Επιρρήματα σε -α
Τα επιρρήματα που λήγουν σε -α έχουν πάντα τον ίδιο τύπο με τον τύπο της ονομαστικής και αιτιατικής πληθυντικού του ουδετέρου του αντίστοιχου επιθέτου. Τα επιρρήματα σε -α σχηματίζονται από επίθετα σε -ος, από τετελεσμένες μετοχές που λειτουργούν ως επίθετα, από επίθετα σε -ύς, -ιά, -ύ και από επίθετα σε -ης, -α, -ικο.
Επιρρήματα σε -α από επίθετα σε -ος:
αβίαστα (<αβίαστος, -η, -ο), ανάλαφρα (<ανάλαφρος, -η, -ο), ανέμελα (<ανέμελος, -η, -ο), γλυκά (<γλυκός, -ιά, -ό), δημοκρατικά (<δημοκρατικός, -ή, -ό), δίκαια (<δίκαιος, -η, -ο), δυτικά (<δυτικός, -ή, -ό), θεωρητικά (<θεωρητικός, -ή, -ό), ξαφνικά (<ξαφνικός, -ή, -ό), όρθια (<όρθιος, -α, -ο), ρεαλιστικά (<ρεαλιστικός, -ή, -ό), σίγουρα (<σίγουρος, -η, -ο), σπουδαία (<σπουδαίος, -α, -ο), τελευταία (<τελευταίος, -α, -ο), χαμηλά (<χαμηλός, -ή, -ό), ωραία (<ωραίος, -α, -ο) κτλ.
Επιρρήματα σε -α από τετελεσμένες μετοχές:
απλοποιημένα (<απλοποιημένος, -η, -ο), δικαιολογημένα (<δικαιολογημένος, -η, -ο), εκνευρισμένα (<εκνευρισμένος, -η, -ο), μπερδεμένα (<μπερδεμένος, -η, -ο), συγκεκριμένα (<συγκεκριμένος, -η, -ο), ωραιοποιημένα (<ωραιοποιημένος, -η, -ο) κτλ.
Επιρρήματα σε -ά από επίθετα σε -ύς, -ιά, -ύ:
βαθιά (<βαθύς, -ιά, -ύ) μακριά (<μακρύς, -ιά, -ύ), παχιά (<παχύς, -ιά, -ύ), πλατιά (<πλατύς, -ιά, -ύ), φαρδιά (<φαρδύς, -ιά, -ύ) κτλ.
Επιρρήματα σε -α από επίθετα σε -ης, -α, -ικο:
αγαπησιάρικα (<αγαπησιάρης, -α, -ικο), γκρινιάρικα (<γκρινιάρης, -α, -ικο), ζηλιάρικα (<ζηλιάρης, -α, -ικο), τσαχπίνικα (<τσαχπίνης, -α, -ικο) κτλ.
Υπάρχουν πολλά επιρρήματα που έχουν και τους δύο τύπους, σε -α και σε -ως, αλλά στη νέα ελληνική χρησιμοποιείται μόνο ο τύπος σε -α. Οι τύποι σε -ως αποφεύγονται επειδή θεωρούνται αρχαϊστικότεροι, και δε συνηθίζονται στον καθημερινό λόγο (Έτσι, λέμε: ακατάσχετα, απερίφραστα, βλοσυρά, δυσάρεστα, επιπόλαια, μεροληπτικά, χαμηλόφωνα κτλ.)
Επιρρήματα σε -ως
α) Τα επιρρήματα που λήγουν σε -ως σχηματίζονται από δικατάληκτα επίθετα σε -ης, -ες. Ο τόνος των επιρρημάτων σε -ως παραμένει στην ίδια συλλαβή με την ονομαστική του αρσενικού του αντίστοιχου επιθέτου. Εξαιρούνται τα επίθετα σε -ώδης, τα οποία τονίζονται στη λήγουσα:
αγενώς (<αγενής, -ές), ακριβώς (<ακριβής, -ές), διακαώς (<διακαής, -ές), διεθνώς (<διεθνής, -ές), επωφελώς (<επωφελής, -ές), , προφανώς (<προφανής, -ές), υγιώς (<υγιής, -ές), θυελλωδώς (<θυελλώδης, -ες), μανιωδώς (<μανιώδης, -ες), ουσιωδώς (<ουσιώδης, -ες).
