Κάποτε ήταν ένας νεαρός βασιλιάς. Του άρεσε πολύ το κυνήγι. Μια μέρα με τους φίλους του έτσι όπως κυνηγούσαν το θήραμά τους, μπήκαν στο έδαφος του γειτονικού βασιλείου. Οι φρουροί τους συνέλαβαν και τους έφεραν αιχμαλώτους στο δικό τους βασιλιά. Ο Νόμος έλεγε πως όποιος κυνηγούσε σε ξένη περιοχή και συλλαμβάνονταν, θα αποκεφαλιζόταν.
Ο Βασιλιάς της γειτονικής χώρας, αφού σκέφτηκε αρκετά για την τύχη τους, είπε στο νεαρό βασιλιά:
– Σύμφωνα με το Νόμο μας πρέπει να σε αποκεφαλίσω. Όμως θα σου δώσω μια ευκαιρία να ζήσεις, αν μου πεις σε ένα χρόνο από σήμερα, τι είναι αυτό που πραγματικά θέλουν όλες οι γυναίκες. Αν σε ένα χρόνο δεν βρεις τη σωστή απάντηση, τότε θα χάσεις τη ζωή σου.
Ο νεαρός βασιλιάς έφυγε για το βασίλειό του με τη συνοδεία του χαρούμενος από τη μια που γλίτωσε τη ζωή του, στεναχωρημένος από την άλλη γιατί έπρεπε να βρει τη σωστή απάντηση.Μέσα στο χρόνο που ήρθε έψαξε παντού.Ρώτησε τους αυλικούς του,ρώτησε τους φίλους του, βγήκε, στα σοκάκια στα κακόφημα σπίτια και στα καπηλιά, ρώτησε και «κείνες». Άλλες με ξεφωνητά, άλλες με γέλια κι άλλες με νοήματα, προσπαθούσαν να του «εξηγήσουν» τι θέλουν οι γυναίκες, αλλά απ΄όλες τις απαντήσεις,καμία δεν τον ικανοποίησε πραγματικά….’Ηταν πολύ στεναχωρημένος και ο καιρός περνούσε.
Στην κορυφή ενός βουνού ζούσε μια γριά μάγισσα, που ήξερε όλες τις απαντήσεις. Ήταν όμως αποκρουστική στην εμφάνιση, ξεδοντιάρα, κακάσχημη, καμπούρα, με ένα μαλλί κάγκελο,άπλυτη και ζούσε σε μια τρώγλη. Μη έχοντας όμως άλλη επιλογή ο νεαρός βασιλιάς,πήγε να την επισκεφτεί.
Μόλις έφτασε, πριν ανοίξει ακόμη το στόμα του η μάγισσα του είπε:
– Ξέρω για ποιο λόγο ήρθες βασιλιά μου. Για να σου πω αυτό που θέλεις τόσο πολύ να μάθεις, πρέπει να με παντρέψεις με τον καλύτερο φίλο σου, τον πιο όμορφο, τον πιο πιστό, αυτόν που πάντα σε συντροφεύει σαν το φύλακα άγγελό σου.Αυτός που είναι δίπλα σου!
Τα έχασε ο βασιλιάς. Πράγματι, ο καλύτερός του φίλος, ήταν ένα όμορφος, νεαρός, ευγενής, γεροδεμένος νέος, με αρχοντικό παράστημα και εκθαμβωτική ομορφιά. Τον πήρε κατά μέρος και του εξήγησε πώς έχουν τα πράγματα.
Εκείνος τον άκουσε προσεχτικά και του είπε:
-Βασιλιά μου, μετά χαράς να δεχτώ τη μάγισσα ως σύζυγό μου, αφού έχω ορκιστεί να σε υπηρετώ και να προστατεύω τη ζωή σου με τη δική μου.
