Καγχάζω σημαίνει γελάω τεχνητά εις βάρος κάποιου, δείχνοντας αποδοκιμασία ή σαρκασμό ή και πικρία.
Ετυμολογία: καγχάζω < αρχαία ελληνική καγχάζω & καγχαλάω & καχάζω από τον ήχο του γέλιου (χα χα χα και κα κα κα)
Συνώνυμα: κοροϊδεύω, πειράζω, περιγελώ, περιπαίζω, σαρκάζω, σκώπτω, χαχανίζω, αναγελώ, γελώ δυνατά, ειρωνεύομαι, εμπαίζω.
Δείτε περισσότερες σημασίες λέξεων και εμπλουτίστε το λεξιλόγιό σας εδώ.
Για το e-didaskalia.blogspot.gr
Αποστόλης Ζυμβραγάκης
Φιλόλογος