσόγιωργα, Π. Ρουμελιώτη και Δ. Τσοβόλα).
Την παραπομπή Παπανδρέου στο ειδικό δικαστήριο, είχε αποδοκιμάσει ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, με τη φράση «τους πρωθυπουργούς δεν τους στέλνεις φυλακή, τους στέλνεις σπίτια τους».Το λάθος της παραπομπής, παραδέχθηκαν χρόνια αργότερα σχεδόν όλοι οι πρωταγωνιστές της υπόθεσης.
Στις 7 Οκτωβρίου η κυβέρνηση Τζανετάκη παραιτήθηκε. Από τις διερευνητικές εντολές που ακολούθησαν δεν προέκυψε νέα κυβέρνηση.
Στις εκλογές της 5ης Νοεμβρίου 1989, η Νέα Δημοκρατία βγήκε και πάλι πρώτο κόμμα λαμβάνοντας το πολύ υψηλό 46,19% και 148 έδρες.
Όπως ήταν φανερό από τα αποτελέσματα και πάλι δεν μπορούσε να σχηματιστεί σταθερή κυβέρνηση. Η κατάσταση γινόταν ακόμα πιο σύνθετη ενόψει και της λήξης της θητείας του Προέδρου της Δημοκρατίας τον Μάιο του 1990.
Μετά από τρεις συσκέψεις των πολιτικών αρχηγών(Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, Ανδρέας Παπανδρέου, Χαρίλαος Φλωράκης) υπό τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Χρήστο Σαρτζετάκη, αποφασίστηκε ο σχηματισμός οικουμενικής κυβέρνησης με πρωθυπουργό τον διαπρεπή οικονομολόγο Ξενοφώντα Ζολώτα. Η κυβέρνηση Ζολώτα ορκίστηκε στις 23 Νοεμβρίου 1989 και παρέμεινε στην εξουσία μέχρι τις 12 Φεβρουαρίου 1990.
Ο «Ψηλός» στην εξουσία
Η Νέα Δημοκρατία κατάφερε τελικά, με τη συνεργασία του βουλευτή τη ΔΗΑΝΑ και ενός μειονοτικού βουλευτή να σχηματίσει κυβέρνηση κερδίζοντας τις εκλογές της 8ης Απριλίου 1990 (46,88% και 150 έδρες). Στη συνέχεια πρότεινε για Πρόεδρο της Δημοκρατίας τον Κωνσταντίνο Καραμανλή.Μετά από δύο ψηφοφορίες και με την υποστήριξη της Νέας Δημοκρατίας, της ΔΗΑΝΑ και δύο μειονοτικών βουλευτών(στην τελευταία ψηφοφορία χρειάζονταν σύμφωνα με το Σύνταγμα 151 ψήφοι) ο Κωνσταντίνος Καραμανλής επανεξελέγη Πρόεδρος της Δημοκρατίας.
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη είχε αρκετά πλεονεκτήματα όταν ξεκινούσε, καθώς πέρα από τη φθορά του ΠΑΣΟΚ και την επιθυμία του λαού για σταθερότητα (μετά τα σκάνδαλα και τις διαδοχικές εκλογικές αναμετρήσεις), η ανατροπή του παγκόσμιου σκηνικού, με τη διάλυση της Σ. Ένωσης, είχε ενισχύσει το φιλελεύθερο κλίμα.
Ο Κ. Μητσοτάκης επιχείρησε τη σταθεροποίηση της οικονομίας με εργαλεία τη δημοσιονομική πολιτική και τις ιδιωτικοποιήσεις, αλλά οι στόχοι που τέθηκαν ως προς τον πληθωρισμό, τα ελλείμματα και το χρέος δεν επιτεύχθηκαν. Η διαδικασία απελευθέρωσης του τραπεζικού συστήματος προχώρησε, κάτι που δεν ίσχυσε με τις αποκρατικοποιήσεις, που συνάντησαν ισχυρές αντιδράσεις συνδικαλιστές, αλλά και επιχειρηματίες, με τον τότε πρωθυπουργό να εισάγει τον όρο «διαπλεκόμενοι».
