Ο «Μπαμπούλας» Άλμπερτ Φις που δολοφονούσε, ακρωτηρίαζε και γευόταν τα ανήλικα θύματά του
Ποια είναι άραγε τα όρια της ανθρώπινης διαστροφής, πότε σταματάς δηλαδή να λέγεσαι άνθρωπος;
Πότε η αχρειότητα ξεπερνά ακόμα και τη νοσηρότερη φαντασία, δίνοντας σάρκα και οστά στις σκοτεινότερες παρυφές του ανθρώπινου ψυχισμού;
Ο αμερικανός κατά συρροή δολοφόνος Άλμπερτ Φις παραμένει στα σίγουρα μια καλή υποψηφιότητα για όλα αυτά, καθώς τα ζοφερά παρατσούκλια του δεν αφήνουν περιθώρια αμφιβολίας: «Βρικόλακας του Μπρούκλιν», «Λυκάνθρωπος της Γουιστέρια», «Μπαμπούλας», «Σεληνιασμένος» και άλλα πολλά επιστρατεύτηκαν για να εξηγηθούν τα σαδιστικά εγκλήματά του.
Το φρικιαστικότερο χαρακτηριστικό των φόνων του δεν ήταν ο κανιβαλισμός των θυμάτων, αλλά οι μαύρες επιστολές που έστελνε κατόπιν στις οικογένειες των θυμάτων περιγράφοντας λεπτομερώς πώς κατακρεούργησε και μαγείρεψε τα παιδιά τους, όταν δεν κοκορευόταν φυσικά πως είχε σκοτώσει παιδιά σε κάθε πολιτεία.
Ως η επιτομή του serial killer, η απόλυτη έμπνευση για τους λογοτεχνικούς και κινηματογραφικούς ομολόγους του δηλαδή, ο Φις έσπειρε ανείπωτο τρόμο στη Νέα Υόρκη από το 1924-1932, βιάζοντας, δολοφονώντας ή ακρωτηριάζοντας με τρόπους που υπερβαίνουν κάθε ανθρώπινη έννοια τουλάχιστον 100 παιδιά, αν και θα καταδικαζόταν για μια χούφτα μόνο από δαύτα.
Ο Φις απολάμβανε εξίσου τα τελετουργικά φονικά με την περιγραφή τους στις επιστολές που έστελνε στους γονείς. Σε ένα τέτοιο περιστατικό, έγραψε στους γονείς της δεκάχρονης Γκρέισι Μπαντ: «Την έπνιξα μέχρι θανάτου και κατόπιν την έκοψα σε μικρά κομμάτια, για να μπορώ να μεταφέρω το κρέας μου στα υπόλοιπα δωμάτια. Τη μαγείρεψα και την έφαγα … Μου πήρε εννιά μέρες να φάω όλο της το σώμα. Δεν έκανα σεξ μαζί της, παρά το γεγονός ότι το ήθελα. Πέθανε παρθένα»...
Στραγγαλιστής και κανίβαλος, επιδόθηκε με πρωτοφανή αγριότητα σε όλες τις γνωστές στον άνθρωπο παραφιλίες, όπως κοπρολαγνεία, ουρολαγνεία, παιδοφιλία, μαζοχισμούς και άλλα πολλά, αποτελώντας έμπνευση για τον χαρακτήρα του Hannibal Lecter.
Καλοσυνάτος στην όψη και με ευγενικούς τρόπους, ο Φις ήταν ένα κανονικό τέρας χωρίς τίποτα το ανθρώπινο μέσα του. Όταν συνελήφθη ο βιαστής, παραδέχτηκε πως κακοποίησε ή βασάνισε περισσότερα από 400 παιδιά, με πολλά να βρίσκουν τον δρόμο για το κανιβαλιστικό τραπέζι του.
Ο αχρείος παιδόφιλος και παραγωγικότατος serial killer δεν κόπασε ούτε και στην ηλεκτρική καρέκλα: την ώρα που ψηνόταν στο ηλεκτρικό ρεύμα, χάρισε ένα τελευταίο -και αξέχαστο- φαντασμαγορικό θέαμα στους θεατές του, ως μια ύστατη δήλωση του πόσο χαμηλά μπορεί να φτάσει το ζώο που είπαμε άνθρωπο…
Οι ρίζες της ψύχωσης
Ο Χάμιλτον Χάουαρντ «Άλμπερτ» Φις γεννιέται στις 19 Μαΐου 1870 στην Ουάσιγκτον των ΗΠΑ ως το μεγαλύτερο από τα τέσσερα παιδιά ενός 75χρονου καπετάνιου ποταμόπλοιου και της κατά 43 χρόνια νεότερης συζύγου του. Στην οικογένεια υπήρχε μακρύ ιστορικό ψυχασθενειών, την ίδια ώρα που ο αδερφός του κλείστηκε αργότερα σε ψυχιατρείο και η αδερφή του είχε διαγνωστεί με ψυχική νόσο.
Ο πατέρας Φις πέθανε όταν ο μικρός Χάμιλτον, που ήθελε να τον λένε Άλμπερτ από αδικοχαμένο συγγενή του, ήταν μόλις 5 ετών και η πάντα απόμακρη μητέρα του τον στέλνει στο ορφανοτροφείο. Σύμφωνα με τις διηγήσεις του ίδιου του κανίβαλου, στο ίδρυμα έπεσε συχνά θύμα κακοποίησης και σαδιστικών πράξεων, κάτι που έπαιξε προφανώς ρόλο στη μετέπειτα εξέλιξή του. Κι αυτό γιατί το πεντάχρονο αγόρι άρχισε να απολαμβάνει την κακοποίησή του: «Παρέμεινα εκεί μέχρι την ηλικία των εννιά ετών και εκεί ήταν που ξεκίνησα λάθος. Μας έδερναν χωρίς έλεος. Είδα παιδιά να κάνουν πράγματα που ποτέ δεν έπρεπε να είχαν κάνει»…
Μόρφωση πήρε λίγη και ήταν καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του ένας άντρας που χρησιμοποιούσε περισσότερο τα χέρια του παρά το μυαλό του για να βγάζει τα προς το ζην. Το 1882, η μητέρα κατάφερε να τον πάρει από το ορφανοτροφείο και ο Άλμπερτ εκδήλωσε τις πρώτες αποκλίνουσες συμπεριφορές, όπως κοπρολαγνεία και ουρολαγνεία. Την ίδια εποχή, διατηρεί και την πρώτη του σχέση με ένα μεγαλύτερο αγόρι, ενώ αναπτύσσει και το χόμπι να στέλνει σαδιστικές επιστολές σε άγνωστες γυναίκες…
Πρώτες σκοτεινές δράσεις και προσπάθειες για φιλήσυχη ζωή
Το 1890, ο Φις μετακομίζει στη Νέα Υόρκη και αρχίζει ανενόχλητος το αποτρόπαιο έργο του, στρεφόμενος στο μεγάλο του πάθος, την παιδοφιλία. Ξεγελούσε μικρά παιδιά, τα αποτραβούσε από το σπίτι τους και τα βίαζε, κακοποιώντας τα μετά με τρόπους ανείπωτους. Η σανίδα που χρησιμοποιούσε για χρόνια με τα γυμνά καρφιά πάνω της δεν άφηνε περιθώρια αμφιβολίας για το τι έκανε στα τραγικά αγόρια.
