Σύμφωνα με το παλαιό Ιουλιανό ημερολόγιο η Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917 ξεκίνησε με ένοπλη εξέγερση στην Πετρούπολη, στις 25 Οκτωβρίου 1917 ημερομηνία η οποία αντιστοιχεί στις 7 Νοεμβρίου 1917 σύμφωνα με το νέο Γρηγοριανό ημερολόγιο.
ΑΠΟ ΤΟ ΦΛΕΒΑΡΗ ΣΤΟΝ ΟΚΤΩΒΡΗ: ΟΙ ΕΝΝΕΑ ΜΗΝΕΣ ΠΟΥ ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΑΝ ΤΗ ΡΩΣΙΑ ΚΑΙ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ
του ΤΑΚΗ ΜΑΣΤΡΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ*
Το αδιαφιλονίκητο γνώρισμα κάθε επανάστασης που απειλεί να ανατρέψει τις καθυστερημένες δομές της παλιάς κοινωνίας αποτελεί η βίαιη εισβολή των πλατιών λαϊκών στρωμάτων στο προσκήνιο της ιστορίας – στην περιοχή όπου και καθορίζονται τα δικά τους πεπρωμένα. Σε μια κοινωνία που βρίσκεται σε αναταραχή, οι αμοιβαία ανταγωνιζόμενες τάξεις βρίσκονται σε μια διαρκή διαπάλη που αναζητά εναγωνίως διέξοδο και προοπτική. Οι συσσωρεμένοι κοινωνικοί ανταγωνισμοί ασφυκτιούν στους κόλπους της παλιάς κοινωνίας που υποφέρει από την κρίση και το αδιέξοδο. Το παλιό καθεστώς γίνεται ανυπόφορο και τότε τα φράγματα της εξουσίας και των παραδοσιακών σχέσεων στην ιδιοκτησία, το δίκαιο και την ηθική, ανατρέπονται. Η εξέγερση, δηλαδή η πιο βίαιη και οξεία περίοδος στην πάλη των τάξεων για εξουσία, είναι υποχρεωμένη να δώσει λύση στην αντίφαση και το άλυτο κοινωνικό ζήτημα. Ωστόσο και η πιο βίαιη εξέγερση μπορεί να μείνει απλά και μόνο στο επίπεδο της ανταρσίας. Εδώ ανοίγεται και το πεδίο του συνειδητού παράγοντα, δηλαδή του κόμματος.
Η ιστορία της Ρωσικής Επανάστασης του 1917 απέδειξε πως το γεγονός που έχει ιδιαίτερη σημασία στην πάλη των τάξεων δεν είναι η επαναστατική μέθοδος, καθαυτή – και η εξέγερση αποτελεί την πιο ακραία εκδήλωση της επαναστατικής διαδικασίας – αλλά η σωστή εφαρμογή της στα γεγονότα. Με άλλα λόγια, ο μαρξιστικός προσανατολισμός και δράση στο πεδίο των κοινωνικών αγώνων.
Η χειραφέτηση της εργατικής τάξης και η κοινωνική αλλαγή μπορούν να προέλθουν, όπως άλλωστε απέδειξε και η ιστορία των τελευταίων δεκαετιών, μέσα από σκληρούς και μακροχρόνιους κοινωνικούς ανταγωνισμούς. Ασφαλώς, μια ειρηνική, κοινοβουλευτική αλλαγή προς μια νέα κοινωνική συγκρότηση θα είχε πολλαπλά οφέλη από την άποψη των συμφερόντων της κουλτούρας και ως εκ τούτου και των συμφερόντων του σοσιαλισμού. Δυστυχώς, όμως, οι κυρίαρχες τάξεις δεν αποδέχονται τις αλλαγές στις κοινωνικές δομές, ακόμα και όταν τις επιθυμεί η συντριπτική πλειοψηφία του έθνους. Από εκεί και οι βίαιες αντιδράσεις των συντηρητικών δυνάμεων σε κάθε απόπειρα ριζικών μετασχηματισμών καθώς και οι σκληρές κοινωνικές συγκρούσεις που τις ακολουθούν.
Αν η ηγεσία της εργατικής τάξης αρνηθεί αυτή την προοπτική και δεν ακολουθήσει μια μακροχρόνια διαδικασία διαπαιδαγώγησης και οργάνωσης του εργατικού κινήματος προς αυτήν την κατεύθυνση, τότε είναι καταδικασμένη, όταν οι συνθήκες επιβάλουν την αναμέτρηση στο πεδίο των κοινωνικών αγώνων, και κατά κανόνα την επιβάλλουν, να δώσει τη μάχη υπό δυσμενείς όρους. Σε τέτοιες συνθήκες, η νίκη του κινήματος και ή άρση του κοινωνικού αδιεξόδου εξαρτώνται από μια σειρά ακόμα και τυχαίων κάποτε περιστατικών. Η εξουσία, σε περίπτωση νίκης, μπορεί να ξεφύγει και πάλι από την εργατική τάξη και να ξαναπεράσει στα χέρια της αστικής αντίδρασης.
Η ιστορία της Ρωσικής Επανάστασης έχει να διδάξει τις νέες γενιές του εργατικού κινήματος το πώς η αριστερή πτέρυγα της ρωσικής σοσιαλδημοκρατίας, αυτή που αργότερα αποτέλεσε το κομμουνιστικό κόμμα, μπόρεσε να αναπτύξει μέσα από μια πολύχρονη και πολυσύνθετη διαδικασία – που τόσο αριστοτεχνικά περιέγραψε ο Λένιν στο περίφημο έργο του Αριστερισμός – την εργατική τάξη πολιτικά και οργανωτικά και να την οδηγήσει στην εξουσία.
Η αντίληψη ότι ακόμα και οι πιο “ανώριμες” συνθήκες μπορούν να συνδυαστούν με απότομες καμπές και αλλαγές στην ιστορική εξέλιξη, βρήκε τη δικαίωσή της στη Ρωσική Επανάσταση. Τις παραμονές των επαναστατικών γεγονότων του Φλεβάρη ο Λένιν, σε μία ομιλία του στην ελβετική εργατική νεολαία στο “Σπίτι του Λαού” της Ζυρίχης, το Γενάρη του 1917, υποστήριζε – μέσα στο κύμα του σοβινισμού που αγκάλιαζε το ευρωπαϊκό εργατικό κίνημα – ότι «εμείς, οι ηλικιωμένοι, ίσως να μη ζήσουμε ως τις αποφασιστικές μάχες αυτής της επανάστασης που έρχεται»!
Και πραγματικά, την πρώτη περίοδο του πολέμου, το ρωσικό, όπως άλλωστε και το διεθνές εργατικό κίνημα, είχε υποχωρήσει σημαντικά. Τα πιο δραστήρια στρώματα της εργατικής τάξης και τα πιο επαναστατικά στοιχεία των εργατικών κομμάτων και οργανώσεων είχαν οδηγηθεί στο μέτωπο. Οι ηγέτες των κομμάτων βρίσκονταν απομονωμένοι στο εξωτερικό ή είχαν εξοριστεί. Οι απεργίες τιμωρούνταν αυστηρά. Τα συνδικάτα υπέφεραν από τις διώξεις του στρατιωτικού νόμου που είχε σαρώσει τον εργατικό Τύπο και κάθε ελεύθερη έκφρασή τους. Στην επιφάνεια, η τσαρική αυταρχία διεξήγαγε τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο με “σίγουρα” τα νώτα της.
Ωστόσο, παρά τη φαινομενική ηρεμία στο πεδίο της ταξικής πάλης, σοβαρές διεργασίες συντελούνταν στη συνείδηση της εργατικής τάξης. «Η ιδέα της γενικής απεργίας – τόνιζε μια μυστική έκθεση της αστυνομίας της Πετρούπολης – συγκεντρώνει κάθε μέρα καινούργιους οπαδούς και γίνεται λαοφιλής, όπως το 1905».
ΤΟ ΞΕΣΠΑΣΜΑ ΤΟΥ ΦΛΕΒΑΡΗ
Η επανάσταση ξέσπασε στις 23 του Φλεβάρη με μια απεργία, όχι των πιο προχωρημένων τμημάτων της εργατικής τάξης στη βαριά βιομηχανία, αλλά των πιο καταπιεσμένων στρωμάτων: των εργατριών της βιομηχανίας υφασμάτων της Πετρούπολης, την ημέρα που γιορταζόταν η παγκόσμια ημέρα της γυναίκας!
Από τη σπίθα όμως άναψε η φλόγα της επανάστασης.
