Θεατρικά σκετς για την επέτειο του Πολυτεχνείου
1. Η ιστορία μιας νύχτας
Επιλογή – διασκευή – επιμέλεια κειμένων :
Δημήτρης Μαριόλης
Μουσική : Αdagio, Ελένη Καραϊνδρου
Δυο αγόρια και ένα
κορίτσι εμφανίζονται στη σκηνή. Πίσω τους 5-6 παιδιά σε ημικύκλιο
αυτοσχεδιάζουν (κοιτάζουν τον ήλιο, κάθονται οκλαδόν, κοιμούνται, ξυπνάνε
ανάλογα με τον διάλογο που ακολουθεί)
- Ήταν
ένα ξημέρωμα απ’ αυτά όπου ο Απρίλης διαλαλεί τη διάθεσή του για τρέλα.
- Το
πρωί βγήκε ένας ήλιος σαν μαστίγιο με εφτά ουρές αντί για ακτίνες.
- Μετά
ακολούθησε ένα απόγευμα με γκρι σύννεφα.
- Ύστερα,
η νύχτα άπλωσε τα πέπλα της και πυκνό σκοτάδι σκέπασε το παλάτι.
- Η
πριγκίπισσα δεν ανησύχησε :
- «Μια
νύχτα είναι, θα κοιμηθώ και θα περάσει»
- Κι
αποκοιμήθηκε…
- Αλλά,
όταν ξύπνησε το πρωί με το καλό…
- Δεν
είχε ξημερώσει
- Δεν
ξημέρωνε
- Σκέφτηκε,
- «ας
κάνω λίγη υπομονή, θα ξημερώσει αύριο που θα πάει»
- Αμ
δε !
- Οι
μέρες περνούσαν και δεν ξημέρωνε
- Με
τίποτα
- Επ’
ουδενί
- Με
κανένα τρόπο
- Κι
απ’ την πολλή τη νύχτα, όλοι στο παλάτι άρχισαν να νυστάζουν
- Όλο
και πιο πολύ
- Όλο
και πιο πολύ (χασμουριούνται)
- Όλο
και πιο πολύ…
- Ώσπου
αποκοιμήθηκαν οριστικά
- Κι
η καημένη η πριγκίπισσα, όπως δεν είχε συντροφιά άρχισε κι αυτή να νυστάζει
- «Ααααα,
μμμμ, (χασμουριέται και
τεντώνεται) βαρέθηκα.
Βαρέθηκα ν’ ακούω ιστορίες με νυσταγμένες πριγκίπισσες και κοιμισμένα παλάτια.
Βαρέθηκα τα παραμύθια, τις νύχτες, τις σκιές και τους υπαινιγμούς. Θέλω μια
αληθινή ιστορία στο φως της μέρας. Αυτό θέλω. Μια απλή αληθινή ιστορία στο φως
της μέρας».
Στο σημείο αυτό
συμβαίνουν ταυτόχρονα τα παρακάτω :
1. Προβάλλεται σύντομο
βίντεο με τα γεγονότα της δεκαετίας του ’60 (1-1-4, πορείες ειρήνης, δολοφονία
Λαμπράκη, Ιουλιανά, πραξικόπημα)
2. Ακούγεται το
τραγούδι «Ποιος τη ζωή μου»
3. Στη σκηνή
εμφανίζονται παιδιά με μαύρα ρούχα (δεσμοφύλακες) που τοποθετούν δυο κελιά
(φτιαγμένα από χάρτινες κούτες) δεξιά και αριστερά στη σκηνή. Οι δεσμοφύλακες
κλείνουν το στόμα και δένουν τα χέρια (με χαρτοταινίες) άλλων παιδιών που
υποδύονται τους κρατούμενους.
(Στο βάθος της σκηνής
κινούνται οι δεσμοφύλακες, από τα κελιά βγαίνουν τρεις κρατούμενες - οι)
- Χτύπησε
το κουδούνι. Δεν περιμέναμε κανέναν. Ήταν έξι το πρωί. Ανοίξαμε. Ήταν άνθρωποι
της χούντας. Μπήκαν κατευθείαν στο θέμα. Μου ζητούσαν το υλικό που ήταν
σίγουροι πως υπάρχει στο σπίτι. Προκηρύξεις, ανακοινώσεις, λίστες με ονόματα…
Σαν καλό παιδί που είμαι, είπε ο επικεφαλής, να τους τα δώσω όλα, γιατί θα τα
βρει μόνος του και το σπίτι θα γίνει γυαλιά καρφιά. Θα διατάξω θύελλα μου είπε.
Μια ώρα περίπου έψαχναν ένα διαμέρισμα δυο δωματίων.
(Στο βάθος της σκηνής
οι δεσμοφύλακες αυτοσχεδιάζουν : ψάχνουν παντού, ξεφυλλίζουν βιβλία, τα
σκίζουν, τα πετάνε στο πάτωμα μαζί με άλλα πράγματα κλπ. Ένας κρατούμενος με
πλάτη στο κοινό και το κεφάλι σκυμμένο βλέπει τους δεσμοφύλακες να τον
τριγυρίζουν απειλητικά δείχνοντάς του βιβλία, χαρτιά κλπ πριν τα πετάξουν στο
πάτωμα)
- Πραγματικά
έγινε θύελλα. Τα έπιπλα μετακινήθηκαν, τα ρούχα μας έγιναν ένας σωρός. Βιβλία
ανακατεμένα στη μέση του δωματίου. Χτυπάγανε τους τοίχους, σκίσανε ένα
μαξιλάρι, ψάξανε τα ντουλάπια. Ρωτούσαν γεμάτοι υποψία : Γιατί έχετε τόσα
βιβλία ; Τι χρησιμεύει αυτό το μολύβι ; Γιατί δεν έχετε φωτιστικό στη μέση του
δωματίου ; Αντιδρούσαν στις απαντήσεις με συγκατάβαση. Λέγανε ένα «καλά –
καλά», αλλά η σημασία του ήταν πως «αν νομίζεις πως τα τρώμε εμείς αυτά είσαι
πολύ γελασμένος»
- Ένας
απ’ αυτούς ανακάλυψε ένα βιβλίο για την αντίσταση. Το ξεφύλλισε και σταμάτησε
σε μια φωτογραφία με έναν αντάρτη. Με ρώτησε τι γράφει το βιβλίο. Του διάβασα
τον τίτλο. Δεν ικανοποιήθηκε και με ρώτησε για δεύτερη φορά. «Τι γράφει το
βιβλίο» Του εξήγησα πως όταν είχαν έρθει οι Γερμανοί στην Ελλάδα σηκωθήκανε
στην αρχή λίγοι Έλληνες, έπειτα περισσότεροι και πολέμαγαν τους Γερμανούς. Αυτό
το ονομάζουν αντίσταση και είναι ένα πράγμα πάρα πολύ καλό. Κοφτά μας διέταξε
να τον ακολουθήσουμε. Ρώτησα αν έχει ένταλμα συλλήψεως και μου είπε πως είμαι
πολύ φλύαρος. (οι
δεσμοφύλακες γελάνε)
Είπε στους
φίλους μου να έρθουν μαζί. Ήταν και αυτοί κρατούμενοι.
(Ακούγεται στο βάθος
μια φυσαρμόνικα να παίζει την εισαγωγή της «Μυρτιάς». Οι δεσμοφύλακες
επιβάλλουν γρήγορα τη σιωπή με φωνές «πάψτε», «ησυχία», «σιωπή», «σώπα»…
Μουσική : The
day, Raining Pleausure
Οι δεσμοφύλακες
παίρνουν τον κρατούμενο και αποχωρούν …κάποιοι κρατούμενοι βγαίνουν από τα
κελιά και βαδίζουν σαν να βρίσκονται στο προαύλιο φυλακής, η πλοκή εξελίσσεται
ταυτόχρονα σε δυο επίπεδα. Μπροστά στη σκηνή, οι κρατούμενοι βαδίζουν αργά και
μηχανικά και στο βάθος γίνεται η ανάκριση)
(μπροστά στη σκηνή)
Να μην
προδώσω…Να μην προδώσω…Να μην προδώσω (ακούγονται όλοι-ες να μονολογούν)
- Να
μην προδώσω. Όχι δεν θα προδώσω…Όταν σε πιάνουν και σε υποβάλλουν σε ανάκριση,
ξέρεις ότι υπάρχει βασανισμός. Και ξέρεις και μυστικά απ’ τα οποία εξαρτάται η
ζωή των άλλων, η ελευθερία των άλλων. Αυτό το στοιχείο όμως σε βαραίνει πάρα
πολύ.
- Να
μην προδώσω αυτά τα μυστικά, να μην γίνω υπεύθυνος για να έρθουν στη φυλακή κι
άλλοι συναγωνιστές μου. Να μην προδώσω, αυτό σκέφτομαι συνέχεια. Να μην
προδώσω. Να μην προδώσω. Αλλά πως ;
- Σκέψου
κάτι άλλο. Φυλάκισε το μυαλό σου σε ένα παιχνίδι με λέξεις χωρίς νόημα. Σαν
αυτά που παίζαμε στο σχολείο.
(αρχίζει το
παιχνίδι…κάθε κρατούμενος λέει από μια λέξη με τη σειρά του ενώ ταυτόχρονα η
κίνηση των κρατούμενων περιορίζεται στα δυο άκρα της σκηνής)
Θέση,
ανάθεση, κατάθεση, διάθεση, παράθεση, αντίθεση, υπόθεση, έκθεση, πρόθεση,
σύνθεση, πρόθεση
(στο βάθος της σκηνής,
οι δεσμοφύλακες βάζουν ένα κρατούμενο να καθίσει με πλάτη στο κοινό, ανάλογα με
το διάλογο που ακολουθεί τον υποχρεώνουν να σηκωθεί, να καθίσει, τον σπρώχνουν
ή ακόμη του φέρονται «ευγενικά»)
- …τάση,
ανάταση, παράταση, διάταση, στάση, ανάσταση, περίσταση
(Στο βάθος της σκηνής)
- Λέγε
: ποιοι ήταν οι άλλοι, πόσοι ήσασταν στην ομάδα σου, ποιες ήταν οι επαφές σου,
τι κάνατε ;
- Τα
ξέρουμε όλα, όλα. Οι άλλοι μας τα είπαν όλα, είπαν πως εσύ είσαι ο αρχηγός, θα
τα φορτώσουν όλα σε σένα.
- Φύγετε,
αφήστε τον σε μένα. Είναι καλό παιδί. Θα δείτε, θα τα πει όλα. Λέγε. Πέστα όλα
να ξαλαφρώσεις. Πες μου μόνο δυο ονόματα. Δε λυπάσαι τα νιάτα σου. Δε λυπάσαι
τον καιρό που φεύγει ;
- Τ’
όνομα του. Πες μας το όνομά του !
(Μπροστά στη σκηνή)
- Καρύδι,
καρυδότσουφλο, τσόφλι, τσόφλι ; φλούδα
- Μπανανόφλουδα
- Μπανανόφλουδα…(σκέφτεται) παγίδα
- Μμμ…πονηριά
- Απάτη
- Κίνδυνος
- Φόβος
- Φόβος
; μμμ γενναίος
- Εσύ
- Εγώ,
τι εγώ ;
- Είσαι
αλήθεια, είσαι πολύ γενναία…
Μουσική : Batucada, Μίκης
Θεοδωράκης
(Στο βάθος της σκηνής)
- Άκουσε
παιδί μου. Δεν σε πιάσαμε αμέσως…για να δεις την καλοσύνη μας. Το τι έχεις
κάνει είναι γνωστό στις αρχές. Δεν έχεις κάνει και λίγα πράγματα. Τα ξέρουμε
όλα. Λοιπόν σαν καλό παιδί πες τα. Άντε θα περάσεις καλά. Σκέψου ένα πράγμα
μόνο. Η Ασφάλεια για τους κακούς είναι Κόλαση και για τους καλούς Παράδεισος.
- Πρόσεξε,
δεν εξετάζουμε την ενοχή σου. Αυτή είναι δεδομένη. Την ειλικρίνειά σου
επιζητούμε. Εγώ παρ’ όλο που δεν εξηγήθηκες καλά στο σπίτι είναι έτοιμος να τα
συγχωρήσω όλα. Θέλω να μου πεις τα ονόματα των ανθρώπων που είχατε επαφή.
Κατάλαβες ; Αυτούς που έβλεπες. Λοιπόν ; Τίποτα…Θα το μετανιώσεις. Ακούς ; Θα
το μετανιώσεις !
(Μπροστά στη σκηνή)
- Με
ανεβάζουνε στις σκάλες. Πάνω στην ταράτσα. Μετά στο μικρό δωμάτιο. Όλα χωρίς
καμιά βιασύνη. Ανάψανε το φως του πλυσταριού. Αισθάνθηκα το κύριο πρόσωπο της
παρέας. Παρατηρούσα.
- Έπιασαν
δουλειά. Έψαχναν το σχοινί. Δεν το βρίσκανε. Τα βάζανε με κάποιον Μάλλιο και
κάποιον Μπάμπαλη που είναι τσαπατσούληδες. Κάνουνε τη δουλειά τους και τα
παρατάνε όλα όπου βρουν. Κάποιος μου είπε να μην κοιτάζω σαν βλάκας και να ψάξω
και γω. Ένας άλλος τους είπε να κάτσω εκεί που καθόμουνα, δεν τους χρειαζόταν η
βοήθειά μου.
- Τελικά
βρέθηκε το σχοινί. Δεν ξέρω γιατί αλλά είχα μια ελπίδα μήπως δεν βρεθεί το
σχοινί. Τώρα που βρέθηκε άρχισα να σκέφτομαι μήπως πω ένα τόσο δα όνομα και
γλιτώσω. Κάποιος πρότεινε «να μη χτυπήσουμε το παιδί που φαίνεται καλό, να το
αφήσουμε λιγάκι να σκεφτεί, να πιει ένα καφεδάκι με την ησυχία του και το πρωί
μας τα λέει». Αισθάνθηκα μια ανακούφιση. Αλλά ο άλλος, αποφασισμένα λέει :
«δέστε τον».
- Όταν
ήμουν μικρή, ανέβαινα στην ταράτσα του σπιτιού μας και έπαιζα. Ήταν το βασίλειό
μου. Η μάνα μου με μάλωνε : «Κατέβα γρήγορα ! Αν πέσεις και χτυπήσεις θα τις
φας …». Ευλογημένα χέρια της μάνας μου. Τα χέρια της σήμερα τρέμουν φορτωμένα
πακέτα για το παιδί της. Τη σπρώχνουν, τη διώχνουν, γυρίζει στο σπίτι με τα
χέρια φορτωμένα. Πώς να σου περιγράψω αυτή την ταράτσα με το πλυσταριό. Δεν
μοιάζει καθόλου με την ταράτσα των παιδικών μου χρόνων.
Μουσική : Το λιβάδι
που δακρύζει, Ελένη Καραϊνδρου
(Ακούγεται ξανά η
φυσαρμόνικα να παίζει την εισαγωγή της «Μυρτιάς». Οι δεσμοφύλακες
επιβάλλουν γρήγορα τη σιωπή με φωνές «πάψτε», «ησυχία», «σιωπή», «σώπα»…
Οι δεσμοφύλακες
παίρνουν τον κρατούμενο και αποχωρούν – οι κρατούμενοι μπαίνουν στα κελιά τους.
Στο κέντρο της σκηνής ένα θρανίο και δυο καρέκλες. Εκεί γράφουν τα γράμματά
τους δυο κρατούμενοι)
- Έκανα
τεσσεράμισι χρόνια να δω συγγενή μου. Μόνο τα γράμματα είχα. Την αλληλογραφία.
Αλληλογραφία όμως τι σήμαινε ; Ένα γράμμα τη βδομάδα, το μήνα.
- Ένα
γράμμα το μήνα 20 γραμμές. Τι να του πεις ; Είναι αυτό που λέει το τραγούδι
«είμαι καλά». Τι άλλο να του πεις ; Δεν μπορείς να πεις τίποτα άλλο. Δεν έχεις
χώρο…
(Τραγουδούν οι
κρατούμενοι -ες : «Είμαι καλά, είμαι καλά πολύ καλά, για σας το ίδιο επιθυμώ…»
Οι δεσμοφύλακες
εμφανίζονται και επιβάλλουν τη σιωπή με φωνές «πάψτε», «ησυχία», «σιωπή»,
«σώπα» και αποχωρούν…)
- Απ’
το παράθυρό μου φαίνεται μόνο ένα κομμάτι ουρανός. Πόσο μου ‘χει λείψει η
πρωινή σου γκρίνια. Γιατί δεν έρχεσαι να με δεις ; Έστω για μια φορά. Σε
παρακαλώ. Μια φορά. Για λίγο.
(Οι κρατούμενοι
μπαίνουν στα κελιά. Δυο παιδιά συζητούν στη σκηνή)
- Κάθε
φορά που πηγαίνω στη φυλακή και βλέπω τον αδελφό μου, στέκεται μπροστά ένας
φύλακας – στρατιώτης και δεν μπορούμε να πούμε τίποτα. Προχθές τον ρώτησα αν
παίρνει τα χάπια του κι ο στρατιώτης ποιος ξέρει τι νόμιζε ότι λέγαμε, θύμωσε
και με πέταξε έξω.
- Πρέπει
να έρθω και γω μαζί.
- Μα
δεν είσαι συγγενής. Δεν θα σε αφήσουν.
- Θα
με παρουσιάσεις σαν συγγενή.
- Και
πως θα συνεννοηθείς μπροστά στο στρατιώτη ;
- Θα
πω στον αδελφό σου να παίξουμε τα ανάποδα !
- Ποια
ανάποδα ;
- Είχαμε
βρει ένα κόλπο με τον αδελφό σου παλιά, για να ξεγελάμε τη λογοκρισία όταν
γράφαμε γράμματα.
- Τι
είναι αυτή η λογοκρισία ; Τι θα πει λογοκρισία ;
- Θα
πει πως οι άνθρωποι της χούντας ανοίγουν τα γράμματα και τα διαβάζουν. Πώς να
γράψεις λοιπόν ελεύθερα ; Θα βρεις το μπελά σου.
