6 Ιανουαρίου του 1840. Στο νέο θέατρο του Σανσώνη στην απόμερη τότε οδό Ηρώδου (σημερινή Μενάνδρου), ανέβηκε η παράσταση «Λουκία του Λαμερμούρου» του Ντονιτσέτι.
Στην πρεμιέρα παρευρέθηκαν ο Βασιλιάς Όθων, αξιωματικοί και μέλη της αυλής, αλλά και πλήθος Αθηναίων που πήγαιναν στο θέατρο χρησιμοποιώντας ακόμη και γαϊδούρια.
«Ο δρόμος ήταν σκοτεινός και βορβορώδης. Μη υπάρχοντος δε άλλου μεταγωγικού μέσου πλην δύο μόνο αμαξών, αι μεταβαίνουσαι εις το θέατρον κυρίαι, ίππευαν ονάρια τα οποία σταθμεύοντα μετά των οδηγών των, προσέδιδαν όψιν χωρικής πανηγύρεως. Συνηθέστερα δε τα στιβαρά νώτα των Μελιταίων αχθοφόρων μετέφεραν εν πάση αναπαύσει σεβαστούς κυρίους μέχρι της θύρας του θεάτρου. Ο τρόπος μεταφοράς ούτος ελέγετο καλικούτσα», έγραφε ο δημοσιογράφος και αργότερα πολιτικός Θεόδωρος Βελλιανίτης.
Τα πρωτότυπα δώρα των Αθηναίων
Από την πρώτη ημέρα, η εντυπωσιακά όμορφη πριμαντόνα Ρίτα Μπόριο Μπάσσο και η «καυτή» μεσόφωνος Λούλη, «άναψαν για τα καλά» τα αίματα των Αθηναίων.
Ο θίασος εξαιτίας των δύο όμορφων γυναικών έδωσε συνολικά 114 παραστάσεις, φυσικά με ανεπανάληπτη επιτυχία.
Στο τέλος της κάθε παράστασης οι «ξαναμμένοι» θεατές άφηναν πάνω στη σκηνή προς τιμή των καλλιτέχνιδων περιλαίμια, μεταξωτά υφάσματα, βραχιόλια, δαχτυλίδια, περιστέρια, καναρίνια, κότες, πάπιες, γουρουνόπουλα και αρνάκια. Ένα βράδυ η πριμαντόνα δέχθηκε στην αγκαλιά της ένα αρνί της σούβλας και αυτή σε σπαστά ελληνικά απάντησε «εφκαριστώ, ιντού το αυριανό ψητό». Την ίδια στιγμή της προσέφεραν και μια ανθοδέσμη κάνοντας την να συμπληρώσει, «ιντού και η σαλάτα».
Από την πρώτη ημέρα, η εντυπωσιακά όμορφη πριμαντόνα Ρίτα Μπόριο Μπάσσο και η «καυτή» μεσόφωνος Λούλη, «άναψαν για τα καλά» τα αίματα των Αθηναίων.
Ο θίασος εξαιτίας των δύο όμορφων γυναικών έδωσε συνολικά 114 παραστάσεις, φυσικά με ανεπανάληπτη επιτυχία.
Στο τέλος της κάθε παράστασης οι «ξαναμμένοι» θεατές άφηναν πάνω στη σκηνή προς τιμή των καλλιτέχνιδων περιλαίμια, μεταξωτά υφάσματα, βραχιόλια, δαχτυλίδια, περιστέρια, καναρίνια, κότες, πάπιες, γουρουνόπουλα και αρνάκια. Ένα βράδυ η πριμαντόνα δέχθηκε στην αγκαλιά της ένα αρνί της σούβλας και αυτή σε σπαστά ελληνικά απάντησε «εφκαριστώ, ιντού το αυριανό ψητό». Την ίδια στιγμή της προσέφεραν και μια ανθοδέσμη κάνοντας την να συμπληρώσει, «ιντού και η σαλάτα».
Πούλαγαν και τα βιβλία τους
Οι φανατικοί θαυμαστές δεν έχαναν παράσταση και δεν δίσταζαν να σπαταλήσουν όσα χρήματα είχαν για να τις γοητεύσουν.
Οι μαθητές πουλούσαν τα βιβλία τους για να πληρώσουν τα εισιτήρια του θεάτρου και πολλοί δανείζονταν για να κάνουν δώρα στις δύο θεατρίνες.
