Σε παλιές μονοκατοικίες ή πολυκατοικίες, σε σπίτια στον Πειραιά και στα προάστια, στο πολύβουο κέντρο της πρωτεύουσας, καθώς και στους διάφορους λόφους της Αττικής, τα άγνωστα καταφύγια, δημόσια και ιδιωτικά, απομεινάρια μιας άλλης εποχής, παραμένουν ένα κομμάτι της νεότερης Ελλάδας αθέατο για το ευρύ κοινό. Η ιστορία τους ξεκινά τη δεκαετία του ’30, όταν ο πόλεμος είναι προ των πυλών και με ειδικό διάταγμα του Ιωάννη Μεταξά καθίσταται υποχρεωτική η κατασκευή καταφυγίων σε σπίτια και στο εσωτερικό λόφων της Αθήνας.
Ρεπορτάζ: Νίκη Παπάζογλου
Φωτογραφίες / Βίντεο: Γιάννης Κέμμος
Πηγή: Newsbeast.gr
Σε κάθε λόφο και κάτω από σχεδόν κάθε πολυκατοικία της εποχής, χτίζεται και ένας χώρος εξοπλισμένος με κρεβάτια, τουαλέτες, ηλεκτρικό ρεύμα, ώστε να παράσχει στοιχειώδεις συνθήκες φιλοξενίας εφόσον χρειαστεί. Κάποιοι από αυτούς τους χώρους, δεν εξοπλίζονται με τα απαραίτητα για την φιλοξενία, αλλά υπάρχουν και λειτουργούν ως χώροι καταφυγής για την αποφυγή μιας σύντομης απειλής.
Ένα από τα 800 μεσοπολεμικά καταφύγια που σώζονται μέχρι και σήμερα, βρίσκεται στην Καστέλλα στο λόφο του Προφήτη Ηλία. Με την ομάδα της Αστικής Σπηλαιολογίας και την βοήθεια του κ. Παναγιώτη Δευτεραίου, το newsbeast.gr επισκέφτηκε και κατέγραψε την κατάβαση σε αυτό τον ερημωμένο και σφραγισμένο πλέον χώρο καταφυγής.
Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν η Αθήνα βομβαρδίζεται ανηλεώς από τους ναζί αλλά και μετέπειτα από τους «συμμάχους» τα καταφύγια αποδεικνύονται σωτήρια προσφέροντας μιας κάποια προστασία. Την ίδια περίοδο -εκτός από τα καταφύγια αυτά- ανοίγουν τις πόρτες τους, για να προστατεύσουν τους πολίτες από τους βομβαρδισμούς, και πολλά άλλα υπόγεια που προορίζονταν για διαφορετική χρήση.
Τα χρόνια της Κατοχής αντιαεροπορικά καταφύγια κατασκεύασαν και οι γερμανικές δυνάμεις, με τον πραγματικό αριθμό τους να παραμένει άγνωστος μέχρι και σήμερα. Το 1999 υπολογιζόταν ότι στην Ελλάδα σώζονταν 200 δημόσια καταφύγια. Αντιθέτως με κάποια ιδιωτικά που υπάρχουν ακόμα στη θέση τους συντηρημένα και ετοιμοπόλεμα, τα μεγάλα δημόσια καταφύγια δε διατηρούνται ενεργά μέχρι σήμερα.
Στα διάφορα «μυστικά» του πειραϊκού αστικού περιβάλλοντος που αφορούν υπόγειους χώρους, για τα οποία οι βιβλιογραφικές ή οι διαδικτυακές αναφορές είναι ελάχιστες, ανήκει και το υπόγειο καταφύγιο του λόφου Προφήτη Ηλία στην Καστέλλα. Σήμερα η πύλη του μοιάζει επτασφράγιστη, στην πραγματικότητα βέβαια μια αρκετά βαριά σιδερένια σκαλωσιά και μια ξύλινη σανίδα είναι αυτά που εμποδίζουν την πρόσβαση σε αυτό.
Κατά την άφιξή μας εκεί, και πριν ανοίξει η «καταπακτή», η αίσθηση ήταν αλλόκοτη. Κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί ότι το καταφύγιο αυτό ανοικτό πριν από αρκετά χρόνια, φιλοξένησε εκτός από ανθρώπους που θέλησαν να γλιτώσουν από τη φρίκη του πολέμου, την αγριότητα του κατακτητή και τους βομβαρδισμούς του εχθρού, και μεταγενέστερους επισκέπτες.