Οι λαϊκές αντιδράσεις για την πολιτική Μητσοτάκη, ήταν μεγάλες και η φθορά της κυβέρνησής του υπήρξε ταχεία.
Στις 8 Ιανουαρίου 1991, μια δολοφονία βάρυνε ακόμα περισσότερο το κλίμα για την κυβέρνηση Μητσοτάκη και τις ανεξέλεγκτες ομάδες κρούσης της ΟΝΝΕΔ.
Κατά τη διάρκεια των μαθητικών κινητοποιήσεων ενάντια στο νομοσχέδιο του τότε υπουργού Παιδείας Β. Κοντογιαννόπουλου, ο μαθηματικός Νίκος Τεμπονέρας δολοφονείται από τον Ι. Καλαμπόκα, δημοτικό σύμβουλο της Ν.Δ στη Πατρα και πρόεδρο της τοπικής ΟΝΝΕΔ. Η δολοφονία Τεμπονέρα, προκάλεσε κύμα διαδηλώσεων σε όλη τη χώρα, με την κυβέρνηση να χάνει την όποια ανοχή του λαού είχε, μόλις 9 μήνες από την ανάληψη της εξουσίας.
Ο δρόμος προς την πτώση
Στην πραγματικότητα, η κυβέρνηση Μητσοτάκη, δεν είχε τη συνοχή για να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της εποχής, κάτι που έγινε φανερό με τις αλλεπάλληλες παραιτήσεις και απομακρύνσεις υπουργών και στελεχών.
Όταν η εξωτερική πολιτική «σκοπιανοποιήθηκε» με το ζήτημα της ονομασίας, το παιχνίδι χάθηκε οριστικά. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη, σπατάλησε τις δυνάμεις της στο «Σκοπιανό», χωρίς αποτέλεσμα.
Η φράση «σε 5-10 χρόνια θα το’ χουμε ξεχάσει», του Κ. Μητσοτάκη για το ζήτημα της ονομασίας, έμεινε στην ιστορία, ωστόσο την άποψη αυτή όπως αποδείχθηκε, δεν συμμεριζόταν ο τότε υπουργός Εξωτερικών Αντώνης Σαμαράς.
Στις 13 Απριλίου 1992 συγκλήθηκε το συμβούλιο των πολιτικών αρχηγών για το ζήτημα της ονομασίας της πΓΔΜ υπό τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κωνσταντίνο Καραμανλή. Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης τύπου, μετά το συμβούλιο, ο Πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Μητσοτάκης ανακοίνωσε την αποπομπή του Α. Σαμαρά από την κυβέρνηση και ακολούθως ανέλαβε ο ίδιος το Υπουργείο Εξωτερικών. Ο υπουργός είχε προηγουμένως διαφοροποιηθεί από την κυβερνητική γραμμή παρουσιάζοντας στη σύσκεψη σημείωμα με επτά σημεία δράσης, τα οποία προκάλεσαν την αντίδραση του Προέδρου της Δημοκρατίας και του Πρωθυπουργού. Τον Οκτώβριο του ίδιου έτους, ο Α. Σαμαράς, παραιτήθηκε από τη βουλευτική του έδρα και αποχώρησε από τη Νέα Δημοκρατία.
Λανθασμένη τακτική ακολουθήθηκε και ως προς την Αλβανία, καθώς με την ενθάρρυνση του βορειοηπειρωτικού αλυτρωτισμού(στα λόγια), η ελληνική μειονότητα έμεινε έκθετη και αβοήθητη στον εθνικισμό και την αντίδραση των κυβερνήσεων Μπερίσα. Αξίζει να σημειωθεί πάντως, ότι την περίοδο Μητσοτάκη, έγιναν βήματα προς την βελτίωση των ελληνο-αμερικανικών σχέσεων, υπήρξε προσέγγιση με την Τουρκία και προσήλωση στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση.
Το τέλος της κυβέρνησης Μητσοτάκη, ήρθε στις αρχές Σεπτεμβρίου 1993. Το σχέδιο Μητσοτάκη για αποκρατικοποίηση του 49% του ΟΤΕ σε στρατηγικό επενδυτή οδήγησε σε συνδυασμένη αντίδραση μεγάλων επιχειρηματικών κύκλων.
