Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος ή Σύνοδος της Χαλκηδόνας, αποκαλείται η εκκλησιαστική σύνοδος που διενεργήθηκε στο ομώνυμο προάστιο της Κωνσταντινούπολης, το 451. Συνεκλήθη από τους αυτοκράτορες Μαρκιανό και Πουλχερία, προήδρευσαν οι παπικοί αντιπρόσωποι και ο Κωνσταντινουπόλεως Ανατόλιος και ως κύριο στόχο είχε «την καταδίκη της αντιθέτου προς το νεστοριανισμό αιρέσεως του μονοφυσιτισμού».
Οι χριστολογικές τάσεις των δύο μεγάλων θεολογικών σχολών παρά τη σημαντική συμφωνία στα πλαίσια του «Όρου των Διαλλαγών» συνέχιζαν να κινούνται προς αποκλίνουσες κατευθύνσεις. Άλλωστε «η ασάφεια του Όρου των Διαλλαγών ήταν συνέπεια των διαφορετικών προϋποθέσεων των δύο θεολογικών παραδόσεων, καθώς η επιλεκτική ορολογία του προσφερόταν για ποικίλες θεολογικές αξιολογήσεις», τη στιγμή που βασικό πρόβλημα παρέμενε η σύγχυση των όρων πρόσωπο και υπόσταση. Η Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος μετά από μια ταραχώδη περίοδο ήρθε ως το αναγκαίο επιστέγασμα της διασφάλισης της καθολικής πλειοψηφίας του σώματος των μελών της εκκλησίας ως προς την απόρριψη κάθε μονοφυσιτικής ή ακραίας δυοφυσιτικής ορολογίας, την επικύρωση στην πίστη του συμβόλου της Πίστεως τόσο της Νίκαιας, όσο και της Νίκαιας-Κωνσταντινούπολης, τη θέσπιση του διοικητικού καταστατικού κανόνα της ορθοδόξου εκκλησίας σύμφωνα με το λεγόμενο μητροπολιτικό σύστημα και την οριστική επίλυση του χριστολογικού ζητήματος, το οποίο για περισσότερο από 80 έτη βρέθηκε στο προσκήνιο της θεολογικής διαμάχης στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία.
Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος | |
---|---|
Ημερομηνία | 451 |
Τόπος | Χαλκηδόνα Κωνσταντινουπόλεως |
Αποδοχή | Ορθόδοξη Εκκλησία, Καθολική εκκλησία, Αγγλικανική εκκλησία,Λουθηρανισμός. |
Προηγούμενη | Γ΄ Οικουμενική Σύνοδος (Έφεσος) |
Επόμενη | Ε΄ Οικουμενική Συνόδος (Β΄ Κωνσταντινούπολης) |
Συγκλήθηκε από | Μαρκιανός και Πουλχερία |
Προήδρευσε | Ανατόλιος Κωνσταντινουπόλεως, αντιπρόσωποι του Πάπα |
Συμμετοχή | Περίπου 630 επίσκοποι. |
Λόγοι σύγκλησης | Νεστοριανισμός, Μονοφυσιτισμός Υπόσταση Ιησού Χριστού Διοκητική οργάνωση της Εκκλησίας |
ΕισαγωγήΗ πορεία προς τη σύνοδο
Κατά τη Γ΄ Οικουμενική Σύνοδο αντιμετωπίστηκε συνοδικώς για πρώτη φορά από το σύνολο του εκκλησιαστικού πληρώματος, το πρόβλημα της φύσεως και της ενώσεως θεϊκής και ανθρωπίνης φύσεως, στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού. Σε αυτή τη σύνοδο η κύρια προσπάθεια των συνοδικών πατέρων ήταν ο ορισμός μιας κοινής θεολογικής διατύπωσης τουχριστολογικού δόγματος, διότι οι δύο μεγάλες θεολογικές παραδόσεις, απέκλιναν με βάση τη θεολογική τους προσέγγιση στο ζήτημα της ενώσεως του Λόγου με την ανθρώπινη φύση. Το πρώτο έναυσμα όμως είχε δοθεί από τον Απολλινάριο, ένα σεβαστό επίσκοπο της εκκλησίας, που είχε διεξάγει σημαντικό αγώνα κατά του Αρειανισμού. Οι θέσεις του Απολλινάριου στην προσπάθεια αναίρεσης του Αρειανισμού, δε παρέμειναν στα συνήθως αυστηρά πλαίσια της τριαδολογίας, αλλά επεκτάθηκαν και σε άλλα ζητήματα της αιρετικής διδασκαλίας του Αρείου, όπως τη χριστολογία του, η οποία πέρα από την υποστήριξη της κτιστότητας τού Υιού και την κατωτερότητά του, κερμάτιζε και την ανθρωπότητα τού Ιησού, αφού δε δεχόταν ψυχή στην ενωθείσα υπόστασή Του. Ο Απολλινάριος, όμως στην προσπάθεια αυτή, διατύπωσε την θέση πως ο Ιησούς έχει μεν ψυχή, αλλά κατά το πλατωνικό τριμερές πρότυπο, όχιλογική ψυχή, που τη θέση της κατέλαβε ο Λόγος. Η εκκλησία καταδίκασε την διδασκαλία αυτή, αντιμετωπίζοντας με ιδιαίτερη ευαισθησία το σεβάσμιο πρόσωπό του, το οποίο δε δέχθηκε προσωπικό αναθεματισμό. Ο Απολλιναρισμός όμως διετέλεσε τον πρόδρομο του μονοφυσιτισμού, δηλαδή της ακριβώς αντίθετης χριστολογικής προσέγγισης ως προς το νεστοριανισμό στο ζήτημα της εκκλησιαστικής χριστολογίας, αφού δεχόταν πως εφόσον υπάρχουν δύο φύσεις, θα έπρεπε αντιστοίχως να υπάρχουν και δύο πρόσωπα και εφόσον κάτι τέτοιο είναι αδύνατον, ανθρώπινη φύση αφομοιώθηκε (όχι όμως και απαλείφθηκε) από τη θεϊκή.
Οι λόγοι και το ιστορικό της σύγκλησης
Ο «Όρος των Διαλλαγών», μετά την Γ΄ Οικουμενική Σύνοδο είναι βέβαιο πως μπορεί να ικανοποίησε τις μετριοπαθείς προσεγγίσεις των θεολογικών σχολών, κάτι τέτοιο όμως δε συνέβη και με τις ακραίες τάσεις, οι οποίες θεωρούσαν τον όρο ως έκπτωση. Η αρχή μάλιστα δόθηκε από τους Αντιοχειανούς θεολόγους, οι οποίοι παρερμήνευαν συστηματικά των «Όρο των Διαλλαγών» με βάση τα δεδομένα της θεολογίας τους, αφετέρου επανέφεραν στο προσκήνιο τα έργα του Θεοδώρου Μοψουεστίας και του Διοδώρου Ταρσού για να ακυρώσουν την απαγόρευση των έργων του Νεστορίου, που μάλιστα εξέφραζε μετριοπαθέστερες απόψεις από ότι ο Θεόδωρος και ο Διόδωρος. Τα νέα αυτά έφτασαν και στον Κύριλλο, ο οποίος προσπάθησε να αναιρέσει αυτή τη θεολογία, ενώ υπήρξε και μεγάλη κινητικότητα σε επίπεδο κορυφής, για να σταματήσει η επιρροή του έργου των δύο θεολόγων στην περιοχή της Μ. Ασίας και γενικότερα της Ανατολής. Οι Αντιοχειανοί πλέον πρόσαπταν στον Κύριλλο αιρετικές δοξασίες, οι οποίες δεν ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα, γι αυτό και ο ίδιος χωρίς δυσκολία τις καταδίκαζε. Ο ίδιος δε, θεωρούσε πως στόχο είχαν να τον διασύρουν προσωπικά, συνάμα με τη θεολογία του και πως αυτές οι διδασκαλίες τού αποδίδονταν λόγω «της προπετείας της εν Εφέσσω καθ ημών γενομένοις ευρυσιολογείν τοιαύτα τινά ινά μη δοκείν μάτην κεκίνησθαι, ελέγχει γαρ αυτούς το σύνειδος». Μάλιστα αποδεικνύεται από σειρά επιστολών του Κυρίλλου, πως οι Αντιοχειανοί είχαν υπερβεί «κάθε έννοια θρησκευτικού φανατισμού και έφθαναν πολλές φορές σε απαράδεκτες διώξεις κάθε αντιφρονούντος». Έτσι ο θάνατος των Κυρίλλου Αλεξανδρείας (444), Πρόκλου Κωνσταντινουπόλεως (446) και Ιωάννη Αντιοχείας (442) και η αντικατάστασή τους, επανέφερε στο προσκήνιο με μεγαλύτερη ένταση τις ακραίες τάσεις των δύο πλευρών.