Την επομένη, στις 24 του μήνα, απεργούσαν οι μισοί βιομηχανικοί εργάτες της Πετρούπολης! Οι μαχητικές διαθέσεις κυριαρχούσαν στην εργατική τάξη, συγκεντρώσεις, συγκρούσεις με την αστυνομία και μαζικές διαδηλώσεις με συνθήματα “κάτω ο τσάρος” και “κάτω ο πόλεμος”. Η κοινωνική ηρεμία και η σοβινιστική απάθεια έδωσαν τη θέση τους στην κοινωνική αναταραχή και τελικά στην ίδια την επανάσταση.
Στις 25 του μήνα, ο τσάρος διέταξε το στρατιωτικό διοικητή της περιοχής της Πετρούπολης, στρατηγό Χαμπαλόφ: «Να σταματήσετε από αύριο τις ταραχές στην πρωτεύουσα». Το ρεύμα, όμως, της επανάστασης δεν γύριζε πίσω. Στις 27 του μήνα, ο στρατός παράκουσε τις τσαρικές διαταγές και αρνήθηκε να πυροβολήσει τις μαχητικές εργατικές συγκεντρώσεις!
Αν με τον όρο “συμφιλίωση λαού και στρατού” εννοούμε, ιδιαίτερα στις καθυστερημένες χώρες, την αποδυνάμωση κάθε αντιδραστικής κλίκας της στρατιωτικής ιεραρχίας να έρχεται σε αντίθεση με τη συντριπτική πλειοψηφία του έθνους και να διαιωνίζει τις αυταρχικές λύσεις, τότε η ισχυρή και μαχητική κινητοποίηση της εργατικής τάξης στο φόντο του ρωσικού Φλεβάρη έδωσε το πραγματικό περιεχόμενο στον όρο. Ο τσαρικός στρατός σχεδόν διαλύθηκε. Το τέλος της τσαρικής μοναρχίας ήρθε τόσο ξαφνικά όσο και το ίδιο το ξέσπασμα της επανάστασης.
Η Ρωσική Επανάσταση ξεκίνησε ως μια αστική δημοκρατική επανάσταση. Με το ξέσπασμα της επαναστατικής διαδικασίας του Φλεβάρη, η χιλιόχρονη καταπιεστική απολυταρχία του ρωσικού τσαρισμού διαλύθηκε κάτω από τα ανελέητα χτυπήματα ενός αφυπνιζόμενου εργατικού κινήματος και της βαθιάς δυσαρέσκειας εκατομμυρίων αγροτών, που ντυμένοι τη στρατιωτική στολή, βρίσκονταν στο επίκεντρο του αιματηρού ιμπεριαλιστικού πολέμου.
Η νικηφόρα επανάσταση ανατρέποντας, ωστόσο, τον τσάρο μεταβίβασε την εξουσία στα χέρια της φιλελεύθερης αστικής τάξης και του κόμματος των Συνταγματικών Δημοκρατών (Καντέ). «Η εξουσία δεν έπεσε τυχαία στα χέρια αυτού του κόμματος – τόνισε ο Λένιν στα “Διδάγματα της επανάστασης” – αν και δεν ήταν φυσικά οι κεφαλαιοκράτες που πολέμησαν τα τσαρικά στρατεύματα, που έχυσαν το αίμα τους για την ελευθερία, μα οι εργάτες και οι αγρότες, οι ναύτες και οι στρατιώτες. Η εξουσία έπεσε στα χέρια του κόμματος των κεφαλαιοκρατών γιατί η τάξη αυτή είχε στα χέρια της τη δύναμη του πλούτου, της οργάνωσης και των γνώσεων»1.
Το ξέσπασμα της επανάστασης βρήκε, πράγματι, τα εργατικά και αριστερά κόμματα ιδιαίτερα αδύναμα. Ο Γκριγκόρι Ζινόβιεφ υπενθύμισε αργότερα ότι «Η επανάσταση του Φλεβάρη βρήκε την Κεντρική μας Επιτροπή εν μέρει στο εξωτερικό και εν μέρει στις φυλακές και τις εξορίες. Το κόμμα φαινόταν να μην υπάρχει, ήταν διασκορπισμένο και κατακερματισμένο…»2
Η ΔΥΑΔΙΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ
Το κύριο χαρακτηριστικό, όμως, της επανάστασης ήταν η δημιουργία μιας άλλης μορφής εξουσίας, δοκιμασμένης από την επαναστατική εμπειρία, της σοβιετικής μορφής οργάνωσης.
Τα “Σοβιέτ”, όπως ακριβώς και στην επανάσταση του 1905, ήταν επιτροπές δημοκρατικά εκλεγμένες από εργάτες και στρατιώτες και συνδεδεμένες σε τοπική, περιφερειακή και εθνική κλίμακα. Έτσι, δίπλα στην Προσωρινή Κυβέρνηση της φιλελεύθερης αστικής τάξης, εμφανίστηκε μια άλλη εξουσία: η εξουσία της εργατικής τάξης και των φτωχών αγροτών με τη μορφή των “Σοβιέτ των εργατών και των στρατιωτών βουλευτών”. Ο Λένιν ανέλυσε το ιδιόμορφο αυτό φαινόμενο: «Η εξουσία αυτή δεν είναι καθόλου του ίδιου είδους με την εξουσία που υπάρχει γενικά στην κοινοβουλευτική αστική δημοκρατία του συνηθισμένου τύπου που επικρατεί ως τα σήμερα στις προχωρημένες χώρες της Ευρώπης και της Αμερικής. Συχνά, αυτό το περιστατικό το ξεχνούν, συχνά δεν το σκέφτονται κατά βάθος, ενώ εδώ βρίσκεται όλη η ουσία. Η εξουσία αυτή είναι εξουσία του ίδιου τύπου με την Κομμούνα του Παρισιού».
Η ύπαρξη των Σοβιέτ δημιούργησε μια πρωτότυπη κατάσταση όσον αφορά το ζήτημα του κράτους και της εξουσίας – μια ιδιομορφία που οι μαρξιστές αποκάλεσαν εύστοχα “δυϊσμό της εξουσίας”. Μια διπλή εξουσία όπου συνυπήρχαν η αστική και η εργατική εξουσία – εξέλιξη που αντανακλούσε την ασυμφιλίωτη σύγκρουση των τάξεων μέσα στην επαναστατική εποχή.
ΚΡΙΣΗ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΥ
Την ίδια περίοδο, βέβαια, το κόμμα των Μπολσεβίκων πέρασε – όπως ακριβώς και τα άλλα ευρωπαϊκά σοσιαλδημοκρατικά κόμματα – μια σοβαρή κρίση προσανατολισμού. Η ηγεσία του Μπολσεβίκικου Κόμματος που βρίσκονταν στη Ρωσία – Κάμενεφ, Στάλιν, Ρίκοφ, Μπούμπνοφ, κ.ά. – αποφάσισε να υποστηρίξει την Προσωρινή Κυβέρνηση. Στις 15 Μάρτη του ‘17 η Πράβντα, επίσημο όργανο του κόμματος, αναγνώριζε πως οι Μπολσεβίκοι θα υποστήριζαν την Προσωρινή Κυβέρνηση στο μέτρο που αυτή πολεμάει την αντίδραση και την αντεπανάσταση. Το επίμαχο άρθρο υπό τον τίτλο “Χωρίς μυστική διπλωματία” υποστήριζε: «Όταν ένας στρατός βρίσκεται αντιμέτωπος μ’ έναν άλλο, θα ήταν η πιο ανόητη πολιτική να του προτείνουμε να πετάξει τα όπλα και να πάει σπίτι του. Μια τέτοια πολιτική δεν θα είναι πολιτική ειρήνης... Όχι. Ένας ελεύθερος λαός θα μείνει γερά στις θέσεις του, θα απαντήσει με σφαίρα σε κάθε σφαίρα, με πυροβολισμό στον κάθε πυροβολισμό. Είναι αναμφίβολο. Δεν πρέπει να επιτρέψουμε με κάθε τρόπο την αποσύνθεση των στρατιωτικών δυνάμεων της Επανάστασης... Όχι διάλυση του επαναστατικού στρατού, ούτε το ασυνάρτητο “Κάτω ο πόλεμος” είναι το σύνθημα μας. Το σύνθημα μας είναι: Πίεση πάνω στην Προσωρινή Κυβέρνηση με το σκοπό να εξαναγκαστεί να κάνει ανοιχτές προτάσεις προς την παγκόσμια Δημοκρατία για την κατάπαυση των εχθροπραξιών. Μέχρι τότε όμως, ο καθένας οφείλει να παραμείνει στη θέση του».
