«Τι καλά! Μεγαλώνω! Ευτυχώς! Γιατί νόμιζα ότι θα μείνω πάντα κοντός!» Ο Μαθιός ήταν πολύ ευχαριστημένος με αυτή τη διαπίστωση. Για δύο κυρίως λόγους.
Από την Πέγκυ Παπαδοπούλου
Πρώτον, επειδή είναι ο "μικρότερος" από τρία αδέλφια. Οι άλλοι δύο, ο Γιάννης και ο Αλέξανδρος, σαν μεγαλύτεροι που είναι, φροντίζουν να του το υπενθυμίζουν αυτό συχνά, ειδικά όταν πρόκειται να τον στείλουν να τους κάνει κάποιο θέλημα. «Δεν ξεχωρίζεις τα ρούχα μας που θέλουν πλύσιμο, σκούρα και ανοιχτόχρωμα, να τα δώσουμε στη μαμά να βάλει πλυντήριο;» Ή «να πας εσύ στο φούρνο για ψωμί που είσαι ο μικρότερος».
Μια φορά που είχε πει στον μπαμπά του τα σχετικά παράπονα, εκείνος είχε χαμογελάσει και τον παρηγόρησε λέγοντας: «μη σε νοιάζει αγόρι μου, κι εσύ μεγαλώνεις και σε λίγο καιρό δεν θα μπορούν να στο κάνουν αυτό». Έτσι, ο Μαθιός περίμενε απλά να μεγαλώσει. Φυσικά, δεν ήξερε πως ο μπαμπάς είχε πει μερικά λογάκια τσουχτερά στους δύο άλλους, και θεωρούσε πως επειδή ακριβώς μεγάλωνε τον φόρτωναν με αγγαρείες ολοένα και λιγότερο.
Και δεύτερον, ο Μαθιός ήταν ενθουσιασμένος που μεγάλωνε γιατί πολύ απλά αυτό σήμαινε πως σε λίγο καιρό θα ήταν πια μαθητής Γυμνασίου. Κοτζάμ παλικάρι δηλαδή! Στο Δημοτικό, ακόμη και στην έκτη να πας, θα σε λένε "πιτσιρίκι". Ενώ τα παιδιά του Γυμνασίου συγκαταλέγονται πια στους έφηβους. Όπως και τα αδέλφια του. Θα πήγαινε μαζί τους βόλτες, θα πηγαινοερχόταν μόνος στο σχολείο, θα μπορούσε να κανονίσει με τους φίλους του να παίξουν ποδόσφαιρο στην πλατεία το απόγευμα της Κυριακής κι ένα σωρό άλλα, που τώρα τα έκανε με "συνοδεία" είτε του Γιάννη είτε του Αλέξανδρου.
Ευτυχώς, λοιπόν για το Μαθιό, μεγαλώνει. Πήγε και στάθηκε δίπλα στον ύψο-μετρητή, αυτή την χαζή καμηλοπάρδαλη που η μαμά τους έχει κολλημένη στον τοίχο του διαδρόμου και σημειώνει δίπλα στις γραμμούλες το όνομα του καθενός. Ο όνομα του Μαθιού εξακολουθούσε να είναι πάλι κάτω – κάτω, αλλά τώρα ήταν πέντε ολόκληρους πόντους ψηλότερα από ότι το καλοκαίρι. Λίγο ήταν αυτό;
«Σε βλέπω λίγο χαρούμενο ή μου φαίνεται;» τον ρώτησε ο Φοίβος φτάνοντας στο σχολείο.
«Μεγαλώνω Φοίβο, και γι' αυτό είμαι χαρούμενος. Σε λίγο καιρό δεν θα είμαι πια ο "Βενιαμίν" της οικογένειας». Και τα δυο παιδιά έπιασαν την κουβέντα για τα οφέλη που έχει κανείς μεγαλώνοντας αλλά και τις υποχρεώσεις που φέρνει αυτό το μεγάλωμα. Στη συζήτηση σε λίγο πήραν μέρος κι άλλα παιδιά και συνέχισαν έτσι μέχρι που χτύπησε το κουδούνι. «Τελικά, σε όλους αρέσει το γεγονός ότι μεγαλώνουμε – στα κορίτσια μου φαίνεται περισσότερο!» σκέφτηκε ο Μαθιός πριν αφοσιωθεί εντελώς στα μαθηματικά του.