Τη χαριστική βολή έδωσε η «αποστασία», δύο προσκείμενων στον Α. Σαμαρά βουλευτών (είχε ήδη αποχωρήσει και ιδρύσει την ΠΟΛΑΝ), κάτι που οδήγησε στην απώλεια της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας και σε πρόωρες εκλογές.
11 χρόνια φαγούρα
Οι εκλογές του 1993, αποτέλεσαν τον τελευταίο γύρο της αναμέτρησης του Κ. Μητσοτάκη με τον Α. Παπανδρέου, με νικητή τον δεύτερο.Η Νέα Δημοκρατία υπέστη βαριά ήττα, ενώ στη Βουλή μπήκε και η Πολιτική Άνοιξη του Αντώνη Σαμαρά, σηματοδοτώντας την έναρξη ενός Χειμώνα για τη συντηρητική παράταξη, που κράτησε 11 χρόνια.
Αμέσως μετά την ήττα, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης παραιτείται από πρόεδρος του κόμματος και στην θέση του εκλέγεται ο μεγάλος εσωκομματικός αντίπαλός του, Μιλτιάδης Έβερτ.
Από 22 - 24 Απριλίου 1994, συνέρχεται το 3ο Συνέδριο της Νέας Δημοκρατίας στην Χαλκιδική με συμμετοχή 1.300 συνέδρων, όπου εγκρίνεται το νέο καταστατικό του κόμματος, το νέο πλαίσιο του κυβερνητικού προγράμματος και επιβεβαιώνονται οι ιδεολογικές αρχές του κόμματος.
Στο συνέδριο, ο Μιλτιάδης Έβερτ, κάνει λόγο για «ειρηνική επανάσταση» και μιλώντας για την ιδεολογία του κόμματος σημειώνει ότι «η Ν.Δ. δεν είναι κόμμα ούτε σοσιαλιστικό ούτε νεοφιλελεύθερο».
Οι ιδεολογικές διαφορές εντός του κόμματος γίνονται ορατές, την ώρα που ο Κ. Μητσοτάκης, ενόψει ευρωεκλογών, αποφασίζει να δυσκολέψει λιγάκι τη ζωή του διαδόχου του, σημειώνοντας ότι η ΝΔ θα πρέπει τουλάχιστον να διατηρήσει το ποσοστό των εκλογών (39,3%).
Στις ευρωεκλογές του 1994, που διεξήχθησαν στις 12 Ιουνίου, το κόμμα βγαίνει δεύτερο με ποσοστό 32,63% και 9 από τις 25 έδρες, ενώ στις δημοτικές και νομαρχιακές του ίδιου έτους κερδίζει τους δύο από τους τρεις μεγάλους δήμους, την Αθήνα και την Θεσσαλονίκη, εκλέγοντας ταυτόχρονα και δώδεκα νομάρχες.
Η ώρα του Καραμανλή (του νεότερου)
Το τέλος της ηγεσίας Έβερτ, έρχεται μετά τις εκλογές της 22ας Σεπτεμβρίου του 1996, οι οποίες για πρώτη φορά διεξάγονται, χωρίς κάποιον μεγάλο ηγέτη στο τιμόνι των δύο κομμάτων εξουσίας.
Ο Μιλτιάδης Έβερτ, έρχεται αντιμέτωπος με τον Κώστα Σημίτη και χάνει, με τη Νέα Δημοκρατία να συγκεντρώνει 38,12% (108 έδρες), έναντι 41,49% του ΠΑΣΟΚ.
Η Νέα Δημοκρατία δεν κατάφερε να επωφεληθεί από την κυβερνητική φθορά του ΠΑΣΟΚ και την απώλεια του ιδρυτή του, ούτε να αντιπαρατάξει κάποιο πειστικό αφήγημα απέναντι στον «εκσυγχρονισμό».
