Τον πιο παλιό καιρό ζούσε εδώ μία κοινότητα Ανθρώπων. Γύρω απ’ τις τρεις μεριές του οικισμού, ήταν το Μαύρο Δάσος. Και από την τέταρτη, η απέραντη στέπα. Για πολύ καιρό ο ήλιος έλαμπε και ο ουρανός ήταν γαλάζιος, και έτσι οι Άνθρωποι ήταν γενναίοι και ευτυχισμένοι. Μα κάποια μέρα, ήρθανε απ’ την στέπα άλλοι Άνθρωποι, πιο νέοι, πιο βάρβαροι, πιο δυνατοί και έδιωξαν τους πρώτους, βαθιά μέσα στο Μαύρο Δάσος.
Έλη τους περικύκλωσαν και βάλτοι και το σκοτάδι ήτανε πυκνό. Άρχισαν να πεθαίνουν, ο ένας μετά τον άλλο, απ’ τα κουνούπια και τον μολυσμένο αέρα.
Τότε, γυναίκες και παιδιά, αρχίσανε τους θρήνους και όλοι μαζί καθίσαν να σκεφτούν σαν τι θα κάνουν.
-Δυο δρόμοι ανοίγονται για μας. Ο ένας, προς τα πίσω. Μα εκεί, βρίσκονται οι δυνατοί εχθροί μας. Ο άλλος μπροστά, πέρα απ’ τα Μαύρα Δάση, εκεί που τα μεγάλα δέντρα, με τα πανίσχυρα κλωνιά τους αγκαλιάζονται κι οι κόμποι απ’ τις γυμνές τους ρίζες βυθίζονται βαθιά, στη λιπαρή τη λάσπη.
Και το σκοτάδι ήταν πυκνό και τα μεγάλα δέντρα –δέντρα πέτρινα- στεκόντουσαν βουβά και ακίνητα, μέσα στο μαύρο θάμπος και πιο σφιχτά πλησίαζαν το να το άλλο, τριγύρω στους Ανθρώπους. Μα εκείνοι είχαν συνηθίσει την απλωσιά της στέπας και πιο πολύ τους στένευε το Δάσος, παρά θηλιά κρεμάλας στο λαιμό τους.
Και η Ώρα χτύπησε Έντεκα.
Και όμως, κάποτε ήταν δυνατοί και θα μπορούσαν να νικήσουν. Μα τώρα, κάτω απ’ τα πυκνά κλαδιά, χάθηκε η ψυχή και –ίσως- το σώμα. Και οι θρήνοι γέννησαν την Φρίκη.
Και οι Μάνες κλαίγανε τους πεθαμένους. Και οι ζωντανοί αλυσοδέθηκαν από τον Φόβο. Λόγια δειλίας άρχισαν να ακούγονται μέσα στο Δάσος. Και ήθελαν στους εχθρούς να παν και γονατίζοντας να τους προσφέρουνε τη λευτεριά τους.
Και είπε ο Ντανκό:
-Σύντροφοι, δεν κυλάει η πέτρα με την σκέψη μόνο. Όποιος δεν κάνει τίποτε, δεν του συμβαίνει τίποτε. Γιατί να σπαταλιέται η δύναμή μας στον καημό; Πάμε στο Δάσος και ας το περάσουμε ως πέρα. Σίγουρα θα ‘χει κάποιο τέλος. Όλα στον Κόσμο έχουν ένα τέλος. Εμπρός λοιπόν!
-Οδήγησέ μας, με μια φωνή είπανε όλοι.
Και ξεκινήσαν. Και σε κάθε βήμα, ο Βάλτος –άπληστο σάπιο στόμα- καταβρόχθιζε Ανθρώπους. Σαν φίδια απλωθήκανε παντού οι ρίζες και κάθε βήμα το πληρώνανε με αίμα. Περπάτησαν πολύ καιρό και όλο πυκνώναν τα σκοτάδια. Κουράστηκαν και άρχισαν να γκρινιάζουν για τον Ντανκό και έλεγαν πως, άδικα, νέος και άπειρος τους έσυρε εδώ κάτω –κι ας είχαν όλοι τους συμφωνήσει. Και κάποτε, στο Δάσος μπόρα ξέσπασε. Και έγινε το σκοτάδι πιο μαύρο και απ’ της Κόλασης τις νύχτες. Μα ο Ντανκό περπατούσε πάντα εμπρός. Και τα κλαδιά των δέντρων τους κυκλώσανε. Και κεραυνοί σκίζανε τον αιθέρα. Όλο δυνάμεις και πιο λίγες τους απόμεναν. Μα εκείνος περπατάει πάντα μπρος –«ένας αυτός, και ζει για χίλιους».