Αφού μετακινήσαμε τη μεταλλική σχάρα που σκέπαζε το άνοιγμα, αρχίσαμε να εισχωρούμε κάτω από την επιφάνεια. Μπαίνοντας, ώσπου να συναντήσεις τα σκαλοπάτια τα οποία σε κατεβάζουν στους δύο υπόγειους θαλάμους, ένιωθες πως εισέρχεσαι σε ένα χαμηλό σπήλαιο.
Πάμπολλα σκουπίδια - στρώματα, παιδικές μπάλες, πλαστικές σακούλες - ήταν το πρώτο πράγμα που συναντήσαμε από την είσοδό μας μέχρι και τα δεύτερα σκαλοπάτια. Αν και η προσπέλαση του σωρού των σκουπιδιών φάνταζε στην αρχή ένα εγχείρημα αρκετά δύσκολο αφού στην ουσία στένευε ακόμα περισσότερο την ήδη χαμηλοτάβανη είσοδο, δεν ήταν το μόνο που μας δυσκόλεψε. Οι κατσαρίδες που συναντούσες διάσπαρτες στους τοίχους και τα εμφανή σημάδια των τρωκτικών που είχαν περάσει πρόσφατα από εκεί, ήταν μια επιπρόσθετη αιτία δισταγμού. Η ατμόσφαιρα αποπνικτική - χωρίς εξαερισμό και με τα σκουπίδια να παραμένουν εκεί για δεκαετίες - επέβαλε τη χρήση μάσκας.
Κατεβαίνοντας τα πρώτα σκαλοπάτια, κατέληγες σε ένα «τρίστρατο». Άλλοτε θα μπορούσες είτε να συνεχίσεις την κατάβαση είτε να ακολουθήσεις τον ανηφορικό διάδρομο ο οποίος οδηγούσε και πάλι επάνω, στην σημερινή πλαϊνή κλεισμένη είσοδο. Συνεχίζοντας δεξιά προχωρήσσαμε ακόμα βαθύτερα για να φτάσουμε στις αίθουσες του καταφυγίου. Μόλις πατήσαμε και το τελευταίο από τα 50 περίπου σκαλιά, βρεθήκαμε μπροστά από τις δυο κύριες αίθουσες του χώρου καταφυγής βάθους 10-12 μέτρων.
Η διάταξη του συγκεκριμένου καταφυγίου, όπως μας ενημέρωσε ο κ. Δευτεραίος, παρουσιαζόταν κάπως διαφορετική από εκείνη των λοιπών καταφυγίων. Έχοντας ακούσει τις παραφιλολογίες για τα δίκτυα στοών καθώς και για επικοινωνία με την παρακείμενη εκκλησία προσπαθήσαμε προχωρώντας να το διερευνήσουμε. Δεν υπήρχε όμως κανένα σημάδι που να αποδεικνύει πως οι στοές αυτές - περιορισμένου μήκους - επικοινωνούν με κάποια άλλη τοποθεσία ή με το πλησιέστερο έτερο καταφύγιο που υπάρχει εκεί. Όπως άλλωστε μας επιβεβαίωσε και ο κ. Δευτεραίος, λόγω μεγέθους δε θα μπορούσαμε να το χαρακτηρίσουμε «δίκτυο στοών» και είχε ούτε ο ίδιος παρατηρήσει κανένα ίχνος καταπακτής ή εξόδου προς την παρακείμενη εκκλησία.
«Είναι ένα μικρό καταφύγιο, χωρίς ιδιαίτερα μεγάλους χώρους, αφού στην περιοχή της Καστέλλας υπάρχει άλλο ένα, με το οποίο μοιάζουν κατασκευαστικά όχι όμως αρχιτεκτονικά. Το συγκεκριμένο δεν διατηρεί τις εγκαταστάσεις του (υδραυλικά, ηλεκτρικά, κ.λπ.). Σήμερα από τις τέσσερις εξόδους που διέθετε μόνο η μία, αυτή στην κορυφή του λόφου που χρησιμοποιήσαμε για να κατεβούμε είναι ανοιχτή - οι υπόλοιπες τρεις είναι μπαζωμένες και αποκλεισμένες με τσιμέντο. Ως κατασκευή θα μπορούσαμε να το χαρακτηρίσουμε καλοδιατηρημένο εξαιτίας όμως της προσβασιμότητάς του, επειδή παρέμενε για αρκετά χρόνια ανοιχτό, δεν έχει διατηρηθεί καθαρό».