Την ίδια στιγμή ο Κώστας Σημίτης, παρουσιαζόταν ως ο "σοβαρός καθηγητής που θα κάνει τη δουλειά", ενώ τα ανέκδοτα για τον κ. Έβερτ, έδιναν και έπαιρναν, χωρίς ο ίδιος να είναι άμοιρος ευθυνών γι’ αυτό (θυμηθείτε την ιαχή «Καρδίτσα, Καρδίτσα» και τις μακαρονάδες).
Τον Μάρτιο του 1997, διεξήχθη το 4ο Συνέδριο του κόμματος στην Αθήνα, με θέμα την ψήφιση νέου καταστατικού και προγράμματος, καθώς και την εκλογή προέδρου από διευρυμένο εκλεκτορικό σώμα.
Η μάχη θα δινόταν μεταξύ του Μιλτιάδη Έβερτ και του Γιώργου Σουφλιά, ωστόσο οι Γ. Κεφαλογιάννης και Ι. Βαρβιτσιώτης, υποστήριξαν την ιδέα της «τρίτης λύσης», με στόχο να επέλθει εσωκομματική ειρήνη.
Η τρίτη λύση ήταν ο Κώστας Καραμανλής ο νεότερος. Για την υποστήριξή του, ο Ι. Βαρβιτσιώτης, διοργάνωσε συγκέντρωση στο σπίτι του, με τη συμμετοχή 32 βουλευτών για τη στήριξη της υποψηφιότητας Καραμανλή.
Στις 21 Μαρτίου, γίνεται η πρώτη ψηφοφορία όπου ο Κώστας Καραμανλής συγκεντρώνει ποσοστό 40,73%, ο Γιώργος Σουφλιάς 30,52%, ο Μιλτιάδης Έβερτ 25,34% και ο Βύρων Πολύδωρας 3,4%. Στην δεύτερη ψηφοφορία ο Καραμανλής εκλέγεται πρόεδρος με 69,16%, έναντι 30,84% του Σουφλιά.
Τον Οκτώβριο του 1998 στις εκλογές της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, υποψήφιοι υποστηριζόμενοι από τη Νέα Δημοκρατία κερδίζουν τους τρεις μεγάλους δήμους ενώ εκλέγει 27 νομάρχες.
Έφτασε στην πηγή, έφυγε διψασμένος
Ο νέος πρόεδρος της ΝΔ, ήταν φρέσκος και ορμητικός στο ξεκίνημα, αλλά άπειρος και ανέτοιμος ακόμα να αντιμετωπίσει τον Κώστα Σημίτη. Είχε το όνομα και τη ρητορική δεινότητα, ωστόσο δεν είχε καταφέρει να πείσει τον κεντρώο χώρο να τον εμπιστευθεί.
Παρά τα μειονεκτήματά του πάντως, κατάφερε να φτάσει μια ανάσα από την εξουσία στις εκλογές της 9ης Απριλίου 2000, που έμειναν στην ιστορία για το γεγονός ότι οι οπαδοί του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ, πανηγύρισαν την ίδια μέρα για τη νίκη του κόμματός τους.
Η ΝΔ φτάνει στην πηγή με ποσοστό 42,7%, αλλά νερό δεν πίνει καθώς το ΠΑΣΟΚ συγκεντρώνει 43,8% και 158 έδρες.
Ο Κώστας Καραμανλής θα έπρεπε να περιμένει άλλα 4 χρόνια, κερδίζοντας εμπειρία, αλλά και εδραιώνοντας την κυριαρχία του εντός της Νέας Δημοκρατίας.
Το πρώτο βήμα στο μονοπάτι που θα οδηγούσε στην εξουσία γίνεται με το 5ο συνέδριο του κόμματος τέλη Μαρτίου-αρχές Απριλίου 2001.
Αυτό σημαδεύεται από την επιστροφή του Γιώργου Σουφλιά στη Νέα Δημοκρατία, τον οποίο ο Κώστας Καραμανλής είχε διαγράψει τρία χρόνια πριν.
Η φράση «Γιώργο καλώς όρισες στο σπίτι σου» του Κώστα Καραμανλή μένει στην ιστορία και η εσωκομματική ειρήνη για την οποία μιλούσαν αυτοί που τον πρότειναν ως υποψήφιο το 1997, αρχίζει να αποκαθίσταται.
