Γιατί απέτυχαν τα συστήματα ανταλλακτικής οικονομίας που λειτούργησαν σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας
Ζητάτε μασέρ; Κλειδαρά; Ιπποκόμο για το άλογό σας και γεωπόνο να σώσει τον βαριά ασθενή φοίνικά σας από το μοχθηρό κόκκινο σκαθάρι που τον κατατρώει; Σε μια ιδανική κοινωνία με άκρως ουτοπικά χαρακτηριστικά η εναλλακτική οικονομία θα μπορούσε να λειτουργήσει.
Ρεπορτάζ: Γιώργος Λαμπίρης
Μερικά χρόνια πριν σε διάφορες πόλεις της Ελλάδας ξεκίνησε ένα σύστημα ανταλλακτικής οικονομίας χωρίς πραγματικό νόμισμα. Κάτι σαν τα γνωστά σε όλους μας bitcoin.
Με αντάλλαγμα λίγες ντομάτες ή κάνοντας δώρο λίγο από τον πολύτιμο χρόνο του, μπορούσε κάποιος να κερδίσει baby sitter για τα παιδιά του, προσφέροντας στο κοινωνικό σύνολο ή δεχόμενος σε αντάλλαγμα αντίστοιχες υπηρεσίες και προϊόντα.
Όλα ξεκίνησαν από την Πάτρα
Το 2008, ο ιδιοκτήτης εταιρείας λογισμικού, ονόματι Νίκος Μπογονικολός, έφερε κάτι καινούργιο για τα ήθη του αστικόπληκτου Νεοέλληνα. Τον «Οβολό». Μια νομισματική μονάδα λίγο... διαφορετική από εκείνες που είχαμε συνηθίσει.
Επρόκειτο για μια μορφή τοπικής οικονομίας, ενώ ο ίδιος ο κύριος Μπογιονικολός δήλωνε ότι προσπάθησε να φέρει στην Ελλάδα αυτό που συνάντησε στα ταξίδια του στη Γερμανία. Να φτιάξει στην πραγματικότητα ένα άυλο νόμισμα, βασισμένο στην ανταλλαγή προϊόντων και υπηρεσιών μεταξύ μιας κλειστής κοινότητας ανθρώπων.
Ίδρυσε ένα κοινωνικό δίκτυο, στο οποίο μπορούσε να συμμετάσχει ο οποιοσδήποτε πίστευε ότι έχει κάτι να προσφέρει. Από ζαρζαβατικά, μέχρι ήδη ρουχισμού ή ό,τι άλλο μπορούσε να σκεφτεί ο ευφάνταστος ανθρώπινος νους.
Για την ιστορία, ο οβολός στην αρχαία Ελλάδα ήταν το «μικρό σουβλί», από το οποίο πήραν και το όνομά τους τα πρώτα νομίσματα. Μία ακόμα προσέγγιση λέει ότι ο οβολός ήταν το συμβολικό ποσό που κόστιζε η μεταφορά των ψυχών από τον «πάνω κόσμο» στον Άδη.
Ανάλογες πρωτοβουλίες ακολούθησαν και σε άλλες πόλεις. Στην Ιεράπετρα, στη Σητεία, στον Άγιο Νικόλαο, στην Κέρκυρα, στο Βόλο. Στην Κρήτη όπως και στις περισσότερες πόλεις όμως, το… σύστημα εναλλακτικής οικονομίας δεν λειτούργησε.
Ο Αλέξανδρος Μαχαιράς, ένας εκ των πρωτεργατών ανάλογης πρωτοβουλίας στην Ιεράπετρα, εξηγεί τους λόγους.
«Έπρεπε να μάθει ο κόσμος για τη λειτουργία του εναλλακτικού νομίσματος. Ωστόσο προέκυπταν διάφορα ζητήματα που αφορούσαν στην τιμολόγηση και το πώς καθορίζει ο καθένας την αξία των υπηρεσιών ή των προϊόντων του. Ο καθένας όριζε ό,τι τιμή ήθελε, γεγονός που προκαλούσε αρκετές παρεξηγήσεις. Το μεγαλύτερο πρόβλημα όμως ήταν ότι οι περισσότεροι δεν μπορούσαν να διαχειριστούν την ιστοσελίδα στην οποία καταχωρούνταν τα εικονικά νομίσματα. Άλλοτε, υπήρχαν αγγελίες που βρίσκονταν στο site για μεγάλο χρονικό διάστημα χωρίς να ενδιαφέρεται κάποιος, και όταν πια εκδηλωνόταν ενδιαφέρον μετά από ένα εξάμηνο, οι προσφερόμενες υπηρεσίες είχαν... εξαφανιστεί».