Οι κινήσεις όμως των αντιοχειανών θεολόγων δεν άφησε αδιάφορους τους αντινεστοριανούς, οι οποίοι με πρωτεργάτη τον Ευτυχή, ένα αρχιμανδρίτη μοναχό από στην Κωνσταντινούπολη συνεργάτη του Κυρίλλου στον αγώνα κατά του Νεστορίου, αντέδρασαν στην αντιοχειανή επιθετικότητα. Η επιρροή του Ευτυχή ήταν ιδιαίτερα μεγάλη μέσα στο παλάτι, ενώ οι μονοφυσιτικές τάσεις στην Ανατολή ενισχύθηκαν περαιτέρω με την άνοδο στο επισκοπικό αξίωμα του Διοσκόρου στην Αλεξάνδρεια, ο οποίος στήριζε μονοφυσιτικές απόψεις, έστω και όχι σε ακραίο επίπεδο. Ο Ευτυχής όμως υποστήριζε ακραίες μονοφυσιτικές τάσεις στην προσπάθεια να αντικρούσει τους αντιοχειανούς και θεολογούσε πως «τας γαρ δύο φύσεις της θεότητος και της ανθρωπότητος μετά την ένωσιν συγκραθήναι και εις μίαν αποτελεσθήναι φύσιν», ενώ εξέφραζε πως στη θεότητα προσαρμόζονταν και τα πάθη. Έτσι ομολογούσε «εκ δύο φύσεων γεγένησθαι τον Κύριον ημών προ της ενώσεως, μετά δε την ένωσιν μία φύσιν ομολογώ». Μια τέτοια διδασκαλία φυσικά ερχόταν σε αντίθεση με τη διδασκαλία της Γ΄ Οικουμενικής Συνόδου, η οποία δε δεχόταν ούτε σύγχυση, ούτε τροπή. Ο Ευτυχής δε, προχωρούσε ακόμα περισσότερο, αφού πέρα από την αποδοχή της απορρόφησης της ανθρωπίνης φύσεως από την θεϊκή, δε δεχόταν και το ομοούσιο της ανθρωπότητος του Ιησού προς την ανθρώπινη φύση, αφού μπορεί να είναι ανθρώπινο, αλλά όχι «ομοούσιον ημίν, επειδή είδα αυτόν θεόν ημών». Η υπόθεση αυτή προφανώς προερχόταν από τη μη διάκριση «μεταξύ φύσεως και προσώπου», αφού «αμφότεροι (Ευτυχής και Νεστόριος) εταύτιζον τας δύο ταύτας έννοιας, φρονούντες ότι φύσιν και πρόσωπον είναι αχώριστα». Όπως όμως και στην περίπτωση του Νεστοριανισμού, όπου και το θεολογικό αισθητήριο των αλεξανδρινών θεολόγων λειτούργησε προς την κατάδειξη των εσφαλμένων θεολογικών προτάσεων, έτσι τώρα αντιστοίχως κλήθηκαν οι αντιοχειανοί θεολόγοι να καταδείξουν πως αυτή η θεολογική πρόταση δε συμβιβάζετε προς τη θεολογία του Κυρίλλου και της Γ΄ Οικουμενικής Συνόδου. Άμεσα λοιπόν ο Δόμνος Αντιοχείας κατήγγειλε τις απόψεις του Ευτυχή, ενώ ο Θεοδώρητος Κύρου ανέλαβε τη θεολογική αναίρεσή του. Στην Κωνσταντινούπολη μάλιστα σύνοδος, το Νοέμβρη του 448, αναθεμάτισε τις απόψεις του Ευτυχή, ο οποίος όμως δεν εξέλαβε σοβαρά τις αποφάσεις αυτές και ουδέποτε εφάρμοσε τα πρακτικά της συνόδου.
Μετά τα γεγονότα αυτά, η διαμάχη έλαβε οικουμενικές διαστάσεις. Το ζήτημα έφτασε μέχρι τη Ρώμη, όπου ο Πάπας Λέων δεν έδειξε να συμμερίζεται τις απόψεις του Ευτυχή και αντ’αυτού, εξέδωσε δογματικό Τόμο, υποστηρίζοντας τις δυοφυσιτικές απόψεις, των Δόμνου Αντιοχείας, Φλαβιανού Κωνσταντινουπόλεως και της θεολογίας του «Όρου των Διαλλαγών». Ο Αυτοκράτορας όμως Θεοδόσιος Β΄, ήταν δυσαρεστημένος από την αξίωση καταδίκης του Ευτυχή (και ιδίως ο Χρυσάφιος, ευνούχος και πρωθυπουργός της Αυτοκρατορίας), αλλά και λόγω της απόρριψης της Πουλχερίας να καρή από την τοπική εκκλησία στη θέση της διακόνισσας, και έτσι συγκάλεσε σύνοδο με «αποκρυπτώμενον σκοπόν της αθωώσεως του Ευτυχούς και της καταδίκης του Φλαβιανού». Η σύνοδος αυτή συνεκλήθη στην Έφεσο το 449 και τα γεγονότα τα οποία συνέβησαν εντός αυτής καθώς και οι αποφάσεις που ελήφθησαν της απέδωσαν το όνομα «ληστρική» (latrocinium Ephesinum). Διεξήχθη δε μέσω πρωτοφανούς βίας και επικύρωσε τη Μονοφυσιτική ορολογία, του Ευτυχή καθαιρώντας τους αντιφρονούντες επισκόπους, αποστέλλοντας δε μερικούς στην εξορία. Όταν μαθεύτηκαν τα γενόμενα στη σύνοδο της Εφέσου «εσημειώθη πανταχού γενική κατακραυγή και εξέγερσις κατά των βιαιοτήτων και των εσπευσμένων και αδίκων και πεπλανημένων αποφάσεων αυτής». Έτσι άμεσα προτάθηκε η ακύρωση αυτής και διενέργεια νέας αυτή τη φορά Οικουμενικής Συνόδου, η απόφαση της οποίας πάρθηκε σε σύνοδο της Ρώμης, το 449.