Οι κυβερνήσεις Καραμανλή
Ο Κώστας Καραμανλής μετά από 4 χρόνια αναμονής και σκληρής αντιπολίτευσης, έγινε πρωθυπουργός, χωρίς όμως να κερδίσει τον Κώστα Σημίτη στις εκλογές της 7ης Μαρτίου 2004. Ο πρώην πρωθυπουργός και πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, είχε προλάβει να παραδώσει το δαχτυλίδι της διαδοχής στον Γιώργο Παπανδρέου, ο οποίος αποτέλεσε εύκολη λείαΗ Νέα Δημοκρατία συγκεντρώνει ποσοστό 45,4% έναντι 40,6% του ΠΑΣΟΚ και σχηματίζει αυτοδύναμη κυβέρνηση με 165 έδρες.
Ο Κώστας Καραμανλής εκείνη την εποχή εξέφρασε την ανάγκη του λαού για νοικοκύρεμα του κράτους, αλλά και τον πόθο του λαού να μπει τέλος στη διαφθορά που είχε κυριαρχήσει στην πολιτική ζωή τα τελευταία χρόνια. Ο πρόεδρος της ΝΔ υποσχέθηκε επανίδρυση του κράτους, δικαιοσύνη και τιμωρία όσων ενεπλάκησαν σε σκάνδαλα και πήρε καθαρή εντολή για να πραγματοποιήσει τις δεσμεύσεις του.
Το 2004 πραγματοποιείται το 6ο συνέδριο του κόμματος με τον Κώστα Καραμανλή πανίσχυρο και τη ΝΔ στην εξουσία. Σε αυτό κάνει την πρώτη εμφάνισή του σε συνέδριο από το 1992, ο Αντώνης Σαμαράς, επιστρέφοντας από την «πολιτική του έρημο».
Ο Κώστας Καραμανλής, θα είναι ο νικητής και των πρόωρων εκλογών του 2007. Το καλοκαίρι του 2007 η χώρα δοκιμαζόταν από τις πυρκαγιές. Τον Ιούνιο, μεγάλη φωτιά είχε καταπιεί χιλιάδες στρέμματα στην Πάρνηθα, ενώ τον Αύγουστο οι πυρκαγιές στην Ηλεία είχαν ως αποτέλεσμα δεκάδες νεκρούς, καμένα δάση και σπίτια.
Η κυβέρνηση Καραμανλή βρισκόταν στο τρίτο χρόνο διακυβέρνησής της, με το σύνθημα "σεμνότητα και ταπεινότητα" να χάνει τη δυναμική του εξαιτίας των σκανδάλων και την επανίδρυση του κράτους να μην προχωρά.
Την ίδια στιγμή, οι δημοσκοπήσεις έδειχναν ότι ο λαός δεν είχε καμία εμπιστοσύνη στο ΠΑΣΟΚ και τον αρχηγό του και ήταν ευκαιρία για τον κ. καραμανλή να ανανεώσει τη θητεία του πριν χειροτερέψουν τα πράγματα. Έτσι, ο πρωθυπουργός ζήτησε στις 17 Αυγούστου 2007 από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κάρολο Παπούλια τη διάλυση της Βουλής και τη διεξαγωγή πρόωρων εκλογών στις 16 Σεπτεμβρίου, επικαλούμενος ως εθνικό θέμα τις μεταρρυθμίσεις στην παιδεία και την οικονομία και κυρίως την κατάρτιση του προϋπολογισμού του 2008.
Η προεκλογική περίοδος σημαδεύτηκε από τις φονικές πυρκαγιές στην Ηλεία, αλλά η γρήγορη αντίδραση της κυβέρνησης ως προς τις αποζημιώσεις των πληγέντων και η συνήθεια του λαού να δίνει "δεύτερη ευκαιρία" στον εκάστοτε πρωθυπουργό, οδήγησαν σε μια μεγάλη νίκη της Νέας Δημοκρατίας.