Ιπποκόμος να φροντίζει το άλογο
Οι Κρητικοί, όταν λένε «καερέτι» εννοούν ότι προσφέρουν εξυπηρέτηση σε κάποιον, πάντα όμως με το ανάλογο αντάλλαγμα. Λέξη-παιδί της τουρκικής «gayret», έφτασε ως τις μέρες μας εισβάλλοντας απότομα στην οικονομική ζωή των Κρητικών.
Μία από τις αγγελίες που παρέλασαν στον ιστότοπο του «καερετιού» ήταν εκείνη ενώ Λασιθιώτη, ο οποίος ζητούσε ιπποκόμο για να φροντίζει το άλογο του.
Το σκεπτικό του… αντι-νομίσματος στην Κρήτη
«Κατά τη θέσπιση του νομίσματος με την ονομασία καερέτι στόχος ήταν να το διαχειριζόμαστε μέσα από μία ιστοσελίδα. Ορίζοντας κατώτατο πιστωτικό όριο τα -100 και +100 καερέτια, ενώ το πιστωτικό όριο αυξανόταν ανάλογα με τις συναλλαγές», εξηγεί ο Αλέξανδρος Μαχαιράς.
«Στην πραγματικότητα τα περισσότερα καερέτια που μπορούσε να έχει κάποιος στον ηλεκτρονικό του λογαριασμό έφταναν τα 100 και αντιστοιχούσαν σε 100 ευρώ. Πρακτικά, όποιος επιθυμούσε, εγγραφόταν στην ιστοσελίδα της εναλλακτικής τράπεζας. Εάν κάποιος παρέδιδε μαθήματα αγγλικών, ζητούσε ως αμοιβή 20 καερέτια (20 ευρώ) την ώρα. Αν κάποιος άλλος αγόραζε την υπηρεσία χρεωνόταν ο λογαριασμός του και αυτά τα 20 καερέτια πιστώνονταν στο λογαριασμό του καθηγητή αγγλικών. Σε διαφορετική περίπτωση αυτός που αγόραζε την υπηρεσία είχε τη δυνατότητα να προσφέρει κάποια άλλη υπηρεσία με τη σειρά του ή προϊόν. Για παράδειγμα εάν ήταν κρεοπώλης μπορούσε να προσφέρει κρέας ή λαχανικά αν ήταν οπωροπώλης. Επίσης εάν ήταν ελαιοχρωματιστής μπορούσε να βάψει τον τοίχο ενός σπιτιού χρεώνοντας σε καερέτια την κάθε εργατοώρα», συμπληρώνει ο κύριος Μαχαίρας.
«Στόχος», όπως λέει ήταν «να κινείται το νόμισμα και να μειωθεί η ανεργία. Αυτό που έγινε στην Ελλάδα είναι ότι έφυγε το χρήμα από την αγορά. Προσφορά και ζήτηση υπάρχει, αλλά δεν υπάρχει το μέσον για να κινηθούν αυτά».
«Το σκεπτικό ήταν να απελευθερώσει τις δυνάμεις τις αγοράς, με την διάθεση των προϊόντων ή των υπηρεσιών, τα οποία δεν μπορούσαν να κινηθούν λόγω της έλλειψης πόρων», σημειώνει ο ίδιος.
Ο ρόλος των εναλλακτικών νομισμάτων ήταν επικουρικός του ευρώ, ενώ δεν υποκαθιστούσε σε καμία περίπτωση το επίσημο νόμισμα. «Το χρήμα είναι το μέσο ανταλλαγής. Δεν μπορούμε να το κρατάμε στο σεντούκι, αλλά πρέπει να το χρησιμοποιούμε για να κινείται η αγορά», τονίζει ο Αλέξανδρος Μαχαιράς.
Από την πλευρά της, η Νεκταρία Αντωνακάκη, η οποία υπήρξε οργανωτικό στέλεχος στη Σητεία, παρακολούθησε και εκείνη την πορεία της πρωτοβουλίας αυτής από τα πρώτα της βήματα.
