Βουλή ή κοινοβούλιο είναι νομοθετικό σώμα από αιρετούς (εκλεγμένους) αντιπροσώπους του λαού.
Η λέξη βουλή προέρχεται από το ρήμα βούλομαι της αρχαίας Ελληνικής γλώσσας με ετυμολογία από την ινδοευρωπαϊκή ρίζα gwel- με σημασία κρίνω, αλλά και πετάω (βλ. και το ρήμα βάλλω).
Αρχικά, ήδη από τους ομηρικούς χρόνους, δηλώνει τη θέληση, την απόφαση, όπως στη γνωστή μας ρήση "Άγνωστες οι βουλές του Κυρίου". Από αρχαιοτάτους χρόνους άρχισε να σημαίνει το συμβούλιο που αποφασίζει και ήδη στην εποχή του Κλεισθένη έχουμε την "Βουλή των πεντακοσίων". Σήμερα στην καθημερινή μας ορολογία σημαίνει και το κτίριο όπου συνέρχεται η "Βουλή", δηλαδή τα παλαιά ανάκτορα των βασιλιάδων της Ελλάδας στο Σύνταγμα.
Έχουμε τις εκφράσεις "Αναθεωρητική και Συντακτική βουλή" και "σύνοδος της Βουλής", όπως και τις συγγενείς λέξεις "βουλευτής" και "βουλευτικό" (επίθετο σχετικό με τον βουλευτή, αλλά και το νομοθετικό σώμα κατά την επανάσταση του 1821) και η αρχαία "βουλευτήριο". Συνώνυμο της βουλής είναι το κοινοβούλιο.
Δείτε περισσότερες σημασίες λέξεων εδώ.