Βασικός όμως λόγος της νίκης του Κώστα Καραμανλή, μιας και οι διαφορές ΠΑΣΟΚ-ΝΔ ως προς την οικονομική πολιτική που ακολουθούσαν ήταν δυσδιάκριτες, ήταν το γεγονός ότι ο Γιώργος Παπανδρέου δεν έπειθε ούτε καν τους οπαδούς του.
O Κώστας Καραμανλής, παρά το γεγονός ότι το 2004, ήταν πανίσχυρος πρωθυπουργός, εκ του αποτελέσματος δεν κατάφερε να εκπληρώσει τις υποσχέσεις του.
Η κυβέρνησή του είχε κάποιες επιτυχίες, όπως η προσέγγιση με τη Μόσχα, η τριμερής συμφωνία μεταξύ Ρωσία - Βουλγαρίας - Ελλάδας για την ίδρυση της εταιρίας Trans-Balkan Pipeline B.V. που είναι κύριος του έργου του Αγωγού Μπουργκάς - Αλεξανδρούπολη, καθώς και συμφωνίες για συνεργασίες στην κατασκευή του αγωγού South Stream.
Πιστώνεται ακόμα και το βέτο στη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ στο Βουκουρέστι στη συμμετοχή της πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας στη Βορειοατλαντική συμμαχία, λόγω της μη επίλυσης του θέματος της ονομασίας.
Ωστόσο και στην οικονομία και στην καθημερινότητα, το παιχνίδι χάθηκε. Ο πρωθυπουργός δεν είχε τον έλεγχο των στελεχών του, ενώ οι αντιδράσεις του ήταν αργές όσον αφορά σε συμπεριφορές, που προκαλούσαν το κοινό αίσθημα.
Σειρά στελεχών ενεπλάκησαν σε μικρά και μεγάλα σκάνδαλα, που έρχονταν σε αντίθεση και με το «σεμνά και ταπεινά» και με την «επανίδρυση του κράτους».
Μετά τη δολοφονία Γρηγορόπουλου και τα όσα ακολούθησαν, η αντίστροφη μέτρηση για την κυβέρνηση Καραμανλή είχε αρχίσει.
Από την ήττα του 2009 στην (επι)στροφή Σαμαρά
Το αποτέλεσμα των πρόωρων εκλογών της 4ης Οκτωβρίου 2009 ήταν προδιαγεγραμμένο, καθώς η φθορά της κυβέρνησης Καραμανλή ήταν ραγδαία. Το γιατί επέλεξε ο τότε πρωθυπουργός να πάει σε εκλογές παραμένει αντικείμενο προς εξέταση για τους ιστορικούς του μέλλοντος, την ώρα που οι θεωρίες συνωμοσίας οργιάζουν.
Μετά την ήττα της Νέας Δημοκρατίας, ο Κώστας Καραμανλής ξεκίνησε διαδικασίες εκλογής νέου αρχηγού του κόμματος. Για πρώτη φορά στην ιστορία του κόμματος η εκλογή θα γινόταν με ανοικτή διαδικασία από τα μέλη του. Στις 15 Οκτωβρίου 2009, ο Α. Σαμαράς ανακοίνωσε την υποψηφιότητά του για την προεδρία του κόμματος της Νέας Δημοκρατίας και εξελέγη πρόεδρος με τη στήριξη του Δημήτρη Αβραμόπουλου ο οποίος είχε αποσύρει την δική του υποψηφιότητα στις εκλογές που διεξήχθησαν στις 29 Νοεμβρίου 2009, με ποσοστό 50,06% έναντι 39,72% της Ντόρας Μπακογιάννη και 10,22% του Παναγιώτη Ψωμιάδη.
H Ντόρα Μπακογιάννη, μπήκε στην κούρσα διαδοχής ως το απόλυτο φαβορί, καθώς είχε την πλειοψηφία στην πολιτική επιτροπή
Τότε ο Δημήτρης Αβραμόπουλος, έβαλε στο τραπέζι το ζήτημα της ανοικτής εκλογής από τη βάση, στην οποία συμφώνησε και ο Αντώνης Σαμαράς. Η Ντόρα Μπακογιάννη, δεν μπορούσε να διαφωνήσει και ουσιαστικά έχασε το πλεονέκτημα, που είχε εξαρχής.
