Επίθετο
άωρος - άωρη - άωρο
Σημασία
- αυτός που δεν είναι στην ώρα του συνώνυμα: παράκαιρος, ανεπίκαιρος, άκαιρος, πρόωρος ή όψιμος, άγουρος αντίθετα: έγκαιρος, καίριος, επίκαιρος
- για καρπούς, αυτός που δεν είναι ώριμος, που δεν είναι στην ώρα του, που δεν ωρίμασε ακόμη: "μη ζητάς τώρα ροδάκινα είναι άωρα ακόμη" συνώνυμα: ανώριμος, αγίνωτος, άγουρος, άμεστος αντίθετα: ώριμος, ωριμασμένος, γινωμένος, μεστωμένος
- (μτφ.) για ηλικία, ο μικρής ηλικίας, ο πολύ νέος συνώνυμα: ανήλικος, άγουρος αντίθετα: ενήλικος, ώριμος
- (μτφ.) αυτός που δεν είναι μελετημένος, ο επιπόλαιος: "άωρη ενέργεια".
Ετυμολογία
άωρος < α στερητικό + - ωρος < ώρα
Δείτε τι σημαίνουν περισσότερες λέξεις και εμπλουτίστε το λεξιλόγιό σας εδώ.
Για το e-didaskalia.blogspot.gr
Αποστόλης Ζυμβραγάκης
Φιλόλογος