Την ίδια εποχή ήταν που ξέφυγε η νοσηρότητά του και οι σεξουαλικές φαντασιώσεις του περιλάμβαναν πια και νεκροφιλία. Ήθελε περισσότερα από τα θύματά του και ήξερε ακριβώς τον τρόπο να το πετύχει: σκοτώνοντας και κανιβαλίζοντας τα ανήλικα θύματά του.
Το 1898, η μητέρα τού κανόνισε ένα συνοικέσιο με μια κοπέλα κατά εννιά χρόνια νεότερή του και ο πάντα γλυκομίλητος και μελιστάλαχτος Φις απέκτησε προοδευτικά έξι παιδιά. Σωστός οικογενειάρχης το πρωί, εκδήλωνε το νοσηρό πάθος του τη νύχτα, μεγαλώνοντας πάντως τα παιδιά του χωρίς απρόοπτα και επιπλοκές. Μέχρι το 1917 τουλάχιστον, όταν η σύζυγος το έσκασε με άλλον άντρα και άφησε τον Φις ανενόχλητο να καλεί τα παιδιά του στις σαδομαζοχιστικές τελετές του.
Εντωμεταξύ, έβγαζε τα προς το ζην δουλεύοντας ως ελαιοχρωματιστής και εξασκούσε το ανατριχιαστικό σπορ του με τους βιασμούς των παιδιών, κυρίως 5-6 ετών, σποραδικά, διατηρώντας παράλληλα κρυφούς δεσμούς με πλήθος εραστών. Τη σανίδα με τα καρφιά τη χρησιμοποιούσε πλέον και στα παιδιά του, ενώ δεν ήταν καθόλου ασυνήθιστο να τα εξαναγκάζει να κακοποιούν και τον ίδιο με το όργανο του βασανισμού, καθώς πλέον υπέφερε από ψευδαισθήσεις και πίστευε ότι άκουγε τον Ιωάννη τον Βαπτιστή να τον ωθεί σε ειδεχθείς πράξεις παραλογισμού.
Απολαμβάνοντας τη βίαιη σωματική τιμωρία και λατρεύοντας να προσφέρει και να εισπράττει πόνο, επισκεπτόταν συχνά φετιχιστικούς οίκους ανοχής και έβαζε τις ιερόδουλες να του ξεσκίζουν τη σάρκα με μαστίγιο, ενώ είχε και τη συνήθεια να μπήγει καρφίτσες και βελόνες στα γεννητικά του όργανα: όταν συνελήφθη, οι ακτινογραφίες αποκάλυψαν 29 σκουριασμένες βελόνες στο όσχεο και τον πρωκτό του τόσο βαθιά χωμένες που δεν μπορούσε να τις βγάλει!
Για τον θρησκόληπτο βιαστή, τα βασανιστήρια ήταν μια μορφή μετάνοιας για τις ανήθικες πράξεις του. Ταυτοχρόνως, συνέχισε να κακοποιεί σεξουαλικά και να βασανίζει μικρά αγόρια, έχοντας αδυναμία σε ανάπηρα παιδιά ή τέκνα μειονοτικών οικογενειών, ξέροντας ότι κανείς δεν θα τα αναζητούσε αν χάνονταν…
Ενδεικτικό ήταν το γεγονός ότι ο Φις συνελήφθη αρκετές φορές στη ζωή του για μικροκλοπές, αλητεία και αποστολή χυδαίων επιστολών, το μεγάλο του σπορ. Οι επιστολές που έστελνε μάλιστα σε άγνωστες γυναίκες θεωρήθηκαν τόσο ανατριχιαστικές που παρά το γεγονός ότι χρησιμοποιήθηκαν ως πειστήρια στην πολύκροτη δίκη του, δεν δημοσιεύτηκαν ποτέ. Φυλακίστηκε για λίγο, αν και τη γλίτωνε τελικά με σύντομες παραμονές στη στενή και χρηματικά πρόστιμα. Κανείς δεν υποψιάστηκε ποτέ ότι αυτός ο άντρας ήταν ο απόλυτα διεστραμμένος δολοφόνος…
Φρικιαστικός επιστολογράφος και κανίβαλος
Όπως είπαμε, ήταν μετά το απρόοπτο τέλος του γάμου του που ξέφυγε ο Φις, εντρυφώντας πια σε πρωτόγνωρα σεξουαλικά μονοπάτια. Η δουλειά του ως ελαιοχρωματιστής τον έφερνε συχνά σε άλλες αμερικανικές πολιτείες και δεν το έκρυβε ότι διάλεγε συνήθως μέρη με άφθονο το αφρο-αμερικανικό στοιχείο, καθώς ήξερε ότι η αστυνομία δεν πολυνοιαζόταν για τα εξαφανισμένα παιδιά της μαύρης κοινότητας.
Πολλά Αφρο-Αμερικανάκια έπεσαν θύματά του και πλάι στον βιασμό, τώρα χρησιμοποιούσε και νέα «εργαλεία της κόλασης», όπως τα έλεγε ανατριχιαστικά ο ίδιος, μπαλτάδες, πριόνια και μαχαίρια κοντολογίς. Θύματά του ήταν επίσης παιδιά με ειδικές ανάγκες, όπως το 1919, όταν βίασε, βασάνισε, ακρωτηρίασε και σκότωσε ένα νεαρό αγόρι στην Τζόρτζταουν.
Από τη δεκαετία του 1920, η ψυχασθένειά του ξέφυγε από κάθε έλεγχο και πλέον άκουγε τον ίδιο τον Θεό να τον προστάζει σε πράξεις βασανισμού, ακρωτηριασμού και σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών. Ο πενηντάρης και καλοσυνάτος Φις ήταν πάντα υπεράνω υποψίας, αν και τα παιδιά του δεν έπεσαν ακριβώς από τα σύννεφα όταν κατηγορήθηκε ως κατά συρροή δολοφόνος. Παρά το γεγονός ότι δεν τα κακοποίησε ποτέ σεξουαλικά, τα ανάγκαζε σε σαδομαζοχιστικές τελετές και τους σέρβιρε ακόμα και ανθρώπινο κρέας, όπως θα δούμε αργότερα.
