Όταν ο πολίτης κατηγορούσε κάποιον για κλοπή ή φόνο, χωρίς να έχει όμως αποδεικτικά στοιχεία, ο κήρυκας αναλάμβανε να κατηγορήσει τον παρανομούντα δημόσια, παίρνοντας πάνω του την ευθύνη. Πήγαινε σε μια κεντρική πλατεία, ανέβαινε σε ένα πεζούλι κι όταν το πλήθος συγκεντρωνόταν, άρχιζε να φωνάζει το κατηγορητήριο:
«…Επειδή όμως δεν υπάρχουν στοιχεία ικανά εναντίον του, για να τον παραδώσουμε στο δικαστήριο, όσοι γνωρίζουν κάτι σχετικό με την υπόθεση, να ‘ρθουν να μας το πουν. Αυτοί που δεν τολμούν να παρουσιαστούν μπροστά μας, να τον καταγγείλουν, θα είναι καταραμένοι στη ζωή και στο θάνατο. Το κορμί τους να βγάλει τις πληγές του Φαραώ και τα παιδιά τους, όπως και τα παιδιά των παιδιών τους, θα διψούν και δε θα βρίσκουν νερό…»
«…Επειδή όμως δεν υπάρχουν στοιχεία ικανά εναντίον του, για να τον παραδώσουμε στο δικαστήριο, όσοι γνωρίζουν κάτι σχετικό με την υπόθεση, να ‘ρθουν να μας το πουν. Αυτοί που δεν τολμούν να παρουσιαστούν μπροστά μας, να τον καταγγείλουν, θα είναι καταραμένοι στη ζωή και στο θάνατο. Το κορμί τους να βγάλει τις πληγές του Φαραώ και τα παιδιά τους, όπως και τα παιδιά των παιδιών τους, θα διψούν και δε θα βρίσκουν νερό…»
Ύστερα από τέτοιες φοβέρες και κατάρες, οι κήρυκες είχαν καταντήσει ο φόβος και ο τρόμος του λαού. Επόμενο ήταν, εκείνος που ήξερε κάτι για τον ένοχο, να τον καταγγείλει στην αγορά, δηλαδή να «του τα βγάλει στη φόρα», όπως κατάντησε να λέγεται τότε. Έτσι, θα είχε ήσυχη η συνείδησή του και θα έμενε μακριά από τις κατάρες.
Δείτε από πού βγήκαν περισσότερες φράσεις εδώ.