Η ηγεσία του κόμματος παρέμενε, έτσι, τυπικά στις παραδοσιακές αντιλήψεις του προγράμματος του 1903.
Οι συνθήκες όμως τώρα ήταν διαφορετικές. Όπως διηγείται και ο Σλιάπνικοφ – μέλος του γραφείου της Κεντρικής Επιτροπής στην Πετρούπολη που πήρε ενεργά μέρος στην επανάσταση – «Η μέρα που βγήκε το πρώτο φύλλο της μεταμορφωμένης Πράβντα, η 15η του Μάρτη, ήταν μέρα χαράς και αγαλλίασης για τους οπαδούς της εθνικής άμυνας. Ολόκληρο το ανάκτορο της Ταυρίδας, από τους επιχειρηματίες στην Επιτροπή της Δούμας ως την ίδια την καρδιά της επαναστατικής δημοκρατίας – την Εκτελεστική Επιτροπή – αντηχούσε από μιαν είδηση: η νίκη των μετριοπαθών, των λογικών Μπολσεβίκων πάνω στους εξτρεμιστές... Όταν εκείνο το φύλλο της Πράβντα έφτασε στα εργοστάσια, προξένησε βαθιά κατάπληξη ανάμεσα στα μέλη του κόμματος μα και στους συμπαθούντες μας...»
Ο Λένιν, που το ξέσπασμα της επανάστασης τον βρήκε εγκλωβισμένο στη Ζυρίχη, αντέδρασε βίαια στην επίσημη πολιτική της ηγεσίας στη Ρωσία με τα περίφημα Γράμματα από Μακριά. Στις 6 του Μάρτη αντιτάχτηκε αποφασιστικά σε κάθε συμφιλιωτική και εθνικιστική παρέκκλιση τηλεγραφώντας, από τη Ζυρίχη, στην Πετρούπολη τις θέσεις του: «Η τακτική μας: ολοκληρωτική δυσπιστία, καμιά υποστήριξη στη νέα κυβέρνηση, υποπτευόμαστε ιδιαίτερα τον Κερένσκι, εξοπλισμός του προλεταριάτου – μόνη εγγύηση· άμεσες εκλογές στη Δούμα της Πετρούπολης – καμιά προσέγγιση με άλλα κόμματα».
Στις 17 του Μάρτη, μ’ ένα γράμμα του απείλησε: «Θα προτιμούσα ακόμα και άμεσο σχίσμα με οποιονδήποτε από το κόμμα μας παρά να ενδώσω στο σοσιαλπατριωτισμό... Ο Κάμενεφ πρέπει να καταλάβει ότι πάνω του πέφτει ιστορική ευθύνη παγκόσμιας σημασίας».
Ωστόσο, ήταν η επιστροφή του στη Ρωσία που σήμανε την απαρχή για μια θεαματική στροφή στη στρατηγική του κόμματος. Ο Τζ. Λιχτχάϊμ αναφέρει πως «… όταν ο Λένιν εγκατέλειψε την εξορία του στη Ζυρίχη κι έφτασε στον σταθμό της Φινλανδίας τον Απρίλη του 1917, ήταν σε θέση ν’ αφυπνίσει μαζικές συγκινήσεις, σαν αυτές που ο Μπακούνιν μάταια ήλπιζε. Μπόρεσε να ξυπνήσει όχι μόνο την επιθυμία για άμεσο τέλος του πολέμου, αλλά και την οργισμένη αποφασιστικότητα για συντριβή του κράτους και της κοινωνίας που υπήρχαν, για να φυτευτεί η κόκκινη σημαία στα Χειμερινά Ανάκτορα και για την ανακήρυξη μιας δικτατορίας εργατών και αγροτών. Και όλα αυτά πραγματοποιήθηκαν από έναν άνθρωπο που βρέθηκε εκεί πέρα την κατάλληλη στιγμή. Χωρίς τον Λένιν δεν θα υπήρχε Οκτωβριανή Επανάσταση· όσο γι’ αυτό, οι ιστορικοί δεν μας αφήνουν καμιά αμφιβολία. Γιατί, ακόμα και οι πιο παλιοί και οι πιο αφοσιωμένοι Μπολσεβίκοι στα 1917 δεν ήταν προετοιμασμένοι γι’ αυτό το είδος της πλατφόρμας που έφερε μαζί του ο Λένιν από την ευρωπαϊκή εξορία του»3.
Ο Λένιν, με τη βιαιότητα που τον διέκρινε πάντα στην υποστήριξη των απόψεών του, θα καταγγείλει με τις περίφημες Θέσεις του Απρίλη τις υποχωρητικές τάσεις: «Η ιδιομορφία της σημερινής στιγμής στη Ρωσία βρίσκεται στο πέρασμα από τον πρώτο σταθμό της επανάστασης, που έδωσε την εξουσία στην αστική τάξη, επειδή το προλεταριάτο δεν είχε αρκετή συνειδητότητα και οργάνωση – στο δεύτερο σταθμό της, που πρέπει να δώσει την εξουσία στα χέρια του προλεταριάτου και των πιο φτωχών στρωμάτων της αγροτιάς». Ως εκ τούτου, «καμιά υποστήριξη της Προσωρινής Κυβέρνησης. Να εξηγούμε όλη την ψευτιά των υποσχέσεων της»4. Οι νέες θέσεις του Λένιν προκάλεσαν έντονες αντιδράσεις τόσο μέσα όσο και έξω από το κόμμα, στο χώρο της αριστεράς. Ο Γκόλντενμπεργκ, ένα πρώην μέλος του κόμματος, έφτασε, μάλιστα, στο σημείο να υποστηρίξει ότι με τις θέσεις του «…ο Λένιν έχει θέσει υποψηφιότητα για ένα ευρωπαϊκό θρόνο που επί τριάντα χρόνια παρέμενε κενός, το θρόνο του Μπακούνιν».
Ασφαλώς ο Λένιν έπαιξε ένα σημαντικό ρόλο στην αλλαγή της πολιτικής του Μπολσεβίκικου Κόμματος, που αυτή την περίοδο γνώριζε μια σημαντική ανάπτυξη περιλαμβάνοντας στις γραμμές του 79000 μέλη από τα οποία τα 15000 στην Πετρούπολη, όπου έπαλε και η καρδιά της επανάστασης. Ο Ζινόβιεφ εύστοχα υποστήριξε, αργότερα, ότι μέσα στις νέες, επαναστατικές συνθήκες «Το κόμμα μας αναγεννήθηκε όπως ο Φοίνιξ από την τέφρα του»5.
Σύντομα, βέβαια, η νέα πολιτική έγινε, με τη συνδιάσκεψη του Απρίλη, αποδεκτή από τη μεγάλη πλειοψηφία του κόμματος.
Η 7η Πανρωσική Συνδιάσκεψη των Μπολσεβίκων συνήλθε τον Απρίλη του 1917 στην Πετρούπολη και συμμετείχαν 131 αντιπρόσωποι με θετική ψήφο και 18 με συμβουλευτική, που εκπροσωπούσαν 78 κομματικές οργανώσεις από ολόκληρη τη χώρα, τις εθνικές οργανώσεις της Λετονίας, της Λιθουανίας, της Πολωνίας και της Φινλανδίας καθώς και τις στρατιωτικές οργανώσεις του μετώπου. Η συνδιάσκεψη, η πρώτη νόμιμη στην ιστορία του κόμματος, συνήλθε μέσα σε μια περίοδο έντονης πολιτικής κρίσης που προκάλεσε η δήλωση της Προσωρινής Κυβέρνησης ότι θα «…τηρήσουμε απόλυτα τις ανειλημμένες υποχρεώσεις απέναντι στους συμμάχους μας…» – δήλωση που σήμαινε, στην ουσία, τη συνέχιση του αιματηρού και καταστροφικού πολέμου.
