Κάποτε ένας πεινασμένος μπαίνει σε ένα εστιατόριο να φάει κάτι. Τα χρήματα του όμως του φτάνουν για μια σαλάτα και μια φέτα ψωμί.
Τα παραγγέλλει, τρώει, αλλά που να χορτάσει.
Διπλά του ένας τύπος διαβάζει την εφημερίδα του διάπλατα.
Μπροστά του ένα πιάτο αχνιστό σούπα. Κοιτάζει ο πεινάλας και τρέχουν τα σάλια του.
Παίρνει το κουτάλι και κρυφά τρώει μια κουταλιά, ο άλλος δεν δίνει σημασία ξανά άλλη κουταλιά τα ίδια.
Παίρνει το πιάτο μπροστά του και αρχίζει να τρώει την σούπα.
Στην τελευταία κουταλιά βλέπει μια μεγάλη μύγα τις λεγόμενες, οπότε αηδιάζει και τα βγάζει όλα μέσα στο πιάτο.
Κλείνει ο άλλος την εφημερίδα και του λέει:
- Κι εγώ εκεί είχα φτάσει.
Περισσότερα ανέκδοτα εδώ.
Τα παραγγέλλει, τρώει, αλλά που να χορτάσει.
Διπλά του ένας τύπος διαβάζει την εφημερίδα του διάπλατα.
Μπροστά του ένα πιάτο αχνιστό σούπα. Κοιτάζει ο πεινάλας και τρέχουν τα σάλια του.
Παίρνει το κουτάλι και κρυφά τρώει μια κουταλιά, ο άλλος δεν δίνει σημασία ξανά άλλη κουταλιά τα ίδια.
Παίρνει το πιάτο μπροστά του και αρχίζει να τρώει την σούπα.
Στην τελευταία κουταλιά βλέπει μια μεγάλη μύγα τις λεγόμενες, οπότε αηδιάζει και τα βγάζει όλα μέσα στο πιάτο.
Κλείνει ο άλλος την εφημερίδα και του λέει:
- Κι εγώ εκεί είχα φτάσει.
Περισσότερα ανέκδοτα εδώ.