Η σύνοδος
Σύγκληση και σύνθεση της Συνόδου
Η σύνοδος συγκλήθηκε στις 8 Νοεμβρίου του 451. Μετά από το καθολικό αίτημα των μελών της εκκλησίας οι νέοι αυτοκράτορες Μαρκιανός και Πουλχερία αποφάσισαν να ικανοποιήσουν τα αίτημα της εκκλησίας ώστε να επιλυθεί το παρατεινόμενο και διογκούμενο πρόβλημα της χριστολογικής έριδας. Η σύνοδος τελικώς συγκροτήθηκε στην Κωνσταντινούπολη και συγκεκριμένα στο ναό της Αγίας Ευφημίας, στο προάστιο της πόλεως που αποκαλείτο Χαλκηδόνα. Το προσκλητήριο παραδόθηκε στους επισκόπους προς συγκρότηση της συνόδου για τη Νίκαια της Βιθυνίας στις 1 Σεπτεμβρίου του 451 αρχικώς, λόγω όμως «της απασχολήσεως του αυτοκράτορος εις πολεμικάς προπαρασκευάς, ως και διαφόρων μηχανορραφιών του Διοσκόρου, διετάχθη η μεταφορά της έδρας», με αποτέλεσμα η σύνοδος να καθυστερήσει ένα και πλέον μήνα.
Η σύνοδος της Χαλκηδόνος αποτέλεσε τη μεγαλύτερη σε συμμετοχή Οικουμενική Σύνοδο αφού συμμετείχαν σε αυτή περίπου 630 επίσκοποι, αν και έχει εκφραστεί η άποψη ότι σε κάθε συνεδρία είναι πιθανό να μην παρευρίσκοντο περισσότεροι από 350. Προεδρεύοντες της συνόδου ήταν ο Ανατόλιος επίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως και οι παπικοί αντιπρόσωποι, ενώ σημαντικό ρόλο διαδραμάτισαν για την τάξη της συνόδου οι αυτοκρατορικοί αντιπρόσωποι. Ο Πάπας Λεόντιος δεν παρευρέθη στη σύνοδο επικαλούμενος την ανάγκη παρουσίας του στην Ιταλία λόγω των επιδρομών του Αττίλα. Κυριότερες προσωπικότητες της συνόδου ήταν Μάξιμος Αντιοχείας, Ιουβενάλιος Ιεροσολύμων, οι Πασχασίνος, Λουκέντιος και Ιουλιανός, αντιπρόσωποι του Πάπα Ρώμης στη σύνοδο, ο Δορυλαίου Ευσέβιος και ο Θεοδώρητος Κύρου.
Οι διεργασίες της Συνόδου
Το έργο της συνόδου
Η σύνοδος κατά την πρώτη συνεδρία κήρυξε τη «Ληστρική» σύνοδο της Εφέσου ως παράνομη και καταδίκασε άμεσα το Διόσκορο για τα πεπραγμένα του κατά τη διάρκεια της Ληστρικής συνόδου. Επίσης καταδίκασε τον Ευτυχή και τις απόψεις του, ενώ αποκατέστησε τους αναθεματισμένους επισκόπους της «Ληστρικής» συνόδου. Ταυτόχρονα δικαίωσε και το Φλαβιανό Κωνσταντινουπόλεως, αφού έκανε δεκτό το δογματικό χριστολογικό όρο που είχε αποδώσει στον Αυτοκράτορα Θεοδόσιο Β΄. Μετά την αποκατάσταση της τάξης η σύνοδος προέβη στο κανονικό και δογματικό της έργο. Βάση του δογματικού όρου υπήρξε αναμφισβητήτως ο «Όρος των Διαλλαγών» καθώς και «η χριστολογική διδασκαλία των Αλεξανδρινών θεολόγων και μάλιστα του Κυρίλλου Αλεξανδρείας της των Αντιοχέων και ιδιαίτατα του Θεοδώρητου, και της των δυτικών, ως απετυπώθη από τη επιστολή Λέοντος προς τον Φλαβιανόν». Σε αυτή τη φάση μάλιστα μετά τη μεγάλη νίκη της Αλεξανδρινής θεολογίας στη Γ΄ Οικουμενική σύνοδο θα λέγαμε πως παρατηρήθηκε μεγάλη νίκη των αντιοχειανών θεολόγων.
Η σύνοδος της Χαλκηδόνας οριστικά απέρριψε πως ο Ιησούς Χριστός είναι «ψιλός» άνθρωπος και πως ο Λόγος απλώς εγκατοίκησε στο σώμα του Ιησού και πως η ένωσή Του ήταν απλώς ηθική και εν απλή συνάφεια (Νεστοριανισμός). Ταυτόχρονα τώρα απέκλεισε σύγκραση, σύγχυση ή τροπή των δύο φύσεων καθώς και την περίπτωση της μη ομοουσιότητας του σώματος του Χριστού προς την ανθρώπινη φύση και το πάθος της θεϊκής υποστάσεως (μονοφυσιτισμός). Διακήρυξε δε πως ο Ιησούς Χριστός είναι τέλειος θεός και τέλειος άνθρωπος, ομοούσιος καθεκάστη φύση προς το Θεό και τον άνθρωπο, πως η ένωση τελέσθη αδιαιρέτως και αχωρίστως (νεστοριανισμός), ασυγχήτως και ατρέπτως (μονοφυσιτισμός) σε μία υπόσταση. «Η δογματική αυτή διατύπωση, βασισθείσα επί της Αγίας Γραφής και της προηγηθείσης δογματικής παραδόσεως και εξελίξεως εν τη εκκλησία, αποτελεί επιτυχή και ορθόδοξον σύνθεσιν ένθεν μεν της νεστοριανικής διαιρέσεως του ενός χριστού και των δύο φύσεων αυτού, ετερώθεν δε της μονοφυστικής ενώσεως του ενός Χριστού και των δύο εν Χριστώ φύσεων». Επιπρόσθετα εκηρώθησαν τα σύμβολα των Α΄, Β΄ και Γ΄ Οικουμενικής Συνόδου, ενώ συντελέσθη και ιδιαίτερα σημαντικό κανονικό έργο, το οποίο αποδίδεται σε 30 κανόνες με ιδιαίτερη βάση σε διοικητικά ζητήματα.
Το χρονικό της Συνόδου
Για τη σύνοδο αυτή διασώζονται ογκώδη και λεπτομερή πρακτικά, τα οποία περιέχουν έγγραφα της συνόδου, ομιλίες, συζητήσεις, ακόμα και ανταλλασσόμενες επιστολές και έγγραφα μεταξύ των επισκόπων. Μάλιστα διασώζοντα τρεις συλλογές στην ελληνική γλώσσα οι οποίες περιέχουν τα γεγονότα της συνόδου και μας δίνουν ξεκάθαρη εικόνα περί των συμβάντων και πεπραγμένων της συνόδου.
