Η ιστορία του μεσαιωνικού Ελληνισμού και της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας (Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας), και δη η στρατιωτική, είναι μάλλον πίσω στις «προτιμήσεις» πολλών φιλιστόρων (τόσο εντός Ελλάδας όσο και εκτός), καθώς το υπερχιλιετές κράτος δεν είναι τόσο «δημοφιλές» όσο η Αρχαία Ελλάδα, με την οποία προτιμούν οι περισσότεροι να ασχολούνται.
Άξιον απορίας είναι ότι τα πιο γνωστά γεγονότα της βυζαντινής στρατιωτικής ιστορίας έχουν να κάνουν με τις ήττες της:
Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453, αλλά και αυτή του 1204 και οι ήττες του Ματζικέρτ και του Μυριοκεφάλου είναι μάλλον πιο γνωστές στο ευρύ κοινό από τα στρατιωτικά κατορθώματα του Βελισσαρίου και του Ναρσή, του Νικηφόρου Φωκά και του Βασιλείου Β” του Βουλγαροκτόνου ή τις εκστρατείες της δυναστείας των Κομνηνών.
Σε κάθε περίπτωση ωστόσο, κάποια κεφάλαιά της έχουν αποκτήσει θρυλική διάσταση, όπως τα κατορθώματα των Ακριτών, που φύλασσαν τα ανατολικά σύνορα της αυτοκρατορίας, αλλά και το διάσημο «υπερόπλο» της αυτοκρατορίας – η σύσταση του οποίου είναι ακόμα και σήμερα άγνωστη, καθώς αποτελούσε κρατικό μυστικό- , το υγρόν πυρ, που για μεγάλο χρονικό διάστημα αποτελούσε το τρομερό πλεονέκτημα των βυζαντινών στόλων στις θάλασσες, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν υπήρχε χρήση του στη στεριά.
Υγρόν Πυρ: Η φωτιά που δεν σβήνει
Η «Φωτιά που δεν Σβήνει» (για να χρησιμοποιήσουμε τον τίτλο του σχετικού βιβλίου του Χάρη Σακελλαρίου) θεωρείται ότι εφευρέθηκε γύρω στο 672 μ.Χ από τον Καλλίνικο, μηχανικό από την Ηλιόπολη (Μπάαλμπεκ) της Συρίας.
Αποτέλεσε «κλειδί» για τη σωτηρία της αυτοκρατορίας σε κρίσιμες στιγμές, καθώς ήταν το όπλο που έδωσε την τελική νίκη σε δύο πολιορκίες της Βασιλεύουσας από τους Άραβες, τσακίζοντας τους αραβικούς στόλους.
Το βασικό του χαρακτηριστικό ήταν ότι συνέχιζε να φλέγεται ακόμα και όταν βρισκόταν στο νερό. Αξίζει να σημειωθεί ότι η εντύπωση που έκανε μετέπειτα στους δυτικούς Σταυροφόρους ήταν τέτοια, που ο σχετικός όρος (που στα αγγλικά έμεινε στην ιστορία ως «Ελληνικό Πυρ»- Greek Fire) χρησιμοποιούνταν αργότερα για να περιγραφεί κάθε είδους εμπρηστικού όπλου, περιλαμβανομένων αυτών των Αράβων, των Κινέζων και των Μογγόλων, ακόμα και αν η σύστασή του, όπως προαναφέρθηκε, ήταν απόρρητη, ως αυτοκρατορικό «υπερόπλο».
Στη βυζαντινή γραμματεία χαρακτηρίζεται ως «πυρ θαλάσσιον», «ρωμαϊκόν πυρ», «πολεμικόν πυρ», «υγρόν πυρ», «πυρ κολλητικόν» ή «πυρ σκευαστόν».
Η δημιουργία του αναφέρεται σε κείμενο του Θεοφάνη Ομολογητή (Χρονογραφία):
«Τότε Καλλίνικος ἀρχιτέκτων ἀπὸ Ἡλιουπόλεως Συρίας προσφυγὼν τοῖς Ῥωμαίοις πῦρ θαλάσσιον κατασκευάσας τὰ τῶν Ἀράβων σκάφη ἐνέπρησεν, καὶ σύμψυχα κατέκαυσεν. Καὶ οὕτως οὶ Ῥωμαίοι μετὰ νίκης ὑπέστρεψαν καὶ τὸ θαλάσσιον πῦρ εὖρον».
