Στις αρχές του 1922 οι οικονομικοί πόροι της Ελλάδας είχαν εξαντληθεί από το πόλεμο. Η χρηματοδότηση της Μικρασιατικής Εκστρατείας βρισκόταν σε κίνδυνο. Ήταν η περίοδος που οι Τούρκοι υπό τον Κεμάλ Ατατούρκ άρχισαν να έχουν το πάνω χέρι στις στρατιωτικές επιχειρήσεις.
Η περιοδεία του πρωθυπουργού Δημητρίου Γούναρη (1867-1922) και του Υπουργού Εξωτερικών Γεωργίου Μπαλτατζή (1868-1922) στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες για τη σύναψη δανείου δεν καρποφόρησε. Σε μία ύστατη προσπάθεια, στις 11 Φεβρουαρίου 1922 ο Γούναρης συμφώνησε με ομάδα άγγλων κεφαλαιούχων για δάνειο ύψους 15.000.000 δραχμών, που όμως δεν εκταμιεύτηκε ποτέ.
Μετά την επιστροφή του στην Αθήνα, στις 21 Φεβρουαρίου, ο Γούναρης έσπευσε να ενημερώσει τους στενούς συνεργάτες του σχετικά με την αποτυχία του ταξιδιού του στην Ευρώπη. Τους τόνισε ότι η χώρα χρειαζόταν επειγόντως πόρους, που δεν μπορούσαν να προέλθουν από τη χρονοβόρο διαδικασία της αύξησης της φορολογίας ή των δασμών.
Μόλις ολοκληρώθηκε η ενημέρωση, έμεινε μόνος στο πρωθυπουργικό γραφείο με τον Υπουργό Οικονομικών και Επισιτισμού Πέτρο Πρωτοπαπαδάκη (1860-1922). Σύμφωνα με τον βιογράφο του, Αλέξανδρο Οικονόμου, ο Πρωτοπαπαδάκης σηκώθηκε από τη θέση του και απευθυνόμενος στον Γούναρη του είπε: «Δημητράκη, τα ηύρα τα λεπτά». Ο Γούναρης έμεινεν εμβρόντητος και τον εκοίταζε με ολάνοιχτα μάτια, χωρίς να αρθρώνη λέξιν. Ο Πρωτοπαπαδάκης, αντί άλλης εξηγήσεως, έβγαλε από το πορτοφόλι του εν εκατοντάδραχμον χαρτονόμισμα, το έκοψε εις δύο και επέδειξε τα τεμάχια κρατών αυτά προ των εκστατικών οφθαλμών του φίλου του. Ο Γούναρης δεν εκαταλάβαινε τι συμβαίνει. – Ενόμισα πως τρελλάθηκε, έλεγε κατόπιν. Αφού, λοιπόν, ο Πρωτοπαπαδάκης απήλαυσε το θέαμα, το οποίο παρείχε ο φίλος του, αποφάσισε να του εξηγήση το σχέδιόν του. Πλήρης θαυμασμού ο Γούναρης δια την ευφυά και απλουστάτην επινόησιν προσεπάθησεν εν τούτοις να εύρη κάθε πιθανήν αντίρρησιν διά την ορθότητα της εφαρμογής της. Και ηύρε, ως έλεγε, πολλάς, αλλ’ ουδεμία ηδύνατο να σταθή προ των επιχειρημάτων του Πρωτοπαπαδάκη. Απεδέχθη λοιπόν πλήρως το σχέδιόν του. Αμφότεροι ετήρησαν απόλυτον εχεμύθεια…». Επρόκειτο για ένα είδος εσωτερικού αναγκαστικού δανεισμού, με το πρωτότυπο μέτρο της διχοτόμησης του νομίσματος, της δραχμής εν προκειμένω.
Ένα μήνα αργότερα, στις 21 Μαρτίου 1922, ο Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης, μιλώντας από το βήμα της Βουλής για τον προϋπολογισμό του 1921-1922, αποκάλυψε το σχέδιό του για τη σύναψη αναγκαστικού εσωτερικού δανείου, επαναλαμβάνοντας την παράσταση που είχε δώσει ένα μήνα νωρίτερα ενώπιον του πρωθυπουργού Δημητρίου Γούναρη. Έβγαλε από την τσέπη του ένα χαρτονόμισμα και το επέδειξε στη Βουλή λέγοντας: «Ιδού κύριοι, έν εκατοντάδραχμον. Προς τα δεξιά είναι η εικών του Γεωργίου Σταύρου, προς τα αριστερά το Βασιλικόν Στέμμα. Ευθύς ως το νομοσχέδιον ψηφισθή θα διχοτομήσω το εκατοντάδραχμον (ο κύριος υπουργός βγάζει από το χαρτοφυλάκιόν του μίαν ψαλλίδα γραφείου και προ της εκθάμβου Βουλής κόπτει εις δύο το εις χείρας του χαρτονόμισμα). Και το τεμάχιον το φέρον την εικόνα του Γ. Σταύρου θα εξακολουθήση κυκλοφορούν ως νόμισμα 50 δραχμών, το δε έτερο ήμισυ-αφού το στέμμα-θα αποτελή ομολογίαν 50 δραχμών». Η έκπληκτη Βουλή δέχθηκε την αγόρευση Πρωτοπαπαδάκη με «διαμαρτυρίας, γέλωτας και ραγδαία χειροκροτήματα», όπως αναφέρονται στα Πρακτικά της σώματος.