β) Τα επιρρήματα που λήγουν σε -ως σχηματίζονται από επίθετα (μετοχές ενεργητικής φωνής ρημάτων της αρχαίας ελληνικής) σε -ων, -ουσα, -ον / -ών, -ώσα, -ών / ών, -ούσα, -ούν και από δικατάληκτα επίθετα σε -ων/-ονας, -ον. Τα επιρρήματα αυτά είναι μάλλον σπάνια στον καθημερινό λόγο:
δευτερευόντως (<δευτερεύων, -ουσα, -ον), δεόντως (<δέων -ουσα, -ον), επειγόντως (<επείγων, -ουσα, -ον), παρεμπιπτόντως (<παρεμπίπτων, -ουσα, -ον), αποχρώντως (<αποχρών, -ώσα, -ών), αρκούντως (<αρκών, -ούσα, -ούν), ευγνωμόνως (<ευγνώμων, -ον), μετριοφρόνως (<μετριόφρων, -ον).
γ) Τα επίθετα σε ύς, -εία, -ύ σχηματίζουν επιρρήματα σε -έως:
βαρέως (<βαρύς, -εία, -ύ), βραδέως (<βραδύς, -εία, -ύ), ευθέως (<ευθύς, -εία, -ύ), ευρέως (<ευρύς, -εία, -ύ), ταχέως (<ταχύς, -εία, -ύ). Εδώ θα πρέπει να τονίσουμε ότι τα επιρρήματα σε -εως, επειδή είναι λόγια, δε χρησιμοποιούνται συχνά στον προφορικό λόγο.
δ) Υπάρχουν μερικά επιρρήματα που προέρχονται από επίθετα και μετοχές σε -ος και χρησιμοποιούνται συνήθως στον τύπο με -ως:
αδιακρίτως (<αδιάκριτος, -η, -ο), αεροπορικώς (<αεροπορικός, -ή, -ό), ατμοπλοϊκώς (<ατμοπλοϊκός, -ή, -ό), αυτοπροσώπως (<αυτοπρόσωπος, -η, -ο), επανειλημμένως (<επανειλημμένος, -η, -ο), επομένως (επόμενος, -η, -ο), ιδιοχείρως (<ιδιόχειρος, -η, -ο), ιδίως (<ίδιος, -α, -ο), κυρίως (<κύριος, -α, -ο), μερικώς (<μερικός, -ή, -ό), ολογράφως (<ολόγραφος, -η, -ο).
περίεργα περιέργως
Τα επιρρήματα που λήγουν σε -α έχουν πάντα τον ίδιο τύπο με τον τύπο της ονομαστικής και αιτιατικής πληθυντικού του ουδετέρου του αντίστοιχου επιθέτου. Τα επιρρήματα σε -α σχηματίζονται από επίθετα σε -ος, από τετελεσμένες μετοχές που λειτουργούν ως επίθετα, από επίθετα σε -ύς, -ιά, -ύ και από επίθετα σε -ης, -α, -ικο.
Επιρρήματα σε -α από επίθετα σε -ος:
αβίαστα (<αβίαστος, -η, -ο), ανάλαφρα (<ανάλαφρος, -η, -ο), ανέμελα (<ανέμελος, -η, -ο), γλυκά (<γλυκός, -ιά, -ό), δημοκρατικά (<δημοκρατικός, -ή, -ό), δίκαια (<δίκαιος, -η, -ο), δυτικά (<δυτικός, -ή, -ό), θεωρητικά (<θεωρητικός, -ή, -ό), ξαφνικά (<ξαφνικός, -ή, -ό), όρθια (<όρθιος, -α, -ο), ρεαλιστικά (<ρεαλιστικός, -ή, -ό), σίγουρα (<σίγουρος, -η, -ο), σπουδαία (<σπουδαίος, -α, -ο), τελευταία (<τελευταίος, -α, -ο), χαμηλά (<χαμηλός, -ή, -ό), ωραία (<ωραίος, -α, -ο) κτλ.
Επιρρήματα σε -α από τετελεσμένες μετοχές:
απλοποιημένα (<απλοποιημένος, -η, -ο), δικαιολογημένα (<δικαιολογημένος, -η, -ο), εκνευρισμένα (<εκνευρισμένος, -η, -ο), μπερδεμένα (<μπερδεμένος, -η, -ο), συγκεκριμένα (<συγκεκριμένος, -η, -ο), ωραιοποιημένα (<ωραιοποιημένος, -η, -ο) κτλ.
Επιρρήματα σε -ά από επίθετα σε -ύς, -ιά, -ύ:
βαθιά (<βαθύς, -ιά, -ύ) μακριά (<μακρύς, -ιά, -ύ), παχιά (<παχύς, -ιά, -ύ), πλατιά (<πλατύς, -ιά, -ύ), φαρδιά (<φαρδύς, -ιά, -ύ) κτλ.