Η «τρέλα» του μαθητικού κόσμου έκανε τους ιθύνοντες να σκεφτούν προς στιγμήν το ενδεχόμενο να μεταφέρουν πάλι το Α’ Ελληνικό Γυμνάσιο πίσω στην Αίγινα, από όπου ήλθε το 1836.
Το γεγονός αυτό καυτηρίασε η πένα του Μακρυγιάννη. «Τρελάθηκαν οι γερόντοι με τις θεατρίνες και έχασαν τα μυαλά τους και δανείζονται και πλερώνουν. Και οι δυστυχισμένοι οι μαθητές οι περισσότεροι πουλούνε τα βιβλία τους και μένουν χωρίς βιβλία».
Οι φανατικοί θαυμαστές δεν έχαναν παράσταση και δεν δίσταζαν να σπαταλήσουν όσα χρήματα είχαν για να τις γοητεύσουν.
Οι μαθητές πουλούσαν τα βιβλία τους για να πληρώσουν τα εισιτήρια του θεάτρου και πολλοί δανείζονταν για να κάνουν δώρα στις δύο θεατρίνες.
Η «τρέλα» του μαθητικού κόσμου έκανε τους ιθύνοντες να σκεφτούν προς στιγμήν το ενδεχόμενο να μεταφέρουν πάλι το Α’ Ελληνικό Γυμνάσιο πίσω στην Αίγινα, από όπου ήλθε το 1836.
Το γεγονός αυτό καυτηρίασε η πένα του Μακρυγιάννη. «Τρελάθηκαν οι γερόντοι με τις θεατρίνες και έχασαν τα μυαλά τους και δανείζονται και πλερώνουν. Και οι δυστυχισμένοι οι μαθητές οι περισσότεροι πουλούνε τα βιβλία τους και μένουν χωρίς βιβλία».
Ένα βράδυ η όμορφη Λούλη, κατάφερε να κλέψει την παράσταση από τη Ρίτα όταν όπως αναφέρει ο Νικ. Λάσκαρης έδειξε λίγο πόδι παραπάνω.
«Εσπέρα τινά μάλιστα καθ’ ην η μεσόφωνος του θιάσου Λούλη, επέδειξε υπέρ την επιγονατίδα γυμνάς τας κνήμας της προ του κοινού, το οποίο ολίγου δει να ελιποθύμει εκ της ηδυπάθειας, εύρε καλήν την περίσταση ο γέρο Λούκας να σηκωθή να φωνάξη». Ήταν τότε που ο θερμόαιμος θεατρόφιλος μόλις είδε γάμπα, αναφώνησε δυνατά μέσα στο θέατρο: «Πατριώτες, ε πατριώτες, ζήτω η Ιταλίδα. Στο διάολο να πάει και παλιάμπελο». Έκτοτε η φράση πέρασε στη νεοελληνική γλώσσα σαν μεταφορική έννοια που συμβολίζει την υπέρτατη αδιαφορία για τα εγκόσμια.
Όσο για το περίφημο παλιάμπελο ήταν το τελευταίο από όσα είχε σπαταλήσει ο γέρος για δώρα στις δύο αρτίστες, το οποίο φυσικά η Ρίτα και η Λούλη «τρύγησαν μέχρι ρώγας».
«Εσπέρα τινά μάλιστα καθ’ ην η μεσόφωνος του θιάσου Λούλη, επέδειξε υπέρ την επιγονατίδα γυμνάς τας κνήμας της προ του κοινού, το οποίο ολίγου δει να ελιποθύμει εκ της ηδυπάθειας, εύρε καλήν την περίσταση ο γέρο Λούκας να σηκωθή να φωνάξη». Ήταν τότε που ο θερμόαιμος θεατρόφιλος μόλις είδε γάμπα, αναφώνησε δυνατά μέσα στο θέατρο: «Πατριώτες, ε πατριώτες, ζήτω η Ιταλίδα. Στο διάολο να πάει και παλιάμπελο». Έκτοτε η φράση πέρασε στη νεοελληνική γλώσσα σαν μεταφορική έννοια που συμβολίζει την υπέρτατη αδιαφορία για τα εγκόσμια.