Τα τοιχώματα των στοών του υγκεκριμένου καταφυγίου είναι λιθόκτιστα και η οροφή τους τοξωτή από μπετόν.
«Οι υπόγειοι διάδρομοί του που βρίσκονται γύρω στα 10-12 μέτρα κάτω από την επιφάνεια του εδάφους δημιουργεί μια απορία: άραγε ποιος ο λόγος να σκάψουν τόσο βαθιά κάτω από τη γη για την κατασκευή του συγκεκριμένου καταφυγίου; Μήπως χρησιμοποίησαν κάποια ήδη υπάρχουσα αρχαία κατασκευή επενδύοντας απλά τις στοές της με πέτρα και μπετόν; Εξ’ άλλου ολόκληρος ο λόφος, αλλά και όλη η περιοχή είναι γεμάτη από ποικίλα αρχαία υπόγεια κοιλώματα» συπμληρώνει ο κ. Δευτεραίος.
Σύμφωνα με το μέλος της Αστικής Σπηλαιολογίας, αν παρατηρήσει κανείς το σχεδιάγραμμα της κάτοψης του εν λόγω χώρου καταφυγής, αναρωτιέται επίσης και για το μεγάλο «κενό» που περικλείουν οι περιμετρικές στοές. «Άξιον απορίας είναι, γιατί ο χώρος αυτός να μην αξιοποιηθεί, αυξάνοντας τον όγκο του καταφυγίου, αν βέβαια η κατασκευή πραγματοποιήθηκε από την αρχή»…
Την ίδια απορία άλλωστε φαίνεται πως είχε και ο σχεδιαστής του πρόχειρου με κιμωλία σχεδιαγράμματος που υπάρχει στο τέλος των τσιμεντένιων σκαλοπατιών το οποίο αποτυπώνει τους χώρους του καταφυγίου. Στο κέντρο του σχεδιαγράμματος αυτού, υπάρχει ένα μεγάλο ερωτηματικό (?) το οποίο υποδηλώνει τον αποκλεισμένο χώρο που περικλείεται από στοές και στον οποίο δεν παρατηρείται πρόσβαση από πουθενά.
Οι δύο κεντρικές αίθουσες του καταφίου ενώνονταν μεταξύ τους με περιμετρικές στοές οι οποίες κατέληγαν σε μια άλλη σκάλα των δύο άλλων ανηφορικών διαδρομών που παραμένουν σφραγισμένες σήμερα. Οι δύο παράλληλοι κεντρικοί θάλαμοι μικρής χωριτικότητας είχαν και εκείνοι πλήθος σκουπιδιών ενώ οι τοίχοι πάνω στους οποίους υπήρχαν γκράφιτι μαρτυρούσαν πως οι θάλαμοι δέχονταν μέχρι πρόσφατα επισκέπτες. Στρίβοντας δεξιά, κυκλώνοντας τον απροσπέλαστο (?) χώρο, καταλήξαμε και πάλι στον διάδρομο προς τη σκάλα, την οποία και ανεβήκαμε.
Στη διακλάδωση παρατηρήσαμε για άλλη μια φορά την τρίτη σφραγισμένη έξοδο και συνεχίσαμε τον ανηφορικό δρόμο προς την επιφάνεια.
Η κατάβαση στο συγκεκριμένο καταφύγιο ανέσυρε αναμνήσεις μιας άλλης εποχής, μιας εποχής που το χώρο ζέσταιναν στοιβαγμένες ανάσες του κόσμου που προσπαθούσε να αποφύγει την επικείμενη απειλή ενώ η αποπνικτική μέχρι και σήμερα ατμόσφαιρα είναι σίγουρο πως ενίσχυε τον φόβο και την φρίκη...
Η αστική σπηλαιολογία έχει μέχρις στιγμής εξερευνήσει πολλούς υπόγειους χώρους της πόλης μας. Αυτή η πρωτότυπη κατηγορία ερευνών που οδηγεί σε αρχαίες υπόγειες στοές και χώρους καταφυγής ανεξερεύνητους μέχρι σήμερα, παρ' όλο που βρίσκονται κυριολεκτικά κάτω από τα πόδια μας, πραγματοποιείται από τα μέλη της και στη συνέχεια παρουσιάζεται στο ιστολόγιο της μαζί με τις απαραίτητες μελέτες.
