Η Πολιορκία της Ακρόπολης του 1826 ήταν ένα από τα πολεμικά επεισόδια της επανάστασης του 21.
Η εξέλιξη της επανάστασης το 1826
Μετά την πτώση του Μεσολογγίου επήλθε κατάπτωση της επανάστασης στην Δυτική Ελλάδα. Ο Κιουταχής εξεστράτευσε στην Ανατολική Ελλάδα. Στο πέρασμά του υπέταξε την Εσπερία Λοκρίδα, Φωκίδα, Βοιωτία, και εγκατέστησε φρουρά για να διατηρεί τη συγκοινωνία μεταξύ Ηπείρου και Δυτικής Ελλάδας, Θεσσαλίας και Ανατολικής Ελλάδας και Ευβοίας και Πελοποννήσου. Πολλοί οπλιτάρχες, μεταξύ των οποίων και οι Βαρνακιώτης, Δυοβουνιώτης, Ράγκος, Κοντογιάννης, Ίσκος υποκρίνονταν υποταγή. Ο Καραϊσκάκης, αν και ασθενής αντιτάσσονταν όσο μπορούσε στέλνοντας αποσπάσματα επαναστατών σε επίκαιρες θέσεις εναντίον του περάσματος του Κιουταχή. Συγχρόνως εξεστράτευσε και ο Ομέρ πασάς της Καρύστου στην Αττική με 5000 στρατό και καταλυμάτησε στο Καπανδρίτι. Από εκεί έκανε επιδρομές λεηλατώντας τα μέρη γύρω από την Αθήνα και τον Πειραιά.
Η κατάληψη της Αθήνας
Στην Ακρόπολη και στην πόλη της Αθήνας κλείστηκαν 1500 άνδρες υπό τους Γκούρα, Ευμορφόπουλο, Κατσικογιάννη, Φωκά και Πανουργιά . Οι δυνάμεις του Κιουταχή 2000 πεζοί και 1000 ιππείς ενώθηκαν με αυτές του Ομέρ στο Καπανδρίτι και στις 1 Ιουλίου κατέλαβαν το Λιόπεσι, στις 3 Ιουλίου την Μονή Πετράκη, τα Πατήσια, Σεπόλια και το του Χασεκή. Στις 5 Ιουλίου οι Έλληνες κατέλαβαν τον λόφο του Μουσείου, οι Τούρκοι την Πνύκα, την Αγία Τριάδα και την Αγία Μαρίνα. Στις 6 Ιουλίου τον Άγιο Αθανάσιο στο Θησείο.
Οι Τούρκοι περικύκλωσαν την Αθήνα και έκανε καταδρομές. 2000 ιππείς και πεζοί του Ασλάμπεη συνεπλάκησαν στις 10, 11 και 12 Ιουλίου με τον Κριεζιώτη και Βάσσο, οι οποίοι εξεστράτευσαν από την Ελευσίνα και ανάγκασαν τον εχθρό να υποχωρήσει καίγοντας τη Μαγούλα και την Μάνδρα.
Στις 11 Ιουλίου οι Τούρκοι κατέλαβαν τον λόφο του Μουσείου και κατεδίωξαν τους Έλληνες. Την επόμενη αντεπιτέθηκε ο Γκούρας και έδιωξε τους Τούρκους, οι οποίοι υποχώρησαν στο στρατόπεδο της Μονής Πετράκη. Την επόμενη (13 Ιουλίου} οι Έλληνες εξόρμησαν από την Ακρόπολη με αρχηγούς τον Γκούρα και Μακρυγιάννη και έτρεψαν τον εχθρό σε φυγή. Συνέχισαν και άλλες πολλές αψιμαχίες.
Στις 16 ο Κιουταχής επιστρέφοντας από την Θήβα διέταξε τον κανονιοβολισμό του τείχους της πόλης και χάλασε δύο πύργους προς δυσμάς, τους οποίους επισκεύασαν αμέσως οι Έλληνες. Οι κανονιοβολισμοί συνεχίστηκαν για δύο ημέρες (1η και 2η Αυγούστου) προξενώντας ζημιές στους 24 πύργους του τείχους. Το πρωί της 3ης Αυγούστου οι Τούρκοι εισόρμησαν με αλαλαγμούς και κατέλαβαν την πόλη. Σκοτώθηκαν 12 Έλληνες, τραυματίστηκαν 30 και αιχμαλωτίστηκαν 40 γυναίκες και 10 άνδρες. Οι υπόλοιποι κατέφυγαν στην Ακρόπολη.
Το ιστορικό της πολιορκίας
Εκτός από τους Βάσσο, Πανουργιά και Κριεζιώτη που διατηρούσαν τους μόνους επαναστατικούς πυρήνες κοντά στην πολιορκημένη Ακρόπολη, κανείς άλλος δεν ήταν σε θέση να αναλάβει τον αγώνα για την πατρίδα. Η Ελληνική κυβέρνηση εξέλεξε στρατάρχη τον Καραϊσκάκη, ο οποίος με 600 άνδρες ξεκίνησε από το Ναύπλιο στις 19 Αυγούστου. Παρέλαβε και τις δυνάμεις του Βάσσου, Πανουργιά και Κριεζιώτη και ενώθηκε με τους τακτικούς, φιλέλληνες και ιππικό του Φαβιέρου. Ξεκίνησε στις 5 Σεπτεμβρίου, και μετά από μερικές αψιμαχίες με τον Κιουταχή και απώλειες και στις δύο μεριές, διασπάστηκαν και κατέφυγαν οι μεν στη Σαλαμίνα και οι δε στην Ελευσίνα. Οι πολιορκημένοι έχασαν το θάρρος τους και κοιτούσαν πως να δραπετεύσουν. Στις 12 Σεπτεμβρίου έστειλαν 300 γυναικόπαιδα στην Σαλαμίνα και έμειναν 1630, από τους οποίους οι 1130 ήταν ένοπλοι, οι 800 από την Αττική. Είχαν τροφές για ένα χρόνο, αλλά τους έλειπαν τα πολεμοφόδια. Ο Κιουταχής έστρεψε το βλέμμα του προς τους πολιορκημένους. Άρχισε τον κανονιοβολισμό και βομβαρδισμό, ενώ άρχισε να σκάβει τάφρο και υπόγεια σύριγγα. Στις 13 Σεπτεμβρίου βγήκαν μερικοί Έλληνες με τον Μακρυγιάννη και ματαίωσαν τα έργα των Τούρκων και έδιωξαν ή σκότωσαν τους εργάτες που έσκαβαν. Στις 27 Σεπτεμβρίου 250 Επτανήσιοι και άλλοι με τον Μαμούρη προσπάθησαν να μπουν στην Ακρόπολη για να ενισχύσουν τους πολιορκημένους, αλλά απέτυχαν και πήγαν στη Σαλαμίνα. Την νύχτα της 30 Σεπτεμβρίου σκοτώθηκε ο φρούραρχος της Ακρόπολης Γιάννης Γκούρας έξω από το προτείχισμα την ώρα που φύλαγε.