Η πυρκαγιά της Θεσσαλονίκης στις 5/18 Αυγούστου 1917 ήταν ένα από τα σημαντικότερα γεγονότα που σημάδεψαν την ιστορία της πόλης. Ήταν ένα τυχαίο γεγονός που άλλαξε σημαντικά τη φυσιογνωμία της πόλης. Η πυρκαγιά μέσα σε 32 ώρες έκαψε 9.500 σπίτια σε έκταση 1.000.000 m2 και άφησε άστεγα πάνω από 70.000 άτομα. Οικονομικές και εμπορικές λειτουργίες, διοικητικές υπηρεσίες, χώροι αναψυχής και τα σημαντικότερα πνευματικά και θρησκευτικά ιδρύματα των εθνο-θρησκευτικών κοινοτήτων, μαζί με τα αρχεία τους καταστράφηκαν ολοσχερώς. Οι απώλειες της πυρκαγιάς ήταν ελάχιστες, με μοναδικούς νεκρούς Γάλλους στρατιώτες.Το μέρος της πόλης που κάηκε ανοικοδομήθηκε με νέο οργανωμένο σχέδιο, δημιουργώντας μια σύγχρονη πόλη.
Η πόλη πριν την πυρκαγιά
Η Θεσσαλονίκη ήταν μια από τις μεγαλύτερες και πιο σύγχρονες πόλεις των Βαλκανίων. Το λιμάνι της ήταν από τα σημαντικότερα κέντρα εμπορίου. Μόλις πρόσφατα (το 1912) είχε απελευθερωθεί από την Οθωμανική Αυτοκρατορία και μαζί με το μεγαλύτερο μέρος της Μακεδονίας και της Ηπείρου ενσωματώθηκε στην Ελλάδα. Ο πληθυσμός της πόλης διατηρήθηκε όπως είχε: το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού αποτελούνταν από Σεφαραδίτες Εβραίους και ακολουθούσαν Έλληνες, Τούρκοι, Βούλγαροι αλλά και άλλοι Βαλκάνιοι και Ευρωπαίοι.
Ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος είχε ξεκινήσει το 1914, αλλά η Ελλάδα είχε τηρήσει ουδετερότητα. Με την άδεια της κυβέρνησης, όμως, οι δυνάμεις της Αντάντ είχαν αποβιβάσει στρατεύματα στη Θεσσαλονίκη το 1915, για να υποστηρίξουν τους Σέρβους συμμάχους τους στο Μακεδονικό Μέτωπο. Το 1916 είχε ξεσπάσει στη Θεσσαλονίκη το Κίνημα της Εθνικής Άμυνας, που είχε σχηματίσει Προσωρινή Κυβέρνηση διαιρώντας την Ελλάδα, αλλά μετά την παραίτηση του Κωνσταντίνου τον Ιούλιο του 1917 ξαναενώθηκε. Η Θεσσαλονίκη πολύ σύντομα είχε μετατραπεί σε διαμετακομιστικό κέντρο στρατευμάτων και εφοδίων, γεμίζοντας την πόλη με χιλιάδες Γάλλους και Βρετανούς στρατιώτες και όλα αυτά που χρειάζονταν. Παράλληλα πρόσφυγες συγκεντρώθηκαν στην πόλη, ανεβάζοντας τον πληθυσμό της σε 48.096 οικογένειες ή 271.157 άτομα από τα 157.889 που υπήρχαν κατά την απογραφή του 1913.
Εξάπλωση της πυρκαγιάς
Η πυρκαγιά, όπως προέκυψε από την ανάκριση που διεξήγαγαν οι δικαστικές αρχές της Θεσσαλονίκης, ξεκίνησε το Σάββατο 5/18 Αυγούστου 1917 περίπου στις 3 το μεσημέρι από ένα φτωχικό σπίτι προσφύγων στη διεύθυνση Ολυμπιάδος 3, στη συνοικία Μεβλανέ μεταξύ του κέντρου και της Άνω Πόλης. Προκλήθηκε από σπίθα της φωτιάς μιας κουζίνας, που έπεσε σε παρακείμενη αποθήκη με άχυρο. Η έλλειψη νερού και η αδιαφορία των γειτόνων δεν έκανε δυνατή την κατάσβεση της αρχικής πυρκαγιάς και σε σύντομο διάστημα, λόγω του ισχυρού ανέμου, η πυρκαγιά μεταδόθηκε στα γειτονικά σπίτια και άρχισε να εξαπλώνεται σε όλη τη Θεσσαλονίκη.
