Ετυμολογία
πνευστιώ < αρχαία ελληνική πνευστιάω / πνευστιῶ
Σημασία
αγκομαχώ, αναπνέω με δυσκολία από κούραση, ασθένεια κτλ.
Συνώνυμα
ασθμαίνω, λαχανιάζω, αγκομαχώ, κοντανασαίνω, ξεφυσώ.
Δείτε περισσότερες σημασίες λέξεων και εμπλουτίστε το λεξιλόγιό σας εδώ.
Για το e-didaskalia.blogspot.gr
Αποστόλης Ζυμβραγάκης
Φιλόλογος