Τη συνδιάσκεψη απασχόλησε, κύρια, ο χαρακτήρας και η προοπτική της επανάστασης. Οι περίφημεςΘέσεις του Απρίλη, που δημοσιεύτηκαν στην Πράβντα, καθώς και η μπροσούρα του Λένιν Τα Καθήκοντα του Προλεταριάτου στην Επανάσταση μας, που κυκλοφόρησε δακτυλογραφημένη στους συνέδρους, αποτέλεσαν τα βασικά υλικά του συνεδρίου. Οι βασικές αποφάσεις της συνδιάσκεψης, που εγκρίθηκαν από τη μεγάλη πλειοψηφία των συνέδρων, κατηγόρησαν ευθέως την Προσωρινή Κυβέρνηση ότι «…οι τάξεις που εκπροσωπεί είναι οικονομικά και πολιτικά, αδιάρρηκτα συνδεδεμένες με τον ρωσικό και αγγλοαμερικανικό ιμπεριαλισμό…» Το πιο σημαντικό, όμως, ήταν ότι η συνδιάσκεψη υιοθέτησε το σύνθημα “Όλη η εξουσία στα Σοβιέτ”, που συνόψιζε, στο θεσμικό, συνταγματικό πεδίο, την προοπτική των Μπολσεβίκων για την επανάσταση. Σύμφωνα με την απόφαση, «Η διέξοδος είναι μία και μόνο μία: πέρασμα όλης της κρατικής εξουσίας στα χέρια των Σοβιέτ των εργατών, στρατιωτών, αγροτών και άλλων βουλευτών σε όλη τη Ρωσία, από κάτω ως πάνω».
Αν και στα επίμαχα θέματα η πλειοψηφία ήταν ισχυρή, εντούτοις οι διαφορές για τις προοπτικές της επανάστασης δεν έλειψαν. Ο Κάμενεφ, μάλιστα, στην εισήγησή του διαφώνησε με τη ριζική αλλαγή στους προσανατολισμούς του κόμματος που πρότεινε ο Λένιν, παραμένοντας ουσιαστικά στις θέσεις που υποστήριζε από τις σελίδες της Πράβντα το Μάρτη του 1917. Σοβαρά στελέχη του κόμματος, όπως οι Ρίκοφ, Καλίνιν, Τόμσκι, κ.λπ. υποστήριζαν ανάλογες θέσεις σύμφωνα με τις οποίες δεν υπήρχαν τόσο οι αντικειμενικοί όσο και οι υποκειμενικοί όροι για τη σοσιαλιστική επανάσταση και ως εκ τούτου το κόμμα δεν μπορούσε αλλά και δεν έπρεπε να ανατρέψει την Προσωρινή Κυβέρνηση. Τα στελέχη αυτά υποστήριζαν ότι το κόμμα έπρεπε να υιοθετήσει μια πολιτική “ελέγχου” και “πιέσεων” πάνω στην κυβέρνηση και κατηγόρησαν την πλειοψηφία ότι ο πολιτικός προσανατολισμός για την ανατροπή της κυβέρνησης ήταν ενέργεια “τυχοδιωκτική”. Οι θέσεις του Ρίκοφ ήταν αποκαλυπτικές «Σε ποια χώρα θα ανατείλει ο ήλιος της σοσιαλιστικής επανάστασης; Πιστεύω ότι με τις συνθήκες που επικρατούν στη χώρα μας, με το βιοτικό επίπεδο, το ξεκίνημα της σοσιαλιστικής επανάστασης δεν αποτελεί δικό μας καθήκον. Δεν υπάρχουν ούτε οι δυνάμεις, ούτε οι αντικειμενικές προϋποθέσεις για κάτι τέτοιο».
Ο Λένιν, στη συζήτηση για την “τρέχουσα κατάσταση”, με συντροφικό τρόπο, επιχείρησε να απαντήσει στους διαφωνούντες και ιδιαίτερα στον Κάμενεφ: «Νομίζω πως οι διαφωνίες με τον σ. Κάμενεφ δεν είναι πολύ μεγάλες – τόνισε ο Λένιν στο κλείσιμο της σχετικής συζήτησης – γιατί, ενώ παίρνει άλλη θέση, συμφωνεί μαζί μας. Πού βρισκόταν ο τυχοδιωκτισμός μας;… Την Προσωρινή Κυβέρνηση πρέπει να την ανατρέψουμε, όχι όμως τώρα και όχι με το συνηθισμένο τρόπο. Είμαστε σύμφωνοι με τον σ. Κάμενεφ».
Δεν ήταν τυχαίο, ότι τη μεγαλύτερη αντίθεση συνάντησε ακριβώς, η απόφαση για την “τρέχουσα κατάσταση”. Ενδεικτικό ήταν το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας. Το κείμενο εγκρίθηκε από 71 συνέδρους, απορρίφθηκε από μια σημαντική μειοψηφία 38 συνέδρων ενώ 8 απείχαν από την ψηφοφορία.
Αυτή την περίοδο ο Λένιν ήταν ο κύριος εκφραστής των αλλαγών στην πολιτική, το πρόγραμμα και τους γενικότερους προσανατολισμούς του κόμματος. Αν και το παλιό πρόγραμμα, το εγκεκριμένο στο συνέδριο του 1903, απαιτούσε μια «Συντακτική Συνέλευση εκλεγμένη από όλο το λαό», τώρα το κόμμα, χωρίς να εγκαταλείψει τη θέση της συντακτικής συνέλευσης, έθετε στο επίκεντρο της πολιτικής του το σύνθημα “Όλη η εξουσία στα Σοβιέτ”. Σύμφωνα με την απόφαση της συνδιάσκεψης “Για τη στάση απέναντι στην Προσωρινή Κυβέρνηση” το κόμμα έπρεπε να θέσει ως στόχο «…το πετυχημένο πέρασμα όλης της κρατικής εξουσίας στα χέρια των Σοβιέτ των εργατών και στρατιωτών βουλευτών ή άλλων οργάνων, που να εκφράζουν την πλειοψηφία του λαού (όργανα τοπικής αυτοδιοίκησης, Συντακτική Συνέλευση, κ.λπ.)…»6
Η έλλειψη σαφήνειας είναι προφανής. Όπως αναφέρει και ο Ε. Χ. Καρ, «Είναι πάντως γεγονός ότι προς στιγμήν η αντίφαση αυτή μαρτυρούσε όχι μια διαφορά απόψεων, αλλά μια αβεβαιότητα και μια κάποια σύγχυση στο μυαλό των ηγετών του κόμματος και του ίδιου του Λένιν σχετικά με το χαραχτήρα του συγκεκριμένου επαναστατικού προτσές. Τα γεγονότα ήταν εκείνα που επρόκειτο να οδηγήσουν στο οριστικό ξεκαθάρισμα των απόψεων»7.
Ο Λένιν αυτήν την περίοδο προσπαθούσε, με πολλά επιχειρήματα, να πείσει την πλειοψηφία του κόμματος ότι η Προσωρινή Κυβέρνηση ήταν συνδεδεμένη με το μεγάλο κεφάλαιο και με τις ιμπεριαλιστικές κυβερνήσεις, ανίκανη να δώσει προοπτικές στη ρωσική επανάσταση. Υποστήριζε ότι στόχος του κόμματος έπρεπε να είναι η ανατροπή, όταν οι συνθήκες βέβαια το επέτρεπαν, αυτής της κυβέρνησης.
Απ’ την άλλη όμως, ήταν ιδιαίτερα προσεκτικός για να μην πέσει στον τυχοδιωκτισμό και την απομόνωση: «Για να γίνουν εξουσία οι συνειδητοί εργάτες – υποστήριζε υπομονετικά ο Λένιν – πρέπει να κατακτήσουν την πλειοψηφία με το μέρος τους: όσο δεν εξασκείται βία πάνω στις μάζες, δεν υπάρχει άλλος δρόμος για την εξουσία. Δεν είμαστε μπλανκιστές οπαδοί της κατάληψης της εξουσίας από μια μειοψηφία. Είμαστε μαρξιστές οπαδοί της ταξικής πάλης...» Ήταν όμως ιδιαίτερα σκληρός απέναντι στους συμφιλιωτές, που, βασισμένοι στην παλιά πολιτική του κόμματος της “επαναστατικής-δημοκρατικής δικτατορίας του προλεταριάτου και της αγροτιάς”, υποστήριζαν το συμβιβασμό με την Προσωρινή Κυβέρνηση και την “ολοκλήρωση” της αστικοδημοκρατικής επανάστασης. «Όποιος σήμερα, μετά την πείρα του Φλεβάρη, του Μάρτη, του Απρίλη, του Μάη του 1917, εξακολουθεί να μιλάει στη Ρωσία για “επαναστατική δημοκρατία” γενικά – απαντούσε ο Λένιν στους ίδιους του τους συντρόφους – αυτός θεληματικά ή άθελα, συνειδητά ή ασυνείδητα εξαπατά το λαό. Γιατί η “στιγμή” της γενικής συγχώνευσης των τάξεων ενάντια στον τσαρισμό ήλθε και παρήλθε. Η πρώτη συμφωνία της πρώτης “Προσωρινής Επιτροπής” της Κρατικής Δούμας με το Σοβιέτ, σήμαινε ήδη το τέλος της συγχώνευσης των τάξεων και την έναρξη της ταξικής πάλης»8.