Σε επιστολή που έστειλε σε οικογένεια που είχε χάσει το παιδί της, ο κατά συρροή δολοφόνος έγραφε: «Έβαλα λωρίδες μπέικον πάνω σε κάθε μάγουλο και τα έβαλα στον φούρνο. Ύστερα διάλεξα τέσσερα κρεμμύδια και όταν το κρέας είχε ψηθεί για ένα τέταρτο της ώρας περίπου, έριξα στο ταψί μισό λίτρο νερό, για να κάνω σάλτσα, και έριξα μέσα τα κρεμμύδια. Σε τακτά διαστήματα περιέχυνα με το ζουμί το κρέας, με ένα ξύλινο κουτάλι. Έτσι θα ψηνόταν καλά και θα γινόταν ζουμερό. Σε δυο ώρες περίπου είχε ροδοκοκκινίσει όμορφα, ψημένο παντού. Δεν είχα φάει ποτέ ψητή γαλοπούλα που να ήταν, έστω και κατά το ήμισυ, τόσο νόστιμη … Σε τέσσερις μέρες είχα φάει και την τελευταία μπουκιά».
Ενδεικτικό είναι εδώ το γεγονός ότι όταν ο γιος του, Άλμπερτ ο Νεότερος, έμαθε για τη σύλληψή του, έσπευσε να δηλώσει: «Αυτή η γριά νυφίτσα! Ήμουν σίγουρος πως θα συλλαμβανόταν για κάτι τέτοιο». Συνέχισε λέγοντας πως ο πατέρας του αρεσκόταν στο ωμό κρέας και πως μια μέρα, επιστρέφοντας σπίτι, τον βρήκε ολόγυμνο να χτυπάει τον εαυτό του με μια σανίδα η οποία ήταν γεμάτη μυτερά καρφιά. Λίγο καιρό μετά, τον έδιωξε από το σπίτι. Ο γιος έκλεισε τη δήλωσή του αηδιασμένος: «Ποτέ δεν ήθελα να έχω καμία σχέση μαζί του και δεν προτίθεμαι να κουνήσω ούτε το μικρό μου δαχτυλάκι για να τον βοηθήσω».
Ο φόνος του Μπίλι Γκάφνι και της Γκρέισι Μπαντ
Ο Φις ξαναπαντρεύτηκε τον Φεβρουάριο του 1930 στη Νέα Υόρκη, αν και η νέα σύζυγος παρέμεινε στο πλευρό του μόλις μία εβδομάδα! Τον Μάιο της ίδιας χρονιάς, συνελήφθη και πάλι για ανάρμοστη επιστολή σε μια γυναίκα που είχε βάλει αγγελία στην τοπική εφημερίδα. Η επόμενη σύλληψή του για αλητεία το 1931 θα τον έφερνε για λίγους μήνες σε ψυχιατρείο.
Η τραγική ειρωνεία εδώ είναι ότι είχε ήδη προβεί στην πολύκροτη δολοφονία της δεκάχρονης Γκρέισι αλλά και του τετράχρονου Μπίλι και μπήκε στη φυλακή για μια επιστολή!
Το ημερολόγιο έγραφε 11 Φεβρουαρίου 1927 όταν ο Φις απήγαγε τον Μπίλι Γκάφνι από τον διάδρομο μιας πολυκατοικίας. Ο τρίχρονος φίλος του, που παρακολούθησε το ζοφερό γεγονός, είπε ότι τον Μπίλι τον έκλεψε ο «Μπαμπούλας». Αφού το βίασε και τν σκότωσε, ο δράστης τεμάχισε το πτώμα του μικρού αγοριού, περιγράφοντας αργότερα στο δικαστήριο με τη χαρακτηριστική και φιλάρεσκη απάθειά του τι έκανε στο πτώμα: «Τα γεννητικά του όργανα και τα οπίσθια τα τύλιξα με μπέικον και τα έψησα στον φούρνο. Τα αυτιά, τη μύτη και την κοιλιά τα έβαλα στην κατσαρόλα μαζί με κρεμμύδια, καρότα, σέλινο και αλατοπίπερο. Ήταν πολύ νόστιμο»...
Την επόμενη χρονιά και συγκεκριμένα στις 28 Μαΐου 1928, ο Φις απήγαγε και δολοφόνησε τη δεκάχρονη Γκρέις Μπαντ. Ήταν το έγκλημα που θα οδηγούσε τελικά στα ίχνη του. Η οικογένεια Μπαντ είχε βάλει μια αγγελία στην εφημερίδα ζητώντας εργασία για τον 18χρονο γιο τους. Ο Φις είδε την αγγελία και επισκέφτηκε το σπίτι, με τους αρχικούς του υπολογισμούς να στρέφονται κατά του γιου, άλλαξε όμως γνώμη όταν είδε τη χαριτωμένη Γκρέις.
Ως καλοσυνάτος παππούς που εμφανιζόταν, καθώς ήταν πια σχεδόν εξηντάρης, ο Φις προσφέρθηκε να συνοδεύσει τη μικρή μέχρι το πάρτι γειτονικού σπιτιού. Οι γονείς της συμφώνησαν δυστυχώς και αυτή θα ήταν η τελευταία φορά που θα έβλεπαν την κόρη τους. Ο Φις ακολούθησε τη γνωστή πεπατημένη: αφού στραγγάλισε τη μικρή, τεμάχισε το πτώμα της για να το μαγειρέψει. Εφτά ολόκληρα χρόνια πέρασε η μικρή ως αγνοούμενη και ο φρικιαστικός δολοφόνος παρέμενε ελεύθερος.
Και ήταν ακριβώς ο μακάβριος εαυτός του Φις που θα τον πρόδιδε, καθώς ξαπέστειλε αποστολή στην τραγική οικογένεια της Γκρέις περιγράφοντας με κάθε ανατριχιαστική λεπτομέρεια τι είχε κάνει στο κορίτσι. Ήθελε απλώς να προκαλέσει κι άλλο πόνο στο χαροκαμένο ζευγάρι.
Ήταν στις 11 Νοεμβρίου 1934 όταν η κυρία Μπαντ έλαβε το ανώνυμο και γκροτέσκο γράμμα του Φις, στο οποίο διάβασε τον κανιβαλισμό της κόρης της. Η μέρα της απαγωγής παρέμενε εξάλλου ολοζώντανη στη μνήμη του δολοφόνου, ακόμα και έπειτα από εφτά χρόνια, ίσως γιατί την είχε ξαναζήσει στο μυαλό του πάμπολλες φορές. Θυμόταν ας πούμε ότι είχε αγοράσει δύο σιδηροδρομικά εισιτήρια, ένα με επιστροφή για τον εαυτό του και ένα απλής μετάβασης για το κορίτσι. Ανακαλούσε επίσης πως όταν άλλαξαν τραίνα, ξέχασε ένα δέμα στο κάθισμά του και το ευγενικό κοριτσάκι πήγε και του το έφερε. Το δέμα περιείχε τα εργαλεία του θανάτου, έναν μπαλτά, ένα πριόνι και ένα χασαπομάχαιρο.