«Μεγαλώνω Φοίβο, και γι' αυτό είμαι χαρούμενος. Σε λίγο καιρό δεν θα είμαι πια ο "Βενιαμίν" της οικογένειας». Και τα δυο παιδιά έπιασαν την κουβέντα για τα οφέλη που έχει κανείς μεγαλώνοντας αλλά και τις υποχρεώσεις που φέρνει αυτό το μεγάλωμα. Στη συζήτηση σε λίγο πήραν μέρος κι άλλα παιδιά και συνέχισαν έτσι μέχρι που χτύπησε το κουδούνι. «Τελικά, σε όλους αρέσει το γεγονός ότι μεγαλώνουμε – στα κορίτσια μου φαίνεται περισσότερο!» σκέφτηκε ο Μαθιός πριν αφοσιωθεί εντελώς στα μαθηματικά του.
Μια – δυο μέρες μετά, ήταν η σειρά του Μαθιού να κάνει το βοηθό του δασκάλου της γυμναστικής. Αυτός ήταν ένας ρόλος πολύ σπουδαίος, που μόνο τα παιδιά της πέμπτης και της έκτης τάξης μπορούσαν να έχουν. Πολύ σπουδαίος ρόλος! Σαν βοηθός λοιπόν του γυμναστή, είχε το βασικό καθήκον να εξηγήσει και να δείξει τις ασκήσεις στα μικρότερα παιδιά, προσέχοντας δύο πράγματα πάρα πολύ: να μάθουν να τις εκτελούν σωστά και να μην τραυματιστούν! Ο κύριος τους είχε εξηγήσει με πολλές λεπτομέρειες τι θα πρέπει να κάνουν και πόσο προσεκτικοί έπρεπε να είναι. «Οι μικρότεροι μαθητές του σχολείου μας θα μπορούσαν να είναι αδέλφια σας», τους έλεγε, «και το κύριο μέλημά μας είναι να μην τραυματιστούν κατά λάθος». Κι ύστερα έλεγε πως «είναι πολύ σημαντικό να βοηθάτε και να υποστηρίζετε ο ένας τον άλλο – και αυτός είναι ο σκοπός, να μάθει δηλαδή ο καθένας που γίνεται βοηθός μου πως πρέπει να ενεργούμε σαν μία ομάδα και να συνεργαζόμαστε μεταξύ μας».
Έτσι ο Μαθιός, δείχνει τώρα σε μερικά παιδιά της τρίτης τάξης, τα πρώτα βήματα από έναν παραδοσιακό Ελληνικό χορό. Και μετρούσε «ένα, δύο-τρία, τέσσερα». Αυτός μπροστά τους για να τον βλέπουν καλά όλοι. Γυρίζοντας κάποια στιγμή το κεφάλι του προς τα πίσω, να δει πώς εκτελείται η χορογραφία, έπεσε το μάτι του τυχαία σε δυο ... πόδια, που ξεπρόβαλαν από ένα παντελόνι. Πολύ λογικό θα ήταν αυτό. Αλλά, κάτι δεν πήγαινε καλά. Από το παντελόνι μέχρι τα παπούτσια η ... "απόσταση" φαινόταν να είναι πιο μεγάλη από ότι των υπολοίπων! Από το πατζάκι του παντελονιού ξεκινούσαν δυο λεπτά καλάμια, μετά έβλεπες τις κάλτσες που είχαν "σουρώσει" προς τα κάτω, και στο τέλος τα παπούτσια.
«Καλοκαιρινό παντελόνι φοράς Γεράσιμε;» ρώτησε το δευτεράκι που πολεμούσε να αντιγράψει τα βήματα του τσάμικου με τα λιγνά του πόδια.
«Καλοκαιρινό παντελόνι φοράς Γεράσιμε;» ρώτησε το δευτεράκι που πολεμούσε να αντιγράψει τα βήματα του τσάμικου με τα λιγνά του πόδια.