Ύστερα από μια σκληρή εσωκομματική σύγκρουση, οι απόψεις του Λένιν τελικά επικράτησαν. Πάνω στη βάση των γεγονότων, η πλειοψηφία του κόμματος πείστηκε για τη σωστή πολιτική, η ενότητα διατηρήθηκε και το κόμμα ως σύνολο μπήκε στο δρόμο του Οκτώβρη...
Η ΑΝΤΙΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ
Βέβαια, το Μάη του ‘17 η Προσωρινή Κυβέρνηση, ανίκανη να αντιμετωπίσει τη δυσαρέσκεια απ’ την πολιτική της – ακόμα και τότε ο Υπουργός Εξωτερικών δήλωνε ότι «ολόκληρος ο λαός θέλει τη συνέχιση του παγκόσμιου πολέμου ως την αποφασιστική νίκη» – υποχρεώθηκε να προχωρήσει σε ανασχηματισμό. Για μια ακόμη φορά η αστική τάξη ακολούθησε το γνώριμο δρόμο της συνεργασίας με τους “ρεαλιστές” ηγέτες του κινήματος. Έτσι στην Προσωρινή Κυβέρνηση των αστών φιλελεύθερων του κόμματος των Καντέ προσχώρησαν οι Μενσεβίκοι και Σοσιαλεπαναστάτες (Εσέροι) ηγέτες. Στη νέα κυβέρνηση του πρωθυπουργού Λβoφ συμμετείχαν δύο Σοσιαλεπαναστάτες, δύο Μενσεβίκοι και ένας ανεξάρτητος σοσιαλιστής.
Ο Λένιν εξήγησε τότε: «Οι “σοσιαλιστές” αρχηγοί μπαίνοντας στην κυβέρνηση της αστικής τάξης αποδεικνύονταν κατά κανόνα άβουλα πρόσωπα, ανδρείκελα, προκάλυμμα για τους κεφαλαιοκράτες, όπλο εξαπάτησης των εργατών... Οι βλάκες των κομμάτων των Εσέρων και των Μενσεβίκων πανηγύριζαν και λούζονταν με αυταρέσκεια στις ακτίνες της υπουργικής δόξας των αρχηγών τους. Οι κεφαλαιοκράτες έτριβαν τα χέρια τους από ικανοποίηση. Στο πρόσωπο των “αρχηγών των Σοβιέτ”, είχαν αποκτήσει βοηθούς ενάντια στο λαό»9.
Εκείνη την περίοδο, οι Μενσεβίκοι και οι Σοσιαλεπαναστάτες διατηρούσαν την υποστήριξη της συντριπτικής πλειοψηφίας των αντιπροσώπων των εργατών και στρατιωτών στα Σοβιέτ. Στο συνέδριο των Σοβιέτ του Ιούνη, από τους 777 αντιπροσώπους που είχαν δεσμούς με κόμματα (σε σύνολο 810) οι 285 ήταν Σοσιαλεπαναστάτες, οι 246 Μενσεβίκοι και μόνο 105 Μπολσεβίκοι. Οι Μπολσεβίκοι, αν και είχαν ως κύρια πολιτική το σύνθημα “Καμιά υποστήριξη στην Προσωρινή Κυβέρνηση”, δεν οδηγήθηκαν, ωστόσο, στο σεχταρισμό.
Ο Λένιν, μακριά απ’ το να καλεί σε άμεση ανατροπή της κυβέρνησης, υποστήριζε ότι «Όσο καιρό θ’ αποτελούμε μειοψηφία θα επιτελούμε ένα έργο κριτικής ανάλυσης των λαθών, διακηρύσσοντας ταυτόχρονα την ανάγκη να περάσει όλη η κρατική εξουσία στα χέρια των Σοβιέτ των εργατών βουλευτών». Παρόλα αυτά, όταν ο μενσεβίκος υπουργός Τσερετέλι υποστήριξε στο συνέδριο των Σοβιέτ ότι «Δεν υπάρχει κανένα κόμμα που θα μπορούσε να πει : “Δώστε μας την εξουσία, εμπρός λοιπόν δώστε μας τη θέση σας”. Τέτοιο κόμμα στη Ρωσία δεν υπάρχει», ο Λένιν πετάχτηκε από τη θέση του – όπως αναφέρουν και τα πρακτικά του συνεδρίου – και του έδωσε μια μονολεκτική απάντηση που όμως έλεγε τα πάντα, «Υπάρχει»!10
Η κυβέρνηση συνασπισμού, όπως ακριβώς είχαν προβλέψει οι μαρξιστές, δεν μπόρεσε να δώσει λύσεις στα προβλήματα της Ρωσικής Επανάστασης, να σταματήσει τον πόλεμο, να προχωρήσει στην αγροτική μεταρρύθμιση και να ικανοποιήσει τις εργατικές απαιτήσεις.
Τον Ιούνη του ‘17 μια τεράστια διαδήλωση οργανώθηκε από την Εκτελεστική Επιτροπή των Σοβιέτ. Στη διαδήλωση πάνω από 400.000 εργάτες και στρατιώτες υιοθέτησαν τα συνθήματα των Μπολσεβίκων: “Κάτω οι 10 καπιταλιστές υπουργοί”, “Όλη η εξουσία στα Σοβιέτ”. Οι Μπολσεβίκοι, βέβαια, δεν ήταν διατεθειμένοι να διακινδυνεύσουν μια πρόωρη εξέγερση. Στις 21 του Ιούνη, ο Λένιν μέσα από τηνΠράβντα υποστήριζε: «Καταλαβαίνουμε την πίκρα, καταλαβαίνουμε τον αναβρασμό των εργατών του Πίτερ (της Πετρούπολης). Όμως τους λέμε: σύντροφοι, άμεση δράση δεν θα ήταν πράξη λογική για την ώρα».
Ωστόσο, παρά τις συμβουλές των Μπολσεβίκων, η αντίδραση των εργατών και των στρατιωτών στην πολιτική της Προσωρινής Κυβέρνησης οδήγησε στη μεγάλη διαδήλωση στις 3 του Ιούλη, τα περίφημα “Ιουλιανά”.
Τα Ισβέστια, επίσημο όργανο των Σοβιέτ, περιέγραψαν τα γεγονότα της 3ης του Ιούλη ως εξής: «Στις 5 το απόγευμα βγήκαν με όπλα στο δρόμο: το 1ο σύνταγμα, ένα μέρος από τους γρεναδιέρους κι ένα μέρος από το σύνταγμα Παβλόφσκι. Μαζί τους σμίξανε εργατικές μάζες.... Οι μονάδες εκλέξανε πρεσβεία για την Πανρωσική Κεντρική Εκτελεστική Επιτροπή που διατύπωσε εξ ονόματός τους τις ακόλουθες διεκδικήσεις: Κάτω οι δέκα αστοί υπουργοί! Όλη η εξουσία στα Σοβιέτ! Να σταματήσει η επίθεση! Δήμευση των τυπογραφείων των αστικών εφημερίδων! Εθνικοποίηση της γης! Έλεγχος στην παραγωγή!»
Η αντίδραση, βέβαια, δεν έμεινε απαθής. Η Προσωρινή Κυβέρνηση μετέφερε στρατό από το μέτωπο για να συντρίψει τις εργατικές κινητοποιήσεις και να καταστείλει την εξέγερση. Για μια ακόμα φορά οι συντηρητικοί ηγέτες βρέθηκαν απ’ την άλλη πλευρά του οδοφράγματος. Οι Μπολσεβίκοι, αν και διαφωνούσαν με τις κινητοποιήσεις, δεν έμειναν στο περιθώριο. Αντίθετα, συμμετείχαν ενεργά στα γεγονότα. «Τον Ιούλη – γράφει ο Λ. Τρότσκι στην Ιστορία της Ρωσικής Επανάστασης – στη διακλάδωση των ιστορικών δρόμων, μόνο η επέμβαση του κόμματος των Μπολσεβίκων απάλειψε τις δυο παραλλαγές ενός μοιραίου κινδύνου: είτε στο είδος των Ιουλιανών του 1848, είτε στο είδος της Παρισινής Κομμούνας του 1871. Μπαίνοντας θαρραλέα επικεφαλής του κινήματος, το κόμμα πέτυχε τη δυνατότητα να σταματήσει τις μάζες τη στιγμή που η διαδήλωση άρχιζε να μετατρέπεται σε γενική αναμέτρηση ενόπλων δυνάμεων... Η εργατική τάξη δεν βγήκε από τη δοκιμασία αποκεφαλισμένη και εξουθενωμένη. Διατήρησε στο ακέραιο τα μάχιμα στελέχη της κι αυτά τα στελέχη είχαν μάθει πολλά»11.
ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΕΣ ΓΙΑ ΠΡΑΞΙΚΟΠΗΜΑ
Η προσωρινή υποχώρηση του κινήματος, που ακολούθησε τα “Ιουλιανά” έδωσε θάρρος στις δυνάμεις της αντεπανάστασης. Κάτω από αυτούς τους όρους μια υστερική εκστρατεία ενάντια στους Μπολσεβίκους ξεκίνησε. Στις 21 του Ιούλη ο εισαγγελέας Εφετών κάλεσε σε δίκη τον Λένιν, τον Ζινόβιεφ και την Κολοντάι. Ο Κάμενεφ συνελήφθη, ο Ζινόβιεφ και ο Λένιν, που κρύφτηκε στο σπίτι του αστυνομικού διευθυντή του Έλσινγκφορς (!), πέρασαν στην παρανομία, η εφημερίδα του κόμματοςΠράβντα έκλεισε, ενώ το 6ο συνέδριο του κόμματος συνήλθε χωρίς να ανακοινωθεί ο χώρος σύγκλησής του. Στα τέλη του Ιούλη του 1917 συνελήφθησαν ο Λουνατσάρσκι, η Κολοντάι και ο Τρότσκι.
Την ίδια περίοδο, από τις 26 Ιουλίου μέχρι 3 του Αυγούστου, συνήλθε στην Πετρούπολη το 6ο συνέδριο του κόμματος, το οποίο και αποδέχτηκε την συνένωση με τους 4000 Ενωμένους Σοσιαλδημοκράτες, “Μεζραγιόντσι” (Mezraiontsy). Η 7η Πανρωσική Συνδιάσκεψη του κόμματος τον προηγούμενο Απρίλη είχε, βέβαια, ψηφίσει μια απόφαση που πρότεινε τη συνένωση όλων των τάσεων που δεν είχαν υποκύψει στο σοβινισμό και τον “αμυνιτισμό”, δηλαδή στη συνέχιση του ιμπεριαλιστικού πολέμου στο όνομα της “υπεράσπισης της πατρίδας”. Η σχετική απόφαση, που δημοσιεύθηκε στην Πράβντα στις 2 Μάη του ‘17, ανάμεσα στα άλλα τόνιζε ότι η συνδιάσκεψη είχε αποφασίσει «…να θεωρηθεί απαραίτητη η προσέγγιση και η ένωση με τις ομάδες και ρεύματα που στην πράξη στηρίζονται στο διεθνισμό, με βάση τη ρήξη με την πολιτική της μικροαστικής προδοσίας του σοσιαλισμού». Στα πλαίσια αυτών των αντιλήψεων προσχώρησαν, στο 6ο συνέδριο, ηγετικές και με επιρροή φυσιογνωμίες του ρωσικού κινήματος, ανάμεσα τους οι Τρότσκι, Ουρίτσκι, Γιόφε, Βολοντάρσκι, Μανουίλσκι, Καραχάν, Λοζόφσκι κ.λπ. Οι “Μεζραγιόντσι”, σε μια δική τους σύσκεψη, την ίδια περίοδο, είχαν υπερψηφίσει μια απόφαση που ανάμεσα στα άλλα τόνιζε ότι «…η σύσκεψη θεωρεί α) ότι η τόσο απαραίτητη στο προλεταριάτο συσπείρωση των δυνάμεων μπορεί να επιτευχθεί μόνο κάτω από τη σημαία του Τσίμερβαλντ, του Κίενταλ, του προγράμματος και των αποφάσεων του κόμματος του 1908 και του 1910, του 1912 και του 1913…»
Στο μεταξύ, οι επιθέσεις του αστικού Τύπου ενάντια όχι μόνο στους Μπολσεβίκους αλλά και τις στρατιωτικές επιτροπές συνεχίζονταν αμείωτα. Τα Ισβέστια αναγκάστηκαν να διαπιστώσουν: «Φαίνεται να μην υπάρχει λάσπη που οι αστικές εφημερίδες να μην την έριξαν πάνω στον επαναστατικό στρατό».
Η εργατική τάξη, βέβαια, είχε διατηρήσει ακέραιες τις δυνάμεις της. Η υποχώρηση του Ιούλη, χωρίς να καταφέρει να στερεώσει την αστική εξουσία, άνοιξε μια παρατεταμένη περίοδο κυβερνητικής κρίσης που εκφράστηκε και στον κυβερνητικό ανασχηματισμό. Ο σοσιαλεπαναστάτης Κερένσκι έγινε πρωθυπουργός και ο μενσεβίκος ηγέτης, και πρώην κατάδικος Τσερετέλι, Υπουργός Εσωτερικών. «Ένας πληβειακός ανασχηματισμός της εξουσίας», παρατηρήθηκε.
Η αστική τάξη, όμως, δεν μπορούσε να υποφέρει για πολύ την ύπαρξη των Σοβιέτ και από την άποψη αυτή δεν ήταν διατεθειμένη να ανέχεται συνεχώς την Προσωρινή Κυβέρνηση. Η ρωσική κοινωνία, όπως και κάθε άλλη κοινωνία, είχε ανάγκη από ενότητα διακυβέρνησης. Ανάμεσα στην αστική τάξη υπήρχε η αντίληψη ότι ήταν αναγκαία η εγκαθίδρυση μιας “ισχυρής” αστικής κυβέρνησης που θα εγγυόταν το αστικό καθεστώς συντρίβοντας τις εργατικές οργανώσεις, τις στρατιωτικές επιτροπές και τα σοβιέτ, καθώς και ένας “εθνικός ηγέτης” που θα προερχόταν απ’ τις δικές της γραμμές. Ο στρατηγός Κορνίλοφ ήταν ό,τι “καλύτερο” μπορούσε να παρουσιάσει. Η αντίδραση περνούσε οργανωμένα στην αντεπίθεση.
Στις αρχές Αυγούστου, ένα συνέδριο βιομηχάνων και εμπόρων απειλούσε ότι «το σκελετωμένο χέρι του λιμού και της λαϊκής αθλιότητας θα πιάσει από το λαιμό τους φίλους του λαού». Στο στρατό, η κλίκα των στρατηγών επιζητούσε την επαναφορά της ποινής του θανάτου, τη διάλυση των στρατιωτικών επιτροπών και την επιβολή της στρατιωτικής πειθαρχίας γιατί, όπως ομολογούσε ο στρατηγός Μπρουσίλοφ, «οι διοικητές, απ’ τον απλό λοχαγό ως τον αρχιστράτηγο, δεν είχαν κύρος». Η Προσωρινή Κυβέρνηση υποχώρησε στις πιέσεις της αντίδρασης και στις 12 του Ιούλη επανάφερε την ποινή του θανάτου στο στράτευμα! Η σοβαρή αυτή υποχώρηση έδωσε τα περιθώρια – όπως συμβαίνει πάντα σ’ αυτές τις περιπτώσεις – στην αντίδραση να κινηθεί προς την κατεύθυνση ενός στρατιωτικού πραξικοπήματος.
Στις 28 Αυγούστου, ο στρατηγός Κορνίλοφ, αυτός που ο Κερένσκι αποκαλούσε “πρώτο στρατιώτη της Προσωρινής Κυβέρνησης”, με την υποστήριξη της αστικής τάξης και της συμμαχικής διπλωματίας, που συμμετείχε ενεργά στην κινητοποίηση των αντεπαναστατικών δυνάμεων, κινητοποίησε την περιβόητη “Άγρια Μεραρχία” για να συντρίψει την Πετρούπολη της επανάστασης και να “σώσει την πατρίδα”.