- Και
τι κάνατε ;
- Παίζαμε
τα ανάποδα. Δηλαδή, γράφεις για παράδειγμα : «Ο Πέτρος είναι κοντά μου και
παίζω μαζί του» Και εννοείς το αντίθετο : «Ο Πέτρος έφυγε και δεν παίζω μαζί
του». Κατάλαβες ;
- Έτσι
θα γίνει. Πάμε μαζί να δούμε τι θα καταφέρουμε.
(Περπατούν μαζί,
φτάνουν μπροστά σε ένα κελί. Δίνουν ένα χαρτί στο δεσμοφύλακα που στέκεται απ’
έξω. Αυτός το κοιτάζει και τις οδηγεί στο θρανίο όπου μετατρέπεται σε χώρο
επισκεπτηρίου. Επιστρέφει στο κελί και φέρνει τον κρατούμενο. Οι επισκέπτες του
χαρίζουν ένα λουλούδι. Ακουμπούν τις παλάμες τους σαν να τους χωρίζει ένα
διαχωριστικό πλέγμα)
- (εμπιστευτικά) Θα μιλάμε ανάποδα όπως τότε με τη λογοκρισία.
Θυμήσου !
- Αδελφέ
μου, είσαι καλά ; Αδελφέ μου καλέ, ΑΝΑΠΟΔΕ αδελφέ μου, είσαι καλά ; Πες μου…
- Ναι,
ναι, πολύ καλά. Κοιμήθηκα τέσσερις μέρες συνέχεια. Έμεινα ξαπλωμένος τέσσερα
εικοσιτετράωρα. Ξαπλωμένος, ντυμένος. Φοράω όλα τα ρούχα μου. Δεν βγάζω τη
φανέλα μου.
- Και
τρως καλά ;
- Πολύ.
Τρώω συνέχεια και πίνω πολύ νερό. Τέσσερις μέρες και τέσσερις νύχτες, έπινα
συνέχεια ξαπλωμένος.
- Πως
τα περνάς ;
- Όλοι
είναι πολύ ευγενικοί μαζί μου. Κανείς δε με χτυπάει, κανένας δε με βρίζει, δε
με ρωτάει. Τέσσερα εικοσιτετράωρα έμεινα ξαπλωμένος, ντυμένος εντελώς, έπινα,
έτρωγα, κοιμόμουν και ήμουν εντελώς μόνος.
- Άντε,
τελειώνετε. Αρκετά είπατε !
- Θέλεις
τίποτα από μένα ;
- Ναι.
Θέλω να πεις σε όλους πόσο καλά περνάω εδώ. Μερικοί λένε ψέματα πως δεν μας
αφήνουν να κλείσουμε μάτι. Ψέματα ! Ούτε μας χτυπάνε, ούτε μας στερούν το νερό
και το φαγητό. Και πάντα ξαπλωμένος στέκομαι ! Δε νυστάζω καθόλου και γρήγορα
θα βγω.
- Ε,
τώρα τα ‘πατε. Φτάνει.
(Οι επισκέπτες
αποχωρούν. Ο δεσμοφύλακας επιστρέφει τον κρατούμενο στο κελί. Ακούγεται πάλι
στο βάθος η φυσαρμόνικα να παίζει την εισαγωγή της «Μυρτιάς». Οι
δεσμοφύλακες επιβάλλουν τη σιωπή με φωνές «πάψτε», «ησυχία», «σιωπή»,
«σώπα» και αποχωρούν…
Οι κρατούμενοι
μπαίνουν όλοι και βαδίζουν νευρικά, ένας - ένας παίρνει το λόγο)
- Σώπα, μη
μιλάς, είναι ντροπή, κόψ' τη φωνή σου
σώπασε επιτέλους - κι αν ο λόγος είναι αργυρός η σιωπή είναι χρυσός.
Τα πρώτα λόγια που άκουσα από παιδί, έκλαιγα, γέλαγα, έπαιζα μου λέγανε:
σώπασε επιτέλους - κι αν ο λόγος είναι αργυρός η σιωπή είναι χρυσός.
Τα πρώτα λόγια που άκουσα από παιδί, έκλαιγα, γέλαγα, έπαιζα μου λέγανε:
(όλοι μαζί, βάζοντας
το δάχτυλο μπροστά στο στόμα): "Σσσσσς,
σώπα"
- Στο
σχολείο μού κρύψανε την αλήθεια τη μισή, μου λέγανε :"εσένα τι σε νοιάζει
; "
(όλοι μαζί): "Σσσσσς, σώπα"
- Με φίλησε το πρώτο κορίτσι που ερωτεύτηκα και μου λέγανε:
"κοίτα
μην πείς τίποτα!"
(όλοι μαζί): "Σσσσσς, σώπα"
- Κόψε τη
φωνή σου και μη μιλάς, σώπαινε. Και αυτό βάσταξε μέχρι τα εικοσί μου
χρόνια.
- Ο λόγος του μεγάλου - η σιωπή του μικρού. Έβλεπα αίματα στο πεζοδρόμιο,
"Τι σε νοιάζει εσένα;", μου λέγανε, "θα βρεις το μπελά σου".
- Ο λόγος του μεγάλου - η σιωπή του μικρού. Έβλεπα αίματα στο πεζοδρόμιο,
"Τι σε νοιάζει εσένα;", μου λέγανε, "θα βρεις το μπελά σου".
(όλοι μαζί): "Σσσσσς, σώπα"
- Αργότερα φωνάζανε οι προϊστάμενοι :
"Μη χώνεις τη μύτη σου παντού, κάνε πως δεν καταλαβαίνεις"
(όλοι μαζί): "Σσσσσς, σώπα"
- Σε χρόνια
δίσεκτα οι γονείς, οι γείτονες με συμβουλεύανε :
"Μην ανακατεύεσαι, κάνε πως δεν είδες τίποτα"
Μπορεί να μην είχαμε με τους γείτονες γνωριμίες ζηλευτές, μας ένωνε όμως, το Σώπα.
- Σώπα ο ένας, σώπα ο άλλος σώπα οι επάνω, σώπα οι κάτω,
σώπα όλη η πολυκατοικία και όλο το τετράγωνο.
"Μην ανακατεύεσαι, κάνε πως δεν είδες τίποτα"
Μπορεί να μην είχαμε με τους γείτονες γνωριμίες ζηλευτές, μας ένωνε όμως, το Σώπα.
- Σώπα ο ένας, σώπα ο άλλος σώπα οι επάνω, σώπα οι κάτω,
σώπα όλη η πολυκατοικία και όλο το τετράγωνο.
- Σώπα οι
δρόμοι οι κάθετοι και οι δρόμοι οι παράλληλοι.
Κατάπιαμε τη γλώσσά μας. Στόμα έχουμε και μιλιά δεν έχουμε.
Κατάπιαμε τη γλώσσά μας. Στόμα έχουμε και μιλιά δεν έχουμε.
- Φτιάξαμε
το σύλλογο του "Σώπα".
Μία πολιτεία ολόκληρη, μια δύναμη μεγάλη, αλλά μουγκή!
- Μάθε το στη γυναίκα σου, στο παιδί σου, στην πεθερά σου
κι όταν νιώσεις ανάγκη να μιλήσεις ξερίζωσε τη γλώσσα σου
και κάν' την να σωπάσει.
Μία πολιτεία ολόκληρη, μια δύναμη μεγάλη, αλλά μουγκή!
- Μάθε το στη γυναίκα σου, στο παιδί σου, στην πεθερά σου
κι όταν νιώσεις ανάγκη να μιλήσεις ξερίζωσε τη γλώσσα σου
και κάν' την να σωπάσει.
Το μόνο
άχρηστο όργανο από τη στιγμή που δεν το μεταχειρίζεσαι σωστά.
- Δεν θα έχεις έτσι εφιάλτες, τύψεις κι αμφιβολίες.
Δε θα ντρέπεσαι τα παιδιά σου και θα γλιτώσεις από το βραχνά να μιλάς ,
χωρίς να μιλάς να λες "έχετε δίκιο, είμαι σαν κι εσάς"
- Δεν θα έχεις έτσι εφιάλτες, τύψεις κι αμφιβολίες.
Δε θα ντρέπεσαι τα παιδιά σου και θα γλιτώσεις από το βραχνά να μιλάς ,
χωρίς να μιλάς να λες "έχετε δίκιο, είμαι σαν κι εσάς"
- Αχ! Πόσο
θα 'θελα να μιλήσω
και δεν θα μιλάς, θα γίνεις φαφλατάς, θα σαλιαρίζεις αντί να μιλάς .
και δεν θα μιλάς, θα γίνεις φαφλατάς, θα σαλιαρίζεις αντί να μιλάς .
- Κόψε
τη γλώσσα σου, κόψε την αμέσως. Δεν έχεις περιθώρια. Γίνε
μουγκός.
Αφού δε θα μιλήσεις, καλύτερα να το τολμήσεις. Κόψε τη γλώσσα σου
Αφού δε θα μιλήσεις, καλύτερα να το τολμήσεις. Κόψε τη γλώσσα σου
για να
είσαι τουλάχιστον σωστός στα σχέδια και στα όνειρά μου.
- Ανάμεσα
σε λυγμούς και σε παροξυσμούς κρατώ τη γλώσσα μου,
γιατί νομίζω πως θα ‘ρθει η στιγμή που δεν θα αντέξω
και θα ξεσπάσω και δεν θα φοβηθώ και θα ελπίζω
και κάθε στιγμή το λαρύγγι μου θα γεμίζω με ένα φθόγγο ,
με έναν ψίθυρο, με ένα τραύλισμα, με μια κραυγή που θα μου λέει:
γιατί νομίζω πως θα ‘ρθει η στιγμή που δεν θα αντέξω
και θα ξεσπάσω και δεν θα φοβηθώ και θα ελπίζω
και κάθε στιγμή το λαρύγγι μου θα γεμίζω με ένα φθόγγο ,
με έναν ψίθυρο, με ένα τραύλισμα, με μια κραυγή που θα μου λέει:
(όλοι μαζί δυνατά ) ΜΙΛΑ !
(Κάνουν να φύγουν μα
τους σταματάει η μουσική της φυσαρμόνικας. Ακούγεται ένα παιδί να τραγουδά τον
πρώτο στίχο. Μετά δυο μαζί το δεύτερο κλπ. Από το παράθυρο του κελιού βγαίνει
το λουλούδι. Σε λίγο όλα μαζί τα παιδιά τραγουδούν και χτυπούν παλαμάκια. Οι
δεσμοφύλακες βγαίνουν στη σκηνή και προσπαθούν μάταια να επιβάλλουν ησυχία. Οι
κρατούμενοι τους απομονώνουν…Το τραγούδι κυριαρχεί…)
Είχα μια θάλασσα στο νου
κι ένα περβόλι, περιβόλι τ’ ουρανού ] 2x
Την ώρα π’ άνοιγα πανιά
για την απάνω γειτονιά
Για την απάνω γειτονιά
την ώρα π’ άνοιγα πανιά
Στα παραθύρια τα πλατιά | 2x
χαμογελούσε μια μυρτιά | 2x
Κουράστηκα να περπατώ, ω, ω, ω | 2x
και τη ρωτώ και τη ρωτώ | 2x
Πες μου μυρτιά να σε χαρώ
πού θα ’βρω χώμα, θα ’βρω χώμα και νερό ] 2x
να ξαναχτίσω μια φωλιά
για της αγάπης τα πουλιά
Στα παραθύρια τα πλατιά | 2x
είδα και δάκρυσε η μυρτιά | 2x
Την ώρα π’ άνοιγα πανιά | 2x
για την απάνω γειτονιά | 2x
Στα παραθύρια τα πλατιά | 2x
χαμογελούσε μια μυρτιά |2x
(Ακούγεται το τραγούδι
του Θεοδωράκη «Ποιος δε μιλά για τη Λαμπρή». Οι κρατούμενοι είναι πια οι
εξεγερμένοι του Πολυτεχνείου. Ανεμίζουν πολύχρωμες σημαίες και τρέχουν πάνω στη
σκηνή. Γκρεμίζουν τα κελιά και διώχνουν τους δεσμοφύλακες. Ταυτόχρονα,
προβάλλεται βίντεο με τα γεγονότα του Πολυτεχνείου. Μετά από λίγα λεπτά,
ακούγονται πυροβολισμοί και ο ήχος από ερπύστριες. Όλοι σταματούν. Παγωμένη
εικόνα…ένα – ένα τα παιδιά παίρνουν το λόγο και μετά κάθονται)
- Ήταν
Νοέμβριος και χαιρόμασταν πάρα πολύ που βγήκαν στη μέση αυτά τα γεγονότα
κι είχε σταματήσει το σχολείο κι είχε γίνει η ζωή μας σαν γιορτή. Ήταν σαν
Πάσχα. Ο κόσμος πηγαινοερχόταν, ανήσυχος και χαρούμενος. Από μακριά ακουγόταν
που και που καμιά τουφεκιά. Όλη μέρα είχε μια συννεφιά και μια κουφόβραση. Σαν
πήρε να νυχτώνει περάσανε κάτι φίλοι μου και με πήρανε για να κατέβουμε κι
εμείς κάτω…εκεί που ήταν κλεισμένα τ’ άλλα παιδιά και είχε μαζευτεί πολύς
κόσμος…
- Μέσα
μου φτερούγιζε ένας φόβος και μια χαρά, δεν ξέρω γιατί…αλλά ήταν σαν παραμονή
μιας μεγάλης γιορτής. Εγώ μόλις τελείωνε το καλοκαίρι και μέχρι να έρθει πάλι η
άνοιξη, νόμιζα πως όλος αυτός ο καιρός ήταν ένα μεγάλο πρωινό κάποιας Δευτέρας,
ένα πρωινό που κράταγε πάνω από εφτά μήνες και που μύριζε υγρασία και βενζίνη.
Κείνο το
βράδυ νόμιζα πως οι Δευτέρες του κόσμου θα τέλειωναν πια και πως όλος ο καιρός
μας θα γινόταν… ένα Σαββατοκύριακο.
- Πήραμε
το τρένο και κατεβήκαμε στο κέντρο της πόλης. Μόλις βγήκαμε, είδαμε τον κόσμο
πανικοβλημένο και χαρούμενο να τρέχει πάνω κάτω με κλαμένα μάτια. Παντού μέσα
στους δρόμους ήταν αναμμένες μεγάλες φωτιές. Τις άναβαν για να εξουδετερώσουν
τα δακρυγόνα που πετούσε η αστυνομία.
- Μπήκαμε
στο δρόμο που περνούσε μπροστά από το κτίριο που ήταν κλεισμένα τα παιδιά.
Κόσμος πολύς, πατείς με πατώ σε, δακρυγόνα, πυροβολισμοί, πανικός και μια
περίεργη χαρά. Βλέπαμε ανθρώπους που φεύγανε έντρομοι λέγοντάς μας, «φύγετε,
φύγετε, πυροβολούν από τις ταράτσες στο ψαχνό, φύγετε». Μα εμείς προχωρούσαμε
γιατί, λέγαμε, μα τι μπορούν να μας κάνουν, εικοστός αιώνας είναι πλέον…θα μας
σκοτώσουν ; Αυτό θα σημαίνει και το δικό τους τέλος…και προχωρούσαμε
σπρώχνοντας προς την πύλη. Όλος ο δρόμος ήταν γεμάτος από τρόλεϊ και λεωφορεία
με σκασμένα λάστιχα και συνθήματα στα πλευρά.
- Κείνο
το βράδυ νόμιζα πως οι Δευτέρες του κόσμου θα τέλειωναν πια και πως όλος ο
καιρός μας θα γινόταν… ένα Σαββατοκύριακο.
- Κάποτε
φτάσαμε μπροστά στην πύλη, εκεί ο ενθουσιασμός ήτανε πολύ μεγάλος, τραγούδια
που λέγανε για χαρά, ελευθερία, πρόοδο και ισότητα. Ενθουσιαστήκαμε και μεις,
φωνάζαμε, κλαίγαμε, χειροκροτούσαμε, ήταν σαν τη νύχτα της Ανάστασης που
ζούσαμε σαν ήμασταν μικρά παιδιά, το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου. Έτσι, πέρασε η
ώρα χωρίς να το καταλάβουμε κι έγινε δυο η ώρα μετά τα μεσάνυχτα.
- Μια
κοπέλα δίπλα μου έβαλε τα κλάματα, φώναζε ότι δεν μπορεί να βλέπει αίματα. Ένα
αγόρι την παραμέρισε κι αυτή συνέχιζε ότι πως βρέθηκε εδώ μέσα δεν το κατάλαβε.
Κατέβηκε λέει το απόγευμα να δει τι γίνεται. Βούιξε η Αθήνα και κατέβηκε.
Βλέπει τη συμμαθήτριά της την Πούλια μέσα και μπήκε στον αυλόγυρο. Μέχρι να
πουν τα νέα τους, αρχίζουν οι αστυνομικοί τα δακρυγόνα, που να φύγει. Περίμενε
να ησυχάσουν τα πράγματα, αντί γι’ αυτό χειροτέρευαν. Και να σου την τώρα εδώ
μέσα άγρια μεσάνυχτα. Θα πεθάνουν οι γονείς της από την αγωνία τους. Ένα βιβλίο
τους είπε πως κατεβαίνει ν’ αγοράσει. Αλλά πουν ‘ν’ την τώρα ;
- Πήγαινε
να σκάσει σοβαρή και φοβισμένη. Όσο την έβλεπα τόσο τη συμπονούσα. Έδειχνε
αποσβολωμένη με όλα αυτά που γίνονταν μπροστά στα μάτια της. Την αγκάλιασα και
της λέω μη φοβάσαι, εδώ μέσα είσαι ασφαλής. Έρχεται και τ’ αγόρι από κοντά. Την
παρηγορεί, ότι περιφρουρούμε γερά τα κάγκελα, είμαστε μια μεραρχία ψυχωμένοι
που δεν θα τους αφήσουμε να περάσουν.
- Όμως
η μαθήτρια δεν έλεγε να ηρεμήσει. Ανησυχούσε για τους γονείς της. Πώς να
προβλέψει ότι θα την αποκλείαν εδώ μέσα ; Για όλα όμως φταίει η Πούλια που
παρασέρνει όλα τα κορίτσια στο σχολείο, τους λέει όλο για ήρωες και κατορθώματα
και για την αντίσταση κατά των Γερμανών και πολλά άλλα. Θέλει αρετήν και τόλμην
η ελευθερία τους λέει και τα ζαλίζει και τα ξετρελαίνει τα κορίτσια γι’ αυτό
πέρσι λίγο έλειψε να την αποβάλλουν. Κι αν δεν ήταν η φιλόλογος να μπει στη
μέση, «μη μου πειράξετε την καλύτερή μου μαθήτρια», δεν θα υποχωρούσε ο
γυμνασιάρχης.