«Δε νομίζω! Χτες το κατέβασε η μαμά μου από τη ντουλάπα! Μου είπε όμως ότι ψήλωσα πολύ .... Μεγαλώνω βλέπεις!»
«Μπράβο Γεράσιμε, κι εγώ μεγαλώνω! Είμαι πέντε πόντους πιο ψηλός από ότι ήμουν το καλοκαίρι!»
«Μπράβο Γεράσιμε, κι εγώ μεγαλώνω! Είμαι πέντε πόντους πιο ψηλός από ότι ήμουν το καλοκαίρι!»
«Είδες; Η μαμά μου λέει πως γι' αυτό όλα μου τα παντελόνια έχουν γίνει σα .. "να τα έχει πατήσει τρένο" ! Εμένα δε με νοιάζει αλλά εκείνη μοιάζει στεναχωρημένη». Αυτά είπε ο Γεράσιμος και ξαναπιάστηκε με τον διπλανό του γι' άλλη μια προσπάθεια να μάθει τα βήματα του χορού. Κι ο Μαθιός συνέχισε να δείχνει, πολλές φορές την κάθε φιγούρα, γιατί πολύ του άρεσε που ήταν βοηθός του κυρίου γυμναστή.
Τυχαία είδε την επόμενη μέρα τον Γεράσιμο στο προαύλιο. «Χα!», του λέει, «εσύ μάλλον ψήλωσες πολύ! Και αυτό το παντελόνι που φοράς σήμερα, πάλι πολύ κοντό είναι!»
«Ναι, ναι! Φαίνεται πως το τρένο που πέρασε μου τα πάτησε όλα!» Τα δύο παιδιά ξεκαρδίστηκαν στα γέλια. «Μα, τι έκφραση είναι αυτή "το πάτησε το τρένο";» ρώτησε ο Μαθιός όταν μπόρεσε να σταματήσει.
«Ναι, ναι! Φαίνεται πως το τρένο που πέρασε μου τα πάτησε όλα!» Τα δύο παιδιά ξεκαρδίστηκαν στα γέλια. «Μα, τι έκφραση είναι αυτή "το πάτησε το τρένο";» ρώτησε ο Μαθιός όταν μπόρεσε να σταματήσει.
«Δεν την ήξερες; Η μαμά μου λέει πως αυτό συνηθίζουμε να λέμε όταν κάτι είναι πολύ κοντό και δεν μας κάνει πια». Ο Γεράσιμος όμως δεν ήξερε να πει από πού βγήκε αυτή η έκφραση.
«Και γιατί Γεράσιμε δεν έβαζες ένα μακρύτερο παντελόνι; Έχει και ψύχρα σήμερα...» Ο Μαθιός κοίταξε τον γκρίζο ουρανό και σκέφτηκε πως ίσως έπιανε βροχή αργότερα.
«Αφού δεν έχω άλλο! Και τα δύο παντελόνια που έχω, κοντύνανε! Ή, για να λέμε την αλήθεια, τα παντελόνια ίδια μείνανε, εγώ ψήλωσα! Άμα πληρωθεί ο μπαμπάς μου θα πάμε να πάρουμε!». Απλά, φυσικά και χωρίς ίχνος ντροπής, ο καημένος ο Γεράσιμος είπε μιαν αλήθεια. Δεν ήξερε πόσο μεγάλη έκπληξη θα ήταν αυτό για το Μαθιό ούτε και πόσο άσχημα θα τον έκανε να νιώσει.
«Αφού δεν έχω άλλο! Και τα δύο παντελόνια που έχω, κοντύνανε! Ή, για να λέμε την αλήθεια, τα παντελόνια ίδια μείνανε, εγώ ψήλωσα! Άμα πληρωθεί ο μπαμπάς μου θα πάμε να πάρουμε!». Απλά, φυσικά και χωρίς ίχνος ντροπής, ο καημένος ο Γεράσιμος είπε μιαν αλήθεια. Δεν ήξερε πόσο μεγάλη έκπληξη θα ήταν αυτό για το Μαθιό ούτε και πόσο άσχημα θα τον έκανε να νιώσει.