Αν και οι ίδιοι εξερενούν εδώ και αρκετά χρόνια την υπόγεια Αθήνα, η ιδέα για εμάς προέκυψε όταν το φθινόπωρο, το θέμα των καταφυγίων επανήλθε στην επικαιρότηταρότητα με νομοσχέδιο του ΥΠΕΚΑ που προβλέπει την κατασκευή νέων χώρων για προστασία του πληθυσμού από «πόλεμο, τρομοκρατικές ενέργειες ή ακραία καιρικά φαινόμενα» με βάση τις σύγχρονες ανάγκες.
Σε κάθε λόφο και κάτω από σχεδόν κάθε πολυκατοικία της εποχής, χτίζεται και ένας χώρος εξοπλισμένος με κρεβάτια, τουαλέτες, ηλεκτρικό ρεύμα, ώστε να παράσχει στοιχειώδεις συνθήκες φιλοξενίας εφόσον χρειαστεί. Κάποιοι από αυτούς τους χώρους, δεν εξοπλίζονται με τα απαραίτητα για την φιλοξενία, αλλά υπάρχουν και λειτουργούν ως χώροι καταφυγής για την αποφυγή μιας σύντομης απειλής.
Ένα από τα 800 μεσοπολεμικά καταφύγια που σώζονται μέχρι και σήμερα, βρίσκεται στην Καστέλλα στο λόφο του Προφήτη Ηλία. Με την ομάδα της Αστικής Σπηλαιολογίας και την βοήθεια του κ. Παναγιώτη Δευτεραίου, το newsbeast.gr επισκέφτηκε και κατέγραψε την κατάβαση σε αυτό τον ερημωμένο και σφραγισμένο πλέον χώρο καταφυγής.
Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν η Αθήνα βομβαρδίζεται ανηλεώς από τους ναζί αλλά και μετέπειτα από τους «συμμάχους» τα καταφύγια αποδεικνύονται σωτήρια προσφέροντας μιας κάποια προστασία. Την ίδια περίοδο -εκτός από τα καταφύγια αυτά- ανοίγουν τις πόρτες τους, για να προστατεύσουν τους πολίτες από τους βομβαρδισμούς, και πολλά άλλα υπόγεια που προορίζονταν για διαφορετική χρήση.
Τα χρόνια της Κατοχής αντιαεροπορικά καταφύγια κατασκεύασαν και οι γερμανικές δυνάμεις, με τον πραγματικό αριθμό τους να παραμένει άγνωστος μέχρι και σήμερα. Το 1999 υπολογιζόταν ότι στην Ελλάδα σώζονταν 200 δημόσια καταφύγια. Αντιθέτως με κάποια ιδιωτικά που υπάρχουν ακόμα στη θέση τους συντηρημένα και ετοιμοπόλεμα, τα μεγάλα δημόσια καταφύγια δε διατηρούνται ενεργά μέχρι σήμερα.
Στα διάφορα «μυστικά» του πειραϊκού αστικού περιβάλλοντος που αφορούν υπόγειους χώρους, για τα οποία οι βιβλιογραφικές ή οι διαδικτυακές αναφορές είναι ελάχιστες, ανήκει και το υπόγειο καταφύγιο του λόφου Προφήτη Ηλία στην Καστέλλα. Σήμερα η πύλη του μοιάζει επτασφράγιστη, στην πραγματικότητα βέβαια μια αρκετά βαριά σιδερένια σκαλωσιά και μια ξύλινη σανίδα είναι αυτά που εμποδίζουν την πρόσβαση σε αυτό.
Κατά την άφιξή μας εκεί, και πριν ανοίξει η «καταπακτή», η αίσθηση ήταν αλλόκοτη. Κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί ότι το καταφύγιο αυτό ανοικτό πριν από αρκετά χρόνια, φιλοξένησε εκτός από ανθρώπους που θέλησαν να γλιτώσουν από τη φρίκη του πολέμου, την αγριότητα του κατακτητή και τους βομβαρδισμούς του εχθρού, και μεταγενέστερους επισκέπτες.
Αφού μετακινήσαμε τη μεταλλική σχάρα που σκέπαζε το άνοιγμα, αρχίσαμε να εισχωρούμε κάτω από την επιφάνεια. Μπαίνοντας, ώσπου να συναντήσεις τα σκαλοπάτια τα οποία σε κατεβάζουν στους δύο υπόγειους θαλάμους, ένιωθες πως εισέρχεσαι σε ένα χαμηλό σπήλαιο.