«Οργανωμένα δεν προχώρησε ποτέ, παρά το γεγονός ότι κινηθήκαμε οργανωμένα. Είχαμε πραγματοποιήσει κάποιες εκδηλώσεις ακολουθώντας τις υπόλοιπες πόλεις της Ελλάδας. Στην Κρήτη άλλωστε, ανταλλάσσαμε προϊόντα από την εποχή των παππούδων μας. Τελικά ενώ μπήκαν στο οργανωτικό κομμάτι ακόμα και δικηγόροι ή γιατροί η κίνηση δεν καρποφόρησε. Κι αυτό γιατί στη Σητεία η ανταλλαγή είναι κάτι που προϋπήρχε στη νοοτροπία των κατοίκων. Όλοι όμως είχαν συνηθίσει ανταλλαγές στο δυαδικό σύστημα και όχι ενταγμένοι σε ένα σύνολο περισσότερων προσώπων», λέει αναλύοντας την πορεία του εγχειρήματος.
«Παρόλ’ αυτά δεν είναι κάτι που έχουμε εγκαταλείψει και σκεφτόμαστε μήπως κάποια στιγμή το επαναφέρουμε», συμπληρώνει.
Το νόμισμα της Πάτρας
Ο σύγχρονος οβολός της Πάτρας αντικαθιστούσε -μερικώς τουλάχιστον- το πολυσυζητημένο ευρώ. Κάθε οβολός είχε ισοτιμία ένα ευρώ με όρους πραγματικής αγοράς.
Τα μέλη του «οβολού», κοστολογούσαν τις υπηρεσίες που προσφέραν -σε 20 οβολούς την ώρα για μία ώρα μαθήματος από φιλόλογο καθηγητή. Ως αντάλλαγμα απολάμβαναν μία ώρα προπόνησης στο κολυμβητήριο προς 10 οβολούς.
Το ταξίδι από το Βόλο, στο... BBC και τους New York Times
Κάτι αντίστοιχο λειτούργησε και στο Βόλο. Ακόμα και δημοσιογράφοι ξένων μέσων επισκέφθηκαν τη Μαγνησία. Χαρακτηριστικό είναι ότι πραγματοποίησαν αφιέρωμα τόσο οι New York Times όσο και το BBC για το άγνωστο μέχρι εκείνη τη στιγμή, «ΤΕΜ».
Οργανωτικό στέλεχος της πρωτοβουλίας, η Αγγελική Ιωαννίτη.
Συνταξιούχος μοδίστρα, η οποία κατάφερε σε συνεργασία με διάφορους φορείς της περιοχής να οργανώσει το δίκτυο ανταλλαγών με περίπου 1.000 ενεργά μέλη.
To «ΤΕΜ» γνώρισε μεγάλη επιτυχία το πρώτο διάστημα λειτουργίας του. Όταν μάλιστα εγκαινιάστηκε το δίκτυο ανταλλαγών και εναλλακτικού νομίσματος, πραγματοποιήθηκαν 700 συναλλαγές μέσα σε μία μέρα.
Κάθε… εναλλακτικός επιχειρηματίας, πολίτης ή παραγωγός που γινόταν «ΤΕΜ-ίτης», έπαιρνε δάνειο από την «τράπεζα» του δικτύου 300 ΤΕΜ, με υποχρέωση να τα αποπληρώσει σταδιακά προσφέροντας αγαθά και υπηρεσίες, ενώ τα πρωινά κάθε Σαββάτου, διοργανώνονταν παζάρια σε χώρο που είχε παραχωρήσει δωρεάν στους «ΤΕΜ-ίτες» ο δήμος Βόλου.
Για τους θαμώνες του καφενείου στις γειτονιές του Βόλου, δημιουργήθηκαν τα «ΤΕΜ-φτέρια», όπως τα γνωστά σε όλους μας τεφτέρια. Ο καταστηματάρχης, κρατούσε τα στοιχεία του πελάτη και όταν μαζευόταν ένα ποσό, τα «ΤΕΜ» χρεώνονταν μαζεμένα στον λογαριασμό του ή αφαιρούνταν αν αυτός είχε αποταμιεύσει «ΤΕΜ», φτιάχνοντας το δικό του προσωπικό κομπόδεμα.
Όλες οι συναλλαγές γίνονταν χέρι με χέρι και οι συναλλασσόμενοι πίστωναν ο ένας τον λογαριασμό του άλλου την ώρα της συναλλαγής, έτσι ώστε να μην σκεφτεί κάποιος να μην πληρώσει.
Και το νησί των Φαιάκων… με το δικό του «Οβολό»
Επόμενος σταθμός η Κέρκυρα. Εκεί, το «μπουτσούνι» έμοιαζε να έχει λύσει τα χέρια στους Κερκυραίους. Στα κερκυραίικα, «μπουτσούνι» είναι η μικρή μπουκιά. Μια ομάδα «αγανακτισμένων» έκανε την αρχή το Μάιο του 2011, ιδρύοντας την κοινότητα των «Μπουτσουνιωτών».
