Νικηφόρος Α´ | |
---|---|
Ο Νικηφόρος Α' και ο γιος του και διάδοχός του Σταυράκιος σε νόμισμα της εποχής | |
Αυτοκράτωρ του Βυζαντίου
| |
Περίοδος εξουσίας | 31 Οκτωβρίου 802 – 26 Ιουλίου 811 |
Προκάτοχος | Ειρήνη η Αθηναία |
Διάδοχος | Σταυράκιος |
Οίκος | Δυναστεία των Νικηφόρων |
Θάνατος | 26 Ιουλίου 811 |
Θρησκεία | Χριστιανός Ορθόδοξος |
Ο Νικηφόρος Α' (... - 26 Ιουλίου 811) ήταν αυτοκράτορας της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας μεταξύ των ετών 802 και 811.
Η ανάρρηση
Πατρίκιος και γενικός λογοθέτης (ή λογοθέτης του γενικού, δηλ. υπουργός των οικονομικών) κατά το τέλος της βασιλείας της Ειρήνης, ανέβηκε στον θρόνο ύστερα από συνωμοσία αξιωματούχων που ανέτρεψε την τελευταία.
Πρέπει ν’ αναφερθεί εισαγωγικά πως ό,τι γνωρίζουμε για τον Νικηφόρο προέρχεται από εικονολάτρεις χρονογράφους και ειδικά από τον σημαντικότερο εξ αυτών Θεοφάνη, ο οποίος ήκμασε κατά την βασιλεία του. Όλοι τους διάκεινται δυσμενέστατα προς τον Νικηφόρο. Κι αυτό επειδή ήρθε σε αντίθεση με τους ακραίους εικονόφιλους μοναχούς, παρ’ όλο ότι δεν ενήργησε κατά των εικόνων και δεν έθιξε το κύρος της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου.
Την συνωμοσία κατά της Ειρήνης επέσπευσε η αίτηση γάμου του Καρλομάγνου προς την αυτοκράτειρα και τα φανερά σχέδια του παντοδύναμου ευνούχου Αέτιου, που προωθούσε στον θρόνο τον αδελφό του.
Ο λαός της Κωνσταντινούπολης, ο οποίος -κατά τους χρονογράφους πάντοτε- ευημερούσε επί Ειρήνης, δέχθηκε με εχθρότητα την ανάρρηση του Νικηφόρου και κατά την στέψη του καταριόταν τόσο τον ίδιο όσο και τον εικονόφιλο πατριάρχη Ταράσιο που δέχθηκε να τον στέψει.
Μετά την ενθρόνισή του, ο Νικηφόρος επισκέφθηκε την Ειρήνη, της δήλωσε ότι ενήργησε βιαζόμενος από τους άρχοντες, την διαβεβαίωσε για την ασφάλεια της, αλλά ζήτησε επιτακτικά να του δώσει τους θησαυρούς της. Η Ειρήνη δέχτηκε υπό τον όρο να της επιτραπεί να παραμείνει στο ανάκτορο του Ελευθερίου. Ο Νικηφόρος συμφώνησε, πήρε τους θησαυρούς και την εξόρισε στην Λέσβο όπου και πέθανε αυτή τον επόμενο χρόνο (803).
Εκείνο που χαρακτηρίζει προ πάντων την βασιλεία του Νικηφόρου είναι η αγωνιώδης αναζήτηση χρημάτων. Κατηγορήθηκε ως φιλάργυρος και πλεονέκτης. Αλλά είναι γνωστό ότι η Ειρήνη δαπανούσε αφειδώς για να έχει τον λαό με το μέρος της, είχε χαρίσει φόρους και είχε, μεταξύ άλλων, καταργήσει τα τελωνειακά δικαιώματα του Βοσπόρου και του Ελλήσποντου. Ο Νικηφόρος πέρασε από δίκη όσους πλούτισαν επί Ειρήνης και τους υποχρέωσε να επιστρέψουν τα παρανόμως κτηθέντα, χωρίς όμως να τα αποδώσει στους αδικημένους.