Αρχικά η πυρκαγιά ακολούθησε δύο κατευθύνσεις: προς το Διοικητήριο μέσω της οδού Αγίου Δημητρίου και προς την αγορά μέσω της Λέοντος Σοφού. Το Διοικητήριο σώθηκε χάρη στις προσπάθειες των υπαλλήλων του που έσπευσαν να βοηθήσουν. Ο άνεμος δυνάμωσε και η πυρκαγιά ακόμη πιο γρήγορα κατέβηκε στο κέντρο της πόλης. Τα ξημερώματα της επόμενη ημέρας (6/19 Αυγούστου) ο άνεμος άλλαξε κατεύθυνση και τα δύο μέτωπα της πυρκαγιάς κατέστρεψαν όλο το εμπορικό κέντρο. Στις 12:00 πέρασε γύρω από τον περίβολο του ναού της Αγίας Σοφίας χωρίς να τον πειράξει και συνέχισε ανατολικά μέχρι την οδό Εθνικής Αμύνης (πρώην Χαμιντιέ) όπου σταμάτησε. Το βράδυ της 6/19 Αυγούστου σταμάτησε η εξάπλωσή της.
Προσπάθειες πυρόσβεσης
Δεν υπήρχαν ικανές ποσότητες νερού για την κατάσβεση, αφού σημαντικό μέρος του δεσμευόταν από τις συμμαχικές δυνάμεις για την τροφοδοσία των στρατοπέδων στα προάστια της πόλης. Στην πόλη δεν υπήρχε οργανωμένη πυροσβεστική υπηρεσία, αλλά λίγες ιδιόκτητες πυροσβεστικές ομάδες ασφαλιστικών εταιρειών, τις περισσότερες φορές ανεκπαίδευτες και με πολύ παλιό ή καθόλου εξοπλισμό.
Η μόνη ελπίδα για τη Θεσσαλονίκη ήταν η επέμβαση των συμμαχικών δυνάμεων. Το απόγευμα της πρώτης ημέρας της πυρκαγιάς, ένα γαλλικό τμήμα ανατίναξε με δυναμίτιδα τρία σπίτια δίπλα από το διοικητήριο με σκοπό να δημιουργήσει ζώνη ασφάλειας περιορίζοντας το ύψος και την ποσότητα της καύσιμης ύλης, αλλά δεν συνέχισε και αποχώρησε, αφήνοντας τη φωτιά να συνεχίσει τον δρόμο της. Το επόμενο πρωί δύο βρετανικές πυροσβεστικές αντλίες σταμάτησαν την πυρκαγιά κοντά στον Λευκό Πύργο. Το κτήριο του Τελωνείου σώθηκε από Γάλλους στρατιώτες.
Παρ’ όλα αυτά, οι συμμαχικές δυνάμεις αρνήθηκαν να διακόψουν την υδροδότηση των στρατοπέδων και των νοσοκομείων τους, ώστε να εξοικονομηθεί νερό για την πυρόσβεση. Ο στρατηγός Σαράιγ, επικεφαλής των δυνάμεων της Αντάντ στη Θεσσαλονίκη, επισκέφθηκε για λίγη ώρα την περιοχή του Διοικητηρίου το απόγευμα της πρώτης ημέρας, αλλά δεν επέστρεψε στον τόπο της πυρκαγιάς μέχρι την κατάσβεσή της. Ιδιαίτερα μάλιστα αναφέρεται από πηγές ότι η διαγωγή των Γάλλων στρατιωτών δεν ήταν η αναμενόμενη. Αντί να βοηθήσουν στην πυρόσβεση και την περίθαλψη των πυροπαθών, πολλοί προέβησαν σε λεηλασίες καταστημάτων και οικιών, πολλές φορές εμποδίζοντας τους ιδιοκτήτες να περισώσουν την περιουσία τους, ώστε να μπορούν οι ίδιοι να την λεηλατήσουν. Τις επόμενες ημέρες ο στρατηγός Σαράιγ διέταξε τον τουφεκισμό δύο στρατιωτών του, που συνελήφθησαν να πουλούν κλεμμένα κοσμήματα. Αντίθετα, οι Βρετανοί στρατιώτες βοήθησαν όσο μπορούσαν, ιδιαίτερα με τη μεταφορά περιουσιών και πυροπαθών με στρατιωτικά φορτηγά προς καταυλισμούς για πρόσφυγες (για το ίδιο πράγμα οι οδηγοί των γαλλικών αυτοκινήτων ζητούσαν φιλοδώρημα).