Επιρρήματα σε -α από επίθετα σε -ης, -α, -ικο:
αγαπησιάρικα (<αγαπησιάρης, -α, -ικο), γκρινιάρικα (<γκρινιάρης, -α, -ικο), ζηλιάρικα (<ζηλιάρης, -α, -ικο), τσαχπίνικα (<τσαχπίνης, -α, -ικο) κτλ.
Υπάρχουν πολλά επιρρήματα που έχουν και τους δύο τύπους, σε -α και σε -ως, αλλά στη νέα ελληνική χρησιμοποιείται μόνο ο τύπος σε -α. Οι τύποι σε -ως αποφεύγονται επειδή θεωρούνται αρχαϊστικότεροι, και δε συνηθίζονται στον καθημερινό λόγο (Έτσι, λέμε: ακατάσχετα, απερίφραστα, βλοσυρά, δυσάρεστα, επιπόλαια, μεροληπτικά, χαμηλόφωνα κτλ.)
Επιρρήματα σε -ως
α) Τα επιρρήματα που λήγουν σε -ως σχηματίζονται από δικατάληκτα επίθετα σε -ης, -ες. Ο τόνος των επιρρημάτων σε -ως παραμένει στην ίδια συλλαβή με την ονομαστική του αρσενικού του αντίστοιχου επιθέτου. Εξαιρούνται τα επίθετα σε -ώδης, τα οποία τονίζονται στη λήγουσα:
αγενώς (<αγενής, -ές), ακριβώς (<ακριβής, -ές), διακαώς (<διακαής, -ές), διεθνώς (<διεθνής, -ές), επωφελώς (<επωφελής, -ές), , προφανώς (<προφανής, -ές), υγιώς (<υγιής, -ές), θυελλωδώς (<θυελλώδης, -ες), μανιωδώς (<μανιώδης, -ες), ουσιωδώς (<ουσιώδης, -ες).
β) Τα επιρρήματα που λήγουν σε -ως σχηματίζονται από επίθετα (μετοχές ενεργητικής φωνής ρημάτων της αρχαίας ελληνικής) σε -ων, -ουσα, -ον / -ών, -ώσα, -ών / ών, -ούσα, -ούν και από δικατάληκτα επίθετα σε -ων/-ονας, -ον. Τα επιρρήματα αυτά είναι μάλλον σπάνια στον καθημερινό λόγο:
δευτερευόντως (<δευτερεύων, -ουσα, -ον), δεόντως (<δέων -ουσα, -ον), επειγόντως (<επείγων, -ουσα, -ον), παρεμπιπτόντως (<παρεμπίπτων, -ουσα, -ον), αποχρώντως (<αποχρών, -ώσα, -ών), αρκούντως (<αρκών, -ούσα, -ούν), ευγνωμόνως (<ευγνώμων, -ον), μετριοφρόνως (<μετριόφρων, -ον).
γ) Τα επίθετα σε ύς, -εία, -ύ σχηματίζουν επιρρήματα σε -έως:
βαρέως (<βαρύς, -εία, -ύ), βραδέως (<βραδύς, -εία, -ύ), ευθέως (<ευθύς, -εία, -ύ), ευρέως (<ευρύς, -εία, -ύ), ταχέως (<ταχύς, -εία, -ύ). Εδώ θα πρέπει να τονίσουμε ότι τα επιρρήματα σε -εως, επειδή είναι λόγια, δε χρησιμοποιούνται συχνά στον προφορικό λόγο.
δ) Υπάρχουν μερικά επιρρήματα που προέρχονται από επίθετα και μετοχές σε -ος και χρησιμοποιούνται συνήθως στον τύπο με -ως:
αδιακρίτως (<αδιάκριτος, -η, -ο), αεροπορικώς (<αεροπορικός, -ή, -ό), ατμοπλοϊκώς (<ατμοπλοϊκός, -ή, -ό), αυτοπροσώπως (<αυτοπρόσωπος, -η, -ο), επανειλημμένως (<επανειλημμένος, -η, -ο), επομένως (επόμενος, -η, -ο), ιδιοχείρως (<ιδιόχειρος, -η, -ο), ιδίως (<ίδιος, -α, -ο), κυρίως (<κύριος, -α, -ο), μερικώς (<μερικός, -ή, -ό), ολογράφως (<ολόγραφος, -η, -ο).
Πολλά επιρρήματα έχουν και τους δύο τύπους, σε -α και σε -ως:
ανάλογα / αναλόγως, άπταιστα / απταίστως, εσκεμμένα / εσκεμμένως.