Η ανταρσία του Βαρδάνη
Τον Ιούλιο του 803 στασίασε ο στρατηγός του θέματος των Ανατολικών Βαρδάνης -ο επιλεγόμενος Τούρκος- μάλλον απρόθυμα και υποκύπτοντας σε πιέσεις. Έφτασε ώς την Χρυσόπολη αλλά οι υπαρχηγοί του Λέων και Μιχαήλ (οι μετέπειτα αυτοκράτορες Λέων Ε΄ και Μιχαήλ Β΄) αυτομόλησαν στον αυτοκράτορα. Ο Βαρδάνης παραιτήθηκε του αγώνα, πήρε έγγραφη διαβεβαίωση για την ασφάλειά του προσυπογεγραμμένη από τον πατριάρχη Ταράσιο και την Σύγκλητο, και κλείστηκε σε μοναστήρι. Σε λίγον όμως καιρό τυφλώθηκε από Λυκάονες στρατιώτες. Ο Ταράσιος και οι συγκλητικοί καταταράχτηκαν κι ο Νικηφόρος πήρε όρκους φοβερούς ότι ήταν αμέτοχος. Κλείστηκε στο Παλάτι, έκλαιγε κι απειλούσε με θάνατο τους Λυκάονες για την πρωτοβουλία τους.
Οι αγώνες κατά των Αράβων
Αφού εξασφάλισε την αρχή του ο Νικηφόρος, στράφηκε κατά των Αράβων. Έγραψε στον Χαρούν αλ Ρασίντ ότι δεν ήταν διατεθειμένος να συνεχίσει την καταβολή φόρου που είχε συνομολογήσει η Ειρήνη. Ο χαλίφης του μήνυσε : «Την απάντησή μου δεν θα την ακούσεις αλλά θα την δεις» και εισέβαλε στην Μικρά Ασία. Ο Νικηφόρος τον αντιμετώπισε στην Κράσο της Φρυγίας όπου υπέστη ήττα δεινή και τραυματίστηκε τρεις φορές. Αλλά ο Χαρούν αναγκάστηκε να αποχωρήσει λόγω στάσεων που ξέσπασαν στην χώρα του και ο Νικηφόρος κατόρθωσε να ανακτήσει πολλές χώρες και φρούρια, επιδεικνύοντας στρατιωτικές αρετές παρά το ό,τι δεν ήταν στρατηγός. Τελικά συνομολογήθηκε ειρήνη έναντι καταβολής 30.000 χρυσών νομισμάτων κατ’ έτος στους Άραβες, αλλά μόλις αυτοί έφυγαν ο Νικηφόρος σήκωσε τα κατεστραμμένα φρούρια, που κατά την συνθήκη δεν έπρεπε ν’ ανεγερθούν. Ο Χαρούν απάντησε λεηλατώντας την Κύπρο και την Ρόδο, αλλά για πολλά χρόνια μετά δεν αναφέρονται εχθροπραξίες και ο φόρος έπαψε να καταβάλλεται.
Εκκλησιαστική πολιτική
Ο Νικηφόρος δεν ασχολήθηκε ιδιαίτερα με το εκκλησιαστικό ζήτημα και διατήρησε τα πράγματα όπως είχαν επί Ειρήνης, επιδεικνύοντας θρησκευτική ανοχή. Αυτή του όμως η ανοχή ήταν που τον έκανε στόχο των μοναχών και των χρονογράφων.
Το 806 πέθανε ο Ταράσιος και ο Νικηφόρος επέλεξε ως διάδοχό του τον συνονόματό του Νικηφόρο, λαϊκό και βασιλικό γραμματέα όπως ακριβώς ήταν και ο Ταράσιος. Ο ηγούμενος της μονής του Σακκουδίωνος Πλάτων και ο ανεψιός του Θεόδωρος ο Στουδίτης αντέδρασαν έντονα λόγω της αθρόας χειροτονίας του νέου πατριάρχη, αλλά η χειροτονία αυτή δεν ήταν κάτι το χωρίς αρκετά προηγούμενα. Ο αυτοκράτορας σκέφτηκε να διαλύσει την μονή του Στουδίου, αλλά τον συμβούλευσαν να μη συνδέσει την άνοδο του πατριάρχη που ο ίδιος επέλεξε με την διάλυση μονής 700 μοναχών. Έτσι αρκέστηκε να φυλακίσει για λίγες μέρες τον Πλάτωνα αλλά αμέσως δόθηκε άλλη αφορμή.
Ήταν ο ιερέας Ιωσήφ, που είχε τελέσει τον γάμο του Κωνσταντίνου ΣΤ΄ με την Θεοδότη, όταν ο τελευταίος έκλεισε την πρώτη του γυναίκα σε μοναστήρι. Οι Στουδίτες είχαν επιτεθεί τότε στον Ταράσιο γιατί επέτρεψε να γίνει ο γάμος και η Ειρήνη τον υποχρέωσε να αφορίσει τον Ιωσήφ. Τώρα ο βασιλιάς, θέλοντας να ανταμείψει τον Ιωσήφ για υπηρεσίες που του προσέφερε κατά την στάση του Βαρδάνη, ζήτησε από τον πατριάρχη να άρει τον αφορισμό. Έτσι έγινε, και οι Στουδίτες «απέστησαν της κοινωνίας» προς τον πατριάρχη. Επειδή το σκάνδαλο ήταν μεγάλο, συγκροτήθηκε σύνοδος που αποφάσισε την διάλυση της μονής του Στουδίου και την εξορία του Πλάτωνα και του Θεόδωρου σε δύο νησιά της Προποντίδας.
