Οι ειδικοί επισημαίνουν τους λόγους που προκαλούν τη χαμηλή επίδοση ορισμένων παιδιών στο σχολείο και προτείνουν τρόπους αντιμετώπισής τους.
«Δεν καταλάβαινα για ποιον λόγο έπρεπε να διαβάζω και να είμαι πρώτος στην τάξη: για τη σωστή εκπαίδευσή μου ή για την επαγγελματική μου αποκατάσταση; Έτσι, το σχολείο μού ήταν αδιάφορο. Τόσο μάλιστα, που την πρώτη τάξη του λυκείου την έκανα δύο φορές». Έτσι, μιλάει για τα μαθητικά του χρόνια ένας 26-χρονος σήμερα και συνεχίζει.
«Ήμουν μαθητής του 13- 14, έπαιρνα δηλαδή τη βαθμολογία που χρειαζόμουν για να περάσω ίσα ίσα την τάξη. Και αυτό γιατί το σχολείο και όσα μάθαινα δεν μου προκαλούσαν το ενδιαφέρον. Δεν ήμουν τεμπέλης, απλώς διαπίστωνα ότι το ελληνικό σχολείο δεν αξιοποιεί τα παιδιά που έχουν κάποια συγκεκριμένη κλίση, τα μουσικά ή καλλιτεχνικά μυαλά. Δεν υπήρχαν κίνητρα». Τα θεωρητικά μαθήματα, όπως η Ιστορία, καθώς και όσα απαιτούσαν αποστήθιση και πολύ διάβασμα, ήταν αυτά στα οποία η βαθμολογία του «φλέρταρε» με το 10. «Αντίθετα, στα θετικά μαθήματα ήμουν καλύτερος. Στην τελευταία τάξη του Λυκείου, όπου πια αντιμετώπιζα σοβαρά τις Πανελλαδικές Εξετάσεις, διάβασα όσο χρειαζόταν για να περάσω στο ΤΕΙ Αυτοματισμού». Όσο για τους γονείς του; «Εκείνα τα χρόνια είχαν μεγάλο άγχος. Αναρωτιόντουσαν “τι θα γίνει αυτό το παιδί;” κάθε φορά που έπαιρναν τους βαθμούς μου ή ενημερώνονταν από τους καθηγητές για τις χαμηλές σχολικές επιδόσεις».
Το σύστημα
Στο διαγώνισμα οι παρατηρήσεις του δασκάλου με κόκκινο στυλό είναι πολλές. Το παιδί δεν παρακολουθεί ούτε συμμετέχει την ώρα του μαθήματος. Το άριστα είναι άπιαστο όνειρο για τους «κακούς» μαθητές. Όπως επισημαίνουν οι ειδικοί, το φαινόμενο της σχολικής αποτυχίας σημαίνει την ολική ή μερική αποτυχία του μαθητή να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις και υποχρεώσεις του σχολείου και πολλές φορές οδηγεί στην εγκατάλειψή του.
«Θα πρέπει αρχικά να σκεφτούμε το σχολείο όπως είναι σήμερα: στο πλαίσιο δηλαδή του ανταγωνισμού για μια θέση στην ανώτερη εκπαίδευση, που συχνά απαιτεί πέρα από την υποχρεωτική σχολική παρακολούθηση και φροντιστηριακή υποστήριξη. Αυτό από μόνο του μπορεί να είναι ένας πολύ πιεστικός παράγοντας για το παιδί, που πέρα από το διάβασμα θα έπρεπε ταυτόχρονα να κοινωνικοποιείται, να παίζει και να αθλείται. Όλη αυτή η πίεση όμως πολλές φορές λειτουργεί αποτρεπτικά και φέρνει αντίθετα αποτελέσματα», τονίζει η Δήμητρα Θεοφίλη, σύμβουλος ψυχικής υγείας και οικογενειακή σύμβουλος.
«Αυτοί που δεν παίρνουν τα γράμματα», «οι ανίκανοι», «οι αδιάφοροι», «οι τεμπέληδες», «οι καθυστερημένοι». Με αυτούς τους χαρακτηρισμούς οι μαθητές χρεώνονται την αποκλειστική ευθύνη για την αποτυχία στο σχολείο και αυτό δεν παρατηρείται μόνο στο οικογενειακό, αλλά και στο σχολικό περιβάλλον.
«Πίσω όμως από τους κακούς μαθητές που δεν “παίρνουν τα γράμματα”, βρίσκονται περιβάλλοντα φτωχά, μειονεκτικά, χωρίς προσδοκίες και γονείς ανεπαρκείς και αδύναμοι. Πίσω από τους “τεμπέληδες” μαθητές βρίσκονται εκπαιδευτικοί κουρασμένοι και προκατειλημμένοι χωρίς καμία διάθεση να διδάξουν έναν “δύσκολο” μαθητή», προσθέτει η Θεοφίλη.