Οι “ρεαλιστές” ηγέτες της Προσωρινής Κυβέρνησης δεν επρόκειτο, βέβαια, να ξεφύγουν απ’ αυτήν τη “σωτηρία”. Ο Κερένσκι, ο Τσερετέλι και οι λοιποί δεν μπορούσαν να μην αντιληφθούν ότι το πολιτικό παιχνίδι με τη δικτατορία έπαιρνε σοβαρές διαστάσεις και απειλούσε όχι μόνο την Προσωρινή Κυβέρνηση και τα συμφιλιωτικά κόμματα που τη στήριζαν, αλλά και την ίδια την φυσική τους υπόσταση. Ο ίδιος ο Κερένσκι αποκάλυψε αργότερα στις αναμνήσεις του τη συνομιλία που είχε με τον Β. Λβοφ, εκπρόσωπο του Κορνίλοφ: «Στις 26 Αυγούστου κατά τις 5 το απόγευμα, με επισκέφθηκε πάλι ο Βλαντιμίρ Λβοφ. Φαινόταν παράξενα ταραγμένος κι άρχισε κάπως ασυνάρτητα να μου μιλάει για την επικίνδυνη θέση μου και να προσφέρεται να με σώσει… Υποστήριξε, ότι πρέπει να υποχωρήσω στις αξιώσεις του Κορνίλοφ και τόνισε πως δεν μου μένει άλλος τρόπος για να σώσω τη ζωή μου. Το έβλεπα πια ότι μιλούσε σοβαρά… Κι αν έμεινε καμιά αμφιβολία στο νου μου, σκόρπισε οριστικά όταν είδα πόση προθυμία έδειξε ο Λβοφ να σημειώσει τις προτάσεις του Κορνίλοφ και καθώς τον κοίταζα να γράφει, ένα μόνο σκεπτόμουν: να σταματήσω τον Κορνίλοφ»12.
Κάτω απ’ αυτούς τους όρους, οι δεσμοί του Κερένσκι με τον Κορνίλοφ έσπασαν. Οι Μπολσεβίκοι, αν και τους χώριζε χάος με τους ηγέτες της Προσωρινής Κυβέρνησης, δεν δίστασαν να προτείνουν στα κόμματα των Μενσεβίκων και των Σοσιαλεπαναστατών κοινή δράση μπροστά στον κίνδυνο της αντεπανάστασης. Όπως ήταν επόμενο, υποχωρητικές και συμφιλιωτικές τάσεις εμφανίστηκαν και πάλι μέσα στο ίδιο το Μπολσεβίκικο Κόμμα. Ο Λένιν μ’ ένα γράμμα του στην Κεντρική Επιτροπή έδωσε τότε μια περίφημη ερμηνεία για την πολιτική του ενιαίου μετώπου που πρότεινε στο κόμμα εκείνη την περίοδο : «Ακόμα και τώρα, δεν πρέπει να υποστηρίξουμε την κυβέρνηση Κερένσκι. Αυτό δεν βασίζεται πάνω σε αρχές. Θα ρωτήσετε ίσως: “Δεν πρέπει να πολεμήσουμε ενάντια στον Κορνίλοφ;” Ναι, βέβαια. Αλλά αυτά είναι δυο εντελώς διαφορετικά πράγματα. Υπάρχει εδώ ένα όριο που τα χωρίζει, που μερικοί Μπολσεβίκοι το ξεπερνούν και πέφτουν στο “συμφιλιωτισμό” αφήνοντας τον εαυτό τους να παρασυρθεί από την πλημμυρίδα των γεγονότων. Θα πολεμήσουμε, πολεμάμε ενάντια στον Κορνίλοφ, αλλά δεν υποστηρίζουμε τον Κερένσκι, ξεσκεπάζουμε την αδυναμία του»13.
Ο στρατός του Κορνίλοφ αποδείχτηκε, τελικά, ανίκανος να δράσει ενάντια στην επανάσταση. Η βάση του στρατού, οι απλοί φαντάροι, συμπαθούσαν τους εργάτες και υποστήριζαν τις κατακτήσεις της επανάστασης. Οι αντιπρόσωποι των Σοβιέτ κέρδισαν πολύ γρήγορα τους καθυστερημένους μουσουλμάνους της “Άγριας Μεραρχίας” που αρνήθηκαν να βαδίσουν ενάντια στην Πετρούπολη. Το πραξικόπημα κατέρρευσε χωρίς να πέσει ούτε ένας πυροβολισμός. «Η συνωμοσία συντρίφτηκε, εξανεμίστηκε στον αέρα».
Την 1η του Σεπτέμβρη ο στρατηγός Κορνίλοφ συνελήφθη. Ο Λένιν, αργότερα, μετά την επικράτηση της επανάστασης, σε μια ομιλία του στο Πολυτεχνικό Μουσείο τον Αύγουστο του 1918, έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στη λανθασμένη τακτική των αστικών δυνάμεων. «Εμείς – αναγνώρισε τότε ο Λένιν – δεν είμαστε παρά ένα τμήμα που τράβηξε κάπως πιο μπροστά από τα άλλα εργατικά τμήματα, κι αυτό όχι γιατί είναι καλύτερο από τα άλλα, αλλά γιατί η ηλίθια πολιτική της αστικής τάξης έδωσε τη δυνατότητα στην εργατική τάξη της Ρωσίας να αποτινάξει πιο γρήγορα το ζυγό της».
Η συντριβή των αντεπαναστατικών δυνάμεων έστρεψε το κοινωνικό εκκρεμές αποφασιστικά προς τα αριστερά. Τη νύχτα της 1ης του Σεπτέμβρη, το Σοβιέτ της Πετρούπολης με πρόεδρο τον Τσχέϊτζε ψήφιζε την πρόταση των Μπολσεβίκων για το πέρασμα της εξουσίας στα Σοβιέτ με ψήφους 279 υπέρ και 115 κατά! Στη Μόσχα, στο Κίεβο, στη Φινλανδία, στην Κεντρική Σιβηρία τα Σοβιέτ ψήφιζαν υπέρ της εξουσίας των εργατών. «Οι Μπολσεβίκοι αποκτούσαν τα κληρονομικά τους δικαιώματα». Ο Καρ, αναφερόμενος σε αυτήν την περίοδο, σημειώνει ότι στις «…12, 13 και 14 Σεπτεμβρίου, όλο και πιο ανυπόμονος στο αναγκαστικό του καταφύγιο, ο Λένιν έγραψε δύο συνεχή γράμματα στην Κεντρική Επιτροπή του κόμματος στα οποία υποστήριζε ότι οι συνθήκες είχαν ωριμάσει για την κατάληψη της εξουσίας από τους Μπολσεβίκους. Ο Τρότσκι, αφού αφέθηκε ελεύθερος στα μέσα Σεπτεμβρίου, εκλέχτηκε πρόεδρος του Σοβιέτ της Πετρούπολης το οποίο εξελίχθηκε σε κέντρο της επαναστατικής δραστηριότητας των Μπολσεβίκων. Ολόκληρο τον επόμενο μήνα οι συζητήσεις γύρω από τις Θέσεις του Απρίλη ξανάρχισαν κάτω από νέες συνθήκες»14.
Στις εκλογές για τα νέα προεδρεία των Σοβιέτ στην Πετρούπολη και τη Μόσχα πλειοψήφησαν οι Μπολσεβίκοι. Στην Πετρούπολη, οι Μπολσεβίκοι διέθεταν 100 ψήφους παραπάνω απ’ όσους τα άλλα αριστερά κόμματα, οι Μενσεβίκοι και οι Σοσιαλεπαναστάτες μαζί! Ο Τρότσκι, που εκλέχτηκε στις εκλογές αυτές πρόεδρος του Σοβιέτ της Πετρούπολης, παρατήρησε: «Η ψηφοφορία διεξαγόταν βγαίνοντας από την πόρτα. Η συγκίνηση στην αίθουσα είχε φτάσει στο κατακόρυφο. Δεν επρόκειτο για το προεδρείο. Επρόκειτο για την επανάσταση». Τα συμφιλιωτικά-ρεφορμιστικά κόμματα προσπάθησαν, βέβαια, να διατηρήσουν τη βάση της Προσωρινής Κυβέρνησης που είχε υπονομευτεί από την αναπτυσσόμενη ταξική πάλη και τα αντίθετα κοινωνικά συμφέροντα. Για το σκοπό αυτό συγκάλεσαν στις 12 του Σεπτέμβρη μια σύσκεψη αντιπροσώπων των σοσιαλιστικών κομμάτων, των Σοβιέτ, των συνδικάτων, των στρατιωτικών μονάδων, της τοπικής αυτοδιοίκησης, την περιβόητη “Πανρωσική Δημοκρατική Συνδιάσκεψη” που ανέδειξε το “Προκοινοβούλιο”, σε μια προσπάθεια να δημιουργήσουν νέα, συμβιβαστικά όργανα εξουσίας.
