Ετυμολογία
τεκμαίρομαι < αρχαία ελληνική τεκμαίρομαι < αρχ. τέκμαρ «σημείο, απόδειξη», πρβλ. τα ομόρριζα τεκμαρτό [εισόδημα], τεκμήριο
Σημασία
από ορισμένες ενδείξεις, σχηματίζω γνώμη, συμπεραίνω, συνάγω
(στο γ' πρόσωπο) τεκμαίρεται: βγαίνει το συμπέρασμα επί τη βάσει τεκμηρίων,συμπεραίνεται, συνάγεται, προκύπτει
π.χ. «Από πού τεκμαίρονται όλοι αυτοί οι καλοθελητές ότι η Ελλάδα πάει για πτώχευση;»
π.χ. «Από τις εισηγήσεις των ειδικών τεκμαίρεται ότι πρέπει να ληφθούν δραστικά μέτρα»
Συνώνυμα
συμπεραίνω
συνάγω
Για το e-didaskalia.blogspot.gr
Αποστόλης Ζυμβραγάκης
Φιλόλογος