Κάποιοι θεωρούν ότι η δημιουργία του ήταν αποτέλεσμα ομάδας χημικών που αξιοποίησαν τις γνώσεις της «Αλεξανδρινής χημικής σχολής», ενώ, σύμφωνα με τον Κεδρηνό, οι απόγονοι του Καλλίνικου, οι «Λαμπροί», κατείχαν το μυστικό της παραγωγής του.
Η χρήση παρεμφερών εμπρηστικών όπλων φαίνεται να αποτελεί μακρά παράδοση της ελληνικής πολεμικής τέχνης, με τον Θουκυδίδη να αναφέρει χρήση ενός είδους φλογοβόλου στη μάχη του Δηλίου το 424 π.Χ.
Το «υγρόν πυρ» ήταν το όπλο που βοήθησε τους Βυζαντινούς να σταματήσουν την πλημμυρίδα των μουσουλμανικών κατακτήσεων: όταν οι αραβικές στρατιές του Ισλάμ απείλησαν την αυτοκρατορία, αυτή ήταν ήδη αποδυναμωμένη από τους πολέμους με την αυτοκρατορία των Σασσανιδών.
Οι επελάσεις των Αράβων αφαίρεσαν από την αυτοκρατορία σημαντικά εδάφη στην ανατολή, αλλά έμελλαν να συντριβούν στα τείχη της Πόλης, με το βυζαντινό ναυτικό να κατακαίει τους στόλους τους, δίνοντας αίσιο τέλος σε δύο πολιορκίες κομβικής σημασίας για την παγκόσμια ιστορία, καθώς μια πτώση της Κωνσταντινούπολης εν μέσω εκείνης της περιόδου θα σήμαινε ότι οι ανατολικές «πύλες» της Ευρώπης θα είχαν ανοίξει για το Ισλάμ.
Το υγρό πυρ αποτέλεσε βασικό όπλο της βυζαντινής αντεπίθεσης, καθώς επέτρεψε στους βυζαντινούς στόλους να σαρώσουν τους Άραβες από τη θάλασσα. Επίσης, χρησιμοποιήθηκε τόσο σε εμφύλιες συγκρούσεις, όσο και εναντίον των επιδρομών των Ρως.
Ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος βρίσκεται πίσω από τον θρύλο που του αποδίδει θεϊκή προέλευση, καθώς προειδοποιούσε τον γιο και διάδοχό του, Ρωμανό Β”, να μην αποκαλύψει τα μυστικά του υγρού πυρός, καθώς, όπως έγραφε, έγινε γνωστό στον Άγιο Κωνσταντίνο από άγγελο, ο οποίος του είπε να μην το δώσει σε κανένα άλλο έθνος. Ακόμα και αν κατά καιρούς «πυρφόρα» πολεμικά πλοία των Βυζαντινών και συστήματα εκτόξευσης (σίφωνες) έπεσαν στα χέρια εχθρών, ήταν αδύνατη η αναπαραγωγή της ουσίας.
Η χρήση του γινόταν κυρίως μέσω σιφώνων, που ήταν σωλήνες εκτόξευσης- φλογοβόλα σε πολεμικά πλοία (δρόμωνες) ή πολιορκίες. Επίσης, έχει αναφερθεί και χρήση φορητών σιφώνων/ φλογοβόλων (χειροσίφωνες), καθώς και χειροβομβίδων ή καταπελτών (με το υγρό πυρ να περιέχεται σε ειδικά δοχεία), αλλά και γερανών, από πολεμικά πλοία, που περίχυναν την ουσία πάνω στα εχθρικά καταστρώματα.
Αξίζει να σημειωθεί ότι οι δρόμωνες- το βασικό πολεμικό των αυτοκρατορικών στόλων- είχαν συνήθως έναν σίφωνα στην πλώρη, ωστόσο πολύ συχνά ήταν δυνατή η εγκατάσταση πολλαπλών, για αυξημένη αποτελεσματικότητα (ειδικά στις συγκρούσεις με τους πολυάριθμους στόλους των Ρως, σίφωνες τοποθετούνταν σε πολλά σημεία, δημιουργώντας πλοία που κυριολεκτικά ξερνούσαν φωτιά προς πάσα κατεύθυνση).
Συνήθως οι σίφωνες είχαν τη μορφή θηρίων (λιονταριών κυρίως), για να προκαλούν τρόμο στον εχθρό, κάτι στο οποίο αναφέρεται και η Άννα η Κομνηνή, σε έργο της για τις εκστρατείες του Αλεξίου του 1ου.