Εδώ συναντήσαμε κάτι διαφορετικό σε σχέση με όλους τους προηγούμενους. Τη συλλογική καλλιέργεια γης. Όσοι διέθεταν ακαλλιέργητα κτήματα τα έδιναν σε συμπολίτες τους. Εκείνοι με τη σειρά τους πρόσφεραν ποσοστό από την παραγωγή στον ιδιοκτήτη, πληρώνοντας έτσι, το ενοίκιο του αγροτεμαχίου.
Οι Κερκυραίοι, ξεκίνησαν το «μπουτσούνι», επηρεασμένοι από το παράδειγμα του Βόλου και έφτιαξαν το δικό τους «γαλατικό χωριό» στο νησί των Φαιάκων.
Το κάθε μέλος μπορούσε να ελέγχει όλες τις συναλλαγές που πραγματοποιούνταν, υπό καθεστώς απόλυτης διαφάνειας, σχολιάζοντας παράλληλα αν έμεινε ικανοποιημένος ή όχι από τις αγορές του.
Η αξία του ενός μπουτσουνιού ήταν επίσης αντίστοιχη με ένα ευρώ. Ανώτατο όριο συναλλαγών ήταν τα 300 «μπουτσούνια» και κανείς δεν μπορούσε να το ξεπεράσει.
Το όριο θεσπίστηκε για να διατηρείται η αξιοπιστία στις συναλλαγές. Σε εξαιρετικές μόνο περιπτώσεις, και για τους πολύ καλούς πελάτες, οι οποίοι είχαν αποδείξει τη συνέπεια τους, το ανώτατο όριο μπορούσε να φτάσει 1000 «μπουτσούνια».
Γιατί δεν πέτυχαν
Θα αναρωτηθεί κανείς ίσως γιατί τα εναλλακτικά αυτά νομίσματα δεν «προχώρησαν» στην πράξη.
Σύμφωνα με τον καθηγητή χρηματοοικονομικών στο Πανεπιστήμιο του Πόρτσμουθ, Κωνσταντίνο Βέργο «το βασικό πρόβλημα είναι ότι συνήθως το παραδοσιακό νόμισμα συνδέεται με κάποιες αξίες, οι οποίες βρίσκονται πίσω από την έκδοσή του νομίσματος, όπως η παραγωγή μιας χώρας ή τα αποθέματα σε χρυσό. Τα συγκεκριμένα ανταλλακτικά νομίσματα τύπου bitcoin βασίζονται καθαρά στον κερδοσκοπικό μηχανισμό της αγοράς χωρίς να υπάρχει από πίσω το αντίστοιχο παραγωγικό κομμάτι. Αυτό σημαίνει ότι τόσο η αξιολόγησή τους όσο και οι διακυμάνσεις των τιμών είναι διαφορετικές σε σχέση μ’ εκείνες των παραδοσιακών νομισμάτων. Η αξία τους είναι σαφώς περιορισμένη και εκτίθεται σε σημαντικούς κινδύνους που τα κάνει αναξιόπιστα σε σχέση με το παραδοσιακό νόμισμα».
«Πιο πολύ θα ήταν συγκρίσιμα με τίτλους όπως αυτοί των παραγώγων προϊόντων, οι οποίοι έχουν να κάνουν με κερδοσκοπία ή με την εκτίμηση του αν θα υπάρξουν αγοραστές ή πωλητές και ορίζεται το αν θα κατέβει ή θα ανέβει η αξία τους», αναφέρει επιπλέον ο καθηγητής πανεπιστημίου.
Όπως λέει τέλος είναι απόλυτα λογικό να αποτύχουν αυτές οι εναλλακτικές μορφές οικονομίας, από τη στιγμή που δεν υπάρχει σημαντική πραγματική αξία πίσω από τα νομίσματα σε συνδυασμό με το γεγονός ότι βασικοί οργανισμοί δεν δέχονται αυτά τα νομίσματα για βασικές συναλλαγές.
«Επίσης υπάρχει θέμα για το κατά πόσο αυτά βρίσκονται υπό παρακολούθηση από χρηματιστηριακές αρχές στο βαθμό που να εγγυώνται κι αυτές την αξιοπιστία των νομισμάτων και των συναλλαγών σε σχέση με αυτά τα νομίσματα. Π.χ. το να μην υπάρχουν στημένες συναλλαγές με αυτά τα νομίσματα. Αυτό βέβαια θα προκύψει όταν αυτά θα πάρουν μεγάλη διάσταση όπως με το bitcoin. Τότε έρχονται οι φορολογικές αρχές και ζητούν να τα φορολογήσουν ή να ελέγξουν αν υπάρχει κερδοσκοπία. Όταν έχουν μικρή διάσταση δεν ασχολούνται», καταλήγει ο κύριος Βέργος.
