κίβδηλος - κίβδηλη - κίβδηλο
Ετυμολογία
κίβδηλος < αρχαία ελληνική κίβδηλος < κίβδος (= σκουριά με την οποία νόθευαν το χρυσό)
Σημασία
Ετυμολογία
κίβδηλος < αρχαία ελληνική κίβδηλος < κίβδος (= σκουριά με την οποία νόθευαν το χρυσό)
Σημασία
- (για νόμισμα, ιδιαίτερα μεταλλικό) που είναι προϊόν παραχάραξης, μη γνήσιος, πλαστός
- εντόπισαν κίβδηλο κέρμα των 2 ευρώ
- (μεταφορικά) για οτιδήποτε παρουσιάζει εξωτερικά μια ψευδή και παραπλανητική εικόνα ενώ στην πραγματικότητα στερείται αξίας, π.χ. κίβδηλες διαβεβαιώσεις
Συνώνυμα
- κάλπικος
- παραχαραγμένος
- πλαστός
- ψεύτικος
Αντώνυμα
- γνήσιος
- αυθεντικός
Δείτε περισσότερες σημασίες λέξεων εδώ.
Για το e-didaskalia.blogspot.gr
Αποστόλης Ζυμβραγάκης
Φιλόλογος