Η σύνοδος στις αρχικές συνεδρίες της λειτούργησε ως ανώτερο συνοδικό δικαστήριο. Κατηγορούμενοι ήσαν οι Διόσκορος Αλεξανδρείας, αλλά και οι Ιουβενάλιος Ιεροσολύμων, Θαλάσσιος Καισαρείας κ.α. Ο Διόσκορος μάλιστα αρχικώς τοποθετήθηκε στη θέση του κριτή και όχι του κατηγορούμενου, κάτι το οποίο προκάλεσε τη έκρηξη του Πασχασίνου, ο οποίος απείλησε με αποχώρηση από τη σύνοδο. Τελικώς ο Διόσκορος τοποθετήθηκε στη θέση του κατηγορούμενου, ενώ κύριος κατήγορός του αναδείχθηκε ο Ευσέβιος Δορυλαίου. Η είσοδος όμως στο χώρο του Θεοδώρητου Κύρου, προκάλεσε νέες εντάσεις από τη μεριά των Αλεξανδρινών. Θεωρούσαν το Θεοδώρητο πολέμιο του Κυρίλλου και αξίωσαν την άμεση αποχώρησή του από τη σύνοδο. Οι αυτοκρατορικοί αντιπρόσωποι επαναφέροντας την τάξη, προέταξαν το ζήτημα της ανάγνωσης των εγγράφων του Αυτοκράτορα Θεοδοσίου, ο Διόσκορος όμως μεταβίβασε την όποια ευθύνη από το πρόσωπό του στον Ιουβενάλιο και το Θαλάσσιο, με έντονη αντίδραση από τους προαναφερθέντες, οι οποίοι ισχυρίστηκαν ότι προέβησαν στις όποιες ενέργειες εν μέσω βίας και εντόνων πιέσεων. Κατά την ανάγνωση της δογματικής επιστολής του Κυρίλλου προς τον Ιωάννη Αντιοχείας, πάντες στην αίθουσα διακήρυξαν τη συμφωνία τους στην πίστη του Κυρίλλου και αποδοκίμασαν τις απόψεις του Ευτυχή. Σε αυτό το σημείο οι κυριότεροι συνεργάτες του Διοσκόρου, ο Ιουβενάλιος Ιεροσολύμων μαζί με τον Πέτρο Κορίνθουαλλά και την πλειονότητα των επισκόπων του Α. Ιλλυρικού και της Αιγύπτου, απεδέχθησαν την ορθοδοξία του Κυρίλλου και του Φλαβιανού, ουσιαστικά εγκαταλείποντας τον, αν και ο ίδιος παρέμενε σταθερά πεπεισμένος για την ορθή καταδίκη του Φλαβιανού.
Η πρόταση μετά το τέλος του κατηγορητηρίου ήταν αποπομπή όλων των εμπλεκομένων επισκόπων στην καταδίκη του Φλαβιανού, στη «Ληστρική» σύνοδο της Εφέσου, παρά την ηπιότερη προσέγγιση των ελλαδικών επισκόπων. Η εκδικητική διάθεση όμως των παπικών αντιπροσώπων για τον αναθεματισμό του Πάπα Λέοντα και η ευνόητη εμπάθεια των Αντιοχειανών εναρμονίστηκαν με τις βεβιασμένες και ακραίες επιλογές των αυτοκρατορικών αντιπροσώπων με αποτέλεσμα την κρίση των εξαρχόντων της «Ληστρικής» Συνόδου και την αποχώρησή τους από τη σύνοδο. Το ζήτημα έτσι πλέον εισήλθε στο δογματικό Όρο της συνόδου. Αρχικά παρατηρήθηκε διστακτικότητα στην καταγραφή συγκεκριμένου δογματικού όρου, κάτι που επιδείκνυε διάθεση να τεθεί ως βάση ο Τόμος Λέοντος. Οι ελλαδικοί όμως επίσκοποι είχαν σαφείς επιφυλάξεις σε κάποιες διατυπώσεις οι οποίες άφηναν περιθώρια νεστοριανικών ερμηνειών. Η προσπάθεια του Αετίου να καταδείξει ότι επίμαχες φράσεις συνταυτίζονται με τη διδασκαλία του Κυρίλλου, μάλλον δεν έπεισε και γι αυτό δόθηκε προθεσμία 5 ημερών μέχρι την απόφαση υπογραφής του Τόμου, προς τους συγκεκριμένους επισκόπους. Στη τρίτη συνεδρία στις 13 Οκτωβρίου, κλήθηκε ο Διόσκορος σε τελική απολογία. Ο ίδιος δεν παρέστη και έτσι καταδικάστηκε και καθαιρέθηκε, μια απόφαση η οποία περιορίστηκε σε μόνο αίτιο τη μη απολογία του ενώπιον της συνόδου. Ο ίδιος Διόσκορος ποτέ δεν ταυτιζόταν με τις ακραίες απόψεις του Ευτυχή, καθώς παρέμενε πιστά προσηλωμένος με τις απόψεις του Κυρίλλου, η αποδοχή όμως των απόψεών του προφανώς προήλθε «από τη συγκάλυψη των αιρετικών δοξασιών στην Ομολογία πίστεως, την οποία υπέβαλλε προς το Διόσκορο και τη σύνοδο της Εφέσου». Οι εναπομείναντες επίσκοποι Αιγύπτου, παρότι συμφώνησαν με τη σύνοδο, ζήτησαν να μην υπογράψουν την πράξη, με πρόσχημα τον καταστατικό κανόνα της Αιγυπτιακής διοικήσεως, η οποία του υποχρέωνε να ακολουθούν μόνο τις αποφάσεις του επισκόπου τους. Έτσι ζήτησαν να τις προσυπογράψουν μετά την εκλογή νέου επισκόπου, καθώς ερμηνεύοντας το κλίμα που επικρατούσε στη δικαιοδοσία τους, πίστευαν πως μία τέτοια κίνηση θα έθετε σε κίνδυνο τη ζωή τους. Δυστυχώς όμως κάτι τέτοιο δεν μπορούσε να γίνει αντιληπτό από τους υπολοίπους, με αποτέλεσμα τις τραγικές εξελίξεις μετά το πέρας της συνόδου στην Αίγυπτο.
Βάση τελικώς του δογματικού όρου της συνόδου τέθηκαν τα σύμβολα των Α΄ και Β΄ Οικουμενικών Συνόδων, οι επιστολές του Κυρίλλου προς τον Ιωάννη Αντιοχείας και ο Τόμος του Πάπα Ρώμης Λέοντος. Έτσι στην Πέμπτη συνεδρία τέθηκε το θέμα του Όρου. Μερικοί ανατολικοί επίσκοποι έθεσαν πάλι το ζήτημα της αποδοχής του Τόμου Λέοντος, οι επιφυλάξεις όμως ήταν αρκετές με αποτέλεσμα ήδη μια επιτροπή να έχει ξεκινήσει τη διαδικασία σύνταξης ενός κοινά αποδεκτού όρου. Για το γεγονός δυσφόρησαν έντονα οι παπικοί εκπρόσωποι που απείλησαν εκ νέου με αποχώρηση, αλλά η σθεναρή αντίσταση από τους ελλαδικούς και επισκόπους και του Ανατολίου, δεν άφηνε περιθώρια για επιβολή του Τόμου. Η διαφωνία προφανώς προήλθε από την διατύπωση περί της φύσης του Χριστού. Έτσι οι ελλαδικοί επίσκοποι πρότειναν τον όρο «εκ δύο φύσεων» το οποίο άφηνε περιθώρια για μία φύση μετά την ένωση, ώστε να μην περιπέσουν σε νεστοριανή ερμηνεία, οι δε παπικοί αντιπρόσωποι «εν δύο φύσεσιν», το οποίο απέκλειε κάθε μονοφυσιτική. Η ασάφεια τελικά φαίνεται να παρέμεινε και μετά τη σύνοδο, αφού το ελληνικό πρωτότυπο διασώζει τελικά τον πρώτο όρο, ενώ η λατινική μετάφραση το δεύτερο, αλλά είναι προφανές ότι κατά την συνεδρία επικράτησε σαφώς ο όρος «εν δύο φύσεσι». Έτσι στην έκτη συνεδρία στις 25 Οκτωβρίου του 451, παρουσία των Αυτοκρατόρων Μαρκιανού και Πουλχερίας, υπογράφηκε μέσα σε πανηγυρικό κλίμα ο όρος της συνόδου από όλα τα μέλη της εκκλησίας, ενώ προαναγγέλθηκε το έργο κατά τις επόμενες συνεδρίες για την επίλυση κανονικών ζητημάτων. Οι συνεδρίες της συνόδου ήταν πιθανώς 17 και κήρυξε περάτωση εργασιών στις 1 Νοεμβρίου του ιδίου έτους.