Ο Λέων ο 6ος στα «Τακτικά» του, αναφέρεται στους χειροσίφωνες, και η χρήση τους προτείνεται σε εγχειρίδια εναντίον κυρίως πολιορκητικών πύργων, ωστόσο ο Νικηφόρος Β” Φωκάς συστήνει τη χρήση τους και σε μάχες εκ παρατάξεως, για τη διάσπαση πυκνών εχθρικών σχηματισμών.
Σημειώνεται ωστόσο πως, σύμφωνα με τον ιστορικό Τζων Πράιορ, δεν θα έπρεπε να θεωρείται ως ένα είδος βυζαντινού «όπλου-θαύματος», αντίστοιχου του αρχαιοελληνικού εμβόλου το οποίο κατέστησε τους αρχαιοελληνικούς στόλους κυρίαρχους της Μεσογείου και έδωσε τη νίκη εναντίον των Περσών, λόγω των περιορισμών του, όπως ο κίνδυνος αποθήκευσής του και η μικρή του εμβέλεια.
Η σύστασή του
Η πλέον διαδεδομένη θεωρία περί σύστασής του «θέλει» το νιτρικό κάλιο ως βασικό συστατικό, κάτι που θα καθιστούσε το υγρόν πυρ μια πρώιμη μορφή πυρίτιδας. Η θεωρία αυτή ωστόσο απορρίπτεται από πολλούς για διάφορους λόγους.
Άλλη θεωρία κάνει λόγο για μείγμα με βάση τη μη εσβεσμένη άσβεστο, και μια άλλη για φωσφορούχο ασβέστιο (όταν έρχεται σε επαφή με το νερό παράγει φωσφίνη, που αναφλέγεται αυτόματα, και φαίνεται να «συμφωνεί» με τις αναφορές ότι η ουσία συνέχιζε να καίει και στο νερό, ωστόσο θεωρείται ότι η ανάμειξη με νερό δεν ήταν απαραίτητη για την ανάφλεξη, βάσει αναφορών).
Η χρήση πετρελαίου ως βάσης θεωρείται βέβαιη από πολλούς ερευνητές – κάτι που ενισχύεται από το γεγονός ότι οι Βυζαντινοί είχαν πρόσβαση σε πετρελαιοπαραγωγές περιοχές (το πετρέλαιο ήταν γνωστό ως «νάφθα» ή «μηδικό έλαιο»). Εκτιμάται ότι το μείγμα θα περιελάμβανε και ρητίνες ως πηκτικά, για να μπορεί να κολλάει στον στόχο.
Υγρόν πυρ…και Game of Thrones
Όπως γνωρίζουν όσοι ασχολούνται με ηλεκτρονικά παιχνίδια ιστορικού χαρακτήρα (και δη στρατηγικής) δεν υπάρχει περίπτωση το υγρόν πυρ να είναι απόν από games στα οποία είναι παρούσα η Βυζαντινή Αυτοκρατορία – από τα Medieval: Total War μέχρι το Age of Empires 2 και το Assassin’s Creed: Revelations.
Γενικότερα, η «φωτιά που δεν σβήνει» έχει κάνει «περάσματα» αρκετές φορές από τηλεόραση, σινεμά και ιστορική λογοτεχνία, ωστόσο η πλέον πρόσφατη και αξιοσημείωτη εμφάνισή του ήταν στην σειρά που σαρώνει την υφήλιο: ο λόγος βέβαια για το Game of Thrones. Η σειρά (και τα βιβλία) έχουν συχνές αναφορές στο αποκαλούμενο «wildfire», την καταστροφική «υγρή φωτιά» που μπορεί να κατακάψει ακόμα και μία πόλη.
Πέρα από αυτό (τα κοινά χαρακτηριστικά δηλαδή), είναι και το θέμα της χρήσης του, όπως παρουσιάζεται από τον συγγραφέα, George R.R. Martin, καθώς το wildfire αποτελεί το μυστικό όπλο που αξιοποιεί ο Tyrion Lannister, υπερασπιζόμενος την πρωτεύουσα, King’s Landing, για να κάψει τον επιτιθέμενο στόλο του Stannis Baratheon στον ποταμό Blackwater- σε μια μοντέρνα αναπαράσταση μιας εικόνας η οποία ενδεχομένως να έλαβε χώρα κάποτε στα νερά μπροστά από τα τείχη της Κωνσταντινούπολης, σημαίνοντας το τέλος των αραβικών προσπαθειών για την κατάκτηση της Βασιλεύουσας.
Περισσότερα θέματα για το υγρό πυρ εδώ.