΄
Η λέξη βέτο προέρχεται από τη λατινική veto (αντιτίθεμαι), λέξη που χρησιμοποιήθηκε από την αρχαία ρωμαϊκή πολιτική διοίκηση.
Σημαίνει την αρνητική παρέμβαση για να σταματήσει μια διαδικασία, η άρνησή της, εφ όσον μία χώρα ή ένας φορέας ή ένα άτομο έχει το δικαίωμα (ή το κύρος) από το νόμο (ή από θέση ισχύος). Το βέτο παρεμβάλλεται μόνο αρνητικά και συνήθως ασκείται εναντίον του δικαιώματος ενός άλλου.
Παράδειγμα: η Χ χώρα, επειδή είχε δικαίωμα βέτο, το άσκησε και πάγωσε την εισδοχή της Ψ χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Στα ελληνικά ο αντίστοιχος όρος είναι η αρνησικυρία.
Ετυμολογία: αρνησικυρία < άρνησις + κύρος
Η λέξη βέτο προέρχεται από τη λατινική veto (αντιτίθεμαι), λέξη που χρησιμοποιήθηκε από την αρχαία ρωμαϊκή πολιτική διοίκηση.
Σημαίνει την αρνητική παρέμβαση για να σταματήσει μια διαδικασία, η άρνησή της, εφ όσον μία χώρα ή ένας φορέας ή ένα άτομο έχει το δικαίωμα (ή το κύρος) από το νόμο (ή από θέση ισχύος). Το βέτο παρεμβάλλεται μόνο αρνητικά και συνήθως ασκείται εναντίον του δικαιώματος ενός άλλου.
Παράδειγμα: η Χ χώρα, επειδή είχε δικαίωμα βέτο, το άσκησε και πάγωσε την εισδοχή της Ψ χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Στα ελληνικά ο αντίστοιχος όρος είναι η αρνησικυρία.
Ετυμολογία: αρνησικυρία < άρνησις + κύρος
Δείτε πώς λέγονται περισσότερες γνωστές λέξεις στα ελληνικά εδώ.
Για το e-didaskalia.blogspot.gr
Αποστόλης Ζυμβραγάκης
Φιλόλογος