Πάμπολλα σκουπίδια - στρώματα, παιδικές μπάλες, πλαστικές σακούλες - ήταν το πρώτο πράγμα που συναντήσαμε από την είσοδό μας μέχρι και τα δεύτερα σκαλοπάτια. Αν και η προσπέλαση του σωρού των σκουπιδιών φάνταζε στην αρχή ένα εγχείρημα αρκετά δύσκολο αφού στην ουσία στένευε ακόμα περισσότερο την ήδη χαμηλοτάβανη είσοδο, δεν ήταν το μόνο που μας δυσκόλεψε. Οι κατσαρίδες που συναντούσες διάσπαρτες στους τοίχους και τα εμφανή σημάδια των τρωκτικών που είχαν περάσει πρόσφατα από εκεί, ήταν μια επιπρόσθετη αιτία δισταγμού. Η ατμόσφαιρα αποπνικτική - χωρίς εξαερισμό και με τα σκουπίδια να παραμένουν εκεί για δεκαετίες - επέβαλε τη χρήση μάσκας.
Κατεβαίνοντας τα πρώτα σκαλοπάτια, κατέληγες σε ένα «τρίστρατο». Άλλοτε θα μπορούσες είτε να συνεχίσεις την κατάβαση είτε να ακολουθήσεις τον ανηφορικό διάδρομο ο οποίος οδηγούσε και πάλι επάνω, στην σημερινή πλαϊνή κλεισμένη είσοδο. Συνεχίζοντας δεξιά προχωρήσσαμε ακόμα βαθύτερα για να φτάσουμε στις αίθουσες του καταφυγίου. Μόλις πατήσαμε και το τελευταίο από τα 50 περίπου σκαλιά, βρεθήκαμε μπροστά από τις δυο κύριες αίθουσες του χώρου καταφυγής βάθους 10-12 μέτρων.
Η διάταξη του συγκεκριμένου καταφυγίου, όπως μας ενημέρωσε ο κ. Δευτεραίος, παρουσιαζόταν κάπως διαφορετική από εκείνη των λοιπών καταφυγίων. Έχοντας ακούσει τις παραφιλολογίες για τα δίκτυα στοών καθώς και για επικοινωνία με την παρακείμενη εκκλησία προσπαθήσαμε προχωρώντας να το διερευνήσουμε. Δεν υπήρχε όμως κανένα σημάδι που να αποδεικνύει πως οι στοές αυτές - περιορισμένου μήκους - επικοινωνούν με κάποια άλλη τοποθεσία ή με το πλησιέστερο έτερο καταφύγιο που υπάρχει εκεί. Όπως άλλωστε μας επιβεβαίωσε και ο κ. Δευτεραίος, λόγω μεγέθους δε θα μπορούσαμε να το χαρακτηρίσουμε «δίκτυο στοών» και είχε ούτε ο ίδιος παρατηρήσει κανένα ίχνος καταπακτής ή εξόδου προς την παρακείμενη εκκλησία.
«Είναι ένα μικρό καταφύγιο, χωρίς ιδιαίτερα μεγάλους χώρους, αφού στην περιοχή της Καστέλλας υπάρχει άλλο ένα, με το οποίο μοιάζουν κατασκευαστικά όχι όμως αρχιτεκτονικά. Το συγκεκριμένο δεν διατηρεί τις εγκαταστάσεις του (υδραυλικά, ηλεκτρικά, κ.λπ.). Σήμερα από τις τέσσερις εξόδους που διέθετε μόνο η μία, αυτή στην κορυφή του λόφου που χρησιμοποιήσαμε για να κατεβούμε είναι ανοιχτή - οι υπόλοιπες τρεις είναι μπαζωμένες και αποκλεισμένες με τσιμέντο. Ως κατασκευή θα μπορούσαμε να το χαρακτηρίσουμε καλοδιατηρημένο εξαιτίας όμως της προσβασιμότητάς του, επειδή παρέμενε για αρκετά χρόνια ανοιχτό, δεν έχει διατηρηθεί καθαρό».
Τα τοιχώματα των στοών του υγκεκριμένου καταφυγίου είναι λιθόκτιστα και η οροφή τους τοξωτή από μπετόν.