Το μέτρο της διχοτόμησης του χαρτονομίσματος προκάλεσε ζωηρή συζήτηση, τόσο εντός, όσο και εκτός του κοινοβουλίου. Υποστηρίχθηκε ότι εκλόνιζε την εμπιστοσύνη στο νόμισμα, ενώ σύμφωνα με τον Ριζοσπάστη έπληττε τα λαϊκά στρώματα του πληθυσμού. Ο πρωθυπουργός Δημήτριος Γούναρης παραδέχθηκε ότι το μέτρο παρουσίαζε πολλές αδυναμίες, αλλά ήταν το πιο ενδεδειγμένο για τις κρίσιμες στιγμές που περνούσε η χώρα, αφού εξωτερικό δάνειο δεν είχε εξασφαλισθεί και εσωτερικό δάνειο δεν μπορούσε να επιδιωχθεί με κλονισμένη την αξία του νομίσματος. Η φιλελεύθερη αντιπολίτευση ετάχθη κατά του νομοσχεδίου, αν και ο έμπειρος περί τα οικονομικά Εμμανουήλ Τσουδερός παραδέχθηκε τη «σοβαρότητα και το πολύπλοκο του θέματος».
Οι εφημερίδες, κυρίως της συμπολίτευσης, τήρησαν αμήχανη στάση και η κυβέρνηση αναγκάστηκε να τις δωροδοκήσει για να υποστηρίξουν το αναγκαστικό δάνειο, όπως αναφέρει στο Ημερολόγιό του ο Ιωάννης Μεταξάς (Πέμπτη 24 Μαρτίου): «Αι εφημερίδες επληρώθησαν αδρότατα εκατό χιλιάδες εκάστη, αι βενιζελικαί, αφού εφάνησαν δεχόμεναι κατ’ αρχάς, ηρνήθησαν έπειτα. Το μέτρο της διχοτόμησης του νομίσματος χαρακτηρίστηκε «ηρωική δημοσιονομία» από τον διάσημο οικονομολόγο και κοινωνιολόγο Βιλφρέντο Παρέτο, ενώ επαινέθηκε από τον βρετανό πρωθυπουργό Ντέιβιντ Λόιντ Τζορτζ.
Το νομοσχέδιο ψηφίσθηκε στις 25 Μαρτίου 1922 με ψήφους 151 έναντι 148 και η διχοτόμηση του νομίσματος έγινε νόμος του κράτους με αριθμό 2749. Από το αναγκαστικό δάνειο εξαιρέθηκαν οι ξένοι υπήκοοι και οι ξένες εταιρείες. Σύμφωνα με το νόμο, το μέτρο της διχοτόμησης του νομίσματος θα λειτουργούσε ως εξής: Οι κάτοχοι των χαρτονομισμάτων θα κρατούσαν το αριστερό κομμάτι (που ονομαζόταν στην καθομιλουμένη «Σταύρος», επειδή είχε χαραγμένο πάνω του το κεφάλι του Γεωργίου Σταύρου), το οποίο θα είχε την αξία των 50 δραχμών, και το δεξιό κομμάτι (που ονομαζόταν αντιστοίχως «στέμμα») θα επιστρεφόταν στην Εθνική Τράπεζα, η οποία θα έδινε μιαν απόδειξη (αργότερα θα τυπώνονταν κανονικοί τίτλοι που θα αντικαθιστούσαν την απόδειξη) για τη συμμετοχή τους στο αναγκαστικό δάνειο.
Το επιτόκιο των ομολογιών ήταν αρκετά υψηλό, στο 7% (έναντι 4% των καταθέσεων ταμιευτηρίου), και αργότερα κατέβηκε στο 6,5%, ώστε τα χρήματα που θα εξοικονομούνταν, να μοιραστούν μέσω κληρώσεως, εν είδει λαχείου. Την εποχή εκείνη δεν υπήρχαν τυχερά παιχνίδια κι έτσι η κλήρωση αυτή είχε θετική απήχηση στα λαϊκά στρώματα του πληθυσμού.
Το αναγκαστικό δάνειο του Πρωτοπαπαδάκη απέφερε στο Δημόσιο το σημαντικό ποσό των 1.550.000.000 δραχμών. Βοήθησε να αντιμετωπισθούν οι άμεσες ανάγκες έως το φθινόπωρο του 1922, αλλά δεν έλυσε το οικονομικό πρόβλημα της χώρας. Μετά τη μικρασιατική καταστροφή και την άφιξη των προσφύγων, ο εξωτερικός δανεισμός της χώρας έγινε επιτακτικός.
Περισσότερα ιστορικά αφιερώματα εδώ.