Περίθαλψη πυροπαθών
Οι πληγέντες από την πυρκαγιά υπολογίστηκαν σε περίπου 72.500. Η αναφορά του προϊσταμένου της Διεύθυνσης Θυμάτων Πυρκαϊάς Αλεξάνδρου Πάλλη προς την κυβέρνηση μνημονεύει ξεχωριστά τους πυροπαθείς των τριών κοινοτήτων της Θεσσαλονίκης: 50.000 Εβραίοι, 12.500 Ορθόδοξοι και 10.000 μουσουλμάνοι.
Η περίθαλψη των πυροπαθών άρχισε αμέσως μετά την πυρκαγιά. Οι ελληνικές αρχές δημιούργησαν 100 παραπήγματα για τη στέγαση 800 οικογενειών. Οι βρετανικές αρχές έστησαν τρεις καταυλισμούς με 1300 σκηνές, όπου στέγασαν 7.000 άστεγους και οι γαλλικές αρχές έστησαν καταυλισμό για 300 οικογένειες, ενώ η Ένωση Γαλλίδων Κυριών μικρότερη κατασκήνωση 100 οικογενειών. 5000 άτομα μεταφέρθηκαν δωρεάν με τρένο και εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα, τον Βόλο και τη Λάρισα. Οι ελληνικές αρχές έστησαν κέντρα διανομής που μοίραζαν δωρεάν ψωμί σε 30.000 άτομα, ενώ ο Αμερικανικός, ο Γαλλικός και ο Αγγλικός Ερυθρός Σταυρός διένειμαν τρόφιμα. Πολλοί Εβραίοι, έχοντας χάσει τα πάντα, έφυγαν για τις δυτικές χώρες και κυρίως τη Γαλλία, ενώ ένας αριθμός τους ακολουθώντας το σιωνιστικό κίνημα εγκαταστάθηκε στην Παλαιστίνη.
Αμέσως μετά τα πρώτα πρόχειρα μέτρα ιδρύθηκε από τον κυβερνητικό αντιπρόσωπο Περικλή Α. Αργυρόπουλο η Διεύθυνση Θυμάτων Πυρκαϊάς για την περίθαλψη των χιλιάδων πυροπαθών και η κυβέρνηση ενέκρινε πίστωση 1.500.000 δραχμών για τις πρώτες ανάγκες. Συγχρόνως συστήθηκε Κεντρική Επιτροπή Εράνων με σειρά υποεπιτροπών για τη συλλογή εράνων και τη διανομή χρημάτων και ειδών.
Καταστροφές
Η πυρκαγιά κατέστρεψε το 32% της συνολικής έκτασης της Θεσσαλονίκης, δηλαδή 1.000.000 τετρ. μέτρα ή 120 εκτάρια. Η περιοχή που κάηκε ήταν μεταξύ των οδών Αγίου Δημητρίου, Λέοντος Σοφού, Νίκης, Εθνικής Αμύνης, Αλεξάνδρου Σβώλου, Εγνατία (από Αγίας Σοφίας), Αγίου Δημητρίου. Αυτή η περιοχή στα επίσημα έγγραφα αναφέρεται ως «πυρίκαυστος ζώνη» και στις λαϊκές διηγήσεις τα «καμένα». Το ύψος των υλικών ζημιών υπολογίστηκε σε 8.000.000 χρυσές λίρες.