«Οι υπόγειοι διάδρομοί του που βρίσκονται γύρω στα 10-12 μέτρα κάτω από την επιφάνεια του εδάφους δημιουργεί μια απορία: άραγε ποιος ο λόγος να σκάψουν τόσο βαθιά κάτω από τη γη για την κατασκευή του συγκεκριμένου καταφυγίου; Μήπως χρησιμοποίησαν κάποια ήδη υπάρχουσα αρχαία κατασκευή επενδύοντας απλά τις στοές της με πέτρα και μπετόν; Εξ’ άλλου ολόκληρος ο λόφος, αλλά και όλη η περιοχή είναι γεμάτη από ποικίλα αρχαία υπόγεια κοιλώματα» συπμληρώνει ο κ. Δευτεραίος.
Σύμφωνα με το μέλος της Αστικής Σπηλαιολογίας, αν παρατηρήσει κανείς το σχεδιάγραμμα της κάτοψης του εν λόγω χώρου καταφυγής, αναρωτιέται επίσης και για το μεγάλο «κενό» που περικλείουν οι περιμετρικές στοές. «Άξιον απορίας είναι, γιατί ο χώρος αυτός να μην αξιοποιηθεί, αυξάνοντας τον όγκο του καταφυγίου, αν βέβαια η κατασκευή πραγματοποιήθηκε από την αρχή»…
Την ίδια απορία άλλωστε φαίνεται πως είχε και ο σχεδιαστής του πρόχειρου με κιμωλία σχεδιαγράμματος που υπάρχει στο τέλος των τσιμεντένιων σκαλοπατιών το οποίο αποτυπώνει τους χώρους του καταφυγίου. Στο κέντρο του σχεδιαγράμματος αυτού, υπάρχει ένα μεγάλο ερωτηματικό (?) το οποίο υποδηλώνει τον αποκλεισμένο χώρο που περικλείεται από στοές και στον οποίο δεν παρατηρείται πρόσβαση από πουθενά.
Οι δύο κεντρικές αίθουσες του καταφίου ενώνονταν μεταξύ τους με περιμετρικές στοές οι οποίες κατέληγαν σε μια άλλη σκάλα των δύο άλλων ανηφορικών διαδρομών που παραμένουν σφραγισμένες σήμερα. Οι δύο παράλληλοι κεντρικοί θάλαμοι μικρής χωριτικότητας είχαν και εκείνοι πλήθος σκουπιδιών ενώ οι τοίχοι πάνω στους οποίους υπήρχαν γκράφιτι μαρτυρούσαν πως οι θάλαμοι δέχονταν μέχρι πρόσφατα επισκέπτες. Στρίβοντας δεξιά, κυκλώνοντας τον απροσπέλαστο (?) χώρο, καταλήξαμε και πάλι στον διάδρομο προς τη σκάλα, την οποία και ανεβήκαμε.
Στη διακλάδωση παρατηρήσαμε για άλλη μια φορά την τρίτη σφραγισμένη έξοδο και συνεχίσαμε τον ανηφορικό δρόμο προς την επιφάνεια.
Η κατάβαση στο συγκεκριμένο καταφύγιο ανέσυρε αναμνήσεις μιας άλλης εποχής, μιας εποχής που το χώρο ζέσταιναν στοιβαγμένες ανάσες του κόσμου που προσπαθούσε να αποφύγει την επικείμενη απειλή ενώ η αποπνικτική μέχρι και σήμερα ατμόσφαιρα είναι σίγουρο πως ενίσχυε τον φόβο και την φρίκη...
Η αστική σπηλαιολογία έχει μέχρις στιγμής εξερευνήσει πολλούς υπόγειους χώρους της πόλης μας. Αυτή η πρωτότυπη κατηγορία ερευνών που οδηγεί σε αρχαίες υπόγειες στοές και χώρους καταφυγής ανεξερεύνητους μέχρι σήμερα, παρ' όλο που βρίσκονται κυριολεκτικά κάτω από τα πόδια μας, πραγματοποιείται από τα μέλη της και στη συνέχεια παρουσιάζεται στο ιστολόγιο της μαζί με τις απαραίτητες μελέτες.
Αν και οι ίδιοι εξερενούν εδώ και αρκετά χρόνια την υπόγεια Αθήνα, η ιδέα για εμάς προέκυψε όταν το φθινόπωρο, το θέμα των καταφυγίων επανήλθε στην επικαιρότηταρότητα με νομοσχέδιο του ΥΠΕΚΑ που προβλέπει την κατασκευή νέων χώρων για προστασία του πληθυσμού από «πόλεμο, τρομοκρατικές ενέργειες ή ακραία καιρικά φαινόμενα» με βάση τις σύγχρονες ανάγκες.