Η λέξη δείγμα είναι αρχαία και προέρχεται από το δείκνυμι «δείχνω». Σημαίνει το μέρος που δίνει εικόνα για το σύνολο, π.χ. δείγμα αίματος/ούρων, δείγματα της δουλειάς μας, δείγματα προϊόντων. Λέξεις της ίδιας οικογένειας: δειγματολόγιο (= σειρά από δείγματα, π.χ. χρωμάτων), δειγματοληψία, δειγματοληπτικός, δείκτης, δεικτικός, δείξη (γλωσσολογικός όρος).
Η λέξη δήγμα είναι επίσης αρχαία και ανήκει στην οικογένεια του ρήματος δάκνω, απ' όπου έχει προέλθει και το νεοελληνικό δαγκώνω. Χρησιμοποιείται λιγότερο συχνά και σημαίνει «δάγκωμα», π.χ. δήγμα εντόμου/ζώου/φιδιού. Πρώτες βοήθειες για τσιμπήματα και δήγματα. Λοιμώξεις τραυμάτων, δηγμάτων και εγκαυμάτων. Λέξεις της ίδιας οικογένειας: δηκτικός, δηκτικότητα.
Συχνά συγχέονται ορθογραφικά τα επίθετα που συνδέονται με το δείγμα και το δήγμα αντίστοιχα, το δεικτικός «αυτός που δείχνει» (π.χ. δεικτικές αντωνυμίες) και το δηκτικός «οξύς, δριμύς, καυστικός, προσβλητικός», αρχική σημασία «αυτός που δαγκώνει» (π.χ. δηκτικό πνεύμα/σχόλιο/ύφος/χιούμορ).
Περισσότερα γλωσσικά λάθη εδώ.