Μετά την άφιξή τους στην εξοχική κατοικία του Φις, ο στραγγαλιστής έπνιξε αμέσως το παιδί, το αποκεφάλισε και διαμέλισε το σώμα του, τεμαχίζοντας τον κορμό στη μέση. Στη συνέχεια το έκοψε σε μικρότερα κομμάτια, τα οποία και έτρωγε για τις επόμενες εννιά ημέρες. Οι αστυνομικοί είπαν αργότερα ότι ο Φις γελούσε σαδιστικά περιγράφοντας πώς αποστράγγιξε το αίμα της μικρής και το ήπιε. Όπως εξομολογήθηκε στον δικηγόρο του, όταν επέστρεψε στη Νέα Υόρκη αμέσως μετά το φονικό της Γκρέις κουβαλούσε μαζί του, σε ένα δεματάκι, τη μύτη και τα αυτιά της. Σε όλο το ταξίδι ένιωθε λέει ρίγη αγαλλίασης από τη θέα και μόνο του μακάβριου πακέτου που αναπαυόταν στα πόδια του.
Σύλληψη, παράνοια και τελευταία παράσταση
Ήταν όπως είπαμε η χαιρέκακη αποστολή που οδήγησε τις αρχές στα ίχνη του Φις, κι εκείνος ομολόγησε σχεδόν πρόθυμα τις εκατοντάδες δολοφονίες του, σε ένα μείγμα παραισθήσεων αλλά και πραγματικών γεγονότων, καθώς τα απομεινάρια πολλών παιδιών ανακαλύφθηκαν κάτω από τις υποδείξεις του.
Το χαμόγελό του κατά την κατάθεση έκανε τους αστυνομικούς να παγώσουν, θεωρώντας πως είχαν μπροστά τους τον ίδιο τον Σατανά! Στις 11 Μαρτίου 1935 ξεκίνησε η μαύρη δίκη του κατά συρροή παιδοκτόνου και εκείνος ισχυρίστηκε πως ήταν η θεϊκή φωνή που τον καλούσε στις ειδεχθείς πράξεις του. Φυσικά και ήταν ψυχασθενής, με τις τόσες και τόσες ψυχιατρικές γνωματεύσεις να του αποδίδουν διάφορες μορφές ψύχωσης και σοβαρών ψυχιατρικών νόσων.
Παρά ταύτα, οι ένορκοι διψούσαν για αίμα και δεν ήταν δυνατόν να αφήσουν στη ζωή τον «Βρικόλακα», τον «Μπαμπούλα», τον «Λυκάνθρωπο», τον «Σεληνιασμένο» και άλλα πολλά που του κόλλησε ο αμερικανικός Τύπος. Έπειτα από δέκα μαύρες μέρες δίκης, στις οποίες ξεδιπλώθηκε το φρικιαστικό χρονικό του Άλμπερτ Φις, οι ένορκοι αποφάσισαν ότι είχε σώας τας φρένας και τον καταδίκασαν σε θάνατο, ως τον γηραιότερο μάλιστα άνθρωπο των ΗΠΑ που θα καθόταν ποτέ στην ηλεκτρική καρέκλα.
Ο δικηγόρος του Φις ισχυρίστηκε ότι είχαν να κάνουν με μια τραγική περίπτωση πνευματικής διαταραχής και παρέθεσε ως απόδειξη τις ένορκες καταθέσεις των ψυχιάτρων που τον είχαν εξετάσει. Ο επικεφαλής μάλιστα της αρμόδιας ομάδας των ειδικών χρησιμοποίησε μόλις δυο λέξεις για να απαντήσει στην ερώτηση σχετικά με την ψυχική υγεία του Φις: «Είναι παράφρων». Πώς υποδέχτηκε ο καταδικασμένος την ετυμηγορία; «Ο θάνατος στην ηλεκτρική καρέκλα θα είναι η υπέρτατη ηδονή της ζωής μου»!
Οδηγήθηκε κατόπιν στις διαβόητες φυλακές του Σινγκ-Σινγκ, κρατώντας στα χέρια του μια Βίβλο. Όλες οι εφέσεις που κατέθεσε απορρίφθηκαν και η εκτέλεσή του προγραμματίστηκε για τις 16 Ιανουαρίου 1936. Ο Φις δήλωσε για άλλη μια φορά περιχαρής πως το περίμενε πώς και πώς, αφού μεγαλύτερη συγκίνηση δεν είχε νιώσει ποτέ στη ζωή του.
Ο κατά συρροή παιδοκτόνος εξετάστηκε από διάφορες ομάδες ψυχιάτρων και απολάμβανε τη σημασία που του έδιναν. Περιέγραψε τα φετίχ και τις διαστροφές του στους κατάπληκτους γιατρούς και διηγήθηκε πόσο του άρεσε να βάζει στον πρωκτό του μαλλί, το οποίο είχε προηγουμένως μουσκέψει με βενζίνη, και να του βάζει φωτιά. Η πραγματογνωμοσύνη ισχυρίστηκε ότι ο Φις «έμοιαζε με ένα πράο και άκακο γεροντάκι, αξιαγάπητο και καλόβολο, φιλικό και ευγενικό. Αν έψαχνες κάποιον να του εμπιστευτείς τα παιδιά σου, θα διάλεγες αυτόν».
Η έκθεση σκιαγράφησε ωστόσο τον Φις ως το πιο σύνθετο παράδειγμα «πολύμορφου διεστραμμένου» που είχε ποτέ εμφανιστεί στα εγκληματικά χρονικά των ΗΠΑ, ένα άτομο που είχε εντρυφήσει σε όλες τις γνωστές στον άνθρωπο διαστροφές και ανωμαλίες, από σοδομισμό και σαδισμό μέχρι κοπροφαγία και αυτοακρωτηριασμό. Τον ήθελε έναν σαδιστή απίστευτης σκληρότητας, ομοφυλόφιλο και παιδόφιλο. Κανείς δεν έμαθε τον τελικό αριθμό των θυμάτων του, αλλά απ’ όσα έγιναν γνωστά, ο Φις είχε βιάσει περισσότερα από 100 παιδιά και δολοφόνησε βάρβαρα αρκετά από αυτά.