Ο Αντώνης Σαμαράς, είδε τη μεγάλη ευκαιρία και δεν την άφησε να πάει χαμένη. Αποφάσισε ευφυώς να στοχεύσει στους ψηφοφόρους της ΝΔ, που ήταν δεξιοί, δεν τους άρεσαν τα κεντρώα ανοίγματα, ούτε ο νεοφιλελευθερισμός και έψαχναν κάποιον να τους εκφράσει εντός του κόμματος. "Είμαι δεξιός και είμαι περήφανος. Για την ακρίβεια, όσο πιο δεξιός, τόσο πιο περήφανος”, είχε πει στο έκτακτο συνέδριο του 2009
Ο Κώστας Καραμανλης, είχε αποφύγει να ανακατευθεί στη μάχη της διαδοχής, ενώ οι καραμανλικοί μοιράστηκαν μεταξύ του Αντώνη Σαμαρά και της Ντόρας Μπακογιάννη. Το παιχνίδι είχε κριθεί όμως, με τους περισσότερους κομματικούς να στηρίζουν τον νυν πρόεδρο και πρωθυπουργό.
Η τακτική του Αντώνη Σαμαρά, ήταν άριστη καθώς αντί να διεκδικήσει αυτούς, στους οποίους απευθυνόταν η Ντ. Μπακογιάννη, αποφάσισε να μιλήσει στην καρδιά αυτών που είχαν περιθωριοποιηθεί στη ΝΔ για μεγάλο χρονικό διάστημα. Των σκληροπυρηνικών δεξιών. Τους κέρδισε και κατέκτησε την ηγεσία του κόμματος.
Μια πολιτική επιστροφή, που έμοιαζε βγαλμένη από παραμύθι, είχε ολοκληρωθεί. Ο «απόκληρος» του κόμματος το 1992, αναλάμβανε την ηγεσία του το 2009.
Ο Α. Σαμαράς ακολούθησε σκληρή αντιπολιτευτική τακτική και μετά την είσοδο της χώρας στο ΔΝΤ, εμφανιζόταν ως η εναλλακτική λύση απέναντι στο μνημονιακό ΠΑΣΟΚ.
Ο νέος πρόεδρος της ΝΔ, επέμενε στην επαναδιαπραγμάτευση του Μνημονίου και στην υιοθέτηση ενός νέου μίγματος πολιτικής, ωστόσο οι εξαγγελίες από το Ζάππειο, έμειναν κενό γράμμα, όταν ήρθε η ώρα να υπερασπιστεί τα λόγια του, με τα έργα του.
Η ΝΔ στην (συγ)κυβέρνηση
Το Νοέμβριο του 2011, με την ανατροπή Παπανδρέου, μετά την πρότασή του για δημοψήφισμα, ο Αντώνης Σαμαράς για πρώτη φορά από την έναρξη της κρίσης αποδέχθηκε ως αναπόφευκτη τη δανειακή σύμβαση και συμφώνησε στο σχηματισμό κυβέρνησης συνεργασίας, εγκαταλείποντας τη μέχρι τότε αντιπολιτευτική τακτική του, προκειμένου να «σωθεί η χώρα».
Σχηματίστηκε κυβέρνηση συνεργασίας (ΝΔ-ΠΑΣΟΚ-ΛΑΟΣ), με πρωθυπουργό τον Λουκά Παπαδήμο και στόχο την ομαλή δανειοδότηση της χώρας και την ανταλλαγή κρατικών ομολόγων (PSI).
Ο Αντώνης Σαμαράς, παρά το ότι στήριζε την κυβέρνηση, δεν επέτρεψε τη συμμετοχή βουλευτών του κόμματος σε αυτή και υποχρέωσε τον Δημήτρη Αβραμόπουλο να παραιτηθεί από τη βουλευτική του έδρα προκειμένου να αναλάβει το υπουργείο Εθνικής Άμυνας, ώστε ο ίδιος να παραμείνει αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Με την υπαναχώρηση του Σαμαρά ξέσπασε νέα εσωκομματική κρίση στη ΝΔ, με διαγραφές, αντεγκλήσεις και συγκρούσεις των κεντρώων με τη λαϊκή δεξιά. Χαρακηριστική είναι η δήλωση του Σ. Χατζηγάκη, περί «ακροδεξιών σταγονιδίων».