- Εκείνη
τη στιγμή, έπεσε κι άλλος χτυπημένος στο δρόμο. Τον βλέπει η μικρή και κόβει τη
λογοδιάρροια. Έσφιγγε τα κάγκελα με απόγνωση…
- Κείνο
το βράδυ νόμιζα πως οι Δευτέρες του κόσμου θα τέλειωναν πια και πως όλος ο
καιρός μας θα γινόταν… ένα Σαββατοκύριακο.
- Ξαφνικά
νιώσαμε από μακριά ένα θόρυβο μέσα στη νύχτα σα να κυλάει κατά πάνω μας ένας
σιδερένιος ποταμός. Ο κόσμος άρχισε να τρέχει πανικόβλητος και να χάνεται στα
στενά. Ήμασταν περικυκλωμένοι από την αστυνομία και το στρατό.
- Και
τότε ακούστηκε εκείνος ο θόρυβος, σαν έμμονο βουητό, έκανε όλο το χώρο να
τρίζει. Κάποιες πνιγμένες φωνές έφτασαν στ’ αφτιά μου, να κατέβουμε όλοι στο
προαύλιο, έλεγαν. Εκεί κάτω, ακόμη νύχτα, ο θόρυβος ακουγόταν πιο καθαρά.
Εκείνο είχε αρχίσει να πλησιάζει. Αργά – αργά, το τρίξιμο του δρόμου και του
κτιρίου γινόταν πιο έντονο, το βουητό αυτού που ερχόταν πιο δυνατό, το σφίξιμο
μέσα μου πιο δυνατό. Στη φαντασία μου είχαν αρχίσει ήδη να προβάλλουν σαν
εικόνες, τα γκρίζα μεταλλικά κομμάτια του, η καμπίνα στο πιο ψηλό σημείο του, ο
μακρύς σιδερένιος σωλήνας, οι πολλές ρόδες που γύριζαν αργά αλλά σίγουρα,
κατασπαράζοντας την απόσταση.
- Νόμιζα
ότι μόνο θα μας χτυπήσουν, ή το πολύ – πολύ, θα φώναζαν την πυροσβεστική να μας
καταβρέξει και να μας διαλύσει. Αυτοί όμως είχανε όπλα κι αρχίσανε να ρίχνουν
στο ψαχνό. Σε λίγο φάνηκε και το σιδερένιο θηρίο.
- Γκρίζες
αισθήσεις, μια παγωμάρα. Στο μισοσκόταδο του προαυλίου έβλεπα τις ματιές να
ψάχνουν μεταξύ τους, τα πρόσωπα, τα βλέμματα γεμάτα απορία. Κι ύστερα, ένα
ξαφνικό φως. Λαμπρό, κάτασπρο. Ένα φως από τεράστιους προβολείς, να πέφτει πάνω
στο προαύλιο και τα πρόσωπα. Ακινησία. Μόνο το φως κυκλοφορούσε ματαιώνοντας
κάθε απόπειρα κίνησης. Και μετά, εντελώς ξαφνικά, οι φωνές βουβάθηκαν. Τα
σώματα σαν στήλες άλατος. Τα στόματα ανοιχτά χωρίς ήχο. Εκείνο κινιόταν στην
αρχή σχεδόν αδιόρατα, τρίζοντας τα μεταλλικά του σημεία, προχωρούσε καταπάνω
στην πύλη. Τα παιδιά που ήταν σκαρφαλωμένα πάνω της δεν είχαν φύγει.
Εκείνο κινιόταν κι έμοιαζε ακίνητο, θηρίο που κάλπαζε σε αργή κίνηση και …κρακ.
Έπεσε πάνω στις πύλες και τις γκρέμισε.
- Κάτω
απ’ το λευκό φως άστραψαν κόκκινα σχήματα. Ακίνητα σώματα. Όρθια ή πεσμένα. Στο
προαύλιο δεν υπήρχε ήχος. Κάποιος μ’ έσπρωξε με κάτι μεταλλικό, ήταν κάνη
όπλου. Έπρεπε να βγω μαζί με τους άλλους.
- Από
παντού άκουγες κραυγές, πυροβολισμούς, σφυρίχτρες και πράγματα που σπάγανε.
Είχα σταθεί ακίνητος στη θέση μου, δεν πίστευα στα μάτια μου. Ξαφνικά ένιωσα
μέσα στο στήθος μου κάτι σαν σιδερένια γροθιά. Κοίτα να δεις, είπα. Με χτύπησαν
άσχημα. Έπεσα κάτω…ζαλίστηκα. Συνήλθα όμως κάπως. Φοβήθηκα μήπως πεθάνω κι
άρχισα να λυπάμαι γιατί ήμουν μόνο 17 χρονών….
- Αυτά.
Μετά από όλα αυτά μας είπανε πως όλα πήγαν μια χαρά. Οι κακοί φυλακίσθηκαν κι η
ζωή βρήκε πάλι το ρυθμό της.
- Το
βράδυ αυτό, το κάνανε κάτι σα γιορτή, σαν επέτειο. Και μένα διάλεξαν να με
κάνουν ήρωα. Γιατί ήμουν νέος και γιατί σπούδαζα σε μια τεχνική σχολή. Κάθε
φορά λοιπόν που εσείς γιορτάζετε κι έρχεστε και κρεμάτε στεφάνια, έρχομαι κι εγώ
εδώ και περπατάω ανάμεσά σας για μια βραδιά, άγνωστος ανάμεσα σε άγνωστους. Μα
ύστερα από την τρίτη ή τέταρτη επέτειο, είδα και κατάλαβα καλά πως έχουν σήμερα
τα πράγματα. Κι άρχισα να στενοχωριέμαι και να προβληματίζομαι
Γιατί…τι
είναι η ζωή μας σήμερα ;
Μια Δευτέρα
πρωί είναι ! Μια Δευτέρα πρωί. Οι γιορτές μας άνοστες μέρες, γεμάτες πλήξη,
θλίψη κι ανία, στολισμένες με χίλιες δυο φθηνές, άχρηστες γεύσεις, πλαστικά
τραγούδια και σχέσεις φυτεμένες στο προσωπικό συμφέρον. Βλέπω να μην υπάρχουν
φίλοι. Όλοι φοβούνται μήπως μείνουν απ’ έξω…μήπως μείνουν πίσω. Καθένας τους
έχει την κοίτη του, το αυλάκι του…και το νερό τρέχει προς την θάλασσα της
προσωπικής του ευτυχίας…Δουλειά απ’ το βράδυ ως το πρωί…άχρηστα ψώνια…τις
γιορτές…να λες πως κάτι κάνεις…και πως ζεις !
Μια Δευτέρα
πρωί, που μυρίζει υγρασία και βενζίνη.
Όχι, δεν
είμαι παραπονεμένος. Κείνο το βράδυ νόμιζα πως οι Δευτέρες του κόσμου θα
τέλειωναν πια και πως όλος ο καιρός μας θα γινόταν… ένα Σαββατοκύριακο. Το
όνειρό μου έλαμψε σε κείνη τη γιορτή σαν πυγολαμπίδα στο σκοτεινό ουρανό. Αυτό
το μικρό φως, ένα κομμάτι από το μέλλον όπου όλες οι Δευτέρες του κόσμου θα
‘χουν πια τελειώσει, είναι ότι θυμάμαι από κείνο το βράδυ.
Κι αν
υπάρχουν κομμάτια από αυτό το μέλλον, μέσα στο γκρίζο σήμερα, αυτά είναι
σαν τα χαμόγελα των παιδιών. Στα θρανία των σχολικών τάξεων, υπάρχουν
σταγόνες απ’ το αύριο, στις αλάνες και τα μαξιλάρια των παιδιών σιγοψυθιρίζει
τα μυστικά του το μέλλον.
Όχι, δεν
είμαι παραπονεμένος.
Καληνύχτα
φίλοι μου !
(Ακούγεται το τραγούδι
«Αρνιέμαι». Προβάλλεται βίντεο με αγώνες και διαδηλώσεις για την παιδεία, την
ειρήνη κλπ. στην Ελλάδα και τον κόσμο με το σύνθημα «αυτοί οι αγώνες
συνεχίζονται»)
Πηγές :
«Μίλα»,
Αζίζ Νεσίν
Ένα
τραγούδι δε φτάνει, ταινία της Ελισάβετ Χρονοπούλου
Ανθρωποφύλακες,
Περικλής Κοροβέσης
Η αρχαία
σκουριά, Μάρω Δούκα
Η
τρομοκρατία της μνήμης, Λεία Βιτάλη
Η επέτειος,
Γιώργος Μανιώτης
Τα
γενέθλια, Ζωρζ Σαρή
Ιστορίες
του γέρο Αντόνιο, subcomandante Marcos
Το μελάνι
φωνάζει, η 17η Νοέμβρη στη λογοτεχνία, του Ηλία Γκρη
Ο τίτλος του
θεατρικού είναι παράφραση από το βιβλίο του Τάσου Δαρβέρη «Μια ιστορία της
νύχτας 1967 – 1974».
Η παράσταση αυτή είναι
μια εκδοχή δραματοποίησης μιας σειράς εξαιρετικών κειμένων για τη δικτατορία
και το Πολυτεχνείο. Είναι προφανές ότι οι αυτοσχεδιασμοί, η επιλογή - επιμέλεια
κειμένων και μουσικής, τα θεατρικά ευρήματα, τα βίντεο κλπ. αλλά και οι
μονόλογοι και οι διάλογοι, μπορούν και πρέπει να προσαρμόζονται στη δυναμική
της τάξης και την αισθητική άποψη του εκπαιδευτικού και των παιδιών. Οι
βασικές πηγές που πάνω τους στηρίχτηκε η ιδέα της παράστασης είναι δυο. Η
ταινία της Χρονοπούλου «ένα τραγούδι δε φτάνει» ήταν η μια. Η άλλη – η πιο
σημαντική -, ήταν η δουλειά που κάναμε με μια ομάδα καλών συναδέλφων και
δάσκαλο τον Τάκη Τζαμαριά στο Μαράσλειο Διδασκαλείο πάνω σε κείμενα από το
μυθιστόρημα της Ζωρζ Σαρή «τα γενέθλια». Σε αυτούς τους συναδέλφους και τις
δημιουργικές στιγμές που περάσαμε μαζί θα ήθελα να αφιερώσω αυτή τη μικρή
δουλειά.
2. ΤO ΚΑΦΕΝΕΙO Η ΕΛΛΑΣ
Χρησιμοποιήθηκαν
στίχοι των Σεφέρη, Ελύτη, Κατσίμη, Κουτσοχέρα, Λ. Παππά, Γώγου.
(ΑΓΟΡΙΑ ΚΑΙ ΚΟΡΙΤΣΙΑ ΒΑΔΙΖΟΥΝ
ΣΤΗ ΣΚΗΝΗ ΚΑΙ ΑΠΑΓΓΕΛΛΟΥΝ)
ποίημα
«ΟΙ ΓΑΤΕΣ ΤΟΥ ΑΪ – ΝΙΚΟΛΑ»
Τον καιρό της μεγάλης στέγνιας,
-σαράντα χρόνια αναβροχιά-
ρημάχτηκε όλο το νησί.
Πέθαινε ο κόσμος και γεννιόνταν
φίδια.
Μιλλιούνια φίδια τούτο τ’
ακρωτήρι,
χοντρά σαν το ποδάρι ανθρώπου
και φαρμακερά.
Το μοναστήρι τ’ Άι Νικόλα το
είχαν τότε
Αγιοβασιλείτες καλόγεροι
κι ούτε μπορούσαν να δουλέψουν
τα χωράφια
κι ούτε να βγάλουν τα κοπάδια
στη βοσκή.
Τους έσωσαν όμως οι γάτες που
αναθρέφαν.
Την κάθε αυγή χτυπούσε μια
καμπάνα
και ξεκινούσαν τσούρμο για τη
μάχη.
Ολημερίς χτυπιούνταν, ως την
ώρα
που σήμαιναν το βραδινό ταγίνι.
Απόδειπνα πάλι η καμπάνα
και βγαίναν για τον πόλεμο της
νύχτας.
Ήτανε θαύμα να τις βλέπεις,
λένε,
άλλη κουτσή, κι άλλη στραβή,
την άλλη
χωρίς μύτη, χωρίς αυτί, προβιά
κουρέλι.
Έτσι, με τέσσερις καμπάνες την
ημέρα
πέρασαν μήνες, χρόνια, καιροί
κι άλλοι καιροί.
Άγρια πεισματικές και πάντα
λαβωμένες
ξολόθρεψαν τα φίδια. Μα στο
τέλος
χάθηκαν - δεν άντεξαν τόσο
φαρμάκι.
ΑΦΗΓΗΣΗ
Τον καιρό της μεγάλης στέγνιας, πάνε τριάντα τόσα χρόνια,
οι άνθρωποι πέθαιναν και γεννιόνταν φίδια.
Φίδια που έπιναν από τον κορμό αυτής της χώρας και δηλητηρίαζαν
τους κατοίκους της.
Οι άνθρωποι περνούσαν δύσκολες μέρες
Όπου κοιτάζω να κοιτάζεις — έλεγε το τραγούδι —
όλη η Ελλάδα ατέλειωτη παράγκα
παράγκα του χειμώνα
και συ γελάς
ακόμα.
Ο λαός στα πεζοδρόμια, κουλούρια πουλούσε και λαχεία.
Κοπάδια τρέχαν στα υπουργεία, αιτήσεις για τη Γερμανία,
την Αυστραλία, τον Καναδά.
Πρόσφυγες, μετανάστες, ξενιτιά και φτώχεια.
Διαδηλώσεις για
τη Δημοκρατία, για την Κύπρο, για την Παιδεία.
Ύστερα ήρθαν οι συνταγματάρχες,
κατέβηκαν στην Αθήνα με τα τανκς,
κατέλαβαν τη Βουλή,
κλείσανε στη φυλακή χιλιάδες ανθρώπους
κι άλλους τόσους εξορίσανε στα ξερονήσια.
Καταργήσανε τα συνδικάτα,
κλείσανε τις εφημερίδες που δεν τους άρεσαν,
τα ραδιόφωνα έπαιζαν μόνο εμβατήρια.
Όποιος τολμούσε να μιλήσει τον έτρωγε το μαύρο σκοτάδι.
Ώσπου κάποιο Νοέμβρη τα νέα παιδιά,
οι φοιτητές που μπαίνουν πάντα μπροστά,
αποφάσισαν να αντισταθούν και να βάλουν τέλος στην
τυραννία.
Μαζεύτηκαν στο Πολυτεχνείο, φώναξαν, διαδήλωσαν.
Πήραν μαζί τους το λαό, ένιωσαν για λίγο την αίσθηση της
ελευθερίας.
Κι άρχισαν να παλεύουν με τα φίδια.
Τα σκότωσαν και σκοτώθηκαν.
Πέτυχαν όμως να ξυπνήσουν στο λαό αισθήματα που είχε
ξεχάσει.
Βάφτισαν ξανά στη φωτιά του αγώνα τους λέξεις που είχαν
χάσει τη σημασία τους:
Ελευθερία, Δημοκρατία, Ισότητα, Αδελφοσύνη…
Εκείνη την εποχή λοιπόν υπήρχε ένα καφενεδάκι
κάπου στο κέντρο της Αθήνας,
κοντά στο Πολυτεχνείο.
Πατησίων και Παραμυθιού γωνία…
Είμαστε στα 1967, λίγο πριν γίνει το πραξικόπημα από τη
Χούντα.
τραγούδι
«ΤΟ ΚΑΦΕΝΕΙΟΝ Η
ΕΛΛΑΣ» (Mαρκόπουλος)
ΚΑΦΕΝΕΙΟ —1—
(ΔΥΟ ΘΑΜΩΝΕΣ
ΣΕ ΕΝΑ ΤΡΑΠΕΖΙ ΜΕ ΤΑΒΛΙ. ΣΤΟ ΒΑΘΟΣ
ΑΣΦΑΛΙΤΕΣ, ΚΑΜΟΥΦΛΑΡΙΣΜΕΝΟΙ ΠΙΣΩ ΑΠΟ
ΕΦΗΜΕΡΙΔΕΣ, ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΟΥΝ).
ΛΕΥΤΕΡΗΣ : Κυρ Βασίλη,
κυρ Βασίλη!
ΚΑΦΕΤΖΗΣ (βαριεστημένα) : Τώρα.
ΛΕΥΤΕΡΗΣ : Κυρ Βασίλη,
κυρ Βασίλη!
ΚΑΦΕΤΖΗΣ (πιο έντονα αλλά
με την ίδια βαριεστιμάρα) : Τώρα είπαμε!
ΛΕΥΤΕΡΗΣ : Πιάσε ένα
ουζάκι με μεζέ, περιποιημένο!
ΚΑΦΕΤΖΗΣ (Κάπως θυμωμένα) :
Ξέρεις πόσα βερεσέδια χρωστάς ; Πότε σκέφτεσαι να με
πληρώσεις,
έ ;
ΛΕΥΤΕΡΗΣ (Απολογητικά και με μια δόση ειρωνείας στα λόγια του) : Τι να κάνω ρε Βασίλη
με το μισθό
που
μας δίνει ο πολυχρονεμένος μας βασιλιάς κι αυτοί που μας κυβερνάνε; Τι
θες
να κάνω ;
ΚΩΣΤΑΣ (Διαμαρτύρεται) : Πάλι η κυβέρνηση σου φταίει εσένα ; Δε κοιτάς λέω εγώ τα
χάλια σου που τρέχεις όλη μέρα στις διαδηλώσεις αντί να πας να κάνεις κανένα
μεροκάματο παραπάνω !
ΛΕΥΤΕΡΗΣ : Τώρα που θα
γίνουν εκλογές και θα μιλήσει ο λαός……..
(ΕΜΦΑΝΙΖΟΝΤΑΙ ΤΕΡΑΣΤΙΑ ΧΑΡΤΙΝΑ ΑΥΤΙΑ
ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΕΣ)
ΚΑΦΕΤΖΗΣ
(έντρομος, μιλά έντονα αλλά με πιο
σιγανή φωνή) : Σςςςςςςςςςςςς !!!