Όσο για το περίφημο παλιάμπελο ήταν το τελευταίο από όσα είχε σπαταλήσει ο γέρος για δώρα στις δύο αρτίστες, το οποίο φυσικά η Ρίτα και η Λούλη «τρύγησαν μέχρι ρώγας».
Ο πιο φανατικός από όλους πάντως, ήταν ο γέρος αγωνιστής Ανδρέας Λόντος που καθημερινά έπιανε πρώτη θέση στο θέατρο για να δει τη Ρίτα.
Ο Λόντος δεν είχε πολλά δόντια και κάθε φορά που φώναζε στην ηθοποιό, ακουγόταν η φράση «μπλάβο Λίτα», καθώς δεν μπορούσε να αρθρώσει το «ρο».
Ο Μακρυγιάννης που παρακολουθούσε τη φρενίτιδα του συναγωνιστή του έγραφε χαρακτηριστικά: «Τον γέρο Λόντο όπου δεν έχει ένα δόντι, τον παλάβωσε η Ρίτα Μπάσσο του θεάτρου και τον αφάνησε, τόσα τάλλαρα δίνοντας και άλλα πεσκέσια».
Ο Λόντος δεν είχε πολλά δόντια και κάθε φορά που φώναζε στην ηθοποιό, ακουγόταν η φράση «μπλάβο Λίτα», καθώς δεν μπορούσε να αρθρώσει το «ρο».
Ο Μακρυγιάννης που παρακολουθούσε τη φρενίτιδα του συναγωνιστή του έγραφε χαρακτηριστικά: «Τον γέρο Λόντο όπου δεν έχει ένα δόντι, τον παλάβωσε η Ρίτα Μπάσσο του θεάτρου και τον αφάνησε, τόσα τάλλαρα δίνοντας και άλλα πεσκέσια».
Ανταγωνιστής του Λόντου ήταν και ο δήμαρχος Δημήτριος Καλλιφρονάς, παλιός αγωνιστής του 1821 και πολιτικός της εποχής.
Για λογαριασμό της Μπάσσο είχε αγοράσει τριακόσια εισιτήρια με χρήματα του Δήμου με σκοπό να ενισχύσει τα έσοδα της παράστασης και το προφίλ της «καυτής» ηθοποιού.
Για λογαριασμό της Μπάσσο είχε αγοράσει τριακόσια εισιτήρια με χρήματα του Δήμου με σκοπό να ενισχύσει τα έσοδα της παράστασης και το προφίλ της «καυτής» ηθοποιού.
Η άτυπη μάχη για την καρδιά της Ρίτας παραλίγο να προκαλέσει και διπλωματικό επεισόδιο μεταξύ Ελλάδας και Αγγλίας. Ο Άγγλος πρέσβης στην Αθήνα, Έντμοντ Λάιονς που αργότερα είχε έντονη παρουσία στα Παρκερικά, οργάνωσε χοροεσπερίδα για την ωραία Ρίτα Μπάσσο, με την οποία δήλωνε ξετρελαμένος. Ο μοναδικός που δεν έλαβε πρόσκληση από την υψηλή κοινωνία της Αθήνας, ήταν ο αντίζηλός του Δημήτριος Καλλιφρονάς. Όταν ο δήμαρχος έμαθε για τον χορό έδωσε εντολή να κόψουν το νερό στη πρεσβεία και να κόψουν το φως, δηλαδή να μην ανάβουν τα λαδοφάναρα που φώτιζαν το κτήριο. Η αγγλική πρεσβεία είδε φως και νερό, όταν ο πρέσβης αναγκάστηκε να οργανώσει να χοροεσπερίδα προς τιμήν της Μπάσσο, στέλνοντας αυτή τη φορά πρόσκληση και στον Καλλιφρονά.
Οι θεατές πάντως είχαν χωριστεί στα δύο, καθώς οι μισοί είχαν ταχθεί υπέρ της Ρίτας Μπάσο και οι άλλοι υπέρ της Λούλης. Κάθε φορά που εμφανίζονταν στη σκηνή γινόταν χαμός.
«Τα χειροκροτήματα ομοιάζουσιν πολλάκις προς θύελλαν ή σεισμόν. Πολλές φορές , οι Αθηναίοι το παράκαναν και έτσι υπήρχαν σκηνές που η Ρίτα Μπάσσο έπρεπε να τις ξαναπαίξει καθώς δεν την άφηναν τις ολοκληρώσει. «Η αοιδός ηναγκάσθη κατόπιν να επαναλάβη διάφορα μέρη, ίδια τη σκηνή του θανάτου, ώστε επί τέλους κατελήφθη υπό δύσπνοιας».