Ρεπορτάζ: Γιώργος Λαμπίρης
Μερικά χρόνια πριν σε διάφορες πόλεις της Ελλάδας ξεκίνησε ένα σύστημα ανταλλακτικής οικονομίας χωρίς πραγματικό νόμισμα. Κάτι σαν τα γνωστά σε όλους μας bitcoin.
Με αντάλλαγμα λίγες ντομάτες ή κάνοντας δώρο λίγο από τον πολύτιμο χρόνο του, μπορούσε κάποιος να κερδίσει baby sitter για τα παιδιά του, προσφέροντας στο κοινωνικό σύνολο ή δεχόμενος σε αντάλλαγμα αντίστοιχες υπηρεσίες και προϊόντα.
Όλα ξεκίνησαν από την Πάτρα
Το 2008, ο ιδιοκτήτης εταιρείας λογισμικού, ονόματι Νίκος Μπογονικολός, έφερε κάτι καινούργιο για τα ήθη του αστικόπληκτου Νεοέλληνα. Τον «Οβολό». Μια νομισματική μονάδα λίγο... διαφορετική από εκείνες που είχαμε συνηθίσει.
Επρόκειτο για μια μορφή τοπικής οικονομίας, ενώ ο ίδιος ο κύριος Μπογιονικολός δήλωνε ότι προσπάθησε να φέρει στην Ελλάδα αυτό που συνάντησε στα ταξίδια του στη Γερμανία. Να φτιάξει στην πραγματικότητα ένα άυλο νόμισμα, βασισμένο στην ανταλλαγή προϊόντων και υπηρεσιών μεταξύ μιας κλειστής κοινότητας ανθρώπων.
Ίδρυσε ένα κοινωνικό δίκτυο, στο οποίο μπορούσε να συμμετάσχει ο οποιοσδήποτε πίστευε ότι έχει κάτι να προσφέρει. Από ζαρζαβατικά, μέχρι ήδη ρουχισμού ή ό,τι άλλο μπορούσε να σκεφτεί ο ευφάνταστος ανθρώπινος νους.
Για την ιστορία, ο οβολός στην αρχαία Ελλάδα ήταν το «μικρό σουβλί», από το οποίο πήραν και το όνομά τους τα πρώτα νομίσματα. Μία ακόμα προσέγγιση λέει ότι ο οβολός ήταν το συμβολικό ποσό που κόστιζε η μεταφορά των ψυχών από τον «πάνω κόσμο» στον Άδη.
Ανάλογες πρωτοβουλίες ακολούθησαν και σε άλλες πόλεις. Στην Ιεράπετρα, στη Σητεία, στον Άγιο Νικόλαο, στην Κέρκυρα, στο Βόλο. Στην Κρήτη όπως και στις περισσότερες πόλεις όμως, το… σύστημα εναλλακτικής οικονομίας δεν λειτούργησε.
Ο Αλέξανδρος Μαχαιράς, ένας εκ των πρωτεργατών ανάλογης πρωτοβουλίας στην Ιεράπετρα, εξηγεί τους λόγους.
«Έπρεπε να μάθει ο κόσμος για τη λειτουργία του εναλλακτικού νομίσματος. Ωστόσο προέκυπταν διάφορα ζητήματα που αφορούσαν στην τιμολόγηση και το πώς καθορίζει ο καθένας την αξία των υπηρεσιών ή των προϊόντων του. Ο καθένας όριζε ό,τι τιμή ήθελε, γεγονός που προκαλούσε αρκετές παρεξηγήσεις. Το μεγαλύτερο πρόβλημα όμως ήταν ότι οι περισσότεροι δεν μπορούσαν να διαχειριστούν την ιστοσελίδα στην οποία καταχωρούνταν τα εικονικά νομίσματα. Άλλοτε, υπήρχαν αγγελίες που βρίσκονταν στο site για μεγάλο χρονικό διάστημα χωρίς να ενδιαφέρεται κάποιος, και όταν πια εκδηλωνόταν ενδιαφέρον μετά από ένα εξάμηνο, οι προσφερόμενες υπηρεσίες είχαν... εξαφανιστεί».
