πτώση | ενικός | ||
---|---|---|---|
ονομαστική | πηχυαίος | πηχυαία | πηχυαίο |
γενική | πηχυαίου | πηχυαίας | πηχυαίου |
αιτιατική | πηχυαίο | πηχυαία | πηχυαίο |
κλητική | πηχυαίε | πηχυαία | πηχυαίο |
πτώση | πληθυντικός | ||
ονομαστική | πηχυαίοι | πηχυαίες | πηχυαία |
γενική | πηχυαίων | πηχυαίων | πηχυαίων |
αιτιατική | πηχυαίους | πηχυαίες | πηχυαία |
κλητική | πηχυαίοι | πηχυαίες | πηχυαία |
Ετυμολογία
πηχυαίος < πήχυς
Επίθετο
πηχυαίος, -α, -ο
Σημασία
- αυτός που έχει μήκος ίσο με έναν πήχη
- (μτφ.) ο κοντός, ο χαμηλός, ο κοντόσωμος, ο σπιθαμιαίος αντίθετα: ψηλός, ψηλόσωμος.
- "πηχυαίος τίτλος", ο πρωτοσέλιδος τίτλος εφημερίδων που είναι γραμμένος με μεγάλα και χοντρά γράμματα συνώνυμα: γιγαντότιτλος.
Για το e-didaskalia.blogspot.gr
Αποστόλης Ζυμβραγάκης
Φιλόλογος
Δείτε περισσότερες σημασίες λέξεων εδώ.