Μετά την ολοκλήρωση του PSI , η χώρα οδηγήθηκε σε εκλογές. Στις πρώτες εκλογές της 6ης Μαΐου 2012 εξασφαλίζει την πρώτη θέση έναντι του ΣΥΡΙΖΑ χωρίς ωστόσο να προκύψει κυβέρνηση. Στις επαναληπτικές εκλογές της 17ης Ιουνίου βρίσκεται ξανά στην πρώτη θέση με 129 βουλευτές και, μαζί με την ΔΗΜΑΡ και το ΠΑΣΟΚ, σχηματίζεται κυβέρνηση με Πρωθυπουργό τον Α. Σαμαρά.
Η Νέα Δημοκρατία, δεν προχωρά στην απαγκίστρωση από το μνημόνιο, ωστόσο επιτυγχάνει πρωτογενές πλεόνασμα. Οι αριθμοί ευημερούν, οι άνθρωποι υποφέρουν και η κοινωνία συντηρητικοποιείται.
Το κόμμα, υπό την ηγεσία Σαμαρά, εγκαταλείπει σταδιακά τις αρχές του ιδρυτή του και κάνει μια εμφανή δεξιά στροφή δεξιά, όχι μόνο υιοθετώντας ακραία φρασεολογία και ξεκινώντας παρασκηνιακά, ένα επικίνδυνο φλερτ με το ναζιστικό κόμμα της Χρυσής Αυγής.
Ξανά επίκαιρη η φράση «Boys pray for me»
Οι κινήσεις αυτές, προκαλούν τη σφοδρή αντίδραση των καραμανλικών, που συχνά πυκνά προχωρούν σε σκληρή κριτική και παρεμβάσεις.
Τελικά, το «φλερτ» με τη Χρυσή Αυγή, σταματά με τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα, που δίνει το έναυσμα για την ποινική δίωξη της οργάνωσης, μέσω στοιχείων που για κάποιο άγνωστο λόγο, είχαν μείνει για καιρό αναξιοποίητα.
Σήμερα, πλησιάζοντας προς την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας, το τοπίο στη Νέα Δημοκρατία, μοιάζει πιο θολό από ποτέ και ως προς το ιδεολογικό στίγμα του κόμματος και ως προς τις κινήσεις που θα κάνουν το επόμενο διάστημα οι «φυλές» που την απαρτίζουν.
Με τις παλινωδίες Σαμαρά, την απομάκρυνση από τις αρχές της παράταξης, τα μνημόνια που είναι ακόμη εδώ, τη συγκυβέρνηση, που κανένας νεοδημοκράτης δεν χώνεψε και μπροστά σε μια ήττα, που μοιάζει κάτι από παραπάνω από πιθανή στις επόμενες εκλογές, έρχονται δύσκολες μέρες για το κόμμα, που μαζί με το ΠΑΣΟΚ, οδήγησε τη χώρα στη χρεοκοπία.
Με αυτά τα δεδομένα, ο Α. Σαμαράς ή κάποιος πιθανός διάδοχός του, θα μπορούσε να θυμηθεί τον ιδρυτή της Νέας Δημοκρατίας, ο οποίος όταν ανέλαβε μετά την πτώση της Χούντας χρησιμοποίησε τη φράση του Τρούμαν: «Boys pray for me».
(Πηγές: Η Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, Ελευθεροτυπία, Καθημερινή, Το Βήμα, ΑΠΕ, 40xronia.nd.gr)
Πηγή
Διαβάστε εδώ την ιστορία της Νέας Δημοκρατίας.
Διαβάστε εδώ τα σκάνδαλα του ΠΑΣΟΚ και της Νέας Δημοκρατίας.
Διαβάστε εδώ ατάκες που έγραψαν ιστορία