Μεταξύ των κτηρίων που κάηκαν ήταν το Ταχυδρομείο, το Τηλεγραφείο, το Δημαρχείο, οι εταιρείες Ύδρευσης και Φωταερίου, η Οθωμανική Τράπεζα, η Εθνική Τράπεζα, οι αποθήκες της Τράπεζας Αθηνών, ο ναός του Αγίου Δημητρίου και άλλοι δύο ορθόδοξοι ναοί, το Σαατλή Τζαμί και άλλα έντεκα τεμένη, η Αρχιραββινεία με όλο το αρχείο της και 16 από τις 33 συναγωγές. Καταστράφηκαν επίσης τα τυπογραφεία των περισσότερων εφημερίδων (η Θεσσαλονίκη είχε τον μεγαλύτερο αριθμό εκδιδόμενων εφημερίδων στην Ελλάδα), πολλές από τις οποίες δεν κατάφεραν να επανεκδοθούν. Επίσης καταστράφηκαν 4.096 από τα 7.695 καταστήματα αφήνοντας ανέργους το 70% των εργαζομένων.
Παρά τις μεγάλες καταστροφές και τις χιλιάδες των πληγέντων, κανένας κάτοικος της πόλης δεν έχασε τη ζωή του από την πυρκαγιά γιατί εξαπλωνόταν αργά. Ωστόσο, όπως αναφέρθηκε, κάποιοι μεθυσμένοι Γάλλοι στρατιώτες παγιδεύτηκαν σε καπηλειό και κάηκαν ζωντανοί.
Αποζημιώσεις
Μετά την καταστροφή οι ασφαλιστικές εταιρείες διατήρησαν επιφυλακτική στάση και έστειλαν πράκτορές τους να ερευνήσουν επί τόπου, προσπαθώντας να αποδώσουν την καταστροφή σε πολεμικές ενέργειες (στηριζόμενες και σε διάφορες φήμες για εμπρησμό από τους Γερμανούς ή τους Γάλλους), για να αποφύγουν την πληρωμή των τεραστίων ποσών στους ασφαλιζομένους τους. Το συνολικό ύψος των ασφαλιστηρίων ήταν 3.000.000 χρυσές λίρες και το μεγαλύτερο μέρος τους ήταν σε βρετανικές εταιρείες. Για παράδειγμα η North & British Mercantile Co. είχε να αποζημιώσει 3000 ασφαλιστικά συμβόλαια. Τελικά όμως, με την πίεση των ελληνικών και ξένων αρχών και χάρη στο Βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης επί της κατηγορίας για εμπρησμό κατά των ενοίκων της οικίας από όπου ξεκίνησε η πυρκαγιά, το οποίο αποφάνθηκε ότι η πυρκαγιά προκλήθηκε από τυχαία αίτια, έγινε η αποπληρωμή όλων των ασφαλιστηρίων.
Ανοικοδόμηση
Λίγες μόνο ημέρες μετά την καταστροφή η κυβέρνηση Βενιζέλου ανήγγειλε ότι δεν θα επιτρεπόταν η ανεξέλεγκτη ανοικοδόμηση της πόλης, αλλά μόνο στη βάση ενός νέου πολεοδομικού σχεδίου, σύμφωνα με τον Ν. 823/1917 που εκπόνησε ο υπουργός συγκοινωνιών Αλέξανδρος Παπαναστασίου. Με απόφαση του Παπαναστασίου ιδρύθηκε «Διεθνής Επιτροπή Νέου Σχεδίου Θεσσαλονίκης» με πρόεδρο τον Ερνέστ Εμπράρ για την εκπόνηση ρυμοτομικού σχεδίου, το οποίο παραδόθηκε στη Γενική Διοίκηση Μακεδονίας στις 29 Ιουνίου 1918. Το σχέδιο δεν εφαρμόστηκε πλήρως και εξαιτίας της δυσκολίας εξεύρεσης επαρκών κονδυλίων, ακόμα και πιέσεων εκ μέρους μεγαλοϊδιοκτητών, υπέστη πολλές μεταβολές, αλλά αποτέλεσε μεγάλη βελτίωση σε σχέση με την πρωτύτερη κατάσταση της πόλης, δίνοντάς της σύγχρονη ρυμοτομία και όψη.
Περισσότερα ιστορικά αφιερώματα εδώ.