Το Δογματικό έργο της συνόδου
Εισαγωγή
Οι πατέρες της συνόδου μετά από μακρές διαβουλεύσεις κατέληξαν σε ένα δογματικό όρο ο οποίος θα μπορούσε «να χαρακτηρισθεί ως ένα κείμενο θεολογικού συμβιβασμού τόσο για τον αποκλεισμό οιασδήποτε δυνατότητας μονοφυσιτικής ερμηνείας της χριστολογίας του Κυρίλλου, όσο και για την οριστική καταδίκη του Ευτυχιανισμού ή του αμιγούς μονοφυσιτισμού». Η καινοτομία δε του όρου θα χαρακτηριζόταν η έννοια «εν δύο φύσεσιν», η οποία όμως με μια πιο προσεκτική προσέγγιση δεν απείχε από την δογματική διδασκαλία των επιστολών του Κυρίλλου, αφού αφενός στόχος ήταν ο αποκλεισμός της δυοφυσιτικής ορολογίας του νεστοριανισμού, αφετέρου η μονοφυσιτική έννοια του όρου αν συνοδευόταν από την διευκρίνιση της ομοουσιότητας της ανθρωπότητας του Χριστού προς την ανθρώπινη φύση, θα οδηγούσε σε μια ορθή δογματικά προσέγγιση. Στόχος της συνόδου ήταν να αποκόψει τις ακραίες θεολογικές τάσεις, αφού η προβληματική εν προκειμένω παρέμενε στην θεμελίωση των όρων πρόσωπο και φύση, οι οποίοι δεν είχαν αποχρωματισθεί κατά το παράδειγμα των αποσαφηνίσεων τωνΚαππαδοκών πατέρων και παρέμεναν σταθερά προς μια φιλοσοφική ερμηνεία.
Έτσι επί τη βάση της υποστατικής ενώσεως των δύο φύσεων του Ιησού Χριστού, κατέστη δυνατή η ερμηνεία του μυστηρίου της ενανθρωπήσεως, αποσυνδέοντας την άρρηκτη φιλοσοφική σχέση φύσεως και προσώπου. Έτσι ο Λόγος ήταν αυτός που προσέλαβε την ανθρώπινη φύση, κατέχοντας δύο πλήρεις και τέλειες φύσεις, μη δεχόμενες τροπή και σύγχυση, σύγκραση ήφυρμό, αδιαίρετες και αχώριστες, έχοντας ανθρώπινη φύση ομοούσια τοις ανθρώποις κατά την ανθρωπότητα και ομοούσια με το Θεό κατά τη θεότητα, γεννηθέντα προ των αιώνων εκ του Πατρός κατά τη θεότητα, εν χρόνω δε κατά την ανθρωπότητα και διασώζοντας τις ιδιότητες εκάστης φύσεως σε ένα πρόσωπο και μία υπόσταση συντρεχούσης. Έτσι η Δ΄ οικουμενική Σύνοδος διετύπωσε «θετικώς και ολοκληρωμένον πλέον το χριστολογικό δόγμα... εν συνεχείαν και συμφωνίαν με τριαδικόν δόγμα, το θεσπισθέν υπό των πρώτων δύο οικουμενικών συνόδων» διατυπώνοντας την αλήθεια αυτή «βασισθείσα επί της Αγίας Γραφής και προηγηθείσης δογματικής παραδόσεως».
Ο Όρος της συνόδου
Κατευθύνσεις και στόχοι του Όρου της Χαλκηδόνας
Ο «Όρος της Χαλκηδόνας», «αποτέλεσε μια αναθεώρηση του Όρου των Διαλλαγών», κάτι άλλωστε που επιτασσόταν από τη διττή ερμηνεία του όρου, ένθεν και ένθεν. Έτσι στόχος αποβαίνει η αντίκρουση και των δύο τάσεων σε ένα όρο, εξού και αναγιγνώσκοντας τον «Όρο της Χαλκηδόνας», γίνεται άμεσα αντιληπτή η φόρμουλα της συνενώσεως προς τον όρο της Γ΄ Οικουμενικής Συνόδου. Όμως τώρα αντί «δύο γαρ φύσεων ένωσις γέγονε», δηλώνεται «εν δύο φύσεσι». Η έντονη συζήτηση μάλιστα περί του όρου που περιγράφηκε ανωτέρω, ήταν και η αναγκαία προσθήκη, ώστε να αντιμετωπιστεί το νέο πρόβλημα του μονοφυσιτισμού, και οι όποιες αντιδράσεις δύσκολα θα επέβαλλαν ένα λιγότερο σαφή προσδιορισμό.
Αναμφισβήτητα στόχος της συνόδου ήταν και ο υπερτονισμός της ενότητος και της ταυτότητος του προσώπου του Χριστού. Αυτό αποκαλύπτεται μέσα από το κείμενο το οποίο προτάσσει τρεις φορές την έκφραση «τον έναν και τον αυτόν». Στόχος σταθερά παρέμενε η αναίρεση μιας διπλής πεπλανημένης θεωρήσεως της περί Χριστού ενώσεως, τόσο κατά του Νεστοριανισμού όσο και του Μονοφυσιτισμού. Η προσπάθεια αυτή όμως έπρεπε να είναι αρκετά προσεκτική καθότι η προβολή της απορρόφησης της ανθρωπίνης φύσεως του Χριστού και η πρόταση της θεότητας, οπωσδήποτε ήταν μια συμπαθής διδασκαλία, ιδίως δε στα μάτια όσων συνειδητά απέρριπταν το νεστοριανισμό. Έτσι χρησιμοποιεί φράσεις οι οποίες όχι μόνο επιλύουν το ορατό πρόβλημα που επίκειται από το μονοφυσιτισμό, αλλά και του προδρόμου αυτού,απολιναρισμό. Η φράση «τον αυτόν εκ ψυχής λογική και σώματος», προς αυτή την κατεύθυνση άλλωστε κινείται και σε συνδυασμό με την έκφραση «δύο φύσεσιν ασυγχήτως, ατρέπτως, αδιαιρέτως, αχωρίστως», δεν αφήνει περιθώρια για νέες ερμηνείες προς οποιαδήποτε κατεύθυνση. Αποτέλεσμα έτσι του όρου και βασική επιδίωξη των συναθροισθέντων πατέρων ήταν να καταδικάσει τις αιρέσεις, να αποσαφηνίσει το χριστολογικό δόγμα, ιδίως δε τους όρους. Έτσι ενώ η υπόσταση είναι το ιδιαίτερο, η φύση είναι το κοινό. Η φύση, δε μπορεί να νοηθεί χωρίς υπόσταση, κάθε όμως υπόσταση μπορεί να αποτελείται από περισσότερες από μία φύσεις.
Έτσι ο «Όρος της Χαλκηδόνας» παρέμενε σε μια στερεά αγιογραφική θεμελίωση διακηρύσσοντας το «Χριστολογικό δόγμα ως και επ αυτής οργανικώς επιστηριζόμενην πραγματικήν σύνθεσιν, και ούχι απλώς εξωτερικόν συμβιβασμόν των θετικών στοιχείων εκ της προηγηθήσεις μακράς εκκλησιαστικής και θεολογικής παραδόσεως». Γι αυτό και η χρήση των τεσσάρων εννοιών αρνητικής μορφής, στόχο έχουν να αποκλείσουν ορισμένες συγκεκριμένες δυνατότητες και ταυτόχρονα να εγκλείσουν μια εσωτερική περιοχή, η οποία η ίδια δεν αναλύεται».