Νομοθετικές ρυθμίσεις
Για την αναδιοργάνωση του κράτους ο Νικηφόρος προέβη σε νομοθετικές ρυθμίσεις, στρατιωτικές και κυρίως οικονομικές. Όλα τα σχετικά μέτρα που έλαβε ονομάστηκαν από τους χρονογράφους κακώσεις που επέτειναν την δυστυχία του λαού.
Στις στρατιωτικές ρυθμίσεις υπαγόταν η καθιέρωση του αλληλεγγύου : Τον εξοπλισμό των, φτωχών συνήθως, ήταν υποχρεωμένοι να πληρώνουν οι πλούσιοι, ομάδες ατόμων ή χωριά ολόκληρα. Οι πολύ πλούσιοι πλήρωναν τον εξοπλισμό ενός ή περισσοτέρων στρατιωτών και οι λιγότερο εύποροι ανά δύο ή τρεις ή περισσότεροι τον εξοπλισμό ενός, οπότε λέγονταν συνδόται. Ο Νικηφόρος καθιέρωσε το αλληλέγγυον ως προς την υποχρέωση των συνδοτών. Δηλαδή αν δεν μπορούσε κάποιος, θα συμπλήρωναν οι άλλοι. Κι αυτό για να ασκείται προσωπική ή κοινωνική πίεση προς αυτούς που απέφευγαν την πληρωμή.
Γύρω από τις σλαυικές εγκαταστάσεις της Θράκης, Μακεδονίας και νοτίου Ελλάδος, οι οποίες βρίσκονταν σε κατάσταση μόνιμης εξέγερσης, ο Νικηφόρος οργάνωσε στρατιωτικές αποικίες από στρατιώτες προερχόμενους από όλα τα μέρη της αυτοκρατορίας. Ο Θεοφάνης μιλά για οικονομική καταστροφή και θανάσιμη απόγνωση των αποίκων αλλά εφ’ όσον επρόκειτο περί αποικίας εννοείται ότι υπήρχε και κτηματική αποκατάσταση των φτωχών, όπως είδαμε, στρατιωτών. Το μέτρο άλλωστε δεν ήταν πρωτοφανές : είχαν προϋπάρξει οι κληρούχοι της Αθήνας και οι εγκαταστάσεις παλαιμάχων λεγεωναρίων του Αύγουστου και του Τραϊανού σε όλη την αυτοκρατορία με πολύ ικανοποιητικά αποτελέσματα.
Σημαντικότερες ήταν οι οικονομικές διατάξεις του Νικηφόρου. Οι περισσότερες προϋπήρχαν αλλά είτε είχαν περιπέσει σε αχρησία είτε είχαν καταργηθεί από την Ειρήνη. Τις διατάξεις περί ευρεθέντων θησαυρών και περί φορολογίας της κληρονομίας τις επανενεργοποίησε ο Νικηφόρος με εικοσαετή αναδρομική ισχύ. Επανέφερε τους τελωνειακούς δασμούς Βοσπόρου και Ελλησπόντου που ήταν σοβαρότατο έσοδο του κράτους. Όρισε ότι για κάθε δούλο εισαγόμενο στην Κωνσταντινούπολη έπρεπε να πληρώνεται φόρος δύο χρυσών. Ρύθμισε τα του εγγείου φόρου –όλα αυξημένα και επιβαρυμένα με το λεγόμενο δικέρατον, με αιτιολογία τις επισκευές των τειχών και άλλες ανάγκες. Διατάχθηκε η άμεση είσπραξη των καθυστερημένων φόρων και ιδρύθηκε ναυτικό ταμείο που δάνειζε σε πλοιάρχους, ενώ επιδότησε την αγορά κτημάτων του δημοσίου από ναυτικούς στα παράλια της Μικράς Ασίας. Ανάγκασε όσους πλούτισαν ξαφνικά κατά την περασμένη εικοσαετία να καταβάλουν ένα μέρος της περιουσίας τους στο δημόσιο. Και τέλος υπήγαγε σε κανονική φορολογία όλα τα εκκλησιαστικά και μοναστηριακά κτήματα -ενώ μέχρι τότε πλήρωναν μόνο έγγειο φόρο-, κρατικοποίησε ορισμένα, όρισε ότι στρατιωτικά σώματα που στάθμευαν κοντά στα παραπάνω κτήματα έπρεπε να συντηρούνται απ’ αυτά και αποδοκίμαζε τα πολύτιμα αφιερώματα στις εκκλησίες.