Ο Γεράσιμος έφυγε και ο Μαθιός είχε μείνει εκεί, κοκαλωμένος, να τον κοιτάζει. «Κοίτα», έλεγε από μέσα του, «καθόλου δε ντρέπεται για το παντελόνι του που φτάνει ίσαμε τη μέση της γάμπας του! Ίσα – ίσα που καμαρώνει κι από πάνω που έχει μεγαλώσει!» Κοίταξε το δικό του παντελόνι – αυτό που είχε φορέσει πρώτα ο Γιάννης και μετά ο Αλέξανδρος, πριν από αυτόν. Θυμήθηκε πως σήμερα το πρωί, πριν λίγη ώρα δηλαδή, δεν ήθελε να το φορέσει επειδή ... επειδή ήταν «του μεγάλου». Αλλά η μαμά είχε επιμείνει επειδή, όπως του είπε, ένα παντελόνι που δεν έχει πάθει φθορές δεν υπάρχει λόγος να πάει χαμένο. Κι ο Μαθιός είχε επιμείνει. «Γιατί εγώ πρέπει να φοράω τα ρούχα των αδελφών μου;» Η μαμά είχε κάνει μιαν απελπισμένη χειρονομία για το πείσμα του, αλλά δεν τον μάλωσε, παρά με την απλότητα και την πρακτικότητα που είχε πάντα, του ξεκαθάρισε πως τις μέρες που είχε γυμναστική στο σχολείο θα φορούσε τα πιο παλιά του ρούχα – αυτά που ήταν του Γιάννη και του Αλέξανδρου – για να μην λερώνει τα πιο καινούρια του.
Τώρα ο Μαθιός ήθελε να ... ανοίξει η γη να τον καταπιεί. Ένα μικρότερο παιδί, συμμαθητής του ας το πούμε, του είχε δείξει πώς μεγαλώνοντας πρέπει να αποκτήσει αυτό που λέγεται «ωριμότητα». Να μην φέρεται σαν κακο-μαθημένο. Να βλέπει την αστεία πλευρά των καταστάσεων και όχι αυτή που τον πληγώνει. Να μένει απλός και τελικά, ίσως και χαρούμενος.
Όταν γύρισε στο σπίτι άνοιξε τη ντουλάπα του. Όπως πάντα, τα ρούχα και των τριών αγοριών ήταν τακτοποιημένα, το καθένα στη θέση του, ανάλογα με το είδος και ποιος το φορούσε. Από αριστερά ήταν του Γιάννη, στη μέση του Αλέξανδρου και δεξιά τα δικά του. Του φάνηκε πως τα παντελόνια που είχε κληρονομήσει από τα αδέλφια του τον κορόιδευαν. Και του άξιζε. Αυτός στεναχώρησε τη μαμά το πρωί – εντάξει! δεν την στεναχώρησε και πάρα πολύ, την είδε όμως κάπως σκεφτική - , επειδή δεν ήθελε να φορέσει κάτι που ήταν από δεύτερο χέρι. Η μαμά του Γεράσιμου άραγε πόση στεναχώρια να είχε που δεν της περίσσευαν χρήματα να πάρει καινούρια παντελόνια στο παιδί της; Και πόσο καλή ανατροφή του είχε δώσει ώστε να τον κάνει να καμαρώνει που ψήλωσε αντί να ντρέπεται που δεν έχει καινούριο παντελόνι;
Όταν γύρισε στο σπίτι άνοιξε τη ντουλάπα του. Όπως πάντα, τα ρούχα και των τριών αγοριών ήταν τακτοποιημένα, το καθένα στη θέση του, ανάλογα με το είδος και ποιος το φορούσε. Από αριστερά ήταν του Γιάννη, στη μέση του Αλέξανδρου και δεξιά τα δικά του. Του φάνηκε πως τα παντελόνια που είχε κληρονομήσει από τα αδέλφια του τον κορόιδευαν. Και του άξιζε. Αυτός στεναχώρησε τη μαμά το πρωί – εντάξει! δεν την στεναχώρησε και πάρα πολύ, την είδε όμως κάπως σκεφτική - , επειδή δεν ήθελε να φορέσει κάτι που ήταν από δεύτερο χέρι. Η μαμά του Γεράσιμου άραγε πόση στεναχώρια να είχε που δεν της περίσσευαν χρήματα να πάρει καινούρια παντελόνια στο παιδί της; Και πόσο καλή ανατροφή του είχε δώσει ώστε να τον κάνει να καμαρώνει που ψήλωσε αντί να ντρέπεται που δεν έχει καινούριο παντελόνι;
Πήρε μια μεγάλη σακούλα. Είχε πέντε παντελόνια "κληρονομιά" από τους μεγάλους και δύο που ήταν καινούρια, δώρο στη γιορτή του πέρσι, και η μαμά είχε την προνοητικότητα να πάει και να τα αλλάξει στα μαγαζιά, παίρνοντάς του μεγαλύτερο νούμερο, ώστε να του κάνουν τώρα – πόσο δίκιο είχε! Τη θυμάται να τους χαϊδεύει τα μαλλιά και να καμαρώνει «πόσο γρήγορα μεγαλώνουν τα αγόρια μου!». Τη θυμάται ακόμη να τους παρακινεί, και τους τρεις, και να τους λέει πως «τώρα που μεγαλώνετε φροντίστε να γίνετε καλά παιδιά και καλοί άνθρωποι, γεμάτοι καλοσύνη, συμπόνια και κατανόηση ο ένας για τον άλλο και για τους ανθρώπους γύρω σας». Τότε είχαν αρχίσει τα χάχανα. Τώρα ο Μαθιός καταλάβαινε τι ήθελε να πει η μαμά.
Διάλεξε δύο παντελόνια από τα παλιά. Με ένα μικρό δισταγμό, πήρε κι ένα από τα καινούρια. Αυτό το χρώμα δεν του άρεσε καθόλου αλλά φυσικά θα το φορούσε πια χωρίς διαμαρτυρία. Και δύο πουλόβερ του, που τους είχαν κοντύνει κάπως τα μανίκια κι είχαν αποφασίσει να τα φορά μόνο μέσα στο σπίτι. Κοίταξε τα παντελόνια και βρήκε πως μάλλον θα ήταν πολύ μακριά για ένα παιδί τρία χρόνια μικρότερό του, αλλά ίσως η μαμά του κάποια λύση να είχε γι' αυτό – άλλωστε ο Γεράσιμος έδειχνε να μεγαλώνει γρήγορα, του χρόνου σίγουρα θα του έκαναν. Τα δίπλωσε όλα πολύ όμορφα.
Τα έδωσε στο μικρό του φίλο στο τέλος της επόμενης ημέρας. Είχε καταφέρει να τα "φυγαδεύσει" από το σπίτι του, βάζοντάς τα στο σάκο της γυμναστικής – ο οποίος έγινε έτσι εξαιρετικά βαρύς και τον βοήθησαν στο κουβάλημα ο Γιάννης με τον Αλέξανδρο. Ούτε σε εκείνους είχε πει όμως τίποτε, ούτε στους γονείς του. Στον έκπληκτο Γεράσιμο, κατάπιε τα δάκρυά του που πολύ θα ήθελε να τα αφήσει να κατρακυλήσουν ως το πάτωμα, είπε πολύ απλά και με μπόλικο καλαμπούρι από πάνω: «κοίτα μικρέ, όπως βλέπεις δεν είσαι ο μόνος που μεγαλώνεις. Κι εγώ ψήλωσα και τούτα εδώ δε μου κάνουν. Όπως ξέρεις, είμαστε τρία αδέλφια κι έτσι ο χώρος στη ντουλάπα μας είναι περιορισμένος. Καλά θα κάνεις λοιπόν να τα πάρεις εσύ!»
«Κι αν δεν μου κάνουν; Κρίμα δεν είναι;»
«Κρίμα θα είναι να πάνε στα σκουπίδια. Αν δε σου κάνουν ... ε, τι να σου πω, τότε φρόντισε να μεγαλώσεις γρηγορότερα και να με φτάσεις!»
