Ένας αρχαίος ελληνικός μύθος θεωρείται η γενέτειρα της συγκεκριμένης φράσης.
Σύμφωνα με αυτόν, σε κάποια μικρή ορεινή πόλη της αρχαίας Ελλάδας, οι κάτοικοι αποφάσισαν να κάνουν μια θυσία στο θεό Απόλλωνα. Όμως, μιας και το ιερό νερό που χρησιμοποιούσαν στις θυσίες τους, βρίσκονταν ανάμεσα σε δύσβατα φαράγγια, έπρεπε να στείλουν κάποιον για να το φέρει. Ψάχνοντας κάποιον πρόθυμο να αναλάβει την αποστολή, ξαφνικά, ακούστηκε ένας κόρακας, ο οποίος προθυμοποιήθηκε να αναλάβει το συγκεκριμένο εγχείρημα.
Χάρη στα φτερά του, θα έφτανε γρήγορα και εύκολα στην πηγή, οπότε οι κάτοικοι αποφάσισαν να τον εμπιστευτούν. Πράγματι, ο κόρακας, εφοδιασμένος μόνο με μια μικρή υδρία, έφτασε γρήγορα στον προορισμό του. Πλάι στην πηγή αντίκρισε μια συκιά, γεμάτη όμως με άγουρα σύκα. Σαν λιχούδης όπως ήταν, αποφάσισε να περιμένει μέχρι να ωριμάσουν, ξεχνώντας παράλληλα την αποστολή που είχε αναλάβει. Περίμενε δύο ολόκληρες ημέρες, ώσπου τα σύκα ωρίμασαν, και αφού έφαγε πολλά, άρχισε να σκέφτεται, πώς θα δικαιολογούσε την αργοπορία του στους κατοίκους της πόλης. Τελικά, γέμισε με νερό τη μικρή υδρία, άρπαξε με το ράμφος του ένα μεγάλο φίδι το οποίο διέκρινε και πέταξε για την πόλη.
Φτάνοντας ο κόρακας στην πόλη, οι κάτοικοι θέλησαν να μάθουν γιατί άργησε να επιστρέψει. Ο κόρακας ισχυρίστηκε ότι το συγκεκριμένο φίδι ρουφούσε το νερό από την πηγή, με αποτέλεσμα αυτή να αρχίσει να ξεραίνεται. Οι άνθρωποι τον πίστεψαν και σκότωσαν το φίδι. Όμως, το φίδι αυτό, ήταν του θεού Απόλλωνα, ο οποίος οργισμένος αποφάσισε να τιμωρήσει τον κόρακα για το ψέμα του. Έτσι, από εκείνη την ημέρα, κάθε φορά που ο κόρακας προσπαθούσε να πιει νερό από κάποια πηγή, αυτή στέρευε. Κράτησε πολύ καιρό το μαρτύριο της δίψας του κόρακα, μέχρι που ο Απόλλωνας τον λυπήθηκε και τον έκανε αστέρι στον ουρανό. Από τότε, όταν κάποιος διψούσε πολύ, έλεγε τη φράση «Κοράκιασα από τη δίψα», φράση που έχει παραμείνει μέχρι σήμερα.