Η επικοινωνία με τον ίδιο το μαθητή είναι η πρώτη κίνηση των εκπαιδευτικών. «Προσπαθούμε να εκμαιεύσουμε τι κρύβεται πίσω από μία κακή σχολική επίδοση. Εάν υπάρχουν προβλήματα στο σπίτι που αποσπούν την προσοχή του παιδιού ή εάν υπάρχει αντίθετα ένα υποστηρικτικό περιβάλλον. Διαφορετικά, κοιτάμε το ενδεχόμενο απλώς να δυσκολεύεται το παιδί, να έχει μαθησιακά προβλήματα, οπότε χρειάζεται ενισχυτική διδασκαλία ή αξιολόγηση από εξειδικευμένο προσωπικό», λέει η εκπαιδευτικός Αγγελική Μερκούρη.
Τα κίνητρα
Συμπληρώνει δε ότι αν και αυτό θα έπρεπε να γίνεται από όλους τους εκπαιδευτικούς, ωστόσο συνήθως γίνεται μόνο από τους ευσυνείδητους. «Κανένας μαθητής δεν είναι τεμπέλης. Απλώς μπορεί να μην έχει τα κίνητρα είτε από την οικογένεια είτε από τον δάσκαλο, να μην τον επιβραβεύουν». Αυτό που ίσως είναι το πιο σημαντικό, σύμφωνα με την Αγγελική Μερκούρη, είναι να μην περιθωριοποιεί ο εκπαιδευτικός τον μαθητή. «Να εντοπίζει το πρόβλημα, να σκύβει από πάνω κι όχι να αγνοεί τον “κακό” μαθητή και να κάνει μάθημα με όσα παιδιά μπορούν να παρακολουθήσουν».
Ο ΚΙΝΔΥΝΟΣ
Η απογοήτευση από τους χαμηλούς βαθμούς οδηγεί συχνά σε εγκατάλειψη του σχολείου
Πήραν «άριστα» στη ζωή μετά το σχολείο
Επιστήμονες, ηθοποιοί, καλλιτέχνες: η ιστορία είναι γεμάτη από παραδείγματα δημοφιλών προσώπων, οι οποίοι όταν ήταν παιδιά δεν τα πήγαιναν καλά με το σχολείο. Το πιο διάσημο παράδειγμα είναι ο Άλμπερτ Αϊνστάιν. Έχει επικρατήσει κακώς η άποψη ότι ο νομπελίστας φυσικός είχε χαμηλές σχολικές επιδόσεις. Ωστόσο, φαίνεται ό,τι υπάρχει λάθος στο ότι ο Αϊνστάιν συγκαταλέγεται στους «κακούς» μαθητές, αφού οι επιδόσεις του ιδίως στα Μαθηματικά και τη Φυσική ήταν εξαιρετικές.
«Να καταλάβουν οι γονείς ότι οι βαθμοί δεν είναι αυτοσκοπός»
Ο ρόλος των γονιών είναι, όπως επισημαίνουν οι ειδικοί, καθοριστικός. «Οι γονείς είναι η συνέχεια του σχολείου. Γι΄ αυτό και θα πρέπει να κρατήσουν κοινή στρατηγική αντιμετώπιση. Δεν μπορεί ο ένας να είναι αυστηρός με τον “κακό” μαθητή και ο άλλος να λέει “δεν πειράζει”», εξηγεί η Αγγελική Μερκούρη. Από τα πρώτα πράγματα που πρέπει να κάνουν είναι να μην επισημαίνουν στο παιδί, και μάλιστα μπροστά σε τρίτους, το πόσο κακός μαθητής είναι, γιατί έτσι θα ενισχύσουν τον φαύλο κύκλο της αποτυχίας.
Έρευνα που ολοκληρώθηκε το 2007 και πραγματοποιήθηκε από το Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών (ΕΚΚΕ) έδειξε ότι όλοι σχεδόν οι μαθητές του δημοτικού θεωρούν ότι οι γονείς τους θέλουν καλούς βαθμούς, ενώ σχεδόν οι μισοί από τους συμμετέχοντες μαθητές λυκείου δήλωναν ότι οι γονείς τούς πιέζουν για να παίρνουν άριστα. «Θα πρέπει να καταλάβουν μαθητές και γονείς ότι η υψηλή βαθμολογία δεν είναι αυτοσκοπός, αλλά το βραβείο για μια καλή προσπάθεια», επισημαίνει η ίδια η εκπαιδευτικός.
«Αντίθετα, θα πρέπει να ενθαρρύνουν κάθε επιτυχία του παιδιού όσο ασήμαντη κι αν τους φαίνεται. Κι όχι να μπαίνουν σε παιχνίδια ανταγωνισμού- “εγώ στην ηλικία σου ήμουν ο καλύτερος μαθητής”- καθώς έτσι όχι μόνο δεν θα το βοηθήσουν, αλλά θα το κάνουν να αισθάνεται ακόμα πιο μειονεκτικά, ακόμα πιο αποτυχημένο, να νιώθει ότι δεν μπορεί να κάνει τίποτα, πως δεν είναι αρκετά καλός για την οικογένεια και τελικά να οδηγηθεί στην παραίτηση είτε του διαβάσματος είτε του σχολείου», τονίζει η Δήμητρα Θεοφίλη. Συμπληρώνει δε ότι οι γονείς θα πρέπει να βάζουν όρια στο διάβασμα του παιδιού: «Τα παιδιά χρειάζονται σταθερότητα που επιτυγχάνεται όχι με αυστηρές τιμωρίες, αλλά με τη θέσπιση ορίων».
Περισσότερα θέματα για τα σχολεία εδώ.