Την άλλη μέρα έγινε ο γάμος. Η μάγισσα δεν θα έλεγε το μυστικό, αν ο βασιλιάς δεν πραγματοποιούσε την επιθυμία της. μετά το μυστήριο όπου έπεσε το δάκρυ κορόμηλο για την τύχη του παλικαριού,το τραπέζι στήθηκε ολόλαμπρο,με όλου του κόσμου τα αγαθά και τα πιοτά. Στη μέση ο γαμπρός στολισμένος να λάμπει, δίπλα του η μάγισσα ζαρωμένη, να της τρέχουν τα σάλια, ανάμεσα στα δόντια που της έλειπαν. Το παληκάρι όμως, την κοίταξε τρυφερά.
-Τι θα πιείτε αγαπημένη; Της γέμισε το ποτήρι με κρασί της επιθυμίας της. Μετά τη ρώτησε ευγενικά, αν ήθελε να χορέψουν. Ασφαλώς και ήθελε, λούφαξε στην αγκαλιά του και χόρευαν, χόρευαν,έπιναν και ξαναχόρευαν. Μέχρι που ήρθε η ώρα για το νυφικό κρεβάτι. Το αρχοντόπουλο πήγε στην κρεβατοκάμαρη, ξεντύθηκε, έσφιξε την καρδιά του και περίμενε υπομονετικά, να έρθει η… νύφη. Μπαίνει λοιπόν μέσα στο ημίφως η μάγισσα…αλλά σε μια στιγμή,μεταμορφώθηκε σε μια πανέμορφη, νέα γυναίκα με μακριά μαλλιά, καλλίγραμμα πόδια, ένα πρόσωπο που αστραποβολούσε ομορφιά και λάμψη, ενώ στα υπέροχα μάτια της, έκαιγε ο πόθος, ο έρωτας, ο θαυμασμός…Το αρχοντόπουλο δεν μπορούσε να κρύψει το θαυμασμό του και την απέραντη…έκπληξή του!
Τότε εκείνη με ένα αέρινο βάδισμα βρέθηκε δίπλα του, κλείνοντας το ανοιχτό του στόμα με το κρινοδάχτυλό της:
-Σσσσσσςςς! Μην πεις τίποτα! Απλά, μόνο για την υπέροχη καρδιά σου,έτσι θα γίνομαι τις νύχτες, ενώ τη μέρα θα ξαναπαίρνω την κανονική μου μορφή. Εσύ αλήθεια,πώς με προτιμάς;
«Χαζή» ερώτηση, ερώτηση «παγίδα», αλλά το αρχοντόπουλο σοφό και μετρημένο.
– Όπως εσύ θέλεις αγαπημένη μου και την έσφιξε δυνατά στην αγκαλιά του.
Η μάγισσα έλαμψε τότε πιο πολύ μεσ΄το σκοτάδι,γέλασαν τα εκφραστικά της μάτια και φωτίστηκαν.
– Θα μείνω έτσι, μέρα και νύχτα για την αγάπη σου και μόνο…του είπε γλυκά, με λατρεία.
Την άλλη μέρα, ο βασιλιάς ανυπόμονος, έμαθε το μυστικό από τη μάγισσα, του το ψιθύρισε στο αυτί, «τι θέλουν οι γυναίκες» , το πρόσωπό του φωτίστηκε,»αυτό είναι» φώναξε και έφυγε βιαστικός με τη συνοδεία του, να το πει στο γειτονικό βασιλιά, πριν εκπνεύσει η προθεσμία.
Έφτασε στο Βασιλιά.
Εκείνος τον περίμενε με τους συμβούλους του,με τους φρουρούς του, έτοιμος και σοβαρός, αν δεν έπαιρνε τη σωστή απάντηση, θα στήνονταν η αγχόνη.
– Λοιπόν νεαρέ βασιλιά, έμαθες να μου πεις, τι πραγματικά θέλουν όλες οι γυναίκες;
– Έμαθα βασιλιά μου! Όλες οι γυναίκες αυτό που πραγματικά θέλουν είναι να είναι ελεύθερες!!!
Ο γέρο-Βασιλιάς έσκυψε για λίγο το κεφάλι του κι ύστερα το σήκωσε με ένα πλατύ χαμόγελο.
-Είσαι ελεύθερος. Γλίτωσες τη ζωή σου. Να πας στο καλό, του είπε και τον αποχαιρέτησε.
Περισσότερες διδακτικές ιστορίες εδώ.