O Κόνραντ Σούμαν και ο Πέτερ Λάιμπιγκ γεννήθηκαν με διαφορά ελάχιστων μηνών στην καρδιά του Β Παγκοσμίου Πολέμου στην μαχόμενη για την κατάκτηση του κόσμου Γερμανία. Η πτώση του ναζισμού τους βρίσκει πολίτες δύο διαφορετικών κρατών, ο Σούμαν στην Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας και ο Πέτερ Λάιμπιγκ στην Ομοσπονδιακή. Στις 15 Αυγούστου του 1961 οι δύο συνομήλικοι – 19χρόνοι πλέον - θα συνυπήρχαν στο ίδιο σημείο για πρώτη φορά στην ζωή τους.
Είναι 15 Αυγούστου του 1961. Ο 19χρόνος Σούμαν έχει τοποθετηθεί στην γωνία των οδών Ruppiner και Bernauer όπου εδώ και τρεις ημέρες έχουν ξεκινήσει οι εργασίες για την ανέγερση του Τείχους. Μέχρι εκείνη την περίοδο το διαχωριστικό ανάμεσα στα δύο τμήματα της πόλης ήταν ένα μικρό αγκαθωτό συρματόπλεγμα. Στην απέναντι πλευρά, για να καλύψει φωτογραφικά τις εργασίες, βρισκόταν ο Πέτερ Λάιμπιγκ . Για περισσότερο από μία ώρα παρατηρούσε ένα νεαρό υπαξιωματικό ο οποίος πήγαινε κάτω νευρικά καπνίζοντας το ένα τσιγάρο πίσω από το άλλο. Από την πλευρά του Δυτικού Βερολίνου οι φωνές που έλεγαν Komm’ rüber (έλα απέναντι) πλήθαιναν. Η ώρα περνούσε, τέσσερις το απόγευμα κάποιος φωνάζει «φαίνεται ότι θα πηδήξει». Ο Λάιμπιγκ παίρνει θέση και στρέφει το φακό του πάνω στον Σούμερ. Αυτός πετάει το τσιγάρο, γυρνάει και τρέχει προς το συρματόπλεγμα. Στα πρώτα βήματα του μετά από την υπερπήδηση από το Ανατολικό στο Δυτικό Βερολίνο το PPSh-41 που είχε στο ώμο του θα πέσει κάτω.
Ο Πέτερ Λάιμπιγκ “έχει" την στιγμή όπως και ένας οπερατέρ που βρίσκεται στο ιδιο σημείο. Ο πρώτος θα περάσει στην ιστορία ως ο δημιουργός της φωτογραφίας που έγινε αφίσα σε αρκετά εφηβικά δωμάτια υπό τον τίτλο «Το άλμα προς την ελευθερία» και ο Σούμερ ως ο πρώτος Ανατολικογερμανός που πέρασε στην απέναντι πλευρά για να γίνει σύμβολο ηρωισμού για τους Δυτικούς και πρότυπο προδοσίας για τους πάλαι ποτέ συμπατριώτες του.
Δευτερόλεπτα μετά το γεγονός ο νεαρός υπαξιωματικός συνελήφθη και οδηγήθηκε στο κοντινότερο αστυνομικό τμήμα. Εκεί το πρώτα πράγμα που ζήτησε ήταν ένα σάντουιτς (liverwurst) και μετά ένα δυτικό τσιγάρο. Ακολούθησε ενδελεχής ανάκριση και αφού οι Δυτικοί κατάλαβαν ότι δεν έχει να τους προσφέρει κάτι ουσιαστικό φρόντισαν να τον προμηθεύσουν ένα αεροπορικό εισιτήριο για τη Βαυαρία – ένα από τα πιο μακρινά σημεία απο τη ΛΔΓ, όπου και έπιασε δουλεία σε ένα οινοποιείο.
Τα χρόνια που ακολούθησαν δεν ήταν και τα πλέον ευτυχισμένα για τον Σούμαν. Ήταν το κόστος της δημοσιότητας που δεν επιδίωξε και στην συνέχεια δεν μπόρεσε να διαχειριστεί; ο φόβος ότι η KGB βρίσκονταν πίσω από κάθε του βήμα; η ανησυχία για την τύχη των δικών του ανθρώπων πίσω στην Ανατολική Γερμανία; Το όνειρο για την νέα πατρίδα που δεν επαληθεύτηκε;
Στα χρόνια του ψυχρού πολέμου αλληλογραφούσε μαζί τους και εκείνοι τον καλούσαν να επιστρέψει πίσω και τον διαβεβαίωναν ότι δεν κινδύνευε και όλα θα ήταν σαν μην είχε συμβεί τίποτα. Με το Τείχος ακόμη υψωμένο θα προσπαθήσει να επιστέψει όμως ένας Δυτικογερμανός φρουρός του τόνισε πόσο παράτολμο ήταν το εγχείρημα του. Το 1994 – αφού είχε μάθει όλη την αλήθεια από τους συγγενείς του – δήλωνε ότι οι δακρύβρεχτες επιστολές που λάμβανε είχαν γραφεί καθ' υπαγόρευση της Στάζι.
Οι ημέρες της πτώσης του Τείχους τον βρήκαν στο φυλάκιο Τσάρλι να υπογράφει αυτόγραφα στους τουρίστες και λίγο αργότερα όταν πλέον πέρασε να βρει τους δικούς, σε αντίθεση με ότι περίμενε, αντιμετώπισε μία χλιαρή υποδοχή με λίγες αντικρουόμενες αντιδράσεις από πρώην (και ταυτόχρονα νυν) συμπατριώτες του. Για κάποιους συνέχιζε να ήταν ο προδότης και για κάποιους ένας γενναίος ήρωας. Ο άνθρωπος που τα βήματα του ακολούθησαν στην συνέχεια 2.100 Ανατολικογερμανοί αστυνομικοί και στρατιώτες και στην συνέχεια ένας λαός.
Η φωτογραφία του Σούμαν από τον Πέτερ Λάιμπιγκ, ο οποίος έχει φύγει και αυτός από την ζωή , είναι ένα από τα σύμβολα που συναντάει κανείς σε αρκετά σημεία στο σημερινό Βερολίνο ενώ έχει αφήσει και συνεχίζει να αφήνει το δικό της στίγμα στην ποπ κουλτούρα και το street art.
Περισσότερες ιστορικές φωτογραφίες εδώ.