Τα κείμενα
Πίνακας Α': Έκθεσις Πίστεως των Διαλλαγών (433) | Πίνακας Β'1: Ομολογία Πίστεως Φλαβιανού α) στην Ενδημούσα Σύνοδο (448) | Πίνακας Β'2: Ομολογία Πίστεως Φλαβιανού β) στην Επιστολή του στον Αυτοκράτορα Θεοδόσιο Β' (449) | Πίνακας Γ': Ομολογία Πίστεως Βασιλείου Σελευκείας (448) | Πίνακας Δ': Αρχικός Όρος | Πίνακας Ε': Τελικός Όρος |
---|---|---|---|---|---|
1. Ομολογούμεν τοιγαρούν τον κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, | 1. Εφρονήσαμεν αεί και φρονούμεν, | 1. Κηρύττομεν τον κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, | 1. Αποδεχόμεθα τοίνυν πάντα τα παρ’ αυτού (ενν. του Κυρίλλου) γεγραμμένα και επεσταλμένα | 1. Επόμενοι τοίνυν τοις αγίοις πατράσιν | 1. Επόμενοι τοίνυν τοις αγίοις πατράσιν |
2. τον υιόν του Θεού τον μονογενή, | 2. ως ότιπερ ο κύριος ημών Ιησούς Χριστός | 2. προ αιώνων μεν εκ θεού πατρός ανάρχως γεννηθέντα κατά την θεότητα, | 2. ως αληθή και της ευσέβειας εχόμενα | 2. ένα και τον αυτόν ομολογείν υιόν | 2. ένα και τον αυτόν ομολογείν υιόν |
3. θεόν τέλειον και άνθρωπον τέλειον | 3. ο υιός τού θεού ο μονογενής, | 3. επ’ εσχάτων δε των ήμερων τον αυτόν | 3. και προσκυνούμεν τον ένα κύριον ημών Ιησούν Χριστόν | 3. τον κύριον ημών Ιησούν Χριστόν | 3. τον κύριον ημών Ιησούν Χριστόν |
4. εκ ψυχής λογικής και σώματος, | 4. θεός τέλειος και άνθρωπος τέλειος | 4. δι’ ημάς και δια την ημετέραν σωτηρίαν | 4. εν δύο φύσεσι γνωριζόμενον. | 4. συμφώνως άπαντες εκδιδάσκομεν, | 4. συμφώνως άπαντες εκδιδάσκομεν, |
5. προ αιώνων μεν εκ του πατρός γεννηθέντα κατά την θεότητα, | 5. εκ ψυχής λογικής και σώματος, | 5. εκ Μαρίας της παρθένου κατά την ανθρωπότητα, | 5. Την μεν γαρ είχεν εν εαυτώ προαιώνιον | 5. θεόν τέλειον και άνθρωπον τέλειον τον αυτόν | 5. τέλειον τον αυτόν εν θεότητι |
6. επ’ έσχατου δε των ήμερων τον αυτόν | 6. προ αιώνων μεν εκ του πατρός ανάρχως γεννηθείς κατά την θεότητα, | 6. θεόν τέλειον και άνθρωπον τέλειον τον αυτόν | 6. ως ων απαύγασμα της του πατρός δόξης, | 6. εκ ψυχής λογικής και σώματος, | 6. και τέλειον τον αυτόν εν ανθρωπότητι, |
7. δι’ ημάς και δια την ημετέραν σωτηρίαν | 7. επί τέλει δε και εν υστέροις καιροίς ο αυτός | 7. εν προσλήψει ψυχής λογικής και σώματος, | 7. την δε ως εκ μητρός δι’ ημάς γεννηθείς | 7. ομοούσιον τω πατρί κατά την θεότητα | 7. θεόν αληθώς και άνθρωπον αληθώς τον αυτόν |
8. εκ Μαρίας της παρθένου κατά την ανθρωπότητα, | 8. δι’ ημάς και δια την ημετέραν σωτηρίαν | 8. ομοούσιον τω πατρί κατά την θεότητα | 8. λαβών εξ αυτής ήνωσεν εαυτώ καθ’ υπόστασιν | 8. και ομοούσιον ημίν τον αυτόν κατά την ανθρωπότητα, | 8. εκ ψυχής λογικής και σώματος, |
9. ομοούσιον τω πατρί τον αυτόν κατά την θεότητα | 9. εκ Μαρίας της παρθένου γεννηθείς κατά την ανθρωπότητα, | 9. και ομοούσιον τη μητρί τον αυτόν κατά την ανθρωπότητα. | 9. και κεχρημάτικεν ο τέλειος θεός και υιός του θεού | 9. κατά πάντα όμοιον ημίν χωρίς αμαρτίας, | 9. ομοούσιον τω πατρί κατά την θεότητα |
10. και όμοούσιον ημίν κατά την ανθρωπότητα• | 10. ομοούσιος τω πατρί κατά την θεότητα | 10. Και γαρ εκ δύο φύσεων (ομολογούντες) τον Χριστόν μετά την σάρκωσιν την εκ της αγίας παρθένου και ενανθρώπησιν, | 10. και τέλειος άνθρωπος και υιός ανθρώπου, | 10. προ αιώνων μεν εκ του πατρός γεννηθέντα κατά την θεότητα, | 10. και ομοούσιον ημίν τον αυτόν κατά την ανθρωπότητα, |
11. δύο γαρ φύσεων ένωσις γέγονεν | 11. και ομοούσιος τη μητρί κατά την ανθρωπότητα. | 11. εν μια υποστάσει και εν ενί προσώπω | 11. πάντας ημάς σώσαι βουληθείς | 11. επ’ εσχάτων δε των ημερών τον αυτόν | 11. κατά πάντα όμοιον ημίν χωρίς αμαρτίας, |
12. δι’ ο ένα Χριστόν, ένα υιόν, ένα κύριον ομολογούμεν. | 12. Και γαρ εκ δύο φύσεων ομολογούμεν τον Χριστόν είναι μετά την ενανθρώπησιν, | 12. ένα Χριστόν, ένα υιόν, ένα κύριον ομολογούμεν. | 12. εν τω γενέσθαι κατά πάντα ημίν παραπλήσιος πλην αμαρτίας. | 12. δι' ημάς και δια την ημετέραν σωτηρίαν | 12. προ αιώνων μεν εκ του πατρός γεννηθέντα κατά την θεότητα, |
13. εν μια υποστάσει και ενί προσώπω | 13. Και μίαν μεν του θεού λόγου φύσιν, | 13. εκ Μαρίας της παρθένου κατά την ανθρωπότητα, | 13. επ’ εσχάτων δε των ημερών τον αυτόν | ||
14. ένα Χριστόν, ένα υιόν, ένα κύριον ομολογούντες. | 14. σεσαρκωμένην μέντοι και ενανθρωπήσασαν λέγειν ουκ αρνούμεθα | 14. ένα και τον αυτόν Χριστόν υιόν κύριον μονογενή, | 14. δι' ημάς και δια την ημετέραν σωτηρίαν | ||
15. διά το εξ αμφοίν ένα και τον αυτόν είναι κύριον ημών Ιησούν τον Χριστόν. | 15. εκ δύο φύσεων νοούμενον, | 15. εκ Μαρίας της παρθένου κατά την ανθρωπότητα, | |||
16. ουδαμού της των φύσεων διαφοράς ανηρημένης δια την ένωσιν, | 16. ένα και τον αυτόν Χριστόν υιόν κύριον μονογενή, | ||||
17. αποτελεσασών δε μάλλον τον ένα κύριον και Χριστόν και υιόν | 17. εν δύο φύσεσιν ασυγχύτως ατρέπτως αδιαιρέτως αχωρίστως γνωριζόμενον, | ||||
18. θεότητας τε και ανθρωπότητος | 18. ουδαμού της των φύσεων διαφοράς ανηρημένης δια την ένωσιν, | ||||
