Η λέξη αναφανδόν είναι ένα επίρρημα που σημαίνει με τρόπο σαφή και ανεπιφύλακτο, πασιφανώς, φανερά, απροκάλυπτα, ανοιχτά, ανεπιφύλακτα.
Ετυμολογία
αναφανδόν < αρχαία ελληνική ἀναφανδόν < ἀνεφάνην < ἀναφαίνομαι (εμφανίζομαι, φανερώνομαι)
Συνώνυμα
φανερά
απροκάλυπτα
ανεπιφύλακτα
Δείτε περισσότερες σημασίες λέξεων εδώ.
Για το e-didaskalia.blogspot.gr
Αποστόλης Ζυμβραγάκης
Φιλόλογος
Ετυμολογία
αναφανδόν < αρχαία ελληνική ἀναφανδόν < ἀνεφάνην < ἀναφαίνομαι (εμφανίζομαι, φανερώνομαι)
Συνώνυμα
φανερά
απροκάλυπτα
ανεπιφύλακτα
Δείτε περισσότερες σημασίες λέξεων εδώ.
Για το e-didaskalia.blogspot.gr
Αποστόλης Ζυμβραγάκης
Φιλόλογος