Το 1963-1964 συνέβησαν κάποια τραγικά γεγονότα που ο εξ Αραδίππου λαϊκός ποιητάρης Ανδρέας Μαππούρας [1918-1997], ιστόρησε σε ποίημα που είχε το μακροσκελή τίτλο: Η εν ψυχρώ δολοφονία των δύο Ελλήνων Αξιωματικών Πουλίου και Καποτά και του Κυπρίου αστυνομικού Κωστάκη Παντελίδη και ο σοβαρός τραυματισμός του συντρόφου των Παναγιώτη Ταρσούλλη υπό Τούρκων τρομοκρατών εις Παλαιάν Αμμόχωστον την 11η Μαΐου 1964. Το ποίημα κυκλοφόρησε σε οκτασέλιδη φυλλάδα. Οι μακροσκελείς τίτλοι χαρακτηρίζουν πολλά από τα ποιήματα του Μαππούρα.
Στις 21/12/1963 ξεκίνησαν στη Λευκωσία και επεκτάθηκαν σε όλες τις πόλεις οι διακοινοτικές ταραχές,αποτέλεσμα των οποίων ήταν η χάραξη από τους Άγγλους στις 30/12/63 της Πράσινης Γραμμής που έκτοτε χωρίζει τη Λευκωσία [ονομάστηκε Πράσινη Γραμμή από το πράσινο χρώμα του στυλό που χρησιμοποίησε ο Άγγλος διοικητής των Βρετανών «ειρηνευτών», για τη χάραξη επί χάρτου της διαχωριστικής γραμμής]. Στις 27/3/1964 εγκαταστάθηκε στην Κύπρο η ειρηνευτική δύναμη της ΟΥΝΦΙΚΥΠ, ενώ είκοσι μέρες προηγουμένως, οι Τουρκοκύπριοι της Πάφου κτύπησαν σε ώρα αιχμής την αγορά της πόλης, σκοτώνοντας ανυποψίαστους Ελληνοκύπριους πολίτες και αιχμαλωτίζοντας πολλούς. Ακολούθησαν αντίποινα εκ μέρους των Ελληνοκυπρίων.
Την εύθραυστη εκεχειρία που ακολούθησε, τίναξε στον αέρα η στυγερή δολοφονία της 11ης Μαΐου 1964. Τη μέρα εκείνη, τρεις Έλληνες αξιωματικοί που υπηρετούσαν στην ΕΛΔΥΚ, ο ταγματάρχης ΠεζικούΔημήτριος Πούλιος, ο λοχαγός του Μηχανικού Βασίλειος Καποτάς και ο λοχαγός Πεζικού Παναγιώτης Ταρσούλης, βρισκόμενοι στην Αμμόχωστο μπήκαν στον τουρκικό τομέα στην εντός των τειχών πόλη. Μαζί τους και ο οδηγός του αυτοκινήτου, Κύπριος αστυνομικόςΚωστάκης Παντελίδης. Όταν κατάλαβαν που βρίσκονταν, προσπάθησαν να επιστρέψουν, αλλά συνελήφθησαν από τριμελή περίπολο Τουρκοκυπρίων, οι οποίοι τους κάλεσαν να κατέβουν από το αυτοκίνητο. Αυτοί υπάκουσανκαι τότε ένας από τους Τουρκοκύπριους, ο Μ. Μ., πυροβόλησε εν ψυχρώ με ριπή αυτομάτου όπλου, σκοτώνοντας τον ταγματάρχη Πούλιο, το λοχαγό Καποτά, τον οδηγό του αυτοκινήτου Παντελίδη – γιο του αστυνομικού διευθυντού Λευκωσίας Μιχαλάκη Παντελίδη – και τραυματίζοντας βαριά τον λοχαγό Ταρσούλη. Τα πτώματα των τριών μαζί με τον τραυματισμένος λοχαγός παραλήφθηκαν από τον Ερυθρό Σταυρό και παραδόθηκαν στο νοσοκομείο Αμμοχώστου που βρίσκεται πολύ κοντά, έξω από τα τείχη της παλιάς πόλης. Μετά τη δολοφονία ακολούθησαν αντίποινα εκ μέρους των Ελληνοκυπρίων.