Ιπποκόμος να φροντίζει το άλογο
Οι Κρητικοί, όταν λένε «καερέτι» εννοούν ότι προσφέρουν εξυπηρέτηση σε κάποιον, πάντα όμως με το ανάλογο αντάλλαγμα. Λέξη-παιδί της τουρκικής «gayret», έφτασε ως τις μέρες μας εισβάλλοντας απότομα στην οικονομική ζωή των Κρητικών.
Μία από τις αγγελίες που παρέλασαν στον ιστότοπο του «καερετιού» ήταν εκείνη ενώ Λασιθιώτη, ο οποίος ζητούσε ιπποκόμο για να φροντίζει το άλογο του.
Το σκεπτικό του… αντι-νομίσματος στην Κρήτη
«Κατά τη θέσπιση του νομίσματος με την ονομασία καερέτι στόχος ήταν να το διαχειριζόμαστε μέσα από μία ιστοσελίδα. Ορίζοντας κατώτατο πιστωτικό όριο τα -100 και +100 καερέτια, ενώ το πιστωτικό όριο αυξανόταν ανάλογα με τις συναλλαγές», εξηγεί ο Αλέξανδρος Μαχαιράς.
«Στην πραγματικότητα τα περισσότερα καερέτια που μπορούσε να έχει κάποιος στον ηλεκτρονικό του λογαριασμό έφταναν τα 100 και αντιστοιχούσαν σε 100 ευρώ. Πρακτικά, όποιος επιθυμούσε, εγγραφόταν στην ιστοσελίδα της εναλλακτικής τράπεζας. Εάν κάποιος παρέδιδε μαθήματα αγγλικών, ζητούσε ως αμοιβή 20 καερέτια (20 ευρώ) την ώρα. Αν κάποιος άλλος αγόραζε την υπηρεσία χρεωνόταν ο λογαριασμός του και αυτά τα 20 καερέτια πιστώνονταν στο λογαριασμό του καθηγητή αγγλικών. Σε διαφορετική περίπτωση αυτός που αγόραζε την υπηρεσία είχε τη δυνατότητα να προσφέρει κάποια άλλη υπηρεσία με τη σειρά του ή προϊόν. Για παράδειγμα εάν ήταν κρεοπώλης μπορούσε να προσφέρει κρέας ή λαχανικά αν ήταν οπωροπώλης. Επίσης εάν ήταν ελαιοχρωματιστής μπορούσε να βάψει τον τοίχο ενός σπιτιού χρεώνοντας σε καερέτια την κάθε εργατοώρα», συμπληρώνει ο κύριος Μαχαίρας.
«Στόχος», όπως λέει ήταν «να κινείται το νόμισμα και να μειωθεί η ανεργία. Αυτό που έγινε στην Ελλάδα είναι ότι έφυγε το χρήμα από την αγορά. Προσφορά και ζήτηση υπάρχει, αλλά δεν υπάρχει το μέσον για να κινηθούν αυτά».
«Το σκεπτικό ήταν να απελευθερώσει τις δυνάμεις τις αγοράς, με την διάθεση των προϊόντων ή των υπηρεσιών, τα οποία δεν μπορούσαν να κινηθούν λόγω της έλλειψης πόρων», σημειώνει ο ίδιος.
Ο ρόλος των εναλλακτικών νομισμάτων ήταν επικουρικός του ευρώ, ενώ δεν υποκαθιστούσε σε καμία περίπτωση το επίσημο νόμισμα. «Το χρήμα είναι το μέσο ανταλλαγής. Δεν μπορούμε να το κρατάμε στο σεντούκι, αλλά πρέπει να το χρησιμοποιούμε για να κινείται η αγορά», τονίζει ο Αλέξανδρος Μαχαιράς.
Από την πλευρά της, η Νεκταρία Αντωνακάκη, η οποία υπήρξε οργανωτικό στέλεχος στη Σητεία, παρακολούθησε και εκείνη την πορεία της πρωτοβουλίας αυτής από τα πρώτα της βήματα.
«Οργανωμένα δεν προχώρησε ποτέ, παρά το γεγονός ότι κινηθήκαμε οργανωμένα. Είχαμε πραγματοποιήσει κάποιες εκδηλώσεις ακολουθώντας τις υπόλοιπες πόλεις της Ελλάδας. Στην Κρήτη άλλωστε, ανταλλάσσαμε προϊόντα από την εποχή των παππούδων μας. Τελικά ενώ μπήκαν στο οργανωτικό κομμάτι ακόμα και δικηγόροι ή γιατροί η κίνηση δεν καρποφόρησε. Κι αυτό γιατί στη Σητεία η ανταλλαγή είναι κάτι που προϋπήρχε στη νοοτροπία των κατοίκων. Όλοι όμως είχαν συνηθίσει ανταλλαγές στο δυαδικό σύστημα και όχι ενταγμένοι σε ένα σύνολο περισσότερων προσώπων», λέει αναλύοντας την πορεία του εγχειρήματος.