Στις 16 Ιανουαρίου, αφού έφαγε την τελευταία του μπριζόλα, μπήκε στο δωμάτιο εκτελέσεων χωρίς βοήθεια. Προχώρησε ατάραχος και κάθισε στην ηλεκτρική καρέκλα, βοηθώντας μάλιστα τους δεσμοφύλακες να στερεώσουν τα ηλεκτρόδια στα πόδια του! Δημοσιογράφοι, μάρτυρες και οι οικογένειες των θυμάτων που παρευρίσκονταν έμειναν άναυδοι με την αντίδρασή του. Ο Φις συγκρατούσε μόλις και μετά βίας τη χαρά του που θα είχε βίαιο θάνατο. Πριν τον διαπεράσει το ρεύμα, χαμογέλασε πλατιά και υποδέχθηκε τον φονικό ηλεκτρισμό με ανυπομονησία. Δευτερόλεπτα αργότερα, ο γιατρός υπηρεσίας ανακοίνωνε πως το τέρας ήταν νεκρό…
Πότε η αχρειότητα ξεπερνά ακόμα και τη νοσηρότερη φαντασία, δίνοντας σάρκα και οστά στις σκοτεινότερες παρυφές του ανθρώπινου ψυχισμού;
Ο αμερικανός κατά συρροή δολοφόνος Άλμπερτ Φις παραμένει στα σίγουρα μια καλή υποψηφιότητα για όλα αυτά, καθώς τα ζοφερά παρατσούκλια του δεν αφήνουν περιθώρια αμφιβολίας: «Βρικόλακας του Μπρούκλιν», «Λυκάνθρωπος της Γουιστέρια», «Μπαμπούλας», «Σεληνιασμένος» και άλλα πολλά επιστρατεύτηκαν για να εξηγηθούν τα σαδιστικά εγκλήματά του.
Το φρικιαστικότερο χαρακτηριστικό των φόνων του δεν ήταν ο κανιβαλισμός των θυμάτων, αλλά οι μαύρες επιστολές που έστελνε κατόπιν στις οικογένειες των θυμάτων περιγράφοντας λεπτομερώς πώς κατακρεούργησε και μαγείρεψε τα παιδιά τους, όταν δεν κοκορευόταν φυσικά πως είχε σκοτώσει παιδιά σε κάθε πολιτεία.
Ως η επιτομή του serial killer, η απόλυτη έμπνευση για τους λογοτεχνικούς και κινηματογραφικούς ομολόγους του δηλαδή, ο Φις έσπειρε ανείπωτο τρόμο στη Νέα Υόρκη από το 1924-1932, βιάζοντας, δολοφονώντας ή ακρωτηριάζοντας με τρόπους που υπερβαίνουν κάθε ανθρώπινη έννοια τουλάχιστον 100 παιδιά, αν και θα καταδικαζόταν για μια χούφτα μόνο από δαύτα.
Ο Φις απολάμβανε εξίσου τα τελετουργικά φονικά με την περιγραφή τους στις επιστολές που έστελνε στους γονείς. Σε ένα τέτοιο περιστατικό, έγραψε στους γονείς της δεκάχρονης Γκρέισι Μπαντ: «Την έπνιξα μέχρι θανάτου και κατόπιν την έκοψα σε μικρά κομμάτια, για να μπορώ να μεταφέρω το κρέας μου στα υπόλοιπα δωμάτια. Τη μαγείρεψα και την έφαγα … Μου πήρε εννιά μέρες να φάω όλο της το σώμα. Δεν έκανα σεξ μαζί της, παρά το γεγονός ότι το ήθελα. Πέθανε παρθένα»...
Στραγγαλιστής και κανίβαλος, επιδόθηκε με πρωτοφανή αγριότητα σε όλες τις γνωστές στον άνθρωπο παραφιλίες, όπως κοπρολαγνεία, ουρολαγνεία, παιδοφιλία, μαζοχισμούς και άλλα πολλά, αποτελώντας έμπνευση για τον χαρακτήρα του Hannibal Lecter.
Καλοσυνάτος στην όψη και με ευγενικούς τρόπους, ο Φις ήταν ένα κανονικό τέρας χωρίς τίποτα το ανθρώπινο μέσα του. Όταν συνελήφθη ο βιαστής, παραδέχτηκε πως κακοποίησε ή βασάνισε περισσότερα από 400 παιδιά, με πολλά να βρίσκουν τον δρόμο για το κανιβαλιστικό τραπέζι του.
Ο αχρείος παιδόφιλος και παραγωγικότατος serial killer δεν κόπασε ούτε και στην ηλεκτρική καρέκλα: την ώρα που ψηνόταν στο ηλεκτρικό ρεύμα, χάρισε ένα τελευταίο -και αξέχαστο- φαντασμαγορικό θέαμα στους θεατές του, ως μια ύστατη δήλωση του πόσο χαμηλά μπορεί να φτάσει το ζώο που είπαμε άνθρωπο…
Οι ρίζες της ψύχωσης
Ο Χάμιλτον Χάουαρντ «Άλμπερτ» Φις γεννιέται στις 19 Μαΐου 1870 στην Ουάσιγκτον των ΗΠΑ ως το μεγαλύτερο από τα τέσσερα παιδιά ενός 75χρονου καπετάνιου ποταμόπλοιου και της κατά 43 χρόνια νεότερης συζύγου του. Στην οικογένεια υπήρχε μακρύ ιστορικό ψυχασθενειών, την ίδια ώρα που ο αδερφός του κλείστηκε αργότερα σε ψυχιατρείο και η αδερφή του είχε διαγνωστεί με ψυχική νόσο.
Ο πατέρας Φις πέθανε όταν ο μικρός Χάμιλτον, που ήθελε να τον λένε Άλμπερτ από αδικοχαμένο συγγενή του, ήταν μόλις 5 ετών και η πάντα απόμακρη μητέρα του τον στέλνει στο ορφανοτροφείο. Σύμφωνα με τις διηγήσεις του ίδιου του κανίβαλου, στο ίδρυμα έπεσε συχνά θύμα κακοποίησης και σαδιστικών πράξεων, κάτι που έπαιξε προφανώς ρόλο στη μετέπειτα εξέλιξή του. Κι αυτό γιατί το πεντάχρονο αγόρι άρχισε να απολαμβάνει την κακοποίησή του: «Παρέμεινα εκεί μέχρι την ηλικία των εννιά ετών και εκεί ήταν που ξεκίνησα λάθος. Μας έδερναν χωρίς έλεος. Είδα παιδιά να κάνουν πράγματα που ποτέ δεν έπρεπε να είχαν κάνει»…
Μόρφωση πήρε λίγη και ήταν καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του ένας άντρας που χρησιμοποιούσε περισσότερο τα χέρια του παρά το μυαλό του για να βγάζει τα προς το ζην. Το 1882, η μητέρα κατάφερε να τον πάρει από το ορφανοτροφείο και ο Άλμπερτ εκδήλωσε τις πρώτες αποκλίνουσες συμπεριφορές, όπως κοπρολαγνεία και ουρολαγνεία. Την ίδια εποχή, διατηρεί και την πρώτη του σχέση με ένα μεγαλύτερο αγόρι, ενώ αναπτύσσει και το χόμπι να στέλνει σαδιστικές επιστολές σε άγνωστες γυναίκες…
Πρώτες σκοτεινές δράσεις και προσπάθειες για φιλήσυχη ζωή
Το 1890, ο Φις μετακομίζει στη Νέα Υόρκη και αρχίζει ανενόχλητος το αποτρόπαιο έργο του, στρεφόμενος στο μεγάλο του πάθος, την παιδοφιλία. Ξεγελούσε μικρά παιδιά, τα αποτραβούσε από το σπίτι τους και τα βίαζε, κακοποιώντας τα μετά με τρόπους ανείπωτους. Η σανίδα που χρησιμοποιούσε για χρόνια με τα γυμνά καρφιά πάνω της δεν άφηνε περιθώρια αμφιβολίας για το τι έκανε στα τραγικά αγόρια.