Χαρακτηριστικό της εισπρακτικής του συνέπειας ή μανίας, ήταν ότι κάλεσε κάποτε ένα φοροφυγάδα, και τον υποχρέωσε να ορκιστεί πόσο χρυσό είχε. Όταν εκείνος απάντησε ότι είχε εκατό λίτρες χρυσού, ο Νικηφόρος του ζήτησε να τις φέρει κ’ ύστερα τον έδιωξε δίνοντάς του εκατό νομίσματα. «Τόσα σου φτάνουν».
Οι αγώνες κατά των Βουλγάρων
Το 807 ο Νικηφόρος κατέστειλε στάση των Σλαύων της Πελοποννήσου. Πιθανόν η καταστολή αυτή να επιτεύχθηκε χάρη στις στρατιωτικές αποικίες που είχε ιδρύσει.
Την ίδια χρονιά εξεστράτευσε κατά των Βουλγάρων, που επωφελούμενοι από την κατάσταση της αυτοκρατορίας επί Ειρήνης, είχαν συνέλθει από τα πλήγματα του Κωνσταντίνου Ε΄ και είχαν επεκτείνει κατά πολύ το κράτος τους υπό τον Κρούμο. Ο Νικηφόρος ανακατέλαβε την Αδριανούπολη, εκεί όμως έμαθε για συνωμοσία που εξυφαινόταν εναντίον του στην Κωνσταντινούπολη και επέστρεψε εσπευσμένα. Τιμώρησε πολλούς με εξορία, αλλά νέα συνωμοσία αποκαλύφθηκε το επόμενο έτος και νέες τιμωρίες επιβλήθηκαν, αυτή τη φορά και σε επισκόπους και μοναχούς.
Το 809 οι Βούλγαροι επιτέθηκαν σε στρατόπεδο του Στρυμόνα όπου γινόταν η πληρωμή των στρατού, κι αφού διέπραξαν φόνο πολύν, άρπαξαν χίλιες εκατό λίτρες χρυσού. Ύστερα ο Κρούμος κατέλαβε την Σαρδική, την σημερινή Σόφια, κι έσφαξε έξι χιλιάδες στρατιώτες και λαό πολύ.
Ο Νικηφόρος ξεκίνησε για ν’ αντιμετωπίσει τον Κρούμο, αλλά θέλησε συγχρόνως να τιμωρήσει τους αξιωματικούς που ήταν υπεύθυνοι για την πτώση της Σαρδικής, με αποτέλεσμα πολλοί ν’ αυτομολή¬σουν και οι συνένοχοί τους στο στρατόπεδο που είχε συγκροτηθεί να οργανώσουν στάση. Ο Νικηφόρος μπόρεσε τελικά να την εξουδετερώσει με αμοιβές και υποσχέσεις. Λίγο μετά ένας μοναχός αποπειράθηκε να τον δολοφονήσει.
Τον Ιούλιο του 811 εξεστράτευσε με πολυάριθμο στρατό –είχε επιστρατεύσει ακόμη κι οπλισμένους με σφενδόνες μόνο και ραβδιά. Ο Κρούμος ζήτησε ειρήνη αλλά ο Νικηφόρος δεν δέχτηκε και μπήκε στην Βουλγαρία. Πολλοί τον συμβούλευσαν να σταματήσει εκεί αλλά αυτός δεν τους άκουσε και προχώρησε, έχοντας διατάξει γενική σφαγή των εχθρών. Κυρίευσε το στρατόπεδο και το ταμείο του Κρούμου, αλλά αυτός διέφυγε κι έστειλε νέο μήνυμα : «Νίκησες. Πάρε ό,τι θέλεις και φύγε με ειρήνη». Και πάλι ο Νικηφόρος αρνήθηκε.
Οι Βούλγαροι τότε απέκλεισαν όλες τις προσβάσεις στο στρατόπεδο του Νικηφόρου και βρέθηκε αυτός σε δεινή θέση, πολιορκημένος ξαφνικά από τον συνεχώς ενισχυόμενο στρατό των Βουλγάρων. Κατάλαβε ότι σωτηρία δεν υπήρχε γιατί είπε στους δικούς του: «Και φτερά να βγάλουμε δεν σωζόμαστε». Όλη τη νύχτα οι Βούλγαροι κραύγαζαν και κροτούσαν τα όπλα τους για να σπάσουν το ηθικό των πολιορκημένων και τα χαράματα επιτέθηκαν και σάρωσαν το στρατόπεδο. Ο Νικηφόρος σκοτώθηκε καθώς και πλήθος στρατού. Ο Κρούμος έκοψε το κεφάλι του Νικηφόρου και το επιδείκνυε κρεμασμένο για πολλές μέρες. Ύστερα το έγδαρε, το έντυσε με ασήμι κι έπιναν απ’ αυτό κρασί στα συμπόσια ο ίδιος κ’ οι άρχοντες των Σλάβων.