«Παρόλ’ αυτά δεν είναι κάτι που έχουμε εγκαταλείψει και σκεφτόμαστε μήπως κάποια στιγμή το επαναφέρουμε», συμπληρώνει.
Το νόμισμα της Πάτρας
Ο σύγχρονος οβολός της Πάτρας αντικαθιστούσε -μερικώς τουλάχιστον- το πολυσυζητημένο ευρώ. Κάθε οβολός είχε ισοτιμία ένα ευρώ με όρους πραγματικής αγοράς.
Τα μέλη του «οβολού», κοστολογούσαν τις υπηρεσίες που προσφέραν -σε 20 οβολούς την ώρα για μία ώρα μαθήματος από φιλόλογο καθηγητή. Ως αντάλλαγμα απολάμβαναν μία ώρα προπόνησης στο κολυμβητήριο προς 10 οβολούς.
Το ταξίδι από το Βόλο, στο... BBC και τους New York Times
Κάτι αντίστοιχο λειτούργησε και στο Βόλο. Ακόμα και δημοσιογράφοι ξένων μέσων επισκέφθηκαν τη Μαγνησία. Χαρακτηριστικό είναι ότι πραγματοποίησαν αφιέρωμα τόσο οι New York Times όσο και το BBC για το άγνωστο μέχρι εκείνη τη στιγμή, «ΤΕΜ».
Οργανωτικό στέλεχος της πρωτοβουλίας, η Αγγελική Ιωαννίτη.
Συνταξιούχος μοδίστρα, η οποία κατάφερε σε συνεργασία με διάφορους φορείς της περιοχής να οργανώσει το δίκτυο ανταλλαγών με περίπου 1.000 ενεργά μέλη.
To «ΤΕΜ» γνώρισε μεγάλη επιτυχία το πρώτο διάστημα λειτουργίας του. Όταν μάλιστα εγκαινιάστηκε το δίκτυο ανταλλαγών και εναλλακτικού νομίσματος, πραγματοποιήθηκαν 700 συναλλαγές μέσα σε μία μέρα.
Κάθε… εναλλακτικός επιχειρηματίας, πολίτης ή παραγωγός που γινόταν «ΤΕΜ-ίτης», έπαιρνε δάνειο από την «τράπεζα» του δικτύου 300 ΤΕΜ, με υποχρέωση να τα αποπληρώσει σταδιακά προσφέροντας αγαθά και υπηρεσίες, ενώ τα πρωινά κάθε Σαββάτου, διοργανώνονταν παζάρια σε χώρο που είχε παραχωρήσει δωρεάν στους «ΤΕΜ-ίτες» ο δήμος Βόλου.
Για τους θαμώνες του καφενείου στις γειτονιές του Βόλου, δημιουργήθηκαν τα «ΤΕΜ-φτέρια», όπως τα γνωστά σε όλους μας τεφτέρια. Ο καταστηματάρχης, κρατούσε τα στοιχεία του πελάτη και όταν μαζευόταν ένα ποσό, τα «ΤΕΜ» χρεώνονταν μαζεμένα στον λογαριασμό του ή αφαιρούνταν αν αυτός είχε αποταμιεύσει «ΤΕΜ», φτιάχνοντας το δικό του προσωπικό κομπόδεμα.
Όλες οι συναλλαγές γίνονταν χέρι με χέρι και οι συναλλασσόμενοι πίστωναν ο ένας τον λογαριασμό του άλλου την ώρα της συναλλαγής, έτσι ώστε να μην σκεφτεί κάποιος να μην πληρώσει.
Και το νησί των Φαιάκων… με το δικό του «Οβολό»
Επόμενος σταθμός η Κέρκυρα. Εκεί, το «μπουτσούνι» έμοιαζε να έχει λύσει τα χέρια στους Κερκυραίους. Στα κερκυραίικα, «μπουτσούνι» είναι η μικρή μπουκιά. Μια ομάδα «αγανακτισμένων» έκανε την αρχή το Μάιο του 2011, ιδρύοντας την κοινότητα των «Μπουτσουνιωτών».
Εδώ συναντήσαμε κάτι διαφορετικό σε σχέση με όλους τους προηγούμενους. Τη συλλογική καλλιέργεια γης. Όσοι διέθεταν ακαλλιέργητα κτήματα τα έδιναν σε συμπολίτες τους. Εκείνοι με τη σειρά τους πρόσφεραν ποσοστό από την παραγωγή στον ιδιοκτήτη, πληρώνοντας έτσι, το ενοίκιο του αγροτεμαχίου.
