Τα σοβαρά οικονομικά προβλήματα και η έντονη θρησκευτικότητα καθόρισαν τη συγγραφική του πορεία και την ψυχοσύνθεσή του.
Έμαθε μόνος του Γαλλικά και Αγγλικά και ξεκίνησε να εργάζεται ως μεταφραστής και δημοσιογράφος. Παράλληλα, έκανε και ιδιαίτερα μαθήματα σε μαθητές Δημοτικού και Γυμνασίου.
Τα χρήματα που κέρδιζε ήταν ελάχιστα και η κάκιστη διαχείριση που έκανε είχε ως αποτέλεσμα ο Παπαδιαμάντης να ζει φτωχικά, χωρίς στοιχειώδεις ανέσεις, σε μικρά ενοικιαζόμενα δωμάτια.
Η γνωριμία του με τον δημοσιογράφο Βλάση Γαβριηλίδη, εκδότη της εφημερίδας «Ακρόπολις», βοήθησε τον Παπαδιαμάντη να βγει από τη δυσχερή οικονομική κατάσταση ή τουλάχιστον έτσι νόμιζε ο εκδότης.
Με το που έπαιρνε τον μισθό του, ο Παπαδιαμάντης ξεπλήρωνε τα χρέη του προηγούμενου μήνα. Έδινε τα χρωστούμενα στο μπακάλικο του Καχριμάνη στου Ψυρρή, όπου έτρωγε για παραπάνω από 25 χρόνια, πλήρωνε το νοίκι του και όταν του περίσσευαν χρήματα βοηθούσε τους άλλους φτωχούς που γνώριζε.
Μέσα σε δυο μέρες μετά την πληρωμή δεν του έμενε δραχμή στην τσέπη, ενώ ποτέ δεν κατάφερνε να αγοράσει ρούχα και άλλα είδη πρώτης ανάγκης.
Γυρνούσε πάντα απεριποίητος, αξύριστος, με τα ίδια φθαρμένα ρούχα και λιωμένα παπούτσια. Η ζωή του δεν είχε εκπλήξεις.
Οι λιγοστοί φίλοι που είχε, απηύδησαν που είχε θέσει σε κίνδυνο ακόμη και την υγεία του. Τον Μάρτιο του 1908 οργάνωσαν μία εκδήλωση στον φιλολογικό σύλλογο «Παρνασσό» με σκοπό να τον ενισχύσουν οικονομικά.
Ο Παπαδιαμάντης κατάφερε να πάρει καινούρια ρούχα και να ζήσει αξιοπρεπώς τις λίγες μέρες που έμεινε στην Αθήνα, προτού επιστέψει στο αγαπημένο του νησί. Στο σπίτι του είχε ένα ξύλινο κρεβάτι, ένα τραπέζι και μια καρέκλα. Για να βγάζει τα προς το ζην, έστελνε μεταφράσεις στην Αθήνα.
Ο Παπαδιαμάντης, πέρα από τις μεταφράσεις, έγραψε τρία μυθιστορήματα, τρεις νουβέλες και πάνω από 180 διηγήματα.
Κανένα έργο του όμως δεν εκδόθηκε ως βιβλίο όσο ήταν εν ζωή.
Τα μυθιστορήματα του δημοσιεύονταν τμηματικά σε εφημερίδες, όπως η «Ακρόπολις», η «Εφημερίς» και το «Άστυ».
Από το ρομαντικό ιστορικό μυθιστόρημα (Η μετανάστις – 1881, Οι έμποροι των Εθνών-1882), πέρασε στην ηθογραφία (Το χριστόψωμο -1887, Η σταχομαζώχτρα-1889) και από κει εγκαινίασε το διήγημα στην Ελλάδα, καταγράφοντας ρεαλιστικά την καθημερινότητα, (Φόνισσα-1903) που πολλές φορές ήταν εμπλουτισμένη με αυτοβιογραφικά στοιχεία (Όνειρο στο κύμα-1900).
Ο μικρόκοσμος του αγαπημένου του νησιού με τους απλούς καθημερινούς ανθρώπους, πρωταγωνιστούσε στη θεματογραφία του. Τα βάσανα των κατοίκων της υπαίθρου, ο φθόνος οι δεισιδαιμονίες, τα έθιμα, ο φόβος για τις τιμωρίες του Θεού, είναι βασικά θέματα στα διηγήματά του. Πρωταγωνιστές των βιβλίων του ήταν συνήθως μνησίκακες γυναίκες, με απωθημένα.
Βιοπαλαιστές ψαράδες, αγρότες και άνθρωποι της εκκλησίας. Οι παιδικές αναμνήσεις, η νοσταλγία και το θρησκευτικό βίωμα ολοκλήρωναν το σκηνικό της θεματολογίας του.
Στα διηγήματα που έγραψε προς το τέλος της ζωής του, ο Παπαδιαμάντης ήταν πιο ώριμος και προσπάθησε να εισχωρήσει στην ψυχή των χαρακτήρων του.
Ασχολήθηκε και με την τραγική πραγματικότητα και άσκησε κριτική στην κατάντια της ελληνικής κοινωνίας. Σχολίασε αρνητικά τη χρεωκοπία της Ελλάδας, τα επαχθή δάνεια, την οικονομική πολιτική του Τρικούπη και την αδυναμία του Έλληνα να απαιτήσει και να κερδίσει ουσιαστική εθνική ανεξαρτησία.
Η Ελλάδα «απλώς και μόνον μετήλλαξεν τυράννους» έγραφε και καυτηρίαζε την κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα, μετά τον διεθνή έλεγχο που ασκήθηκε στην Ελλάδα για να βγει από τη χρεωκοπία.