Την ίδια εποχή ήταν που ξέφυγε η νοσηρότητά του και οι σεξουαλικές φαντασιώσεις του περιλάμβαναν πια και νεκροφιλία. Ήθελε περισσότερα από τα θύματά του και ήξερε ακριβώς τον τρόπο να το πετύχει: σκοτώνοντας και κανιβαλίζοντας τα ανήλικα θύματά του.
Το 1898, η μητέρα τού κανόνισε ένα συνοικέσιο με μια κοπέλα κατά εννιά χρόνια νεότερή του και ο πάντα γλυκομίλητος και μελιστάλαχτος Φις απέκτησε προοδευτικά έξι παιδιά. Σωστός οικογενειάρχης το πρωί, εκδήλωνε το νοσηρό πάθος του τη νύχτα, μεγαλώνοντας πάντως τα παιδιά του χωρίς απρόοπτα και επιπλοκές. Μέχρι το 1917 τουλάχιστον, όταν η σύζυγος το έσκασε με άλλον άντρα και άφησε τον Φις ανενόχλητο να καλεί τα παιδιά του στις σαδομαζοχιστικές τελετές του.
Εντωμεταξύ, έβγαζε τα προς το ζην δουλεύοντας ως ελαιοχρωματιστής και εξασκούσε το ανατριχιαστικό σπορ του με τους βιασμούς των παιδιών, κυρίως 5-6 ετών, σποραδικά, διατηρώντας παράλληλα κρυφούς δεσμούς με πλήθος εραστών. Τη σανίδα με τα καρφιά τη χρησιμοποιούσε πλέον και στα παιδιά του, ενώ δεν ήταν καθόλου ασυνήθιστο να τα εξαναγκάζει να κακοποιούν και τον ίδιο με το όργανο του βασανισμού, καθώς πλέον υπέφερε από ψευδαισθήσεις και πίστευε ότι άκουγε τον Ιωάννη τον Βαπτιστή να τον ωθεί σε ειδεχθείς πράξεις παραλογισμού.
Απολαμβάνοντας τη βίαιη σωματική τιμωρία και λατρεύοντας να προσφέρει και να εισπράττει πόνο, επισκεπτόταν συχνά φετιχιστικούς οίκους ανοχής και έβαζε τις ιερόδουλες να του ξεσκίζουν τη σάρκα με μαστίγιο, ενώ είχε και τη συνήθεια να μπήγει καρφίτσες και βελόνες στα γεννητικά του όργανα: όταν συνελήφθη, οι ακτινογραφίες αποκάλυψαν 29 σκουριασμένες βελόνες στο όσχεο και τον πρωκτό του τόσο βαθιά χωμένες που δεν μπορούσε να τις βγάλει!
Για τον θρησκόληπτο βιαστή, τα βασανιστήρια ήταν μια μορφή μετάνοιας για τις ανήθικες πράξεις του. Ταυτοχρόνως, συνέχισε να κακοποιεί σεξουαλικά και να βασανίζει μικρά αγόρια, έχοντας αδυναμία σε ανάπηρα παιδιά ή τέκνα μειονοτικών οικογενειών, ξέροντας ότι κανείς δεν θα τα αναζητούσε αν χάνονταν…
Ενδεικτικό ήταν το γεγονός ότι ο Φις συνελήφθη αρκετές φορές στη ζωή του για μικροκλοπές, αλητεία και αποστολή χυδαίων επιστολών, το μεγάλο του σπορ. Οι επιστολές που έστελνε μάλιστα σε άγνωστες γυναίκες θεωρήθηκαν τόσο ανατριχιαστικές που παρά το γεγονός ότι χρησιμοποιήθηκαν ως πειστήρια στην πολύκροτη δίκη του, δεν δημοσιεύτηκαν ποτέ. Φυλακίστηκε για λίγο, αν και τη γλίτωνε τελικά με σύντομες παραμονές στη στενή και χρηματικά πρόστιμα. Κανείς δεν υποψιάστηκε ποτέ ότι αυτός ο άντρας ήταν ο απόλυτα διεστραμμένος δολοφόνος…
Φρικιαστικός επιστολογράφος και κανίβαλος
Όπως είπαμε, ήταν μετά το απρόοπτο τέλος του γάμου του που ξέφυγε ο Φις, εντρυφώντας πια σε πρωτόγνωρα σεξουαλικά μονοπάτια. Η δουλειά του ως ελαιοχρωματιστής τον έφερνε συχνά σε άλλες αμερικανικές πολιτείες και δεν το έκρυβε ότι διάλεγε συνήθως μέρη με άφθονο το αφρο-αμερικανικό στοιχείο, καθώς ήξερε ότι η αστυνομία δεν πολυνοιαζόταν για τα εξαφανισμένα παιδιά της μαύρης κοινότητας.
Πολλά Αφρο-Αμερικανάκια έπεσαν θύματά του και πλάι στον βιασμό, τώρα χρησιμοποιούσε και νέα «εργαλεία της κόλασης», όπως τα έλεγε ανατριχιαστικά ο ίδιος, μπαλτάδες, πριόνια και μαχαίρια κοντολογίς. Θύματά του ήταν επίσης παιδιά με ειδικές ανάγκες, όπως το 1919, όταν βίασε, βασάνισε, ακρωτηρίασε και σκότωσε ένα νεαρό αγόρι στην Τζόρτζταουν.
Από τη δεκαετία του 1920, η ψυχασθένειά του ξέφυγε από κάθε έλεγχο και πλέον άκουγε τον ίδιο τον Θεό να τον προστάζει σε πράξεις βασανισμού, ακρωτηριασμού και σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών. Ο πενηντάρης και καλοσυνάτος Φις ήταν πάντα υπεράνω υποψίας, αν και τα παιδιά του δεν έπεσαν ακριβώς από τα σύννεφα όταν κατηγορήθηκε ως κατά συρροή δολοφόνος. Παρά το γεγονός ότι δεν τα κακοποίησε ποτέ σεξουαλικά, τα ανάγκαζε σε σαδομαζοχιστικές τελετές και τους σέρβιρε ακόμα και ανθρώπινο κρέας, όπως θα δούμε αργότερα.