19. δια της αφράστου και απορρήτου προς ενότητα συνδρομής, | 19. σωζόμενης δε μάλλον της ιδιότητος εκατέρας φύσεως | ||||
20. ουκ εις δύο πρόσωπα μεριζόμενον ή διαιρούμενον, | 20. και εις εν πρόσωπον και μίαν υπόστασιν συντρεχούσης, | ||||
21. αλλ’ ένα και τον αυτόν υιόν μονογενή | 21. ουκ εις δύο πρόσωπα μεριζόμενον ή διαιρούμενον, | ||||
22. θεόν λόγον κύριον Ιησούν Χριστόν, | 22. αλλ’ ένα και τον αυτόν υιόν μονογενή | ||||
23. καθάπερ άνωθεν οι Προφήται περί αυτού | 23. θεόν λόγον κύριον Ιησούν Χριστόν, | ||||
24. και αυτός ημάς Ιησούς Χριστός εξεπαίδευσεν | 24. καθάπερ άνωθεν οι Προφήται περί αυτού | ||||
25. και το των πατέρων ημίν παραδέδωκε Σύμβολον. | 25. και αυτός ημάς Ιησούς Χριστός εξεπαίδευσεν | ||||
26. και το των πατέρων ημίν παραδέδωκε Σύμβολον. |
Το Κανονικό έργο της συνόδου
Εισαγωγή
Η Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος εξέδωσε 30 κανόνες. Όπως γίνεται αντιληπτό το κανονικό έργο της συνόδου ήταν ευρύ και επεκτάθηκε σε διαφόρων ειδών εκκλησιαστικά ζητήματα. Κυριότερο δε ζήτημα το οποίο ρυθμίστηκε από κανονικό έργο της συνόδου ήταν οι διοικητική οργάνωση των μεγάλων μητροπολιτικών κέντρων. Έτσι το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως διατήρησε τα πρώτα Πρεσβεία Τιμής στην ανατολή αναβαθμιζόμενο ως προς τη συνολική ιεράρχηση αφού θεσπίστηκε να διατηρεί ισαξίως τα πρεσβεία τιμής με την πρεσβυτέρα Ρώμη, ο Πατριάρχης αναγνωρίστηκε ως τελεσίδικος διαιτητής μεταξύ επισκόπων και μητροπολιτών, ενώ για πρώτη φορά δόθηκε διοικητική δικαιοδοσία στην εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως, η οποία προσήρτησε τις περιοχές του Πόντου, της Θράκης και της Ασιανής. Οι αντιπρόσωποι του Πάπα κατά την ψήφιση αυτού του κανόνος απήσχαν. Ταυτόχρονα θεσπίστηκε η αυτοδιοίκηση κάθε εκκλησίας, η οποία θα διοικείται εκ της τοπικής συνόδου των επισκόπων σε κάθε τοπική εκκλησία δια προεδρίας του οικείου μητροπολίτη, ενώ υποβιβάστηκε στην Πέμπτη θέση τωνπρεσβειών τιμής το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας. Επίσης ρυθμίστηκαν και ζητήματα δογματικοσυμβολικού χαρακτήρα όπως η κύρωση των κανόνων των προηγουμένων συνόδων και των δογματικών συμβόλων τους αλλά και επιμέρους ζητήματα κοινωνικού και εκκλησιαστικού χαρακτήρος όπως το ζήτημα των μικτών γάμων και περί των συνόδων.
Συνοπτική ερμηνεία κυριοτέρων κανόνων
Κανόνας Α΄: Επικυρώνει τις Α΄, Β΄ και Γ΄ Οικουμενικές Συνόδους τους κανόνες και τους δογματικούς όρους αυτών.
Κανόνας Β΄: Ρυθμίζει τις απαιτούμενες ενέργειες περί συμμετοχής στον κλήρο, καθαιρεί δε όποιους δια χρημάτων χειροτονούν ή ωφελούνται ως χρισμένοι.
Κανόνας Γ΄: Ορίζει τους κληρικούς να απέχουν από οποιαδήποτε εργασία για λόγους κέρδους, ειδάλλως καθαιρούνται.
Κανόνας Δ΄: Ορίζει κανείς μοναχός να μη μένει εκτός της σκήτης του, εκτός αν αυτό επιτρέπεται από τον επίσκοπο της δικαιοδοσίας του και να μη εμπλέκεται σε καμία κοσμική λειτουργία.
Κανόνας Ζ΄: Καθαιρεί όποιο μέλος του ανωτέρου κλήρου αναλαμβάνει στρατιωτικά αξιώματα ή κοσμική εξουσία με σκοπό το κέρδος.
Κανόνας Θ΄: Ορίζει τον επίσκοπο ως κριτή μεταξύ διαμάχης δύο κληρικών
Κανόνας Ι΄: Απαγορεύει κληρικούς να τοποθετούνται σε δύο διαφορετικές τοπικές εκκλησίες.
Κανόνας ΙΓ΄: Ορίζει πως οι κληρικοί δε θα μη λειτουργούν σε άλλη πόλη, χωρίς να έχουν συστατικές επιστολές.
Κανόνας ΙΔ΄: Ορίζει πως τα μέλη του κατώτερου κλήρου, μπορούν να παντρεύονται και μετά τη χειροθεσία και κανονίζει περιπτώσεις περί παρανόμων γάμων, ετεροδόξων γυναικών αυτών και αλλοδόξων τέκνων τους.
Κανόνας ΙΕ΄: Ορίζει οι διακόνισσες να αναλαμβάνουν καθήκοντα μετά το πέρα του 40ου έτους της ηλικίας του.
Κανόνας ΙΗ΄: Κληρικοί που συνωμοτούν και συμμετέχουν σε φατρίες με δόλιο σκοπό, καθαιρούνται.
Κανόνας ΚΑ΄: Κατηγορίες κατά κληρικών που άπτονται ζητημάτων εκκλησιαστικών ή εγκληματικών (όχι χρηματικών) θα πρέπει να εξετάζονται, πρωτού εκδοθεί απόφαση.
Κανόνας ΚΔ΄: Ορίζει ότι όποιος χώρος χρησιμοποιήθηκε ως μοναστήρι, έκτοτε ποτέ να μη χρησιμοποιηθεί για κανένα άλλο σκοπό. Όποιος περιπέσει σε τέτοιο παράπτωμα καθαιρείται.
Κανόνας ΚΣΤ΄: Ορίζει πως κάθε επισκοπή οφείλει να έχει οικονόμο και πως αυτός πρέπει να είναι κληρικός και όχι λαϊκός.
Κανόνας ΚΖ΄: Επιτιμά όποιον κληρικό ή λαϊκό αρπάζει γυναίκα ένεκα οποιαδήποτε δικαιολογίας.
Κανόνας ΚΗ΄: Ορίζει την εκκλησία Κωνσταντινουπόλεως να έχει ισοδύναμα πρεσβεία τιμής με τη Ρώμη και της αποδίδει επισκοπική δικαιοδοσία στη Θράκη, τον Πόντο και τη Ασιανή.
Κανόνας ΚΘ΄: Απαγορεύει τον υποβιβασμό επισκόπου σε βαθμό πρεσβυτέρου, εφόσον δε συντρέχει κανένα εκκλησιαστικό ή ποινικό κώλυμα. Εν τοιαύτη περιπτώσει όμως καθαιρείται αλλά όχι υποβιβάζεται.
Κανόνας Λ΄: Υποβιβάζει την επισκοπή Αλεξανδρείας στην πέμπτη θέση των πρεσβειών τιμής, λόγω του έντονου φόβου ετεροδοξίας από πλειάδα τοπικών επισκόπων.