Σταματήστε!!! Σας έχω πει χίλιες φορές δε θέλω πολιτικές
συζητήσεις! Θα βρούμε το μπελά μας! Και οι τοίχοι έχουν αυτιά σήμερα !
(ΚΟΙΤΑΖΕΙ ΓΥΡΩ ΤΟΥ ΜΕ ΑΝΗΣΥΧΙΑ. ΚΟΙΤΑΖΟΥΝ ΚΑΙ ΟΙ ΑΛΛΟΙ. ΤΑ ΑΥΤΙΑ ΕΞΑΦΑΝΙΖΟΝΤΑΙ.)
ΛΕΥΤΕΡΗΣ (σε άνετο στυλ -δείχνει να μην συμμερίζεται
τους φόβους του καφετζή) : Μωρέ τι μας λες; Εσύ φοβάσαι και τη σκιά σου! Δημοκρατία δεν έχουμε; Ο καθένας μπορεί να
λέει τη γνώμη του ελεύθερα! Εξ’ άλλου, μες στο καφενείο είμαστε. Μόνοι μας. Δεν
μας βλέπει κανένας!
(ΕΜΦΑΝΙΖΟΝΤΑΙ ΤΕΡΑΣΤΙΑ ΜΑΤΙΑ ΧΑΡΤΙΝΑ ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΕΣ.)
ΚΩΣΤΑΣ (Κρατάει και
κουνάει τα ζάρια) : Καλά σου λέει ρε Βασίλη, δημοκρατία έχουμε. Άλλαξαν τα
πράγματα, είναι όλα καλύτερα. Και πού να δεις τώρα που θα ξανακερδίσουμε τις
εκλογές….
(Ρίχνει τα ζάρια.)
ΛΕΥΤΕΡΗΣ (Θυμωμένα και
έντονα) : Έ, μα δεν τρώγεσαι! (Κλείνει το τάβλι θυμωμένα). Ο λαός ξύπνησε Κωστάκη ! Ξύπνησαν τα κορόιδα
! Σιγά μην ξανακερδίσετε τις εκλογές!!
ΚΩΣΤΑΣ : Όλο μεγάλα λόγια είσαι καημένε!
(Ο ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΙ Ο ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΦΕΥΓΟΥΝ ΑΠΟ ΤΟ ΚΑΦΕΝΕΙΟ)
ΚΑΦΕΤΖΗΣ (μονολογεί) : Άλλαξαν
τα πράγματα, λέει.
(με απορία) Λες να έχει δίκιο
; Άλλαξαν τα πράγματα ; Κι αν ξαναλλάξουν ;
(Αλλάζει ύφος. Γίνεται πιο
σκεπτικός)
Δεν ξέρω. Έχω μονίμως την αίσθηση ότι κάποιος με
παρακολουθεί. Λες να είναι η ιδέα μου ;
(κοιτάζει γύρω του και τα μάτια
εξαφανίζονται)
Μπά
! Τίποτα…
(πιάνει δειλά την εφημερίδα και
την ξεφυλλίζει)
(ΜΠΑΙΝΟΥΝ ΟΙ ΑΣΦΑΛΙΤΕΣ ΚΑΙ Ο ΚΑΦΕΤΖΗΣ ΚΡΥΒΕΙ ΤΡΟΜΑΓΜΕΝΟΣ ΤΗΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ. ΟΙ
ΑΣΦΑΛΙΤΕΣ ΚΟΙΤΟΥΝ ΔΙΕΡΕΥΝΗΤΙΚΑ ΤΟΝ ΧΩΡΟ ΚΑΙ Ο ΚΑΦΕΤΖΗΣ ΚΑΘΕΤΑΙ ΦΟΒΙΣΜΕΝΟΣ ΚΑΙ
ΑΚΙΝΗΤΟΣ ΚΟΙΤΩΝΤΑΣ ΤΟΥΣ ΑΝΗΣΥΧΑ. ΑΜΕΣΩΣ ΜΕΤΑ
ΟΙ ΑΣΦΑΛΙΤΕΣ ΦΕΥΓΟΥΝ ΓΙΑ ΝΑ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΟΥΝ ΤΟΥΣ 2 ΘΑΜΩΝΕΣ.)
ΚΑΦΕΤΖΗΣ (πανικοβλημένος) : Ωχ, ωχ, ωχ! Να 'τα, να 'τα… Άλλαξαν τα
πράγματα έ ;
Κούνια που σε
κούναγε! Αχ, ρε Λευτέρη φωτιά που μ’ άναψες! Άντε βρε Λευτέρη φωτιά που μ’
άναψες!
(Ο ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΙ Ο ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΓΥΡΙΖΟΥΝ ΤΡΕΧΟΝΤΑΣ,
ΛΑΧΑΝΙΑΣΜΕΝΟΙ)
ΛΕΥΤΕΡΗΣ
(Μιλά λαχανιασμένα και έντονα) : Έγινε πραξικόπημα!
Οι δρόμοι είναι γεμάτοι τανκς!
ΚΩΣΤΑΣ
(Ανυπόμονα) : Άνοιξε το
ραδιόφωνο, να μάθουμε τι γίνεται…
(Ο ΒΑΣΙΛΗΣ ΑΝΟΙΓΕΙ ΤΟ
ΡΑΔΙΟΦΩΝΟ…..ΑΚΟΥΓΕΤΑΙ Ο ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟΣ ΝΟΜΟΣ.)
ΚΑΦΕΤΖΗΣ (Πανικοβλημένος) : Τα ’λεγα εγώ, δεν τα ’λεγα; Τι
κάνουμε τώρα;
(Το ύφος του γίνεται ικετευτικό) Ησυχία παιδιά, έ ; Ησυχία, σςςςςςςς…. Να μην ξανακουστεί κουβέντα! Λέξη να μην
ακουστεί! Να μην μπλέξουμε τουλάχιστον!
ΛΕΥΤΕΡΗΣ (Αποφασιστικά και κοφτά) : Άσε μας ρε Βασίλη και συ. Δεν ξέρω εσείς τι λέτε, εγώ
πάντως δε θα μείνω με σταυρωμένα χέρια.
(ΜΠΑΙΝΟΥΝ ΟΙ ΑΣΦΑΛΙΤΕΣ)
ΑΣΦΑΛΙΤΗΣ (Με αυστηρό και
αυταρχικό ύφος) : Αυτόν κι αυτόν.
Πιάστε τους !
(ΟΙ ΑΣΦΑΛΙΤΕΣ
ΠΙΑΝΟΥΝ ΤΟΝ ΚΩΣΤΑ ΚΑΙ ΤΟΝ ΛΕΥΤΕΡΗ)
ΚΑΦΕΤΖΗΣ
(Προσπαθώντας να κάνει τον αδιάφορο) : Τι έγινε ρε
παιδιά ; Πού τους πάτε ;
ΑΣΦΑΛΙΤΗΣ (Γυρίζει απότομα
και «ψαρωτικά» προς τον καφετζή) : Είπες τίποτα
αγόρι ;
ΚΑΦΕΤΖΗΣ (Με το ίδιο ύφος που είχε και πριν) : Εγώ, εγώ ; Ά πα πα, καλέ, είπα εγώ τίποτα;
Τίποτα δεν είπα, τι να πω εγώ πια …
ΑΣΦΑΛΙΤΗΣ (Απειλητικά): Και πού ’σαι; Για πρόσεχε το αδερφάκι σου! Πες της να
αφήσει τις ζωηράδες γιατί θα μπλέξει άσχημα!
ΚΑΦΕΝΕΙΟ —2—
(ΜΠΑΙΝΕΙ Η ΕΙΡΗΝΗ)
ΚΑΦΕΤΖΗΣ (Μιλάει θυμωμένα - απ’ τον φόβο του όμως) : Πού ’σαι βρε
τρελοκόριτσο ; ! ! Το ξέρεις ότι σε γυρεύει η ασφάλεια; Πόσες φορές σου ‘χω πει
να κάτσεις φρόνιμα γιατί θα βρεις το μπελά σου;
ΕΙΡΗΝΗ (δυνατά και αποφασιστικά) : Αυτός ο μπελάς που λες, είναι η Ελευθερία που
χάσαμε. Αν καθίσουμε όλοι φρόνιμα,
Βασίλη μου, πώς θα διώξουμε τη χούντα; Δεν ακούς τι γίνεται γύρω; Κοντεύει ο καιρός της ελευθερίας! Πρέπει όλοι
να τρέξουμε, γι’ αυτό όποιο τίμημα
κι αν χρειαστεί, θα το πληρώσουμε!
ΚΑΦΕΤΖΗΣ (αγριεμένα) : Ποια ελευθερία μωρέ ; Τι λέει ; Βρε ακούς τι σου λέω εγώ ; Μην ξανακούσω
ότι ανακατεύτηκες πουθενά, θα σου κόψω τα πόδια, κατάλαβες ; Θα σου κόψω τα
πόδια !!
(μαλακώνει - το ύφος του γίνεται
τρυφερό)
Δε γίνεται τίποτα
παιδάκι μου ! Θα πάει χαμένος ο αγώνας σου! Δε βλέπεις τι έγινε με τον Κώστα και το
Λευτέρη;
(Αποχωρεί μονολογώντας)
Βρε, τι συμφορά ήταν αυτή που μας βρήκε !
(Η ΕΙΡΗΝΗ ΜΕΝΕΙ ΜΟΝΗ ΤΗΣ ΣΤΗΝ ΣΚΗΝΗ)
ΕΙΡΗΝΗ : Χαμένο δεν πάει τίποτα.
Κι όλοι εκείνοι που δείχνουν σήμερα υποταγή στον μεγάλο αρχηγό, άλλοι από φόβο
κι άλλοι από άγνοια, αργά ή γρήγορα, θα ξυπνήσουν και τότε αλίμονο στη χούντα.
….
ΣΤΟ ΚΛΕΙΣΙΜΟ ΤΗΣ
ΣΚΗΝΗΣ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΑΚΟΥΣΤΕΙ ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΛΟΙΖΟΥ «Ο ΜΕΡΜΗΓΚΑΣ», ΚΑΙ ΤΑΥΤΟΧΡΟΝΑ
ΠΑΙΔΑΚΙΑ ΤΗΣ ΠΡΩΤΗΣ ΤΑΞΗΣ ΝΤΥΜΕΝΑ ΜΥΡΜΗΓΚΑΚΙΑ (ΜΑΥΡΕΣ ΜΠΛΟΥΖΕΣ – ΚΟΡΜΑΚΙΑ –
ΣΤΕΚΕΣ ΜΕ ΚΕΡΑΙΟΥΛΕΣ) ΔΡΑΜΑΤΟΠΟΙΟΥΝ ΜΕ ΑΠΛΕΣ ΚΙΝΗΣΕΙΣ ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ
ΚΑΦΕΝΕΙΟ — 3 —
(ΣΤΗΝ ΣΚΗΝΗ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ Η ΕΙΡΗΝΗ ΜΕ ΜΕΡΙΚΟΥΣ ΘΑΜΩΝΕΣ. ΚΑΘΟΝΤΑΙ ΟΛΟΙ ΣΤΑ
ΤΡΑΠΕΖΙΑ)
ΘΑΜΩΝΑΣ Α΄ : Ειρήνη, άμα σ’
ακούσει ο αδερφός σου να τραγουδάς τέτοια τραγούδια ανατρεπτικά, χάθηκες
καημένη μου.
ΕΙΡΗΝΗ : Τι μας λες ! Δεν φοβάμαι εγώ ! Αυτός ο καημένος φοβάται
και τη σκιά του. Εμ, έτσι δε βγαίνει τίποτα όμως!
(Σηκώνεται από την καρέκλα. Μιλά έντονα -με χειρονομίες.)
Πρέπει να αγωνιστούμε,
να παλέψουμε, να οργανωθούμε. Αν ενωθούμε, πολλοί μαζί, τότε η χούντα θα νιώσει
τη δύναμή μας!
ΘΑΜΩΝΑΣ Β΄ (Με
ενθουσιασμό στα λόγια του) : Έτσι που τα λέει η Ειρήνη είναι. Να,
εγώ μόνος μου και εφημερίδα ακόμα δεν
τολμάω να αγοράσω. Τώρα όμως, έτσι μου ’ρχεται να τραγουδήσω Θεοδωράκη έτσι που
είμαστε όλοι μαζεμένοι.
ΘΑΜΩΝΑΣ Γ΄ (Ξαφνιασμένος)
: Θεοδωράκη ; Τρελός θα ’σαι μου φαίνεται. Τους είδες τους
ασφαλίτες που πέρασαν το πρωί από το περίπτερο ;
ΤΡΑΓΟΥΔΙ
- Πάλης
ξεκίνημα νέοι αγώνες
Οδηγοί
της ελπίδας οι πρώτοι νεκροί
Πάλης
ξεκίνημα νέοι αγώνες
Οδηγοί
της ελπίδας οι πρώτοι νεκροί
Απάντηση
θα πάρουν ενότητα κι αγώνα
Για να
βρουν ανάπαυση οι πρώτοι νεκροί
Απάντηση
θα πάρουν ενότητα κι αγώνα
Για να
βρουν ανάπαυση οι πρώτοι νεκροί
- Χτυπούν το
βράδυ στη ταράτσα τον Αντρέα
Μετρώ
τους χτύπους το αίμα μετρώ
Το
βράδυ πάλι θα ‘μαστε παρέα
τακ τακ
εσύ τακ τακ και 'γω
τακ
εσύ τακ και 'γω
Χτυπούν
το βράδυ…
(ΜΠΑΙΝΕΙ Ο ΚΑΦΕΤΖΗΣ)
ΚΑΦΕΤΖΗΣ : Έ …….Χτυπούν τον Αντρέα ε, και σεις μερακλώνετε!
Τώρα που θα χτυπήσουν εμάς, να δούμε θα τραγουδάτε ; Στη γωνία είναι οι …….οι …….ξέρετε εσείς
ποιοι.
ΘΑΜΩΝΑΣ Δ΄ (Διαμαρτύρεται)
: Δηλαδή εσύ βρε Βασίλη συμφωνείς με τη χούντα ; Συμφωνείς
με την κατάσταση αυτή ;
Δεν μπορούμε να
μιλήσουμε, δεν μπορούμε να ψηφίσουμε, δεν μπορούμε να αποφασίσουμε εμείς για
τον τόπο μας, δεν τολμάς να πας στο περίπτερο να διαβάσεις μια εφημερίδα!
ΘΑΜΩΝΑΣ Ε΄ (Στο ίδιο
ύφος) : Άσε που οι εφημερίδες γράφουνε μόνο αυτά που θέλει η
χούντα! Ούτε απεργία δε μπορούμε να κάνουμε, ούτε να μιλήσουμε για καλύτερα
μεροκάματα.
ΚΑΦΕΤΖΗΣ (Απολογητικά)
: Γιατί ρε παιδιά, εγώ δεν τα βλέπω όλα αυτά νομίζετε ; Δε
θυμάμαι εγώ τον Κώστα και το Λευτέρη που τους συλλάβανε τις πρώτες μέρες και
τους τραβάνε από φυλακή σε φυλακή και από εξορία σε εξορία ; Δε θέλω εγώ να
έχουμε ελευθερία, να μπορείς να λες τη γνώμη σου, να αποφασίζουμε δημοκρατικά
για τον τόπο μας ;
ΕΙΡΗΝΗ (Χαρούμενα) : Να μου ζήσεις αδελφούλη μου ! Επιτέλους συμφωνήσαμε και μια φορά. Να πέσει
η χούντα. Κάτω η χούντα! Κάτω η χούντα!
ΟΛΟΙ : ΚΑΤΩ Η ΧΟΥΝΤΑ ! (3 φορές)
ΚΑΦΕΤΖΗΣ (Τρομαγμένος)
: Σιγά ρε παιδιά, σιγά….να το λέμε από μέσα μας, να έτσι …..… (ψιθυριστά) Κάτω η χούντα –
κάτω η χούντα.. ..
ΟΛΟΙ
: ΚΑΤΩ Η ΧΟΥΝΤΑ ! (3 φορές)
(Τραγουδάνε
:)
Η Ζωή τραβάει την
ανηφόρα
Η Ζωή τραβάει την
ανηφόρα
Με σημαίες – με
σημαίες – με σημαίες και με ταμπούρλα.
(ΜΠΑΙΝΟΥΝ
ΟΙ ΑΣΦΑΛΙΤΕΣ)
ΚΑΦΕΤΖΗΣ (που δεν τους έχει δει, τραγουδά μόνος του ανυποψίαστος
ενώ οι άλλοι έχουν μείνει άφωνοι) :
Η ζωή τραβάει την
ανηφόρα – η ζωή τραβάει την ανηφόρα – η ζωή ……
(Βλέπει
τους ασφαλίτες. Τραυλίζει. Χάνει τα λόγια του)
Η ζωή ……η ζωή…..
(Αρχίζει να τραγουδά ένα άλλο
τραγουδάκι της εποχής)
Η ΖΩΗ, ΜΟΥ ΓΕΛΑ,
ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΑ,
ΤΗ ΡΩΤΩ, ΠΟΥ ΜΕ
ΠΑΣ,
ΕΚΕΙ ΜΑΚΡΙΑ ΣΤΑ
ΞΕΝΑ!
ΑΣΦΑΛΙΤΗΣ (Με άγριο
ύφος) : Τι φασαρία είναι αυτή ; Τι τραγουδάτε εδώ ;
(ΗΣΥΧΙΑ
ΣΤΗΝ ΣΚΗΝΗ. ΟΙ ΘΑΜΩΝΕΣ ΣΤΕΚΟΝΤΑΙ ΠΑΓΩΜΕΝΟΙ.)
ΚΑΦΕΤΖΗΣ (αμήχανα) : Τι να τραγουδήσουμε κύριέ μου – να, λέμε και καμιά σαχλαμάρα να περνάει η
ώρα….
(ΟΙ ΜΙΣΟΙ ΘΑΜΩΝΕΣ ΣΙΓΑ ΦΕΥΓΟΥΝ. ΟΙ
ΑΣΦΑΛΙΤΕΣ ΚΑΘΟΝΤΑΙ ΣΤΑ ΤΡΑΠΕΖΙΑ.
