Σάββατο 17 Νοέμβριου, ώρα τρεις παρά δέκα. Η πόρτα του Πολυτεχνείου πέφτει. Σχεδόν τέσσερις δεκαετίες μετά, η «Μηχανή του χρόνου» ρώτησε τον Παττακό «γιατί τόση βία;» και ο δικτάτορας απάντησε: «Δυστυχώς, οι στρατιώτες δεν είχαν κλειδί μαζί τους και γι΄ αυτό άνοιξαν με τη δύναμη του τανκ».
Αμέσως μετά την εισβολή, οι άνδρες των ΛΟΚ εφορμούν. Κι όμως, κάποιοι στρατιώτες βοηθούν τους φοιτητές να βγουν, αλλά στην έξοδο τους περιμένουν αστυνομικοί με πολιτικά. Άλλους τους συλλαμβάνουν και άλλους τους ξυλοκοπούν επιτόπου. Ακούγονται εκκλήσεις να έρθουν τα ασθενοφόρα. Όμως, νωρίτερα, οι αστυνομικοί ντυμένοι γιατροί, είχαν συλλάβει φοιτητές και υπήρχε δυσπιστία. Έτσι, οι γιατροί έβαλαν ένα φοιτητή πάνω στο ασθενοφόρο, να πείθει τους τραυματίες, ότι αυτή τη φορά ήταν κανονικοί γιατροί και όχι ασφαλίτες.
Επιπλέον φορούσαν τις χειρουργικές φόρμες. Αρκετοί γιατροί θυμούνται αστυνομικούς να παίρνουν ακόμη και βαριά τραυματίες από τα χέρια τους και να τους συλλαμβάνουν ή να τους χτυπούν, αν και ήταν ήδη αιμόφυρτοι.
Το ίδιο βράδυ, η κάμερα της χουντικής προπαγάνδας μπαίνει μέσα στο Πολυτεχνείο και μεταδίδει τις δικές της εικόνες… Ασθενοφόρα που «έσπευσαν» να βοηθήσουν, αλλά στα πλάνα τα φορεία είναι άδεια, αφού υποτίθεται ότι δεν χτύπησαν κανέναν. Οι αστυνομικοί στο προπαγανδιστικό βίντεο βοηθούν τους φοιτητές. Ταυτόχρονα ισχυρίζονται ότι ανακαλύπτουν ρουκέτες, τις οποίες υποτίθεται ότι είχαν οι φοιτητές, που κατέλαβαν το Πολυτεχνείο.