«Τα χειροκροτήματα ομοιάζουσιν πολλάκις προς θύελλαν ή σεισμόν. Πολλές φορές , οι Αθηναίοι το παράκαναν και έτσι υπήρχαν σκηνές που η Ρίτα Μπάσσο έπρεπε να τις ξαναπαίξει καθώς δεν την άφηναν τις ολοκληρώσει. «Η αοιδός ηναγκάσθη κατόπιν να επαναλάβη διάφορα μέρη, ίδια τη σκηνή του θανάτου, ώστε επί τέλους κατελήφθη υπό δύσπνοιας».
Αργότερα, το θέατρο πέρασε στην ιδιοκτησία του Σπετσιώτη αγωνιστή Ιωάννη Μπούκουρη ή Μπούκουρας, όπως έμεινε γνωστός, γράφοντας ξεχωριστή σελίδα στην ιστορία του ελληνικού θεάτρου. Μέχρι τότε όμως και πριν από την έλευση του ιταλικού θιάσου, μια από τις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν οι θιασάρχες πριν από το 1840, ήταν να βρουν γυναίκες ηθοποιούς.
Την εποχή εκείνη ήταν απολύτως λογικό, καθώς οι γυναίκες είχαν κακή φήμη εξαιτίας των ξένων θιάσων, που «οργίαζαν» στην Αθήνα με τους θερμόαιμους θεατές.
Την εποχή εκείνη ήταν απολύτως λογικό, καθώς οι γυναίκες είχαν κακή φήμη εξαιτίας των ξένων θιάσων, που «οργίαζαν» στην Αθήνα με τους θερμόαιμους θεατές.
Για τους συντηρητικούς Αθηναίους, οι θεατρίνες αυτές δεν ήταν παρά «βραγχαλέες σειρήνες της Νεαπόλεως» που συνήθως παρουσίαζαν «ανήθικα μουσικά εξαμβλώματα».
Έτσι, μοιραία τους γυναίκειους ρόλους κατ΄ ανάγκη έπαιζαν μονίμως άνδρες με τσιγκελωτά ή παχιά μουστάκια. Στο έργο «Φίλιππος Β’ της Ισπανίας» του Αλφιέρι, το ρόλο της όμορφης και παθιασμένης γυναίκας του Φιλίππου, κλήθηκε να τον παίξει πάλι ένας άνδρας.
Έτσι, μοιραία τους γυναίκειους ρόλους κατ΄ ανάγκη έπαιζαν μονίμως άνδρες με τσιγκελωτά ή παχιά μουστάκια. Στο έργο «Φίλιππος Β’ της Ισπανίας» του Αλφιέρι, το ρόλο της όμορφης και παθιασμένης γυναίκας του Φιλίππου, κλήθηκε να τον παίξει πάλι ένας άνδρας.
Ένα βράδυ που η παράσταση καθυστερούσε να αρχίσει και το φιλοθεάμων κοινό αγωνιούσε, το θέατρο σείστηκε όταν οι θεατές άρχισαν να χτυπούν μανιωδώς τα πόδια τους στο έδαφος. Τότε η αυλαία άνοιξε και ο ηθοποιός που εμφανίστηκε στη σκηνή για να καθησυχάσει το κοινό είπε στους θεατές:
«Παρακαλούμε το σεβαστό κοινόν και τη γενναία φρουράν να μας συγχωρήσουν την αποψινή μας βραδύτητα, καθ΄ όσον για λόγους ανεξάρτητους της θελήσεώς της, η Αυτής Μεγαλειότης, η Βασίλισσα δεν εξουρίσθη ακόμη».
«Παρακαλούμε το σεβαστό κοινόν και τη γενναία φρουράν να μας συγχωρήσουν την αποψινή μας βραδύτητα, καθ΄ όσον για λόγους ανεξάρτητους της θελήσεώς της, η Αυτής Μεγαλειότης, η Βασίλισσα δεν εξουρίσθη ακόμη».
Δείτε από πού προέρχονται περισσότερες γνωστές φράσεις εδώ.