Παραμένει ανεξήγητο, πώς οι όροι αντιστράφηκαν μέσα σε πέντε μέρες και ο θριαμβεύων Νικηφόρος έπαθε τέτοια καταστροφή από τον κυνηγημένο Κρούμο. Ο ίδιος ο Θεοφάνης απορεί και πιθανολογεί προδοσία. Ο Ζωναράς μιλά για νυχτερινό αιφνιδιασμό και προδοσία. Το μόνο βέβαιο είναι ότι χάρηκαν αμφότεροι –ο Ζωναράς τριακόσια χρόνια μετά.
Ο γιος του Νικηφόρου Σταυράκιος, ήδη από καιρό συμβασιλεύς, σώθηκε στην Αδριανούπολη βαριά τραυματισμένος κι εκεί αναγορεύτηκε αυτοκράτορας από τον στρατό. Αλλά ύστερα από δύο μηνών βασιλεία αναγκάστηκε να παραιτηθεί λόγω των πληγών του και πέθανε τον Ιανουάριο του 812. Τον διαδέχτηκε ο σύζυγος της αδελφής του Προκοπίας, κόρης του Νικηφόρου, Μιχαήλ Α´.
Αποτίμηση
Τύραννος, αλιτήριος, Ιούδας, παμφάγος, άσπλαγχνος είναι μερικοί μόνο από τους χαρακτηρισμούς του Νικηφόρου από τον σύγχρονό του Θεοφάνη. Ανάλογη είναι η μεταχείριση από τους μεταγενέστερους χρονογράφους με αξιοσημείωτο το γεγονός ότι όσο πιο απομακρυσμένοι χρονικά είναι, τόσο βιαιότερα επιτίθενται (Κεδρηνός, Ζωναράς).
Παρ’ όλα ταύτα ξεφεύγουν από τους χρονογράφους μερικές χαρακτηριστικές αλήθειες : κατά τον Θεοφάνη επέδειξε γενναιότητα και νίκησε πολλές φορές. Για τη γενναιότητά του συμφωνεί και ο Κεδρηνός προσθέτοντας και ορισμένα για τις διπλωματικές του ικανότητες και την σύνεσή του.
Αλλά το ζητούμενο από τον Νικηφόρο δεν ήταν τα ανδραγαθήματα -δεν ήταν στρατιωτικός- αλλά η σωστή διοίκηση. Διαβάζουμε στον ανώνυμο βιογράφο του Λέοντα Ε΄ ότι ο Μιχαήλ Α΄ και η κόρη του Νικηφόρου Προκοπία διασκόρπισαν σε εκκλησίες, μοναστήρια, ασκητές και «ελεημοσύνας πολλάς» τα χρήματα «άπερ ο Νικηφόρος δι’ επιμελείας εσώρευσεν». Ο δε Θεοστήρικτος, επί Λέοντος Ε΄, λέει ότι ο Νικηφόρος ήταν ορθόδοξος, ευσεβέστατος, φιλόπτωχος, ακόμη και φιλομόναχος.
Από τους νεώτερους ο Γκίμπον δέχεται ανεπιφύλακτα ό,τι παραδόθηκε από τους χρονογράφους για τον Νικηφόρο : «Πολλοί τύραννοι ήταν αναμφίβολα μεγαλύτεροι εγκληματίες από τον Νικηφόρο, αλλά κανείς ίσως δεν προκάλεσε την βαθιά και καθολική απέχθεια του λαού όσο αυτός». Το μόνο καλό που βρίσκει στην βασιλεία του είναι η «γενική ελευθερία [θρησκευτικού] λόγου και πρακτικής».
Ο Σλόσσερ διαφωνεί πλήρως με την άποψη του Γκίμπον και ο Παπαρρηγόπουλος επιχειρεί την πλήρη ανασκευή της.
Ο Ράνσιμαν τον θεωρεί εξαίρετο οικονομολόγο και ανεκτικό θεολόγο αλλά όχι καλό στρατηγό.
Θετικότατη για τον Νικηφόρο και η άποψη του Νόργουιτς.
Περισσότερες βιογραφίες εδώ.