Ορισμένα από αυτά τα ζεύγη επιρρημάτων έχουν την ίδια ακριβώς σημασία, όπως, για παράδειγμα, τα: απόλυτα / απολύτως, βέβαια / βεβαίως,σπάνια / σπανίως. Συνήθως ο τύπος σε -ως χρησιμοποιείται πιο πολύ σε επίσημο ύφος λόγου
Ζεύγη κυριότερων επιρρημάτων σε -α και -ως με την ίδια σημασία
αιφνιδιαστικά αιφνιδιαστικώς | εμπειρικά εμπειρικώς | λεπτομερειακά λεπτομερειακώς | σιωπηρά σιωπηρώς |
αιώνια αιωνίως | εμπιστευτικά εμπιστευτικώς | μάταια ματαίως | σπάνια σπανίως |
ακαριαία ακαριαίως | έμπρακτα εμπράκτως | μεθοδικά μεθοδικώς | σταδιακά σταδιακώς |
αντικειμενικά αντικειμενικώς | εξαιρετικά εξαιρετικώς | μοιραία μοιραίως | τελικά τελικώς |
απόλυτα απολύτως | κλινικά κλινικώς | παγκόσμια παγκοσμίως | τυχαία τυχαίως |
αρνητικά αρνητικώς | κοινωνικά κοινωνικώς | προσωρινά προσωρινώς | υποθετικά υποθετικώς |
Είναι προτιμότερο να αποφεύγουμε τη χρήση επιρρημάτων σε -α όταν συνοδεύουν επίθετα στον πληθυντικό του ουδετέρου ή άλλα επιρρήματα σε -α, για να μη δημιουργηθεί η εσφαλμένη εντύπωση ότι πρόκειται για επίθετα. Σε τέτοιες περιπτώσεις, για να είμαστε πιο σαφείς, καλό είναι να χρησιμοποιούμε τον τύπο σε -ως στη θέση του αντίστοιχου σε -α.
Π.χ.: τρόφιμα ελαφρώς δύσπεπτα
κείμενα σχετικώς ευανάγνωστα
τους εφοδίασαν με τα απολύτως αναγκαία πράγματα.
Όμως οι δύο τύποι (σε -α και σε -ως) δεν είναι πάντα ταυτόσημοι, αλλά, αντίθετα, σε κάποια ζεύγη επιρρημάτων εμφανίζονται να έχουν διαφορετική σημασία:
Ζεύγη κυριότερων επιρρημάτων σε -α και -ως με διαφορετική σημασία
ακριβά ακριβώς | αδιάκριτα αδιακρίτως | έκτακτα εκτάκτως | ιδιαίτερα ιδιαιτέρως |
άγρια αγρίως | άμεσα αμέσως | ευχάριστα ευχαρίστως | τέλεια τελείως |
Η βουλή συνεδρίασε εκτάκτως. (χωρίς να το είχε προγραμματίσει)
Αλλά: Χτες το βράδυ βγήκαμε και περάσαμε έκτακτα. (θαυμάσια, πολύ ευχάριστα)
Ήθελε να της μιλήσει ιδιαιτέρως. (χωριστά από τους άλλους)
Αλλά: Εκτιμούν ιδιαίτερα το έργο της. (πολύ)
Ο πωλητής θα σας εξυπηρετήσει ευχαρίστως. (με ευχαρίστηση)
Αλλά: Περάσαμε το βράδυ μας ευχάριστα. (πολύ ωραία)
Θα σας εξυπηρετήσουμε αμέσως. (χωρίς καθυστέρηση)
Αλλά: Του πρόσφεραν βοήθεια άμεσα. (απευθείας, χωρίς μεσολάβηση)
Όλοι οι απόφοιτοι θ' αρχίσουν να εργάζονται, αδιακρίτως φύλου και ηλικίας. (χωρίς διακρίσεις)
Αλλά: Να μη συμπεριφέρεσαι αδιάκριτα. (χωρίς διακριτικότητα, με αγένεια)
Θέλω να μου πεις ακριβώς τι έγινε. (με ακρίβεια, με όλες τις λεπτομέρειες)
Αλλά: Το αγόρασε ακριβά. (όχι φτηνά)
Περιέργως το ήξερε! (παραδόξως)
Αλλά: Φέρεται περίεργα. (με περιέργεια)
Οι πολιτικοί συνήθως ψεύδονται αγρίως! (ασύστολα, συστηματικά, προκλητικά, πολύ)
Αλλά: Με κοίταξε άγρια. (με επιθετικότητα, με αγριάδα)
Είναι τέλεια προετοιμασμένος για τις εξετάσεις του (κατά τρόπο τέλειο, ολοκληρωμένα και χωρίς ελάττωμα.
Αλλά: Μου είναι τελείως αδιάφορο. (εντελώς)
Για το e-didaskalia.blogspot.gr
Αποστόλης Ζυμβραγάκης
Φιλόλογος
Περισσότερα θέματα φιλολογικού ενδιαφέροντος εδώ.