Κανόνας Β΄: Ρυθμίζει τις απαιτούμενες ενέργειες περί συμμετοχής στον κλήρο, καθαιρεί δε όποιους δια χρημάτων χειροτονούν ή ωφελούνται ως χρισμένοι.
Κανόνας Γ΄: Ορίζει τους κληρικούς να απέχουν από οποιαδήποτε εργασία για λόγους κέρδους, ειδάλλως καθαιρούνται.
Κανόνας Δ΄: Ορίζει κανείς μοναχός να μη μένει εκτός της σκήτης του, εκτός αν αυτό επιτρέπεται από τον επίσκοπο της δικαιοδοσίας του και να μη εμπλέκεται σε καμία κοσμική λειτουργία.
Κανόνας Ζ΄: Καθαιρεί όποιο μέλος του ανωτέρου κλήρου αναλαμβάνει στρατιωτικά αξιώματα ή κοσμική εξουσία με σκοπό το κέρδος.
Κανόνας Θ΄: Ορίζει τον επίσκοπο ως κριτή μεταξύ διαμάχης δύο κληρικών
Κανόνας Ι΄: Απαγορεύει κληρικούς να τοποθετούνται σε δύο διαφορετικές τοπικές εκκλησίες.
Κανόνας ΙΓ΄: Ορίζει πως οι κληρικοί δε θα μη λειτουργούν σε άλλη πόλη, χωρίς να έχουν συστατικές επιστολές.
Κανόνας ΙΔ΄: Ορίζει πως τα μέλη του κατώτερου κλήρου, μπορούν να παντρεύονται και μετά τη χειροθεσία και κανονίζει περιπτώσεις περί παρανόμων γάμων, ετεροδόξων γυναικών αυτών και αλλοδόξων τέκνων τους.
Κανόνας ΙΕ΄: Ορίζει οι διακόνισσες να αναλαμβάνουν καθήκοντα μετά το πέρα του 40ου έτους της ηλικίας του.
Κανόνας ΙΗ΄: Κληρικοί που συνωμοτούν και συμμετέχουν σε φατρίες με δόλιο σκοπό, καθαιρούνται.
Κανόνας ΚΑ΄: Κατηγορίες κατά κληρικών που άπτονται ζητημάτων εκκλησιαστικών ή εγκληματικών (όχι χρηματικών) θα πρέπει να εξετάζονται, πρωτού εκδοθεί απόφαση.
Κανόνας ΚΔ΄: Ορίζει ότι όποιος χώρος χρησιμοποιήθηκε ως μοναστήρι, έκτοτε ποτέ να μη χρησιμοποιηθεί για κανένα άλλο σκοπό. Όποιος περιπέσει σε τέτοιο παράπτωμα καθαιρείται.
Κανόνας ΚΣΤ΄: Ορίζει πως κάθε επισκοπή οφείλει να έχει οικονόμο και πως αυτός πρέπει να είναι κληρικός και όχι λαϊκός.
Κανόνας ΚΖ΄: Επιτιμά όποιον κληρικό ή λαϊκό αρπάζει γυναίκα ένεκα οποιαδήποτε δικαιολογίας.
Κανόνας ΚΗ΄: Ορίζει την εκκλησία Κωνσταντινουπόλεως να έχει ισοδύναμα πρεσβεία τιμής με τη Ρώμη και της αποδίδει επισκοπική δικαιοδοσία στη Θράκη, τον Πόντο και τη Ασιανή.
Κανόνας ΚΘ΄: Απαγορεύει τον υποβιβασμό επισκόπου σε βαθμό πρεσβυτέρου, εφόσον δε συντρέχει κανένα εκκλησιαστικό ή ποινικό κώλυμα. Εν τοιαύτη περιπτώσει όμως καθαιρείται αλλά όχι υποβιβάζεται.
Κανόνας Λ΄: Υποβιβάζει την επισκοπή Αλεξανδρείας στην πέμπτη θέση των πρεσβειών τιμής, λόγω του έντονου φόβου ετεροδοξίας από πλειάδα τοπικών επισκόπων.
Συμπεράσματα
Η καταδίκη των μονοφυσιτισμού και η επικύρωση της καταδίκης του Νεστοριανισμού ακολουθήθηκε από νομικό διάταγμα εκδίωξης αυτών από τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να καταφύγουν οι μονοφυσίτες σε περιοχές τις Νοτιοανατολικής Μ. Ασίας και κυρίως στην Αίγυπτο, όπου παρέμεναν πολύ ισχυρές οι μονοφυσιτικές επιρροές. Οι μονοφυσίτες τελικώς αποκόπηκαν από την εκκλησία δημιουργώντας νέες εκκλησίες όπως την Αρμενική, την Ιακωβιτική στη Συρία, τη Κοπτική στην Αίγυπτο, αλλά και μεταγενεστέρως την Αιθιοπική ή Αβησσυνιακή. Το ζήτημα της χριστολογικής διαμάχης οπωσδήποτε μετά τη σύνοδο αμβλύνθηκε στα πλαίσια της εκκλησίας και της αυτοκρατορίας, αλλά συζητήσεις επί του θέματος συνεχίστηκαν μέχρι και τον 7ο αιώνα, απασχολώντας και τις δύο επόμενες οικουμενικές συνόδους.
Η σπουδαιότητα όμως της συνόδου έγκειται στην οριστική διαμόρφωση του χριστολογικού δόγματος ή οποία έλαβε θέση δίπλα στην Α΄ και Β΄ Οικουμενική σύνοδο, οι οποίες διαμόρφωσαν το τριαδολογικό δόγμα, συμπληρώνοντας κατά το παράδειγμα των Α΄ και Β΄ Οικουμενικών Συνόδων, τη Γ΄ Οικουμενική. Ταυτόχρονα «κλείνει μια επώδυνη φάση των χριστολογικών ερίδων και των θεολογικών ζυμώσεων αφού ο όρος της συνόδου σφραγίζει έντονα της διακήρυξη της ορθόδοξης πίστης από το ένα μέρος, και καταδικάζει κατηγορηματικά τις αιρέσεις του Απολιναρίου, του Νεστορίου και του Ευτυχή». Πέραν όμως τούτου «επικύρωσε τους θεολογικούς όρους πρόσωπο, υπόσταση, φύση και ουσία και επέδειξε την αρραγή συνέχεια της ορθόδοξης θεολογίας που έχει ως βάση τη χαρισματική διάσταση και την ιστορικότητα της παράδοσης από την εποχή του περιούσιου λαού».
Πέρα όμως από οποιαδήποτε άλλη προϋπόθεση η σύνοδος της Χαλκηδόνας διατηρεί και διασώζει το σωτηριολογικό δόγμα, που είναι η βάση της εκκλησίας και αυτό διότι «ουσιαστική ένωση των δύο φύσεων του Χριστού και διατήρηση της ετερότητάς τους σημαίνουν ότι η θεότητα παρέχει τον αγιασμό και την αφθαρσία στην κτιστή ανθρώπινη φύση». Ταυτόχρονα διατηρώντας την ετερότητα και αφήνοντας άθικτη τη διαφοροποίηση των φύσεων, αποκλείει την ειδωλολατρία, δηλαδή την προσκύνηση του ανθρώπου και οδηγεί την εκκλησία μακριά από αδιέξοδο ή την άρνηση της σωτηρίας, διότι σε αντίθετη περίπτωση κανένα εχέγγυο δε θα δινόταν από την ανάσταση. Κάτι τέτοιο άλλωστε κρίνεται αυτονόητο «γιατί οι προϋποθέσεις των χριστολογικών αιρέσεων δεν εξασφαλίζουν τη θεραπεία της κτιστής ανθρώπινης φύσης, ενώ το δόγμα της Χαλκηδόνας είναι ο μόνος εγγυητής».