ΣΤΗΝ ΣΚΗΝΗ ΠΑΡΑΜΕΝΟΥΝ Ο ΚΑΦΕΤΖΗΣ, Η
ΕΙΡΗΝΗ ΚΑΙ ΜΕΡΙΚΟΙ ΘΑΜΩΝΕΣ.
Η ΕΙΡΗΝΗ Μ’ ΕΝΑ ΠΑΝΙ ΚΑΝΕΙ ΠΩΣ
ΚΑΘΑΡΙΖΕΙ)
ΑΣΦΑΛΙΤΗΣ (Απευθύνεται
προς τον καφετζή) : Φτιάξε καφέδες για τα παιδιά…Και
γρήγορα….
ΚΑΦΕΤΖΗΣ (Τρομοκρατημένος)
: Μάλιστα, μάλιστα…..γρήγορα !
ΑΣΦΑΛΙΤΗΣ (Γυρίζει
το κεφάλι του προς την Ειρήνη. Την κοιτάζει διερευνητικά και έντονα) : Εσύ είσαι λοιπόν η Ειρήνη, ε ;
ΕΙΡΗΝΗ (Με κάποια αναίδεια) : Και πού με ξέρεις εσύ ;
ΑΣΦΑΛΙΤΗΣ (Χαμογελώντας
ειρωνικά) : Μη στενοχωριέσαι κορίτσι μου, όλους σας ξέρουμε.
(Μιλάει αργά και με στόμφο)
ΟΛΟΥΣ! Έναν προς
έναν!
(Συνεχίζει με το ειρωνικό ύφος)
Και σένα και τα
φιλαράκια σου κάτω στο Πανεπιστήμιο.
(Η ΕΙΡΗΝΗ ΦΕΥΓΕΙ ΘΥΜΩΜΕΝΗ – Ο
ΑΣΦΑΛΙΤΗΣ ΓΕΛΑΕΙ.)
ΑΣΦΑΛΙΤΗΣ : Θα τα πούμε
Ειρηνούλα ……και μάλιστα πολύ σύντομα.
(ΈΡΧΟΝΤΑΙ ΟΙ ΚΑΦΕΔΕΣ)
ΑΣΦΑΛΙΤΗΣ : Άνοιξε την
τηλεόραση, να δούμε τον αρχηγό
Ο ΧΟΡΟΣ ΤΩΝ ΧΟΥΝΤΙΚΩΝ
(ΟΙ
ΑΣΦΑΛΙΤΕΣ ΧΟΡΕΥΟΥΝ ΜΙΑ ΠΑΡΩΔΙΑ ΤΣΑΜΙΚΟΥ – Η ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ ΠΑΙΖΕΙ ΕΝΑ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ
ΚΑΠΟΙΟΝ ΧΟΡΟ ΜΕ ΤΟΝ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΑΛΛΟΥΣ ΧΟΥΝΤΙΚΟΥΣ – ΑΠΟ ΤΟ cd ΑΚΟΥΓΕΤΑΙ ΜΟΥΣΙΚΗ ΕΝΤΟΝΗ, ROCK)
(ΟΙ ΑΣΦΑΛΙΤΕΣ ΦΕΥΓΟΥΝ.
ΣΤΗΝ ΣΚΗΝΗ ΜΕΝΕΙ ΜΟΝΟΣ ΤΟΥ Ο ΚΑΦΕΤΖΗΣ, ΝΑ ΣΚΟΥΠΙΖΕΙ.)
ΚΑΦΕΝΕΙΟ — 4 —
ΚΑΦΕΤΖΗΣ (Μονολογεί)
: Α, κερατάδες, πού θα πάει αυτή η κατάσταση...
(ΜΠΑΙΝΟΥΝ ΟΙ ΘΑΜΩΝΕΣ ΛΑΧΑΝΙΑΣΜΕΝΟΙ)
ΘΑΜΩΝΑΣ Α΄ (Μιλάει
λαχανιασμένα) : Άνοιξε το ραδιόφωνο, γρήγορα…Κάτι γίνεται στο
Πολυτεχνείο…άνοιξε - άνοιξε!
ΚΑΦΕΤΖΗΣ : Ωραία δουλειά
βρήκαμε. Άνοιξε τη τηλεόραση ο ένας, άνοιξε το ράδιο ο άλλος…
ΘΑΜΩΝΑΣ Β΄ : Στους 1050
χιλιόκυκλους πήγαινε…
(ΑΝΟΙΓΟΥΝ ΤΟ ΡΑΔΙΟΦΩΝΟ ΚΑΙ ΜΑΖΕΥΟΝΤΑΙ ΟΛΟΙ
ΤΡΙΓΥΡΩ, ΑΚΟΥΓΕΤΑΙ ΗΧΗΤΙΚΟ ΝΤΟΚΟΥΜΕΝΤΟ)
ΗΧΗΤΙΚΟ ΝΤΟΚΟΥΜΕΝΤΟ ΑΠΟ ΤΟΝ ΣΤΑΘΜΟ ΤΟΥ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟΥ
(ΜΠΑΙΝΕΙ Η ΕΙΡΗΝΗ ΜΕ ΑΛΛΟΥΣ ΦΟΙΤΗΤΕΣ –
ΦΩΝΑΖΟΥΝ : ΨΩΜΙ – ΠΑΙΔΕΙΑ – ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ – (3 φορές)
ΕΙΡΗΝΗ (Μιλάει με ενθουσιασμό και
έντονα) : Αδερφούλη μου, τέλειωσαν τα ψέματα! Θα τους ρίξουμε τους
τυράννους! Όλοι οι φοιτητές
συγκεντρώνονται στο Πολυτεχνείο. Είμαστε χιλιάδες – γεια σου, φεύγω, πάω και ’γω!
ΚΑΦΕΤΖΗΣ (Φωνάζοντας)
: Στάσου! πού πας, Ειρήνη; Ειρήνη! γύρνα πίσω Ειρήνη!
(Μονολογεί με
απελπισία)
...
Δεν το πιστεύω…Τώρα…
ΘΑΜΩΝΑΣ Γ΄ (Έντονα) : Να πάμε και 'μεις! Τι περιμένουμε ;
ΚΑΦΕΤΖΗΣ (Ξεσπάει,
από την ένταση της στιγμής, και μιλάει φωνάζοντας) : Πού να πάμε ρε βλάκα, δεν άκουσες ; Φοιτητές είναι! Φοιτητές είμαστε εμείς,
έ ; Δεν είμαστε ! Άρα ….
ΘΑΜΩΝΑΣ Α΄ (Θυμωμένα)
: Ντροπή ρε Βασίλη, Ντροπή …..
ΚΑΦΕΤΖΗΣ : Ντροπή - ξεντροπή,
εγώ δε πάω!
(ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ ΔΙΑΜΑΡΤΥΡΟΝΤΑΙ ΓΙΑ ΤΗΝ
ΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΚΑΦΕΤΖΗ ΚΑΙ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΗΣ ΧΟΥΝΤΑΣ)
ΚΑΦΕΤΖΗΣ : Σσσςςςς….Να
ακούσουμε…
(ΑΚΟΥΓΕΤΑΙ
ΤΟ ΡΑΔΙΟΦΩΝΟ) ΗΧΗΤΙΚΟ
ΝΤΟΚΟΥΜΕΝΤΟ
ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ (Παρακαλεστικά
προς τον καφετζή) : Πάμε Βασίλη, κλείσε το μαγαζί και
πάμε….
ΚΑΦΕΤΖΗΣ (κάπως
ανόρεκτα) : Πάμε, πάμε ! Πάμε κι ότι είναι να γίνει ας γίνει !
(σηκώνει
έναν αδιάφορο θαμώνα με το ζόρι)
Σήκω κύριος κλείσαμε,
κλείσαμε…Έ. κλείσαμε σου λέω!
(ΟΙ
ΘΑΜΩΝΕΣ ΦΕΥΓΟΥΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΣΚΗΝΗ ΦΩΝΑΖΟΝΤΑΣ ΤΟ ΣΥΝΘΗΜΑ) :
ΟΛΟΙ : ΨΩΜΙ – ΠΑΙΔΕΙΑ – ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ
ΔΡΩΜΕΝΟ :
ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ
ΑΦΗΓΗΣΗ
Τις
ημέρες εκείνες έκαναν σύναξη μυστική τα παιδιά
και
λάβανε την απόφαση,
επειδή τα κακά μαντάτα πλήθαιναν στην
πρωτεύουσα,
να
βγουν έξω σε δρόμους και σε πλατείες
με το μόνο πράγμα που τους είχε απομείνει :
μια
παλάμη τόπο κάτω από τ’ ανοιχτό πουκάμισο,
με τις μαύρες τρίχες και το σταυρουδάκι του
ήλιου.
Όπου
είχε κράτος κι εξουσία η Άνοιξη.
Και νωρίς εβγήκανε
καταμπροστά
στον ήλιο,
με
πάνου ως κάτου απλωμένη την αφοβιά σαν σημαία,
οι
νέοι που τους έλεγαν αλήτες.
(ΜΠΑΙΝΟΥΝ ΟΙ
ΔΙΑΔΗΛΩΤΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΙΣΩ ΠΛΕΥΡΑ ΤΗΣ ΑΙΘΟΥΣΑΣ. ΔΙΑΣΧΙΖΟΥΝ ΤΗΝ ΑΙΘΟΥΣΑ ΚΙ
ΑΝΕΒΑΙΝΟΥΝ ΣΤΗ ΣΚΗΝΗ ΜΕ ΠΟΡΕΙΑ ΜΕ ΠΑΝΟ ΚΑΙ ΣΥΝΘΗΜΑΤΑ : ΨΩΜΙ ΠΑΙΔΕΙΑ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ –
ΚΑΤΩ Η ΧΟΥΝΤΑ – ΕΞΩ ΟΙ ΑΜΕΡΙΚΑΝΟΙ)
(ΤΑΥΤΟΧΡΟΝΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΙΣΟΔΟ ΤΩΝ ΔΙΑΔΗΛΩΤΩΝ ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ Η
ΑΠΑΓΓΕΛΙΑ)
Τέτοιας λογής αποκοτιές ωστόσο μαθαίνοντας οι Άλλοι,
σφόδρα ταράχτηκαν.
Και τρεις φορές το είναι τους αναμετρώντας,
λάβανε την απόφαση
να βγουν έξω σε δρόμους και σε πλατείες,
με το μόνο πράγμα που τους είχε απομείνει :
μια πήχη φωτιά κάτω απ’ τα σίδερα,
με τις μαύρες κάνες και τα δόντια του ήλιου.
Και χτυπούσανε όπου να
’ναι σφαλώντας τα βλέφαρα με απόγνωση.
Και περάσανε μέρες πολλές μέσα σε λίγην ώρα.
Και θερίσανε πλήθος τα θηρία, κι άλλους εμάζωξαν…
(ΟΤΑΝ Η ΠΟΡΕΙΑ ΦΤΑΝΕΙ
ΜΠΡΟΣΤΑ ΑΠΟ ΤΗ ΣΚΗΝΗ, ΕΝΑ ΠΑΙΔΙ ΣΗΚΩΝΕΤΑΙ ΣΕ ΜΙΑ ΚΑΡΕΚΛΑ ΚΑΙ ΔΙΑΒΑΖΕΙ ΠΡΟΣ ΤΟΝ
ΚΟΣΜΟ ΤΗΝ ΠΑΡΑΚΑΤΩ ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ:
«Λαέ μας,
Οι φοιτητές σήμερα είναι η βοήθειά
σου,
η συμπαράστασή σου και ο αγώνας σου.
Ο κοινός μας αγώνας. Αυτός είναι ο δρόμος για τη νίκη.
η συμπαράστασή σου και ο αγώνας σου.
Ο κοινός μας αγώνας. Αυτός είναι ο δρόμος για τη νίκη.
Οι τύραννοι τρέμουν!
Σήμερα, πήγαν πάλι ένα βήμα προς το τέλος τους.
Ο αγώνας μας προχωράει αδάμαστος!
Ο αδάμαστος αγώνας μας θα τους συντρίψει όλους τους εχθρούς μας,
ντόπιους και ξένους!
ΚΑΤΩ Η ΤΥΡΑΝΝΙΑ !
ΕΝΟΤΗΤΑ ΚΙ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ !
ΖΗΤΩ Ο ΑΓΩΝΑΣ
ΤΟΥ ΛΑΟΥ ΜΑΣ !
ΘΑ ΝΙΚΗΣΟΥΜΕ ! »
(ΑΚΟΥΓΟΝΤΑΙ ΦΩΝΕΣ ΑΠΟ ΑΣΤΥΝΟΜΟΥΣ, ΚΑΙ ΣΦΥΡΙΧΤΡΕΣ. ΤΟ
ΠΑΙΔΙ ΦΕΥΓΕΙ ΤΡΕΧΟΝΤΑΣ. ΟΙ ΥΠΟΛΟΙΠΟΙ ΕΧΟΥΝ ΑΝΕΒΕΙ ΣΤΗ ΣΚΗΝΗ ΦΩΝΑΖΟΝΤΑΣ
ΣΥΝΘΗΜΑΤΑ.
ΑΚΟΥΓΟΝΤΑΙ ΣΥΝΕΧΕΙΣ ΠΥΡΟΒΟΛΙΣΜΟΙ. ΟΙ ΔΙΑΔΗΛΩΤΕΣ ΠΕΦΤΟΥΝ
ΓΟΝΑΤΙΣΤΟΙ, ΜΕ ΤΗΝ ΠΛΑΤΗ ΣΤΟ ΚΟΙΝΟ.
ΕΝΑΣ-ΕΝΑΣ ΣΗΚΩΝΟΝΤΑΙ ΓΙΑ ΝΑ
ΑΠΑΓΓΕΙΛΟΥΝ:)
ΑΦΗΓΗΣΗ
Ετούτο το τοπίο είναι σκληρό
σαν τη σιωπή
Σφίγγει στον κόρφο του τα
πυρωμένα του λιθάρια
……..σφίγγει τα δόντια
……..κι ο ίσκιος της μάντρας
είναι σίδερο.
Οι άλλοι μάς άφησαν από καιρό
κάτου απ’ τις πέτρες,
Με το σκισμένο τους πουκάμισο
και με τον όρκο τους γραμμένο
στην πεσμένη πόρτα.
Βγάλανε τις μπαλάσκες τους
Και λογάριαζαν
Πόσος μόχτος χώρεσε στο
μονοπάτι της νύχτας.
Πόσο κουράγιο μες στα μάτια του
ξυπόλητου παιδιού
Που κράταε τη σημαία…..
Κι ακούν ακόμα μια φορά
το σκούξιμο των λαβωμένων
μπρος στην πύλη.
Το πρωί διασχίζαμε τους δρόμους
με τα σχολικά μας βιβλία.
Τη νύχτα συνεχίζαμε τη ζωή της
ημέρας
φυλάγοντας τον ήλιο. Οι
φοιτήτριες
χόρευαν και τραγουδούσαν.
Έτσι, μας χαρακτήρισαν συνωμότες.
Στο Μεγάλο Σχολειό μας ξάφνιασε
η νύχτα
με τόσους βαριά τραυματισμένους
γύρω μας,
χωρίς γάζες, νερό, οξυγόνο,
χωρίς φάρμακα, γιατρό,
ασθενοφόρα.
Μια ριπή πολυβόλου τραυματίζει
το φως.
Μας κυνηγούσαν στα σκοτεινά
πάρκα και σε παρόδους,
γιατί - λέει – θα καίγαμε την
πόλη
με τον ήλιο που κρύβαμε.
Είμαι ο Διομήδης – ο έφηβος των
Αθηνών
που έθαψα με της καρδιάς μου το
αίμα
την τρανή κραυγή της λευτεριάς
τραγουδώντας την και
αποχαιρετώντας.
Μάτια κλειδωμένα, χέρια
παγωμένα
κείτεται
-
δεκαοχτώ χρονώ ήτανε δεν ήτανε-
για να ’χω εγώ πουλιά – φτερά
στα χέρια μου,
και συ το σπιτάκι σου,
μια γλάστρα με βασιλικό στο
πεζουλάκι
και τα παιδιά μας ξένοιαστα να
χτίζουνε το μέλλον.
Η μάνα του τον περιμένει και
δεν έρχεται,
η άνοιξη του παίζει και δεν
τηνε ξέρει πια.
Στις φλέβες του το αίμα
σταματημένο και πικρό,
γυαλί σπασμένο ο κόσμος,
σωριασμένο πάνω του.
Για να έχω εγώ τον άσπρο μου
ύπνο
και συ γαρύφαλλο χαμόγελο στο
στόμα σου,
για να ’χουν τα παιδιά μας το
δικό τους ήλιο…
Θα 'ρθει καιρόςπου θ' αλλάξουν τα πράγματα!
Να το θυμάσαι Μαρία!
Θυμάσαι, Μαρία, στα διαλείμματα
εκείνο το παιχνίδι που τρέχαμε
κρατώντας τη σκυτάλη;
Μη βλέπεις εμένα, μην κλαις,
εσύ είσαι η ελπίδα!
Άκου, θα 'ρθει καιρός
που τα παιδιά θα διαλέγουν γονιούς,
δε θα βγαίνουν στην τύχη
δεν θα υπάρχουν πόρτες κλειστές
με γερμένους απ' έξω,
και τη δουλειά θα τη διαλέγουμε,
δε θα 'μαστε άλογα
να μας κοιτάνε στα δόντια.
Οι άνθρωποι, σκέψου,
θα μιλάνε με χρώματα
κι άλλοι με νότες,
να φυλάξεις μοναχά
σε μια μεγάλη φιάλη με νερό
λέξεις κι έννοιες σαν κι αυτές :
απροσάρμοστοι, καταπίεση,
μοναξιά, τιμή, κέρδος, εξευτελισμός,
για το μάθημα της Ιστορίας
Είναι, Μαρία, δε θέλω να λέω ψέματα,
δύσκολοι καιροί και θα 'ρθουνε κι άλλοι
δε ξέρω, μην περιμένεις κι από μένα πολλά
τόσα έζησα, τόσα έμαθα, τόσα λέω.
Κι απ' όσα διάβασα ένα κράτησα καλά
Σημασία έχει να παραμένεις άνθρωπος!