Τσάκισαν και έχασαν το θάρρος τους και ρίξανε το φταίξιμο στον Ντανκό.
-«Σας οδηγώ εγώ», μας είπες!
-Σας οδήγησα. Μα εσείς; Σέρνεστε όλο πιο πολύ στη λάσπη, μπουσουλώντας με τα τέσσερα, σαν ζώα.
Σκοτείνιασαν τα μάτια τους και φάνηκε μέσα σ’ αυτά η λάμψη του θανάτου.
«Κοίτα τους», μονολόγησε, «πριν όλοι φίλοι, τώρα όλοι τους θηρία» και λάμψανε τα μάτια του σαν φάροι. Και βλέποντάς το αυτό, σκέφτηκαν πως τρελάθηκε και πως, γιαυτό -έτσι ζωηρά- φλογίστηκε η ματιά του και φυλάχτηκαν.
Και σαν κοπάδι λύκων –που θήραμα μυρίστηκε- μαζεύτηκαν, γιατί περίμεναν πως θα ριχτεί πάνω τους πρώτος. Και άρχισε να στενεύει γύρω του ο κλοιός. Και αυτός κατάλαβε τη σκέψη τους και η σκέψη γέννησε στην φλογερή καρδιά του το παράπονο. Και όλο το Δάσος άρχισε να ψέλνει το μαύρο, πένθιμο τραγούδι του. Και ο κεραυνός βροντάει και η βροχή πέφτει ασταμάτητα.
-«Αν δεν καώ εγώ –αν δεν καείς εσύ- πως θα γεννούνε τα σκοτάδια φως;» φώναξε, κι απ’ τη Βροντή πιο δυνατά.
Και έσκισε με τα χέρια του το στήθος του και έβγαλε από μέσα την καρδιά του και την κρατάει ψηλά, απ’ τα κεφάλια πάνω των Ανθρώπων.
Αναλαμπάδιασε η Καρδιά –σαν ήλιος- και το σκοτάδι διαλύθηκε μέσα στο φως. Και οι Άνθρωποι –κατάπληκτοι- μαρμάρωσαν.
-Εμπρός, φωνάζει ο Ντανκό και ρίχνεται μπροστά, στην πρωτινή του θέση, ψηλά κρατώντας την Φλεγόμενη Καρδιά του -που φώτιζε την Μοίρα των Ανθρώπων.
Τον ακολούθησαν σαν μαγεμένοι. Το Δάσος αντιβούησε έκπληκτο, μα η βοή του πνίγηκε στον Ήχο των Χρωμάτων. Και τώρα πέθαιναν, μα πέθαιναν δίχως παράπονα και παρακάλια. Έτρεχαν γρήγορα μπροστά, με γενναιότητα, το Φως του Φάρου ακολουθώντας –την Καρδιά του. Και ο Ντανκό πάντα προχωρούσε προς τα εμπρός και η Φλόγα της Καρδιάς του όλο φούντωνε και φούντωνε. Και τέλειωσε το Δάσος. Και έμεινε πίσω τους, βουβό. Και στα λιβάδια πέρα, στη μεγάλη στέπα σαν ξεμύτισαν, λούστηκαν ξαφνικά από ηλιόφως και καθαρό αέρα ξεπλυμένο απ’ την βροχή. Και έλαμψε ο ήλιος και πέρα, το ποτάμι, σαν φιδίσιο σώμα αντιφέγγισε. Σουρούπωνε. Κατά το λιόγερμα, άρχισε να φαντάζει κόκκινο -σαν αίμα- το ποτάμι. Και εκείνος, χαμογέλασε περήφανα.
Και έγινε η Ώρα, Δώδεκα.
Στο χώμα πέφτει και η Μάνα Γη προστάζει, και λουλούδια τον αγκάλιασαν. Και δεν τον πρόσεξε κανείς που ‘πεσε κάτω. Και μόνο η γενναία του Καρδιά ακόμα άναβε. Και ένας, την πρόσεξε. Και –φοβισμένος- με το πόδι του την πάτησε. Και η Φλογερή Καρδιά του Ντανκό, χάθηκε για πάντα.
Περισσότερες διδακτικές ιστορίες εδώ.