Η παραπάνω έκφραση είναι άλλο ένα απομεινάρι των προλήψεων και των δεισιδαιμονιών του ελληνικού λαού.
Σύμφωνα με το έθιμο (το οποίο ισχύει ακόμα σε μερικά μέρη), το πρωί της Πρωτοχρονιάς, η νοικοκυρά σηκωνόταν, έπαιρνε από την αυλή μια πέτρα και την έβαζε στο τζάκι. Μετά πήγαινε στην βρύση του χωριού για να πάρει το «αμίλητο νερό». Ονομάστηκε έτσι, γιατί σε όλη την διάρκεια της διαδρομής η νοικοκυρά δεν επιτρεπόταν να μιλήσει σε κανέναν.
Φθάνοντας στη βρύση, έριχνε μέσα σιτάρι ή τυρί και έλεγε: «Όπως τρέχει το νερό, να τρέχει το μπερκέτι στο σπίτι μας». Μετά, γύριζε στο σπίτι της με το νερό, χωρίς να βγάζει τσιμουδιά και μόλις έμπαινε στο σπίτι έδινε ευχές στους δικούς της. Το «αμίλητο νερό» το έχυνε στις τέσσερις γωνιές του σπιτιού, για να τρέχουν όλη τη χρονιά τα καλούδια σαν το νερό. Σύμφωνα με μαρτυρίες, σε ορισμένες περιοχές πριν χυθεί το νερό στις γωνίες του σπιτιού, οι κοπέλες και τα αγόρια που ήταν σε ηλικία γάμου έπιναν από μια γουλιά και δεν μιλούσαν μέχρι να ακούσουν ένα όνομα του αντίθετου φύλου. Αυτό το όνομα ήταν και το όνομα της γυναίκας ή του άντρα που θα παντρευόταν.
Δείτε από πού προέρχονται περισσότερες γνωστές φράσεις εδώ.