Θα την αλλάξουμε τη ζωή
...παρ' όλα αυτά Μαρία
(ΠΡΟΣΚΛΗΤΗΡΙΟ ΝΕΚΡΩΝ. ΣΕ ΚΑΘΕ ΟΝΟΜΑ ΚΙ
ΕΝΑ ΠΑΙΔΙ ΥΨΩΝΕΙ ΤΗ ΓΡΟΘΙΑ ΤΟΥ ΜΕ ΕΝΑ ΚΟΚΚΙΝΟ ΓΑΡΥΦΑΛΛΟ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΛΑΤΗ ΣΤΟ
ΚΟΙΝΟ.
ΩΣ ΜΟΥΣΙΚΗ, ΑΝΤΙ ΓΙΑ ΤΟ ΓΝΩΣΤΟ «ΕΠΕΣΑΤΕ ΘΥΜΑΤΑ» ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ
ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΘΟΥΝ «ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΚΑΤΩ ΣΤΟΝ ΚΑΜΠΟ» ΤΟΥ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙ Η ΤΟ «SHINE ON YOU CRAZY DIAMOND» ΤΩΝ PINK FLOYD)
ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Από κείνη τη βραδιά πέρασαν 31 χρόνια. Εκεί που βρισκόταν
το καφενεδάκι της οδού Πατησίων βρίσκεται σήμερα μια πολύβουη καφετέρια, γεμάτη
φοιτητές και περαστικούς που πίνουν βιαστικά τον καφέ τους. Στη γειτονιά εκείνη
τίποτα δεν έχει αλλάξει μα και τίποτα δεν είναι όπως παλιά. Το ίδιο και στον
κόσμο μας. Τα παιδιά που κλείστηκαν εκείνη τη νύχτα στο Πολυτεχνείο έχουν
μεγαλώσει πια.
Ξεκίνησαν τότε, γεμάτοι όνειρα κι ελπίδες τη μεγάλη
Περιπέτεια, το μεγάλο ταξίδι για την Ιθάκη της Ελευθερίας, της Ισότητας και της
Αλληλεγγύης.
Στο ταξίδι αυτό πολλοί χάθηκαν. Άλλοι ξεχάστηκαν στο νησί
των Λωτοφάγων, άλλους τους μάγεψε η Κίρκη κι άλλοι συμμάχησαν με τον Κύκλωπα
και στήνουν μαζί παγίδες στους νέους ταξιδιώτες. Μα υπάρχουν και οι άλλοι,
αυτοί που άγρια πεισματικοί μα πάντα λαβωμένοι συνεχίζουν το ταξίδι.
Σήμερα, τα παιδιά εκείνα είναι σχεδόν πενήντα χρονών. Οι
περισσότεροι βαδίζουν και ζουν δίπλα μας, ανώνυμοι και σεμνοί, αποφεύγουν να
μιλήσουν πολύ για κείνες τις μέρες, αρνούνται να εξαργυρώσουν τον αγώνα της
νιότης τους. Όμως οι φωτιές που άναψαν εκείνες τις νύχτες στην Αθήνα, φλόγισαν
τις ψυχές μας, φώτισαν καινούριους δρόμους, δύσκολους και ανηφορικούς μα
ωραίους. Δρόμους ανοιχτούς στο μέλλον.
Σ’ αυτούς τους δρόμους βαδίζουν σήμερα εκατομμύρια
άνθρωποι σ’ όλο τον κόσμο, για μια καλύτερη ζωή, για ψωμί – παιδεία –ελευθερία
– δικαιοσύνη και ειρήνη.
Σ’ αυτούς τους δρόμους, τους δρόμους της ειρήνης,
βαδίζουν χρόνια τώρα οι νέοι σε όλο τον κόσμο, στις μεγάλες αντιπολεμικές
διαδηλώσεις από την Νέα Υόρκη ως το Κάιρο και από το Λονδίνο ως την Αθήνα.
Σ’ αυτούς τους δρόμους τους δύσκολους κι αντιφατικούς να
ενώσουμε κι εμείς τα βήματα μας, να ενώσουμε τις αγωνίες και τις ελπίδες μας.
3. Η ΝΤΕΝΕΚΕΔΟΥΠΟΛΗ
(Διασκευή του έργου της Ευγενίας
Φακίνου)
Ήλιος
:
Γεια σας παιδιά! Σίγουρα όλα με γνωρίζετε. Εγώ, λοιπόν, ο ήλιος, που τόσα έχουν
δει τα μάτια μου, θα σας πω μια παράξενη ιστορία. Υπάρχει μια πολιτεία
αλλιώτικη απ’ τις άλλες. Δεν είναι φτιαγμένη από τούβλα, πέτρες,
τσιμέντο και γυαλί. Είναι φτιαγμένη ολόκληρη από ντενεκέδες. Τα σπίτια, τα
σχολεία, τα δέντρα, τα σύννεφα, τα λουλούδια, όλα είναι ντενεκεδένια. Τη λένε,
πώς ...αλλιώς; Ντενεκεδούπολη! Και μένουν, τι .... άλλο; Ντενεκεδάκια! Άδεια,
σκουριασμένα, παλιά ντενεκεδάκια. Βρέθηκαν πεταμένα στο σκουπιδότοπο, χωρίς
τίποτε δικό τους κι είπαν «Δεν φτιάχνουμε μια πολιτεία που να μένουμε μόνα μας
και να’χουμε την ησυχία μας;» Το παν και το’καναν! Και να, τώρα η
Ντενεκεδούπολη!
Λάμπουν στον ήλιο οι τσίγκινες στέγες, τα
χάλκιναστενά και οι ντενεκεδένιοι κάτοικοι της. Τα ντενεκεδάκια που μένουν εδώ
έχουν περίεργα ονόματα: Σαρδέλας, Βουτυρένιος, Σοφός, Όκει-Μπαμ-Μπαμ! Α, να!
Βλέπω μερικά που’ρχονται!
Σαρδέλας
:
Γεια σας παιδιά! Εϊμαι ο Σαρδέλας. Πριν με πετάξουν στον κάδο είχα μέσα μου
σαρδέλες. Τώρα όμως είμαι ελεύθερος και πολύ ευτυχισμένος.
Μηλίτσα
:
Εγώ είμαι η Μηλίτσα. Δε θέλω ούτε να θυμάμαι την εποχή που είχα κομπόστα μήλο
και στεκόμουν στο ράφι του μπακάλη!
Βουτυρένος
:
Ε γεια σας! Είμαι ο Βουτυρένιος και όπως καταλάβατε εγώ είχα, πριν έρθω εδώ,
βούτυρο! Χαίρομαι που τώρα είμαι άδειος και δε μου παίρνουν το βούτυρο για τα
γλυκά, τα μπισκότα, τα μακαρόνια, το κρέας.
Οκέι-Μπαμ-Μπαμ
:
Εϊ χάι! Τι κάνετε παιδιά! Είμαι ο Οκέι-Μπαμ-Μπαμ! Τι είχα μέσα μου; Κόκα-Κόλα!
Ευτυχώς που την ήπιανε και μένα με πετάξαν. Αλλιώς κόντευα να πάθω κρυολογήματα
μέσα στην παγωνιά του ψυγείου!
Σοφός
: Εγώ παιδιά είμαι ο Σοφός! Είχα μέσα
μου καφέ. Ένοιωθα πολύ μόνος μέσα στα σκοτεινά ντουλάπια. Τώρα όλοι είμαστε
ευτυχισμένοι που ζούμε στη Ντενεκεδούπολη!
Ήλιος
:
Σήμερα τα ντενεκεδάκια έχουν μεγάλες μεγάλες ετοιμασίες. Μεθαύριο είναι η πιο
σπουδαία, η πιο μεγάλη γιορτή της Ντενεκεδούπολης. Όλοι βοηθάνε. Άλλος
ασπρίζει, άλλος κρεμάει χρωματιστά λαμπιόνια, άλλος στερεώνει τα σημαιάκια κι
άλλος απαγγέλει το ποίημα που θα πει.
(Ο Σοφός και η
Μηλίτσα συζητούν και δεν παίρνουν είδηση
τον Λαδένιο που
έρχεται στο κέντρο)
Λαδένιος
:
Λαέ μου!
Μηλίτσα
:
Καλές τι αγριοφωνάρα ήταν αυτή!
Σαρδέλας
:
Ποιος είναι αυτός ο τεράστιος ντενεκές; Πώς βρέθηκε εδώ; Πρώτη φορά τον βλέπω!
Λαδένιος
:
Καταλαβαίνω. Η μεγάλη σας συγκέντρωση δε σας αφήνει να μιλήσετε. Ήρθα από πολύ
μακριά για να σας κυβερνήσω. Χρειάζεστε έναν κυβερνήτη!
Σαρδέλας
:
Μόνοι μας τα καταφέρνουμε μια χαρά!
Λαδένιος
:
Με μένα αρχηγό θα τα καταφέρνουμε δυο χαρές! Χα, χα, χα! Ωραίο αστείο είπα
πάλι!
Μηλίτσα
:
Λοιπόν, κύριε ... δεν μας είπες το όνομα σου!
Λαδένιος
:
Λαδένιος! Όλοι με φωνάζουν Λαδένιο.
Μηλίτσα
:
Λοιπόν κύριε Λαδένιε δε χρειαζόμαστε αρχηγό, κυβερνήτη όπως είπες.
Λαδένιος
:
Φαίνεται ντενεκεδάκια μου, ότι δε με καταλάβατε καλά. Αποφάσισα να σας
κυβερνήσω και θα το κάνω!
Μηλίτσα
:
Εμείς δε σε θέλουμε!
Λαδένιος
:
Δεν σας ρώτησα αν με θέλετε! Είμαι ο πιο μεγάλος και θα κάνω ό,τι θέλω και για
να μην τα πολυλογούμε:
-
Να
μην τραγουδάτε!
-
Να
μην χορεύετε!
-
Να
μη μιλάτε πάνω από δύο!
-
Να
μην πηγαίνετε ταξίδια!
-
Να
μη λέτε το γράμα Ρ, γιατί δε μ’αρέσει!
-
Η
πιο μεγάλη γιορτή θα’ναι η σημερινή μέρα!
Αυτά για την ώρα. Το ταξίδι μου άνοιξε την
όρεξη. Σαρδέλα, Μηλίτσα, φέρτε μου να φάω! Θέλω 30 μήλα, 20 πορτοκάλια, 80
πατάτες, 300 αχλάδια, 18 μπανάνες, 52 μανταρίνια, 60 κεράσια χωρίς κουκούτσι,
36 κουνουπίδια και 48 μελιτζάνες!
(πέφτει για ύπνο)
Ξυπνήστε με το μεσημέρι για το κανονικό φαΐ!
Και μη φύγετε από κοντά μου για να διώχνετε τις μύγες!
(ροχαλίζει) Χρ! Χρ!
Μηλίτσα
: Αυτός
θα μας τρώει το φαΐ μας!
Σαρδέλας
:
θα μας τυραννάει!
Μηλίτσα
:
Δε θα μας αφήνει να παίζουμε!
Σαρδέλας
:
Πώς θα γλιτώσουμε;
Βουτυρένιος
:
Να του πούμε να τρώει λιγότερο! Είναι ευγενικός και θα συμφωνήσει.
Μηλίτσα
:
Ποιος είναι ευγενικός, ο Λαδένιος; Ας γελάσουμε!
Βουτυρένιος
:
Και όμως είναι. Θα πάω και θα δείτε!
(πάει στον Λαδένιο και του λέει)
Κύριε Λαδένιε! Μήπως μπορείτε να τρώτε
λιγότερο;
Λαδένιος
:
Και γιατί παρακαλώ να τρώω λιγότερο;
Βουτυρένιος
:
Για να φτάνει για όλους μας το φαΐ!
Λαδένιος
:
Δε με νοιάζει καθόλου να φτάνει για όλους το φαΐ! Και φεύγα από δω πριν σηκωθώ
και σ’αρπάξω!
Βουτυρένιος
:
Ε, καλά, μια κουβέντα είπαμε!
Λαδένιος
:
Ακόμα εδώ είσαι;
(Ο Βουτυρένιος
επιστρέφει στα ντενεκεδάκια)
Οκέι-Μπαμ-Μπαμ
:
Ε, λοιπόν! Εγώ το βρήκα! Να τον γαργαλάμε, να τον γαργαλάμε μέχρι να δεχθεί
αυτά που θέλουμε!
Σαρδέλας
:
Να έχεις δει κανέναν να συμφωνεί μ’αυτά που θέλεις γελώντας;
Οκέι-Μπαμ-Μπαμ
: Ω! Εγώ θα το δοκιμάσω!
(πάει στον Λαδένιο και τον γαργαλάει)
Λαδένιος
:
Α, μπράβο, μπράβο, πόσο μου αρέσει το γαργαλητό! Σε διορίζω ... αρχιγαργαλητή
μου! Θα έρχεσαι κάθε πρωί και θα με γαργαλάς. Πρώτα από δεξιά κι έπειτα
απ’τ’αριστερά. Σύμφωνοι;
Οκέι-Μπαμ-Μπαμ
:
Οκέι!
( Ο Οκέι-Μπαμ-Μπαμ επιστρέφει στα
ντενεκεδάκια)
Σαρδέλας
:
Πολύ χαρούμενος επιστρέφει. Τι έγινε;
Οκέι-Μπαμ-Μπαμ
:
Διορίστηκα «αρχιγαργαλητής» !
Σαρδέλας
:
Καλά, έγινες «αρχιγαργαλητής», αλλά με
την υπόθεση μας τι έκανες;
Οκέι-Μπαμ-Μπαμ
:
Ω! ... το ξέχασα! ....
Βουτυρένιος
:
Λοιπόν εγώ το βρήκα πάλι. Να του κλείσουμε το στόμα με μαγνήτη. Δε θα μπορεί να
τ’ ανοίγει και να τρώει.
Μηλίτσα
:
Αχ, Βουτυρένιε! Κουτός ήσουνα και κουτός θα μείνεις. Ο μαγνήτηε θα πιάσει και
μας αφού είμαστε ντενεκεδάκια!
Βουτυρένιος
:
Όχι, εγώ θα πάω, θα πάω, θα πάω!
Μηλίτσα
:
Ε, πήγαινε πεισματάρη! Μόνο κατά δω μην
έρθεις με το μαγνήτη και κολλήσουμε όλοι!
(Ο Βουτυρένιος φέρνει το μαγνήτη και κολλάνε
όλοι! Ξεκολλάνε όταν ακούγεται η φωνή του Λαδένιου!)
Λαδένιος
:
Σαρδέλα, Μηλίτσα, που είστε; Πεινάω, φέρτε μου πάλι φαΐ!
(ο Σαρδέλας και η μηλίτσα του φέρνουν φαΐ.
Τρώει πάλι και τις τροφές στη μπετονιά)
Μηλίτσα
:
Πω, πω! Με το φαΐ αυτό θα χόρταινε η Ντενεκεδούπολη για δυο βδομάδες!
Λαδένιος
:
Σαρδέλα, Μηλίτσα που είστε; Πεινάω, φέρτε μου πάλι φαΐ! Ο αέρας την
Ντενεκεδούπολης μου άνοιξε την όρεξη!
Μηλίτσα-Σαρδέλας
:
Πάλι;
Λαδένιος
:
Ναι, πάλι!
-
Και
να διώξετε μακριά όλα τα μικρά ντενεκεδάκια, κάνουν φασαρία και μ’ενοχλούν.
-
Να
φυσάτε δυνατά, να φύγουν τα σύννεφα, θέλω να βλέπω τον ήλιο!
-
Από
δω και μπρος, όλα τα κορίτσια θα φοράτε καφέ φιόγκους. Τα αγόρια καφέ
παντελόνια!
Ήλιος
:
Και περάσανε μέρες πολλές. Ο Λαδένιος έτρωγε, κοιμόταν, ξύπναγε, διέταζε...
Σαρδέλας-Μηλίτσα-Βουτυρένιος-ΟκέιΜπαμΜπαμ
:
Σίγουρα κάτι πρέπει να κάνουμε!
Σοφός
:
Έχω ένα σχέδιο, ένα μυστικό σχέδιο! Χρειάζονται όμως δυο παλικάρια. Ποιοι
θέλουν να’ ρθούν;
Σαρδέλας
– Μηλίτσα :
Εγώ, εγώ!
(φεύγουν και έρχονται με ένα παράξενο
εργαλείο)
Σοφός
:
Μ’αυτό το εργαλείο που έχουμε όλοι δοκιμάσει θα επιτεθούν ο Σαρδέλας και η
Μηλίτσα στο Λαδένιο.
Βουτυρένιος
:
Εγώ λέω να τον τρομάξουμε μόνο. Και να τον διώξουμε!
Οκεί-Μπαμ-Μπαμ
:
Εγώ λέω να τον κάνουμε πίτα!
Βουτυρένιος
:
Όχι, να τον διώξουμε!
Σαρδέλας-Μηλίτσα
:
Όχι, πίτα, πίτα, πίτα!
Ήλιος
:
Εσείς παιδιά τι προτιμάτε; Σκεφτείτε καλά πριν απαντήσετε!
(Ο Σαρδέλας και η
Μηλίτσα πάνε στο Λαδένιο)
Λαδένιος
:
Γιατί με ξυπνάτε; Τι θράσος είναι αυτό;
Σαρδέλας
– Μηλίτσα :
Άκου καλά κι απάντησε μας. Φεύγεις τώρα αμέσως απ΄την Ντενεκεδούπολη;
Λαδένιος
:
Γιατί να φύγω; Περνάω καλά εδώ! Διατάζω, τρώω καλά δεν πάω πουθενά!
Σαρδέλας-Μηλίτσα
:
Τότε λοιπόν θα σε κάνουμε πίτα!
(Τον πατάνε.
Μαζεύονται όλα τα ντενεκεδάκια και ζητωκραυγάζουν.
Σηκώνουν τη Μηλίτσα
και τον Σαρδέλα ψηλά)
Ήλιος
:
Κι έτσι παιδιά η Ντενεκεδούπολη έγινε και πάλι ευτυχισμένη!