Σε επιστολή που έστειλε σε οικογένεια που είχε χάσει το παιδί της, ο κατά συρροή δολοφόνος έγραφε: «Έβαλα λωρίδες μπέικον πάνω σε κάθε μάγουλο και τα έβαλα στον φούρνο. Ύστερα διάλεξα τέσσερα κρεμμύδια και όταν το κρέας είχε ψηθεί για ένα τέταρτο της ώρας περίπου, έριξα στο ταψί μισό λίτρο νερό, για να κάνω σάλτσα, και έριξα μέσα τα κρεμμύδια. Σε τακτά διαστήματα περιέχυνα με το ζουμί το κρέας, με ένα ξύλινο κουτάλι. Έτσι θα ψηνόταν καλά και θα γινόταν ζουμερό. Σε δυο ώρες περίπου είχε ροδοκοκκινίσει όμορφα, ψημένο παντού. Δεν είχα φάει ποτέ ψητή γαλοπούλα που να ήταν, έστω και κατά το ήμισυ, τόσο νόστιμη … Σε τέσσερις μέρες είχα φάει και την τελευταία μπουκιά».
Ενδεικτικό είναι εδώ το γεγονός ότι όταν ο γιος του, Άλμπερτ ο Νεότερος, έμαθε για τη σύλληψή του, έσπευσε να δηλώσει: «Αυτή η γριά νυφίτσα! Ήμουν σίγουρος πως θα συλλαμβανόταν για κάτι τέτοιο». Συνέχισε λέγοντας πως ο πατέρας του αρεσκόταν στο ωμό κρέας και πως μια μέρα, επιστρέφοντας σπίτι, τον βρήκε ολόγυμνο να χτυπάει τον εαυτό του με μια σανίδα η οποία ήταν γεμάτη μυτερά καρφιά. Λίγο καιρό μετά, τον έδιωξε από το σπίτι. Ο γιος έκλεισε τη δήλωσή του αηδιασμένος: «Ποτέ δεν ήθελα να έχω καμία σχέση μαζί του και δεν προτίθεμαι να κουνήσω ούτε το μικρό μου δαχτυλάκι για να τον βοηθήσω».
Ο φόνος του Μπίλι Γκάφνι και της Γκρέισι Μπαντ
Ο Φις ξαναπαντρεύτηκε τον Φεβρουάριο του 1930 στη Νέα Υόρκη, αν και η νέα σύζυγος παρέμεινε στο πλευρό του μόλις μία εβδομάδα! Τον Μάιο της ίδιας χρονιάς, συνελήφθη και πάλι για ανάρμοστη επιστολή σε μια γυναίκα που είχε βάλει αγγελία στην τοπική εφημερίδα. Η επόμενη σύλληψή του για αλητεία το 1931 θα τον έφερνε για λίγους μήνες σε ψυχιατρείο.
Η τραγική ειρωνεία εδώ είναι ότι είχε ήδη προβεί στην πολύκροτη δολοφονία της δεκάχρονης Γκρέισι αλλά και του τετράχρονου Μπίλι και μπήκε στη φυλακή για μια επιστολή!
Το ημερολόγιο έγραφε 11 Φεβρουαρίου 1927 όταν ο Φις απήγαγε τον Μπίλι Γκάφνι από τον διάδρομο μιας πολυκατοικίας. Ο τρίχρονος φίλος του, που παρακολούθησε το ζοφερό γεγονός, είπε ότι τον Μπίλι τον έκλεψε ο «Μπαμπούλας». Αφού το βίασε και τν σκότωσε, ο δράστης τεμάχισε το πτώμα του μικρού αγοριού, περιγράφοντας αργότερα στο δικαστήριο με τη χαρακτηριστική και φιλάρεσκη απάθειά του τι έκανε στο πτώμα: «Τα γεννητικά του όργανα και τα οπίσθια τα τύλιξα με μπέικον και τα έψησα στον φούρνο. Τα αυτιά, τη μύτη και την κοιλιά τα έβαλα στην κατσαρόλα μαζί με κρεμμύδια, καρότα, σέλινο και αλατοπίπερο. Ήταν πολύ νόστιμο»...
Την επόμενη χρονιά και συγκεκριμένα στις 28 Μαΐου 1928, ο Φις απήγαγε και δολοφόνησε τη δεκάχρονη Γκρέις Μπαντ. Ήταν το έγκλημα που θα οδηγούσε τελικά στα ίχνη του. Η οικογένεια Μπαντ είχε βάλει μια αγγελία στην εφημερίδα ζητώντας εργασία για τον 18χρονο γιο τους. Ο Φις είδε την αγγελία και επισκέφτηκε το σπίτι, με τους αρχικούς του υπολογισμούς να στρέφονται κατά του γιου, άλλαξε όμως γνώμη όταν είδε τη χαριτωμένη Γκρέις.
Ως καλοσυνάτος παππούς που εμφανιζόταν, καθώς ήταν πια σχεδόν εξηντάρης, ο Φις προσφέρθηκε να συνοδεύσει τη μικρή μέχρι το πάρτι γειτονικού σπιτιού. Οι γονείς της συμφώνησαν δυστυχώς και αυτή θα ήταν η τελευταία φορά που θα έβλεπαν την κόρη τους. Ο Φις ακολούθησε τη γνωστή πεπατημένη: αφού στραγγάλισε τη μικρή, τεμάχισε το πτώμα της για να το μαγειρέψει. Εφτά ολόκληρα χρόνια πέρασε η μικρή ως αγνοούμενη και ο φρικιαστικός δολοφόνος παρέμενε ελεύθερος.
Και ήταν ακριβώς ο μακάβριος εαυτός του Φις που θα τον πρόδιδε, καθώς ξαπέστειλε αποστολή στην τραγική οικογένεια της Γκρέις περιγράφοντας με κάθε ανατριχιαστική λεπτομέρεια τι είχε κάνει στο κορίτσι. Ήθελε απλώς να προκαλέσει κι άλλο πόνο στο χαροκαμένο ζευγάρι.
Ήταν στις 11 Νοεμβρίου 1934 όταν η κυρία Μπαντ έλαβε το ανώνυμο και γκροτέσκο γράμμα του Φις, στο οποίο διάβασε τον κανιβαλισμό της κόρης της. Η μέρα της απαγωγής παρέμενε εξάλλου ολοζώντανη στη μνήμη του δολοφόνου, ακόμα και έπειτα από εφτά χρόνια, ίσως γιατί την είχε ξαναζήσει στο μυαλό του πάμπολλες φορές. Θυμόταν ας πούμε ότι είχε αγοράσει δύο σιδηροδρομικά εισιτήρια, ένα με επιστροφή για τον εαυτό του και ένα απλής μετάβασης για το κορίτσι. Ανακαλούσε επίσης πως όταν άλλαξαν τραίνα, ξέχασε ένα δέμα στο κάθισμά του και το ευγενικό κοριτσάκι πήγε και του το έφερε. Το δέμα περιείχε τα εργαλεία του θανάτου, έναν μπαλτά, ένα πριόνι και ένα χασαπομάχαιρο.