Παραθέτουμε πιο κάτω το τελευταίο κομμάτι του ποιήματος, όπου ο Μαππούρας ιστορεί με τον δικό του τρόπο το τραγικό γεγονός της 11ης Μαΐου 1964:
………………………………………………………………
Με λάθος στον τομέα τους το πλάσμαν κι’ αν πατίση,
εν τον αφήνουν ζωντανόν πίσω για να γυρίση.
Όπως οι τρεις Αξιωματικοί εις την ΕΛΔΥΚ ανήκαν
τόπους για να γνωρίσουσιν περίπατον εβκήκαν.
Με έναν αστυνομικόν ελέγαν τον Κωστάκη,
κι’ άθελα τούς εδώσασιν τζειμέσα πον οι δράκοι
…………………………………………………………………………
Ο ένας εν ο Πούλιος Δημήτρης τόνομαν του,
που άφησεν πεντάρφανην την οικογένειάν του.
Δεύτερος εν ο Καποτάς κι’ ο τρίτος Παναγιώτης,
και τέταρτος ο Κύπριος πας τον ανθόν της νιότης.
Με μόλις κοσιδυό χρονών νέος χαριτωμένος,
του Αστυνόμου ήταν γυιος καλοαναθρεμμένος.
………………………………………………………………………….
Με τον Κωστάκην συντροφιάν στην Σαλαμίνα πάσιν,
χωρίς καθόλου να σκεφτούν
εις το σταφήν τους θα βρεθούν θηρία να τους φάσιν.
Τ’ αρχαία όταν είδασιν και πίσω εστραφήκαν,
τον δρόμον τους αλλάξαν τον όμως εγελαστήκαν.
Γιατί ο δρόμος έβκαινεν κατά κακήν τους σόρτα,
μες την Παλιάν Αμμόχωστον από την πίσω πόρτα.
Επροσπαθήσαν να στραφούν μόλις τ’αντιληφθήκαν,
μα που τους Τούρκους στο λεπτόν επερικυκλωθήκαν.
Αρκέψαν να τους ερευνούν και να τους ακτυπούσιν,
τζειμέσα τι εθέλασιν τζαι πήαν να τους πούσιν.
Τα δόντια τους ετρίξασιν σαν λυσσασμένοι δράκοι,
πούδαν μες τ’ αυτοκίνητον το όπλον του Κωστάκη.
Πριν να προλάβουν να τους πουν με λάθος πως επήαν,
ένας που τζείντους άγριους με λύσσαν και μανίαν.
Γυρίζη το αυτόματον πάνω τους το φκιερώννει
κι’ αμέσως και τους τέσσερεις χαμαί τους εξαπλώννει.
…………………………………………………………………………………
Με τόσην αγριότητα το έγκλημα εγίνη,
τζοι τρεις εμείνασιν νεκροί από την ώραν τζείνη.
Ο Παναγιώτης έμεινεν χαμαί στην γην φυρμένος
χωσμένος μες τα αίματα τζι’ έδειχνεν πεθαμμένος.
Τρέχει ο Ερυθρός Σταυρός στου σκοτωμού τον τόπον,
και μάζεψεν τα λείψανα των άτυχων ανθρώπων.
…………………………………………………………………………….
Ο Παναγιώτης φαίνεται ήταν γραφτόν να ζήση,
για το φρικτόν κακούργημα κάτι να μαρτυρίση.
Τους άλλους τρεις που έχασαν άδικα την ζωήν τους
στη Λευκωσία παίρνουν τους να κάνουν την ταφήν τους.
…………………………………………………………………………………
Στο νέον Κοιμητήριον τα λείψανα εθάψαν,
στεφάνια τους εβάλασιν και που καρδιάς εκλάψαν.
Τα κόκκαλα τους έγιναν σύνδεσμος αραβώνος,
μάρτυρες θα τους έχωμεν του ιερού αγώνος.
Και σύντομα ελπίζομεν θα παίξη η καμπάνα,
και θα λαλεί ενώθηκεν η κόρη με την μάνα.
Η μνήμη τους αιώνια κι αθάνατη θα μείνη,
κι’ ο πόθος μας που έχουμεν ποιο σύντομα ας γίνει.
Κι’ ο Παντοδύναμος Θεός είθε να ευδοκίση,
σ’ ‘ολον τον κόσμον γενικώς ειρήνη να κρατίση.
Περισσότερα ιστορικά αφιερώματα εδώ.