Τραγούδι
Ντενεκεδούπολη,
Ντενεκεδούπολη
Είσαι ωραία καλή
(τρανή)
Ντενεκεδούπολη,
Ντενεκεδούπολη
Σε αγαπάμε πολύ
Ντενεκεδένιος ήλιος
Και τσίγκινα βουνά
Λαμαρινένιες στέγες
και χάλκινα στενά
Τα μικρά ντενεκάκια
Σαν μείνουν αδειανά
Βρίσκουν εδώ σπιτάκια
Φίλους, φαΐ, δουλειά
ΤΕΛΟΣ
4. Η γιορτή
της δημοκρατίας
(Οι τέσσερις απαγορεύσεις
του Αρπατίλαου)
Θεατρική παράσταση για το
Πολυτεχνείο βασισμένη στα «μαγικά μαξιλάρια» του Ευγένιου Τριβιζά
Επιμέλεια – επιλογή – διασκευή κειμένων : Αναστασία Τσιαχπίνη, Ανδριάνα
Σκόρδου, Κατερίνα Ζαχαροπούλου
Λιτό σκηνικό. Μαύρες κορδέλες
κρέμονται από την οροφή της σκηνής – μοιάζουν με κάγκελα φυλακής. Πάνω από τη
χορωδία μια μεγάλη καρτέλα γράφει «ξερονήσι». Πιο δίπλα μια άλλη γράφει «βράχο
– βράχο τον καημό μου».
(Δυο παιδιά απαγγέλλουν)
Τον καιρό της μεγάλης στέγνιας,
-σαράντα χρόνια αναβροχιά-
ρημάχτηκε όλο το νησί.
Πέθαινε ο κόσμος και γεννιόνταν φίδια.
Μιλλιούνια φίδια τούτο τ’ ακρωτήρι,
χοντρά σαν το ποδάρι ανθρώπου
και φαρμακερά.
Το μοναστήρι τ’ Άι Νικόλα το είχαν τότε
Αγιοβασιλείτες καλόγεροι
κι ούτε μπορούσαν να δουλέψουν τα χωράφια
κι ούτε να βγάλουν τα κοπάδια στη βοσκή.
Τους έσωσαν όμως οι γάτες που αναθρέφαν.
Την κάθε αυγή χτυπούσε μια καμπάνα
και ξεκινούσαν τσούρμο για τη μάχη.
Ολημερίς χτυπιούνταν, ως την ώρα
που σήμαιναν το βραδινό ταγίνι.
Απόδειπνα πάλι η καμπάνα
και βγαίναν για τον πόλεμο της νύχτας.
Ήτανε θαύμα να τις βλέπεις, λένε,
άλλη κουτσή, κι άλλη στραβή, την άλλη
χωρίς μύτη, χωρίς αυτί, προβιά κουρέλι.
Έτσι, με τέσσερις καμπάνες την ημέρα
πέρασαν μήνες, χρόνια, καιροί κι άλλοι καιροί.
Άγρια πεισματικές και πάντα λαβωμένες
ξολόθρεψαν τα φίδια. Μα στο τέλος
χάθηκαν - δεν άντεξαν τόσο φαρμάκι.
21η
Απριλίου 1967. Κάποιοι στρατιωτικοί με αρχηγό το Γεώργιο Παπαδόπολυλο κάνουν
πραξικόπημα, καταργούν τη δημοκρατία, κλείνουν τη βουλή και επιβάλλουν δικτατορία.
Χούντα.
Όσοι
πολίτες διαφωνούσαν, συλλαμβάνονταν, φυλακίζονταν, εξορίζονταν. Επιβάλλανε
λογοκρισία σε ότι ακούγανε, διαβάζανε, βλέπανε, σκέφτονταν.
Το
Νοέμβρη του 1973, οι οφοιτητές ξεσηκώθηκαν και ζητούσαν να φύγει η χούντα,
ζητούσαν Ψωμί, Παιδεία, Ελευθερία.
Προχώρησαν
στην κατάληψη του Πολυτεχνείου. Μαζί τους ενώθηκε μεγάλο κομμάτι του λαού,
εργάτες, μαθητές…Ζητούσαν να έχουν όλοι «μια θέση κάτω από τον ήλιο».
Οι
δικτάτορες φοβισμένοι έστειλαν στο
Πολυτεχνείο την αστυνομία και τα τανκς για να σταματήσουν την κατάληψη.
Ξημερώματα της 17ης Νοέμβρη, ένα τανκ ρίχνει την πύλη του
Πολυτεχνείου σκοτώνοντας, τραυματίζοντας, συλλαμβάνοντας όσους μπορούσαν από
τους εξεγερμένους.
Σήμερα
θυμόμαστε και τιμούμε τη νεολαία του ΄73 που αγωνίστηκε για τα αυτονόητα. Ο
άνθρωπος γεννιέται ελεύθερος και μοναδικός και κανένας δεν μπορεί να του το
στερήσει αυτό.
Σας τα
λέω όλα αυτά
γιατί
εδώ στη χώρα μας
όπως κι
αλλού,
οι
άνθρωποι ξεχνάνε
και η
τρέλα
δεν
θέλει πολύ
να
φουντώσει πάλι
φτου
ξανά κι απ’ την αρχή
ηχητικό
: κουδούνια, καμπανάκια
Μια
φορά κι έναν καιρό στα πολύ παλιά χρόνια κυβερνούσε αυτό τον τόπο ένας φοβερός
και τρομερός ο Αρπατίλαος
ηχητικό
: καμπανάκια
(Ο
Αρπατίλαος ψάχνει εναγωνίως να βρει κάτι)
Αρπ: Μα
που είναι, που είναι;
Αυλοκόλακας
: Τι ψάχνετε μεγαλειότατε ;
Αρπατ.:
Τι ψάχνω; Το φτερό από κοράκι, αυτό με το οποίο έγραφα τους νόμους.
Αυλοκ:
Γιατί δεν τους φράφετε μ’ ένα άλλο φτερό; Φτερό χήνας, παγωνιού;…
Αρπ.:
Τι λές; Αυτό κάνω τον τελευταίο καιρό γι’ αυτό δεν μπορώ να γράψω ούτε έναν
νόμο της προκοπής.
Αυλοκ.:
Τι εννοείτε πανκάκιστε ;
Αυλοκ.:
Τι εννοώ; Τι εννοώ. Δεν βλέπεις που οι άνθρωποι δε με σέβονται πια; Ακούς εκεί;
Εγώ να περπατάω στο δρόμο κι αυτοί από πίσω να με μουτζώνουν, να με κοροιδεύουν
και να μου βγάζουν τη γλώσσα ! Κανένας σεβασμός πια. Δεν με αγαπάνε πια. Ποιον;
Εμένα. Εγώ δεν ονόμασα τις Κυριακές Προδευτέρες που δεν ξεχωρίζουν από τις
κανονικές Δευτέρες ; Γιατί το έκανα ; Για να γίνουν πιο εργατικοί, για να μη
χαζολογάνε και διασκεδάζουνε άσκοπα τις Κυριακές. Εγώ δεν έκλεισα όλα τα λούνα
πάρκ και τις παιδικές χαρές για μη χάνουν την ώρα τους τα παιδιά με σαχλαμάρες
; Εγώ δεν απαγόρευσα το φτάρνισμα για να μην κολλάνε αρρώστιες ; Κι αυτοί οι
αχάριστοι δεν με αγαπάνε :
Α,
πρέπει οπωσδήποτε να βρω το φτερό από κοράκι μ’ αυτό το πανέμορφο στιλπνό,
κατάμαυρο χρώμα, για να μου έρθει καμιά ιδέα για νέους νόμους. Τότε θα
σταματήσουν όλα αυτά.
Μπουχου
χου, μπουχουχου, δεν μπορώ, δεν μπορώ…
Αυλοκ.:
Μεγάλο δράμα. Υψηλότατε γνωρίζω κάποιους υποχθόνιους, σκοτεινούς, ανελέητους
τύπους. Να τους πάρετε για συμβούλους, θα σας βηθήσουν.
Αρπ.:
Είπες σκοτεινούς ;
Αυλοκ.:
Ναι!
Αρπατ.:
Ανελέητους ;
Αυλοκ:
Ναι, ναι.
Αρπατ.:
Υποχθόνιους;
Αυλοκ.:
Ναι, ναι, ναι!
Αρπατ:
Να τους φέρεις αμέσως εδώ !
Τραγούδι
: Βασιλιάς (Φραγκούλης)
(Ο
Αρπατίλαος κάθεται στο θρόνο του)
Αυλοκ.:
Υψηλότατε, σας παρουσιάζω τους διακεκριμένους, μεγαλοσπουδαγμένους και
παραμορφωμένους κ.κ. Ξεφτίλιους και Υποχθόνιους !
Αρπατ.
: (χειρονομεί) Ελάτε !
Ξεφτιλ.:
Μόλις επέστρεψα απ’ το πανεπιστήμιο της Γλειψίας όπου παρακολούθησα ΕΙ-ΔΙ-ΚΑ
σεμινάρια για την αντιθμετώπιση αχάριστων υπήκοων. Είμαι ο άνθρωπός σας.
Υποχθ.:
Μετά από εκτεταμένους ελέγχους και επιστημονική έρευνα χρόνων στα εργαστήριά
μου, έχω καταφέρει να διαθέτω τη λύση σε κάθε πρόβλημά σας. Έχω αυτό που θα
κάνει τους υπηκόους σας να είναι με κατεβασμένα αυτιά, υπάκουοι, υποτονικοί, με
χαμηλωμένα βλέφαρα και ως εκ τούτου ΕΥΧΑΡΙΣΤΗΜΕΝΟΙ.
Αρπατ.
: Λοιπόν, τώρα νιώθω σιγουριά και αισιοδοξία. Τώρα είμαι έτοιμος ! (στέκεται
ακίνητος με το δάχτυλο να δείχνει απειλητικά, ανοίγει το στόμα, ακούγεται
ηχητικό ντοκουμέντο από ομιλία του Παπαδόπουλου)
Αρπατ.
: Αποφασίζω και διατάσσω : Απαγορεύεται να μιλάτε ελεύθερα !
(Μια
παρέα παιδιών συζητούν για τη δημοκρατία)
Α:
Σήμερα η δασκάλα μας μίλησε για τη Δημοκρατία.
Β: Τι
είναι η Δημοκρατία ;
Α:
Δημοκρατία είναι ένα πολίτευμα που τη δύναμη την έχει ο λαός και όχι μόνο ο
ένας ή λίγοι άνθρωποι. Δεν υπάρχουν βασιλιάδες, τύραννοι, άριστοι, δικτάτορες.
Γ: Μας
είπε ότι η ζωή σε μια χώρα αφορά όλους τους πολίτες κι επομένως όλοι έχουν λόγο
για το τι ζωή θέλουν να έχουν. Άρα οι κυβερνήτες τους είναι εκπρόσωποί τους που
τους ψηφίζουν και τους ελέγχουν κι αν θέλουν τους καταργούν.
Δ:
Είναι το πιο δίκαιο πολίτευμα και πρέπει να είμαστε υπερήφανοι που ξεκίνησε από
τη χώρα μας.
Α: Α,
ναι. Κάτι έχω ακούσει για Περικλή και δημοκρατία.
Ασφαλίτης
Α: Τι λέτε πουλάκια μου ;
Ασφαλίτης
Β: Δημοκρατία άκουσα!
Ασφαλίτης
Γ: Η πολλή δημοκρατία βλάπτει !
Ασφαλίτης
Δ: Καλύτερα : Άκου – βλέπε – και μη
μιλάς
(συλλαμβάνουν
τα παιδιά και τα συνοδεύουν πίσω από τις κορδέλες – κάγκελα)
(δυο
παιδιά βγάινουν από τα κάγκελα)
- Σώπα,
μη μιλάς, είναι ντροπή, κόψ' τη φωνή σου
σώπασε επιτέλους - κι αν ο λόγος είναι αργυρός η σιωπή είναι χρυσός.
Τα πρώτα λόγια που άκουσα από παιδί, έκλαιγα, γέλαγα, έπαιζα μου λέγανε:
σώπασε επιτέλους - κι αν ο λόγος είναι αργυρός η σιωπή είναι χρυσός.
Τα πρώτα λόγια που άκουσα από παιδί, έκλαιγα, γέλαγα, έπαιζα μου λέγανε:
(όλοι
μαζί, βάζοντας το δάχτυλο μπροστά στο στόμα): "Σσσσσς, σώπα"
- Στο
σχολείο μού κρύψανε την αλήθεια τη μισή, μου λέγανε :"εσένα τι σε νοιάζει
; "
(όλοι
μαζί): "Σσσσσς, σώπα"
- Κόψε
τη φωνή σου και μη μιλάς, σώπαινε. Και αυτό βάσταξε μέχρι τα εικοσί μου
χρόνια.
- Ο λόγος του μεγάλου - η σιωπή του μικρού. Έβλεπα αίματα στο πεζοδρόμιο,
"Τι σε νοιάζει εσένα;", μου λέγανε, "θα βρεις το μπελά σου".
- Ο λόγος του μεγάλου - η σιωπή του μικρού. Έβλεπα αίματα στο πεζοδρόμιο,
"Τι σε νοιάζει εσένα;", μου λέγανε, "θα βρεις το μπελά σου".
(όλοι μαζί): "Σσσσσς, σώπα"
- Αργότερα φωνάζανε οι προϊστάμενοι :
"Μη χώνεις τη μύτη σου παντού, κάνε πως δεν καταλαβαίνεις"
(όλοι μαζί): "Σσσσσς, σώπα"
- Σε
χρόνια δίσεκτα οι γονείς, οι γείτονες με συμβουλεύανε :
"Μην ανακατεύεσαι, κάνε πως δεν είδες τίποτα"
Μπορεί να μην είχαμε με τους γείτονες γνωριμίες ζηλευτές, μας ένωνε όμως, το Σώπα.
- Σώπα ο ένας, σώπα ο άλλος σώπα οι επάνω, σώπα οι κάτω,
σώπα όλη η πολυκατοικία και όλο το τετράγωνο.
"Μην ανακατεύεσαι, κάνε πως δεν είδες τίποτα"
Μπορεί να μην είχαμε με τους γείτονες γνωριμίες ζηλευτές, μας ένωνε όμως, το Σώπα.
- Σώπα ο ένας, σώπα ο άλλος σώπα οι επάνω, σώπα οι κάτω,
σώπα όλη η πολυκατοικία και όλο το τετράγωνο.
- Σώπα
οι δρόμοι οι κάθετοι και οι δρόμοι οι παράλληλοι.
Κατάπιαμε τη γλώσσά μας. Στόμα έχουμε και μιλιά δεν έχουμε.
Κατάπιαμε τη γλώσσά μας. Στόμα έχουμε και μιλιά δεν έχουμε.
-
Φτιάξαμε το σύλλογο του "Σώπα".
Τραγούδι
: Παπαντοπ (Μαρκόπουλος) «Κι εκείνος – κι εκείνος – κι εκείνος που σωπαίνει θα
χαθεί – θα χαθεί»
Ξεφτίλιους
: Τι άλλο σας απασχολεί Μεγαλειότατε ;
Αρπατ.:
Χμ…, φταίει ότι διαβάζουν κι όταν διαβάζουν σκέφτονται και όταν σκέφτονται
κατεβάζουν ιδέες και όταν κατεβάζουν ιδέες...ααααα, α! Δεν τους αντέχω άλλο !
Υποχθ.:
Α-πλού-στα-το. Για να διαβάσουν κάτι θα πρέπει να το εγκρίνουμε πρώτα ΕΜΕΙΣ. Αν
κάτι δεν σας αρέσει θα το απαγορεύσουμε. Θα
απαγορεύσουμε
βιβλία, προτάσεις ακόμα και λέξεις. Θα το ονομάσουμε ΛΟΓΟΚΡΙΣΙΑ !
Αρπατ.
: Αποφασίζω και διατάσσω : Επιβάλλω λογοκρισία !
Μια
ομάδα 4-5 παιδιών ακούει τη δασκάλα
Δασκάλα
: Και τότε η Κοκκινοσκουφίτσα είπε στο Λύκο. «Δε σε φοβάμαι»
Ασφαλίτης
Α: Τι είναι αυτά που λέτε στα παιδιά; Τι
θα πει «δε σε φοβάμαι». Ασφαλίτης Γ: Από
πότε ακούστηκε αυτό; Παιδιά να μη φοβουνται.
Δασκάλα
: Το παραμύθι διδάσκει στα παιδιά το θάρρος, τη γενναιότητα, τη…
Ασφαλίτης
Β: Κουραφέξαλα: Δυσκολεύετε τη θέση σας όσο
συνεχίζετε να μιλάτε
Δασκάλα:
Αυτό το μάθημα ίσως είναι το τελευταίο…Απομονώστε…
Ασφαλίτης
Γ: Φτάνει πια : Ακολουθήστε με!
Παιδιά
: Κι εμείς τι θα διαβάζουμε ;
Ασφαλίτης
Δ: Μα τα απομνημονεύματα του ξακουστού μας
Αρπατίλαου
Ασφαλίτης
Α: Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ελλάς
Ελλήνων Χριστιανών
(συλλαμβάνουν
τη δασκάλα και τη συνοδεύουν πίσω από τις κορδέλες – κάγκελα)
Οι
ρίζες κουνιούνται σαν κεφάλια πριν πέσουν.
Aναποδογυρίζει ο κόσμος, παραφορτώθηκε,
κι ο ανισόρροπος καιρός τον σπρώχνει
με βία στο μονόχρωμο αύριο.
Aναποδογυρίζει ο κόσμος, παραφορτώθηκε,
κι ο ανισόρροπος καιρός τον σπρώχνει
με βία στο μονόχρωμο αύριο.
Τραγούδι
: Ο λύκος (Αρλέτα)
Ξεφτιλ:
Και τι έχει μείνει ακόμα που σας ενοχλεί Υψηλότατε ;
Αρπατ:
Το βασικότερο. Συγκεντρώνονται στα σπίτια, μιλάνε , διασκεδάζουν και με
κο-ροϊ-δευουν.
Υποχθ.:
Και φαντάζομαι ότι συζητάνε, ανταλλάσσουν απόψεις …εεε;
Θα το
απαγορεύσουμε !
Αρπατ.:
Αποφάσια και διατάσσω. Απαγορεύονται οι συναθροίσεις !
Επιβάλλω
στρατιωτικό νόμο !
(Τα
παιδιά παίζουν κρυφτό)
Πέντε –
δέκα – δεκαπέντε – είκοσι – εικοσιπέντε…
(Βγαίνει
ένα παιδί και λέει)
-Φτου
ξελευτερία
Ασφαλίτης
Α: Τι κάνετε εσείς εδώ ;
Παιδιά
: Παίζουμε.