Οι Κερκυραίοι, ξεκίνησαν το «μπουτσούνι», επηρεασμένοι από το παράδειγμα του Βόλου και έφτιαξαν το δικό τους «γαλατικό χωριό» στο νησί των Φαιάκων.
Το κάθε μέλος μπορούσε να ελέγχει όλες τις συναλλαγές που πραγματοποιούνταν, υπό καθεστώς απόλυτης διαφάνειας, σχολιάζοντας παράλληλα αν έμεινε ικανοποιημένος ή όχι από τις αγορές του.
Η αξία του ενός μπουτσουνιού ήταν επίσης αντίστοιχη με ένα ευρώ. Ανώτατο όριο συναλλαγών ήταν τα 300 «μπουτσούνια» και κανείς δεν μπορούσε να το ξεπεράσει.
Το όριο θεσπίστηκε για να διατηρείται η αξιοπιστία στις συναλλαγές. Σε εξαιρετικές μόνο περιπτώσεις, και για τους πολύ καλούς πελάτες, οι οποίοι είχαν αποδείξει τη συνέπεια τους, το ανώτατο όριο μπορούσε να φτάσει 1000 «μπουτσούνια».
Γιατί δεν πέτυχαν
Θα αναρωτηθεί κανείς ίσως γιατί τα εναλλακτικά αυτά νομίσματα δεν «προχώρησαν» στην πράξη.
Σύμφωνα με τον καθηγητή χρηματοοικονομικών στο Πανεπιστήμιο του Πόρτσμουθ, Κωνσταντίνο Βέργο «το βασικό πρόβλημα είναι ότι συνήθως το παραδοσιακό νόμισμα συνδέεται με κάποιες αξίες, οι οποίες βρίσκονται πίσω από την έκδοσή του νομίσματος, όπως η παραγωγή μιας χώρας ή τα αποθέματα σε χρυσό. Τα συγκεκριμένα ανταλλακτικά νομίσματα τύπου bitcoin βασίζονται καθαρά στον κερδοσκοπικό μηχανισμό της αγοράς χωρίς να υπάρχει από πίσω το αντίστοιχο παραγωγικό κομμάτι. Αυτό σημαίνει ότι τόσο η αξιολόγησή τους όσο και οι διακυμάνσεις των τιμών είναι διαφορετικές σε σχέση μ’ εκείνες των παραδοσιακών νομισμάτων. Η αξία τους είναι σαφώς περιορισμένη και εκτίθεται σε σημαντικούς κινδύνους που τα κάνει αναξιόπιστα σε σχέση με το παραδοσιακό νόμισμα».
«Πιο πολύ θα ήταν συγκρίσιμα με τίτλους όπως αυτοί των παραγώγων προϊόντων, οι οποίοι έχουν να κάνουν με κερδοσκοπία ή με την εκτίμηση του αν θα υπάρξουν αγοραστές ή πωλητές και ορίζεται το αν θα κατέβει ή θα ανέβει η αξία τους», αναφέρει επιπλέον ο καθηγητής πανεπιστημίου.
Όπως λέει τέλος είναι απόλυτα λογικό να αποτύχουν αυτές οι εναλλακτικές μορφές οικονομίας, από τη στιγμή που δεν υπάρχει σημαντική πραγματική αξία πίσω από τα νομίσματα σε συνδυασμό με το γεγονός ότι βασικοί οργανισμοί δεν δέχονται αυτά τα νομίσματα για βασικές συναλλαγές.
«Επίσης υπάρχει θέμα για το κατά πόσο αυτά βρίσκονται υπό παρακολούθηση από χρηματιστηριακές αρχές στο βαθμό που να εγγυώνται κι αυτές την αξιοπιστία των νομισμάτων και των συναλλαγών σε σχέση με αυτά τα νομίσματα. Π.χ. το να μην υπάρχουν στημένες συναλλαγές με αυτά τα νομίσματα. Αυτό βέβαια θα προκύψει όταν αυτά θα πάρουν μεγάλη διάσταση όπως με το bitcoin. Τότε έρχονται οι φορολογικές αρχές και ζητούν να τα φορολογήσουν ή να ελέγξουν αν υπάρχει κερδοσκοπία. Όταν έχουν μικρή διάσταση δεν ασχολούνται», καταλήγει ο κύριος Βέργος.
Περισσότερα αφιερώματα εδώ.