«Και πώς θα μπορούσα να στο ξεπληρώσω αυτό;» Αμάν, αυτός ο Γεράσιμος .... Γιατί δεν τα έπαιρνε απλώς λέγοντας ένα ξερό και μισό «φχαριστώ» να τελειώνουμε;
«Κρίμα θα είναι να πάνε στα σκουπίδια. Αν δε σου κάνουν ... ε, τι να σου πω, τότε φρόντισε να μεγαλώσεις γρηγορότερα και να με φτάσεις!»
«Και πώς θα μπορούσα να στο ξεπληρώσω αυτό;» Αμάν, αυτός ο Γεράσιμος .... Γιατί δεν τα έπαιρνε απλώς λέγοντας ένα ξερό και μισό «φχαριστώ» να τελειώνουμε;
«Να ξεπληρώσεις;» Ο Μαθιός πήρε ύφος πολύ σοβαρό. Ύφος βοηθού γυμναστή. «Βεβαίως. Να τα ξεπληρώσεις. Κάνε περισσότερη προσπάθεια να μάθεις εκείνο το τσάμικο. Διαφορετικά δεν με βλέπω να μένω για πολύ βοηθός του κυρίου της γυμναστικής!» Κι έκαναν μαζί, εκεί στη μέση της αυλής, επανάληψη δυο φιγούρες. «Μμμμ.... Θες δουλειά ακόμη...»
Το τι έκανε με τα παντελόνια και τα πουλόβερ του ο Μαθιός το είπε στη μαμά του πολύ αργότερα, το βράδυ. Κι εκεί άφησε τα δάκρυα που όλη μέρα πολέμαγε να κρύψει, να φανερωθούν ελεύθερα. «Καταλαβαίνεις μαμά; Εγώ κάνω φασαρία κάθε φορά που φοράω τη φόρμα ή το μαγιώ του Γιάννη και εκείνος δεν έχει ούτε καν αυτό! Ούτε καν ένα αποφόρι. Και θα περιμένει να πληρωθεί ο μπαμπάς του, ποιος ξέρει πότε, και μέχρι τότε θα κρυώνει; Αποκλείεται!» Ρούφηξε τις μύξες του. «Εμένα μου φτάνουν αυτά που έχω».
Το τι έκανε με τα παντελόνια και τα πουλόβερ του ο Μαθιός το είπε στη μαμά του πολύ αργότερα, το βράδυ. Κι εκεί άφησε τα δάκρυα που όλη μέρα πολέμαγε να κρύψει, να φανερωθούν ελεύθερα. «Καταλαβαίνεις μαμά; Εγώ κάνω φασαρία κάθε φορά που φοράω τη φόρμα ή το μαγιώ του Γιάννη και εκείνος δεν έχει ούτε καν αυτό! Ούτε καν ένα αποφόρι. Και θα περιμένει να πληρωθεί ο μπαμπάς του, ποιος ξέρει πότε, και μέχρι τότε θα κρυώνει; Αποκλείεται!» Ρούφηξε τις μύξες του. «Εμένα μου φτάνουν αυτά που έχω».
Περίμενε να ακούσει από τη μαμά τον εξάψαλμο. Ή – τουλάχιστον – ένα γερό κήρυγμα. Ή, έστω, μια φράση του τύπου "έπρεπε να με έχεις ρωτήσει πρώτα". Ήταν προετοιμασμένος για κάτι τέτοιο. ΔΕΝ ήταν όμως προετοιμασμένος ν' ακούσει τη μαμά να λέει: «χαίρομαι που μεγαλώνεις Μαθιέ και που γίνεσαι παλικάρι. Και που γίνεσαι καλός άνθρωπος!»
Ο Μαθιός δε ρώτησε τη μαμά του γιατί ήταν βουρκωμένη. Που μεγάλωσε; Που θα' μενε με τρία παντελόνια λιγότερα; Που έκανε κάτι χωρίς να την ρωτήσει; Ή επειδή καταλάβαινε τη στεναχώρια της μαμάς του Γεράσιμου;
Περισσότερα παραμύθια εδώ.