Ασφαλίτης
Β: Και τι ελευθερίες και ξελευθερίες
είναι αυτά ;
-Παιδιά
: Μα όταν παίζουμε κρυφτό, ξέρετε, κάποιος που φτύνει και δεν τον έχει δει…
Ασφαλίτης Γ: Δικαιολογίες ! Εμπρός! Τα χέρια πίσω και
ακολουθήστε με !
Ασφαλίτης
Δ: Από δω και μπρος επιτρέπονται μόνο τα
ατομικά παιχνίδια.
Παιδιά
: Μα αυτό δεν έχει γούστο! Τι παιχνίδι θα’ ναι αυτό; Πως θα χαίρεται ο καθένας
μόνος του;
Ασφαλίτης
Β: Αρκετά είπες! Από τώρα θα μπορείς να
παίζεις μόνο με τα βλέφαρά σου !
(συλλαμβάνουν
τα παιδιά και τα συνοδεύουν πίσω από τις κορδέλες – κάγκελα)
(δυο
παιδιά βγαίνουν μέσα από τα κάγγελα και απαγγέλουν)
Μην
απομονωθείτε. Με το λόγο και την πράξη σας
σταθείτε πλάι σε κάποιον, στη μάνα σας, στον αδελφό σας, ή στο φίλο σας
και προπαντός στα νέα παιδιά περιμένουν από σας να δουν αν θα τους φράξετε ή θα
τους ανοίξετε το δρόμο της ελεύθερης αναπνοής.
Απομονώστε
όσους συνεχώς χαμογελούν, που όταν μιλούν δεν σας κοιτούν στα μάτια κι όταν
τους δίνετε το χέρι δεν ξέρουν ή δεν θέλουν να το σφίξουν.
Τραγούδι
: Ακροβάτης – Χαίνηδες (Ένα παιδί παριστάνει ότι ισορροπεί σε τεντωμένο σχοινί
και ταλαντεύεται)
Ξεφτιλ:
Τι άλλο ενοχλητικό έχετε παρατηρήσει στους υπηκόους σας Υψηλότατε ;
Αρπατ.
Πως θα γίνει να σταματήσει αυτό που μ’ έχει ζαλίσει τελευταία, αυτό που με
ταλαιπωρεί… Πως τον λένε αυτόν το νεαρό…, τον ψηλό με τα πολλά μαλλιά, που
κουνάει τα χέρια του κι έχει γεμίσει τον κόσμο με τα τραγούδια του; Για να
φανταστείς, ενώ τον έκλεισα φυλακή το φαινόμενο συνεχίζεται !
Υποχθ.:
Τα, τα, τα,…μη μου στενοχωριέστε…Αυτό ήταν όλο; Πείτε μου εμένα ποια τραγούδια
σας αρέσουν και θα φροντίσω ΕΓΩ να ακούνε ΜΟΝΟ ΑΥΤΑ. Θα φτιάξουμε μια λίστα που
θα έχει μόνο τα τραγούδια που σας αρέσουν !
Αρπατ.:
Να σκεφτώ. Το «ήταν ένας γάιδαρος με μεγάλα αυτιά». Το μια ωραία πεταλούδα». Α,
και το πιο προχωρημένο «Άσπρα, κόκκινα, κίτρινα μπλε». Για να μην πούμε και για
το σουξέ : «Κυρά Γιώργαινα ο Γιώργος σου που πάει;»
Αποφασίζω
και διατάσσω : Θα ακούτε μόνο τα τραγούδια της λίστας !
(Μια
παρέα παιδιών συζητά)
-Ωχ
πια, δεν αντέχω άλλο, βαρέθηκα ! Ας πούμε πια κάτι να ανοίξει η καρδιά μας !
-Ναι,
ας πούμε !
-Να
πούμε τη Μαργαρίτα…
(τα
παιδιά τραγουδάνε)
Η
Μαργαρίτα η Μαργαρώ,
περιστεράκι στον ουρανό...
τον ουρανό μες στα δυο σου μάτια κοιτάζω,
βλέπω την πούλια και τον Αυγερινό.
περιστεράκι στον ουρανό...
τον ουρανό μες στα δυο σου μάτια κοιτάζω,
βλέπω την πούλια και τον Αυγερινό.
-Α,
ξέρω κι εγώ το άλλο, τη συννεφούλα
Είχα-είχα μια αγάπη, αχ καρδούλα μου
που ’μοιαζε συννεφάκι, συννεφούλα μου
Σαν συννεφά-, συννεφάκι φεύγει, ξαναγυρνάει
Μ’ αγαπάει τη μια, την άλλη με ξεχνάει
Ασφαλίτης
Γ: Αυτά τα τραγούδια δεν
συμπεριλαμβάνονται στον κατάλογο !
Ασφαλίτης
Δ: Αυτά τα τραγούδια δεν
συμπεριλαμβάνονται στη λίστα !
Ασφαλίτης
Β: Στο ξερονήσι ;
Ασφαλίτης
Α: Στο ξερονήσι !
(συλλαμβάνουν
τα παιδιά και τα συνοδεύουν στο ξερονήσι – τόπο της χορωδίας)
Τον
καιρό της φρίκης
Θα τραγουδάμε ακόμα;
Ναι,θα τραγουδάμε το τραγούδι της φρίκης
Θα τραγουδάμε ακόμα;
Ναι,θα τραγουδάμε το τραγούδι της φρίκης
Τραγούδι
: Η επιστολή (Μ. Θεοδωράκης)
(Τα
παιδιά καθισμένα πίσω από τα κάγκελα συζητάνε)
- Μπορεί η αλήθεια ναν΄θνητή, το
ψέμα αθάνατο;
- Έτσι δείχνουν όλα.
- Που είδες, η αδικία να μη ξαμασκαρεύεται χρόνους και καιρούς;
- Εδώ.
- Μα ξέρεις κάποιον που η βία να του 'χει φέρει τύχη;
- Και ποιός δεν ξέρει;
- Τότε ποιός μπορεί, σ΄ έναν τέτοιο κόσμο, να τσακίσει τον τύραννο;
- Εσύ.
- Έτσι δείχνουν όλα.
- Που είδες, η αδικία να μη ξαμασκαρεύεται χρόνους και καιρούς;
- Εδώ.
- Μα ξέρεις κάποιον που η βία να του 'χει φέρει τύχη;
- Και ποιός δεν ξέρει;
- Τότε ποιός μπορεί, σ΄ έναν τέτοιο κόσμο, να τσακίσει τον τύραννο;
- Εσύ.
- Μιλώντας για τους σκοτεινούς
καιρούς δε θα λέμε: Tον καιρό που η βελανιδιά τα κλαδιά της ανεμοσάλευε.
- Θα λέμε: Tον καιρό που ο
μπογιατζής τσάκιζε τους εργάτες.
- Δε θα λέμε: Tον καιρό που το
παιδί πετούσε βότσαλα πλατιά στου ποταμού το ρέμα.
- Θα λέμε: Tον καιρό που
ετοιμάζονταν οι μεγάλοι πόλεμοι.
- Mα δε θα λέμε: Ήτανε σκοτεινοί
καιροί.
- Θα λέμε: Γιατί σωπαίναν.. οι
Ποιητές τους;
-
Θα
λέμε ή δεν θα λέμε ;
-
Θα
λέμε αλλά δεν θα λέμε.
-
Δεν
θα λέμε καθόλου ;
-
Βρε
θα λέμε…αλλά δεν θα λέμε. Κατάλαβες ; Δηλαδή, δεν θα λέμε «μαστίγιο η εφορία» !
Θα λέμε «η εφορία μας κάνει γυμναστική»…
-
Αααα
!! Για λέγε…για λέγε…
-
Θα
λέω, αλλά δεν θα λέω !
-
Καλά
προχώρα…
-
Λοιπόν.
Δεν θα λέμε απαγορεύεται το παιχνίδι θα λέμε, δεν έχω όρεξη να παίξω !!
-
Κατάλαβα.
Δεν θα λέμε τότε που δεν είχαμε δασκάλους στα σχολεία. Θα λέμε τότε που
δοκίμαζαν νέα παιδαγωγική μέθοδο.
-
Αγγλικά
άνευ διδασκάλου.
-
Μάλιστα,
μάλιστα.
-
Δεν
θα λέμε τότε που πεινούσαμε, θα λέμε τότε που μας κόπηκε η όρεξις.
-
Δεν
θα λέμε τότε που λέγαμε τότε που είπαμε το ψωμί ψωμάκι. Θα λέμε τότε που
περιορίσαμε τα περιττά έξοδα…
-
Α,
μπράβο…
-
Δεν
θα λέμε τότε που τα παιδιά δεν είχαν να πιουν. Θα λέμε τότε που λιγόστεψε το
γάλα.
-
Δεν
θα λέμε είμαι απαισιόδοξη, θα λέμε δεν είμαι αισιόδοξη. Έτσι θα λέμε.
-
Μωρέ
μπράβο !
-
Ναι,
δεν θα λέμε τότε που μας τελείωσαν οι τέσσερις εποχές. Θα λέμε τότε που ήταν
μόδα ο χειμώνας.
-
Αχά
!
-
Δεν
θα λέμε τότε που σταματήσαμε να τραγουδάμε. Θα λέμε τότε που μας άρεσε η
«σιωπηλή» μουσική δωματίου…
-
Άλλωστε
η σιωπή είναι χρυσός !
-
Δεν
θα λέμε τότε που χάσαμε την ελευθερία μας. Θα λέμε τότε που βρήκαμε το ρυθμό
της πειθαρχίας.
-
Γερμανικής…
-
Δεν
θα λέμε τη σκοτεινιά, μαυρίλα. Θα τη λέμε λαμπρό πρωινό.
-
Τι
λέτε ;
-
Βρε
ούστ !
-
Ουστ
;
-
Φρουστ.
-
Δεν
θα λέμε τότε που κοιμόμαστε, θα λέμε όταν νυστάζαμε.
-
Δεν
θα λέμε τότε ξεχάσαμε την ανθρωπιά μας. Θα λέμε πως η ανθρωπιά μας άφησε
χρόνους.
-
Όποιος
δεν φοβάται το πρόσωπο του τέρατος, πάει να πει ότι του μοιάζει. Και το
πιθανότερο τότε είναι, να συνηθίσουμε τη φρίκη, να μας τρομάζει ή ομορφιά.
-
Ο
Φρανκεστάϊν έγινε πόστερ και στολίζει το δωμάτιο ενός όμορφου αγοριού. Το αγόρι
ονομάζεται Παπαδόπουλος ή Πινοσέτ, κι ολομόναχο χορεύει. Δεν υπάρχει μουσική,
ούτε τραγουδιστής από κοντά, μονάχα ένας ρυθμός ατέλειωτος και αριθμοί…
-
Χίλιοι,
πεντακόσιοι, πέντε χιλιάδες, δέκα, εκατό χιλιάδες, αριθμοί όχι εντελώς
αποσαφηνισμένοι των εξαφανισθέντων, βασανισθέντων και νεκρών.
-
Και
ο χορός να συνεχίζεται, το δε ποδόσφαιρο στις φάσεις του, να κόβει την αναπνοή
εκατομμυρίων θεατών επί της Γης. Εκατομμύρια περισσότεροι απ’ όσους εννοούνε ν’
αντιδράσουνε στο τέρας, και εξαφανίζονται μες σε χαντάκια, σε ρεματιές ή στις
αγροτικές ερημιές.
-
Από
την ώρα πού ο Φρανκεστάϊν γίνεται στόλισμα νεανικού δωματίου, ο κόσμος
προχωράει μαθηματικά στην εκμηδένιση του. Γιατί δεν είναι πού σταμάτησε να
φοβάται, αλλά γιατί συνήθισε να φοβάται…
Ηχητικό
ντοκουμέντο «Όλοι ενωμένοι»
Πολλαπλασιαζόμαστε.
Μεταμορφωνόμαστε.
Ο εχθρός σαπίζει, εκμηδενίζεται,
να το φωνάξουμε, να το διαδώσουμε.
Έπαιξε λάθος. Να πληρώσει το μονόλογο.
Τα δέρματα που κατεργάστηκε, τους ματωμένους που έθαψε,
Κι άλλα ανομολόγητα σε στόμα σφραγισμένο.
Ο εχθρός σαπίζει, εκμηδενίζεται,
να το φωνάξουμε, να το διαδώσουμε.
Έπαιξε λάθος. Να πληρώσει το μονόλογο.
Τα δέρματα που κατεργάστηκε, τους ματωμένους που έθαψε,
Κι άλλα ανομολόγητα σε στόμα σφραγισμένο.
που θ' αλλάξουν τα πράγματα!
Να το θυμάσαι Μαρία!
Θυμάσαι, Μαρία, στα διαλείμματα
εκείνο το παιχνίδι που τρέχαμε
κρατώντας τη σκυτάλη;
Μη βλέπεις εμένα, μην κλαις,
εσύ είσαι η ελπίδα!
Άκου, θα 'ρθει καιρός
που τα παιδιά θα διαλέγουν γονιούς,
δε θα βγαίνουν στην τύχη
δεν θα υπάρχουν πόρτες κλειστές
με γερμένους απ' έξω,
και τη δουλειά θα τη διαλέγουμε,
δε θα 'μαστε άλογα
να μας κοιτάνε στα δόντια.
Οι άνθρωποι, σκέψου,
θα μιλάνε με χρώματα
κι άλλοι με νότες,
να φυλάξεις μοναχά
σε μια μεγάλη φιάλη με νερό
λέξεις κι έννοιες σαν κι αυτές :
απροσάρμοστοι, καταπίεση,
μοναξιά, τιμή, κέρδος, εξευτελισμός,
για το μάθημα της Ιστορίας
Είναι, Μαρία, δε θέλω να λέω ψέματα,
δύσκολοι καιροί και θα 'ρθουνε κι άλλοι
δε ξέρω, μην περιμένεις κι από μένα πολλά
τόσα έζησα, τόσα έμαθα, τόσα λέω.
Κι απ' όσα διάβασα ένα κράτησα καλά
Σημασία έχει να παραμένεις άνθρωπος!
Θα την αλλάξουμε τη ζωή
...παρ' όλα αυτά Μαρία
Δρώμενο
: Κάτω από το φως του στρόμπο (έντονο φως που αναβοσβήνει γρήγορα) τα παιδιά
κινούνται αργά, ακούγεται το τραγούδι «που το πάνε το παιδί» - εκτέλεση raining pleasure
τα
παιδιά μένουν ακίνητα :
Και
τώρα έβγα με βήμα ανάλαφρο
Στης ερειπωμένης πολιτείας
την παλιά σκηνή,γεμάτη υπομονή
μα και αμείλικτα το σωστό δείχνοντας.
Στον ανόητο παράβαλε τη Σοφία
Στο μίσος τη Φιλία,
Στο γκρεμισμένο σπίτι
το λαθεμένο σχέδιο.
Μα σ’αυτούς που δεν μαθαίνουν
δείξε με κάποια ελπίδα
το καλό σου πρόσωπο…
Στης ερειπωμένης πολιτείας
την παλιά σκηνή,γεμάτη υπομονή
μα και αμείλικτα το σωστό δείχνοντας.
Στον ανόητο παράβαλε τη Σοφία
Στο μίσος τη Φιλία,
Στο γκρεμισμένο σπίτι
το λαθεμένο σχέδιο.
Μα σ’αυτούς που δεν μαθαίνουν
δείξε με κάποια ελπίδα
το καλό σου πρόσωπο…
τα
παιδιά κόβουν τις κορδέλες
Τραγούδι : Give peace a chance – John Lennon
Τα
παιδιά συνοδεύουν με παλαμάκια, μπαίνουν στη σκηνή όλα τα παιδιά
Ενδιάμεσα
στο τραγούδι απαγγέλονται οι στίχοι :
Πάω να
φτιάξω άλλον έναν καφέ.Μείνε λίγο ξάγρυπνη ακόμα
κρατώντας τούτη τη γραμμή ανοιχτή.
Τη γραμμή που χτίζει κάστρα
γύρω απ’ τα όνειρά μου.
Τη γραμμή που ρίχνει σωσίβια
κάθε που ναυαγώ στο φόβο.
Κράτα τη γραμμή ανοιχτή.
Βάρκα που ψάχνει έλεος
στα απάνεμα βράχια σου η ζωή μου.
Κράτα τη γραμμή ανοιχτή!
Το αίμα θα ξαναγίνει κρασί στη Κανά σου λέω!
Θ’ ακούσουμε ξανά παιδιάστικα γέλια σου λέω!
Θα πούμε ξανά τραγούδια στη θάλασσα σου λέω!
Θα πιούμε ξανά από ανοιξιάτικο ρυάκι σου λέω!
Κράτα μόνο τη γραμμή ανοιχτή!
Κράτα τη γραμμή ανοιχτή!
Κράτα, κράτα, κράτα………
Κι αν
σας τα είπαμε όλα αυτά
Κι αν
σας τα είπαμε όλα αυτά
είναι
γιατί εδώ στη χώρα μας
εδώ στη
χώρα μας
όπως κι
αλλού,
παντού
στον κόσμο
οι
άνθρωποι ξεχνάνε
οι
άνθρωποι ξεχνάνε
και η
τρέλα
δεν
θέλει πολύ
να
φουντώσει πάλι
φτου
ξανά κι απ’ την αρχή
Η
παράσταση ολοκληρώνεται με ηχητικό ντοκουμέντο από το Πολυτεχνείο
Χρησιμοποιήθηκαν πεζά και
ποιήματα των Γιώργου Σεφέρη, Ευγένιου Τριβιζά, Μπ. Μπρεχτ, Αζίζ Νεσίν, Κ. Γώγου,
Κ. Θεοτοκά, Μήτσου Κασόλα, Ζωρζ Σαρή, Μάνου Χατζιδάκη. Στην επεξεργασία και τη
συγγραφή κειμένων, το μαγικό της χεράκι έβαλε και η Φωτεινή Φραγκούλη.
Συγκεντρωμένο υλικό από την ιστοσελίδα του Α' Συλλόγου Εκπαιδευτικών Αθηνών Π.Ε., a-athinwn.gr
Δεν κάνει κακό να αναφέρουμε τις πηγές μας για κάποιο υλικό που βρίσκουμε στο internet... Το παραπάνω υλικό είναι από τον Α΄ Σύλλογο Αθηνών Εκπαιδευτικών Π.Ε. (http://www.a-athinon.gr).
ΑπάντησηΔιαγραφή