Μετά την άφιξή τους στην εξοχική κατοικία του Φις, ο στραγγαλιστής έπνιξε αμέσως το παιδί, το αποκεφάλισε και διαμέλισε το σώμα του, τεμαχίζοντας τον κορμό στη μέση. Στη συνέχεια το έκοψε σε μικρότερα κομμάτια, τα οποία και έτρωγε για τις επόμενες εννιά ημέρες. Οι αστυνομικοί είπαν αργότερα ότι ο Φις γελούσε σαδιστικά περιγράφοντας πώς αποστράγγιξε το αίμα της μικρής και το ήπιε. Όπως εξομολογήθηκε στον δικηγόρο του, όταν επέστρεψε στη Νέα Υόρκη αμέσως μετά το φονικό της Γκρέις κουβαλούσε μαζί του, σε ένα δεματάκι, τη μύτη και τα αυτιά της. Σε όλο το ταξίδι ένιωθε λέει ρίγη αγαλλίασης από τη θέα και μόνο του μακάβριου πακέτου που αναπαυόταν στα πόδια του.
Σύλληψη, παράνοια και τελευταία παράσταση
Ήταν όπως είπαμε η χαιρέκακη αποστολή που οδήγησε τις αρχές στα ίχνη του Φις, κι εκείνος ομολόγησε σχεδόν πρόθυμα τις εκατοντάδες δολοφονίες του, σε ένα μείγμα παραισθήσεων αλλά και πραγματικών γεγονότων, καθώς τα απομεινάρια πολλών παιδιών ανακαλύφθηκαν κάτω από τις υποδείξεις του.
Το χαμόγελό του κατά την κατάθεση έκανε τους αστυνομικούς να παγώσουν, θεωρώντας πως είχαν μπροστά τους τον ίδιο τον Σατανά! Στις 11 Μαρτίου 1935 ξεκίνησε η μαύρη δίκη του κατά συρροή παιδοκτόνου και εκείνος ισχυρίστηκε πως ήταν η θεϊκή φωνή που τον καλούσε στις ειδεχθείς πράξεις του. Φυσικά και ήταν ψυχασθενής, με τις τόσες και τόσες ψυχιατρικές γνωματεύσεις να του αποδίδουν διάφορες μορφές ψύχωσης και σοβαρών ψυχιατρικών νόσων.
Παρά ταύτα, οι ένορκοι διψούσαν για αίμα και δεν ήταν δυνατόν να αφήσουν στη ζωή τον «Βρικόλακα», τον «Μπαμπούλα», τον «Λυκάνθρωπο», τον «Σεληνιασμένο» και άλλα πολλά που του κόλλησε ο αμερικανικός Τύπος. Έπειτα από δέκα μαύρες μέρες δίκης, στις οποίες ξεδιπλώθηκε το φρικιαστικό χρονικό του Άλμπερτ Φις, οι ένορκοι αποφάσισαν ότι είχε σώας τας φρένας και τον καταδίκασαν σε θάνατο, ως τον γηραιότερο μάλιστα άνθρωπο των ΗΠΑ που θα καθόταν ποτέ στην ηλεκτρική καρέκλα.
Ο δικηγόρος του Φις ισχυρίστηκε ότι είχαν να κάνουν με μια τραγική περίπτωση πνευματικής διαταραχής και παρέθεσε ως απόδειξη τις ένορκες καταθέσεις των ψυχιάτρων που τον είχαν εξετάσει. Ο επικεφαλής μάλιστα της αρμόδιας ομάδας των ειδικών χρησιμοποίησε μόλις δυο λέξεις για να απαντήσει στην ερώτηση σχετικά με την ψυχική υγεία του Φις: «Είναι παράφρων». Πώς υποδέχτηκε ο καταδικασμένος την ετυμηγορία; «Ο θάνατος στην ηλεκτρική καρέκλα θα είναι η υπέρτατη ηδονή της ζωής μου»!
Οδηγήθηκε κατόπιν στις διαβόητες φυλακές του Σινγκ-Σινγκ, κρατώντας στα χέρια του μια Βίβλο. Όλες οι εφέσεις που κατέθεσε απορρίφθηκαν και η εκτέλεσή του προγραμματίστηκε για τις 16 Ιανουαρίου 1936. Ο Φις δήλωσε για άλλη μια φορά περιχαρής πως το περίμενε πώς και πώς, αφού μεγαλύτερη συγκίνηση δεν είχε νιώσει ποτέ στη ζωή του.
Ο κατά συρροή παιδοκτόνος εξετάστηκε από διάφορες ομάδες ψυχιάτρων και απολάμβανε τη σημασία που του έδιναν. Περιέγραψε τα φετίχ και τις διαστροφές του στους κατάπληκτους γιατρούς και διηγήθηκε πόσο του άρεσε να βάζει στον πρωκτό του μαλλί, το οποίο είχε προηγουμένως μουσκέψει με βενζίνη, και να του βάζει φωτιά. Η πραγματογνωμοσύνη ισχυρίστηκε ότι ο Φις «έμοιαζε με ένα πράο και άκακο γεροντάκι, αξιαγάπητο και καλόβολο, φιλικό και ευγενικό. Αν έψαχνες κάποιον να του εμπιστευτείς τα παιδιά σου, θα διάλεγες αυτόν».
Η έκθεση σκιαγράφησε ωστόσο τον Φις ως το πιο σύνθετο παράδειγμα «πολύμορφου διεστραμμένου» που είχε ποτέ εμφανιστεί στα εγκληματικά χρονικά των ΗΠΑ, ένα άτομο που είχε εντρυφήσει σε όλες τις γνωστές στον άνθρωπο διαστροφές και ανωμαλίες, από σοδομισμό και σαδισμό μέχρι κοπροφαγία και αυτοακρωτηριασμό. Τον ήθελε έναν σαδιστή απίστευτης σκληρότητας, ομοφυλόφιλο και παιδόφιλο. Κανείς δεν έμαθε τον τελικό αριθμό των θυμάτων του, αλλά απ’ όσα έγιναν γνωστά, ο Φις είχε βιάσει περισσότερα από 100 παιδιά και δολοφόνησε βάρβαρα αρκετά από αυτά.
Στις 16 Ιανουαρίου, αφού έφαγε την τελευταία του μπριζόλα, μπήκε στο δωμάτιο εκτελέσεων χωρίς βοήθεια. Προχώρησε ατάραχος και κάθισε στην ηλεκτρική καρέκλα, βοηθώντας μάλιστα τους δεσμοφύλακες να στερεώσουν τα ηλεκτρόδια στα πόδια του! Δημοσιογράφοι, μάρτυρες και οι οικογένειες των θυμάτων που παρευρίσκονταν έμειναν άναυδοι με την αντίδρασή του. Ο Φις συγκρατούσε μόλις και μετά βίας τη χαρά του που θα είχε βίαιο θάνατο. Πριν τον διαπεράσει το ρεύμα, χαμογέλασε πλατιά και υποδέχθηκε τον φονικό ηλεκτρισμό με ανυπομονησία. Δευτερόλεπτα αργότερα, ο γιατρός υπηρεσίας ανακοίνωνε πως το τέρας ήταν νεκρό…
Περισσότερες βιογραφίες εδώ.