Η δημιουργία του Προκοινοβουλίου προκάλεσε νέα ένταση μέσα στο Μπολσεβίκικο Κόμμα. Η απουσία του Λένιν αποδείχτηκε για μια ακόμη φορά καθοριστική. Στις 20 του Σεπτέμβρη, μια συνδιάσκεψη του κόμματος με ψήφους 77 υπέρ και 50 κατά ψήφιζε υπέρ της συμμετοχής των Μπολσεβίκων στο Προκοινοβούλιο. Όριζε μάλιστα αντιπρόσωπο του κόμματος τον Πιατάκοφ. Αν και οι μαρξιστές πάντα χρησιμοποιούσαν το ίδιο το αστικό κοινοβούλιο για τους σκοπούς της επανάστασης – οι Μπολσεβίκοι μάλιστα συμμετείχαν ακόμα και στις αντιδραστικές Δούμες του τσάρου – τώρα οι συνθήκες, που χαρακτηρίζονταν από την “μπολσεβικοποίηση” των σοβιέτ, ήταν εντελώς διαφορετικές. Τρεις μέρες αργότερα, ο Λένιν εξηγούσε στους συντρόφους του: «Πρέπει να μποϋκοτάρουμε το Προκοινοβούλιο. Πρέπει να αποτραβηχτούμε στα Σοβιέτ εργατών, στρατιωτών και αγροτών, να αποτραβηχτούμε στα συνδικάτα, να τραβηχτούμε γενικά στις μάζες. Πρέπει να τις καλέσουμε στην πάλη. Πρέπει να τους δώσουμε ένα σύνθημα σωστό και ξάστερο: να κυνηγήσουν τη βοναπαρτιστική συμμορία του Κερένσκι με το δολερό Προκοινοβούλιό του»15.
Ένα δημοκρατικό κόμμα σχεδίασε την κατάληψη της εξουσίας
Στις 10 του Οκτώβρη συνήλθε η ιστορική συνεδρίαση της Κεντρικής Επιτροπής του Μπολσεβίκικου Κόμματος. Και είναι ειρωνεία της ιστορίας ότι η συνεδρίαση αυτή έγινε στο σπίτι του μενσεβίκου Σουχάνοφ, που η γυναίκα του ήταν με τους Μπολσεβίκους. «Ω καινούργιοι αστεϊσμοί της εύθυμης μούσας της Ιστορίας – αναγνώρισε αργότερα ο ίδιος ο Σουχάνοφ – κείνη η αποφασιστική συνεδρίαση των ανώτερων ηγητόρων έγινε σπίτι μου, πάντα στον ίδιο δρόμο, Κάρποβκα 32 (διαμέρισμα 31). Μα όλα αυτά γίνονταν χωρίς να ξέρω τίποτα». Η άγνοια, βέβαια, των Μενσεβίκων δεν εμπόδισε τους μπολσεβίκους ηγέτες ν’ αποφασίσουν στη συνεδρίαση αυτή την κατάληψη της εξουσίας!
Όπως ανέφερε και η απόφαση της συνεδρίασης, που όχι τυχαία, ανέλυε την κατάσταση με αφετηρία τις διεθνείς εξελίξεις:
«Η Κεντρική Επιτροπή αναγνωρίζει ότι η διεθνής θέση της Ρωσικής Επανάστασης (η ανταρσία στο στόλο της Γερμανίας, ως ανώτατη εκδήλωση της ανάπτυξης σε όλη την Ευρώπη της παγκόσμιας σοσιαλιστικής επανάστασης)... το γεγονός ότι το κόμμα του προλεταριάτου κατάχτησε την πλειοψηφία στα Σοβιέτ… όλα γενικά θέτουν σε πρώτο επίπεδο την ένοπλη εξέγερση».
Η απόφαση αυτή δεν έγινε, ωστόσο, ομόφωνα αποδεκτή. Ηγετικά στελέχη του κύρους και της ακτινοβολίας του Κάμενεφ και του Ζινόβιεφ αντιτάχτηκαν ενεργά στην εξέγερση κατηγορώντας την πλειοψηφία της ΚΕ για “μπλανκισμό”: «Είμαστε απόλυτα πεπεισμένοι – υποστήριζαν σε κοινή δήλωσή τους στις 11 του Οκτώβρη ο Κάμενεφ και ο Ζινόβιεφ – ότι το να κηρύξουμε τώρα την ένοπλη εξέγερση θα ήταν σαν να διακινδυνεύαμε όχι μονάχα την τύχη του κόμματος, αλλά και την τύχη της ρωσικής και παγκόσμιας επανάστασης... η διαμαρτυρία μας σκοπό έχει να προφυλάξει το κόμμα από την καταστροφική αυτή πολιτική»16.
Η σύγκρουση μέσα στο κόμμα πήρε οξύ χαρακτήρα. Οι διαφορές φάνηκαν, και σε κάποια φάση ήταν αγεφύρωτες. Το κόμμα βρέθηκε αντιμέτωπο με τη διάσπαση. Ιδιαίτερα όταν ο Κάμενεφ και ο Ζινόβιεφ παραιτήθηκαν από την ΚΕ και κατήγγειλαν, στη μη κομματική εφημερίδα της αριστεράς Νόβαγια Ζινπου εξέδιδε ο Γκόρκι, την εξέγερση.
Η απάντηση του Λένιν, μέσα από ένα γράμμα που απευθυνόταν στα μέλη του κόμματος, ήταν ιδιαίτερα σκληρή. Αφού κατηγόρησε ως “απεργοσπάστες” τον Κάμενεφ και τον Ζινόβιεφ δεν δίστασε να δηλώσει: «Θα θεωρούσα τον εαυτό μου ανέντιμο αν οι παλιές μου σχέσεις με τους συντρόφους μ’ εμπόδιζαν να τους καταδικάσω. Δηλώνω ξεκάθαρα πως δεν τους θεωρώ πλέον συντρόφους και θα παλέψω με όλες μου τις δυνάμεις στην Κεντρική Επιτροπή και το συνέδριο για τον αποκλεισμό τους από το κόμμα... Δύσκολοι καιροί. Δύσκολο πρόβλημα. Βαριά η προδοσία».
Ωστόσο, η ιστορία του μπολσεβικισμού είναι πλούσια σε μαθήματα. Τόσο σε επαναστατική μαρξιστική πολιτική όσο και σε ζητήματα εργατικής δημοκρατίας και κομματικής λειτουργίας. Η αδιαλλαξία στις αρχές ήταν αδιάσπαστα δεμένη με την κατανόηση των πραγματικών εξελίξεων, με την ευλυγισία των χειρισμών απέναντι σε τάσεις και ομάδες, ακόμα και άτομα. Ο Γκ. Μπόφα του πάλαι ποτέ ΙΚΚ – που επιμελήθηκε των πρακτικών του Μπολσεβίκικου Κόμματος – μένει έκπληκτος από την τακτική της ηγεσίας απέναντι στους απείθαρχους διαφωνούντες: «Στο σύνολό της η Κεντρική Επιτροπή – σημειώνει ο Μπόφα – δεν απαίτησε διαγραφή, αλλά περιορίστηκε να δεχτεί την παραίτηση του Κάμενεφ. Αυτό ωστόσο δεν εμπόδισε τον τελευταίο να είναι παρών (λεπτομέρεια που παρέμεινε, αλήθεια, ανεξήγητη) το πρωί της 24ης Οκτώβρη (6ης Νοέμβρη) στο Σμόλνι, όπου η Κεντρική Επιτροπή συνεδρίασε προκειμένου να λάβει τις τελευταίες αποφάσεις της ενόψει της εξέγερσης»17.
Σύμφωνα με την τυπική-γραφειοκρατική αντίληψη, όποιος διαφωνεί και εναντιώνεται στην πλειοψηφία της ηγεσίας πάνω σε κρίσιμα ζητήματα – και όλοι θα συμφωνήσουμε ότι η προετοιμασία της εξέγερσης είναι ίσως το πιο αποφασιστικό ζήτημα – ούτε λίγο ούτε πολύ είναι “πράκτορας του ιμπεριαλισμού”, “συνειδητός προβοκάτορας” κ.λπ. – κατηγορίες για τις οποίες τόση μεγάλη πείρα είχε δυστυχώς το διεθνές εργατικό κίνημα. (Και είναι ειρωνεία της ιστορικής διαλεκτικής ότι ο Κάμενεφ και ο Ζινόβιεφ εκτελέστηκαν αργότερα από τη γραφειοκρατία με την κατηγορία ότι ήταν “πράκτορες” του γερμανικού ιμπεριαλισμού).
Ωστόσο για τους μαρξιστές η αλήθεια είναι εντελώς διαφορετική. Οι λαθεμένες αντιλήψεις του Κάμενεφ και του Ζινόβιεφ, οι υποχωρήσεις στις πιέσεις για την προετοιμασία των εκλογών για Συντακτική Συνέλευση και όχι για την προετοιμασία της εξέγερσης, δεν ήταν λάθος που οφειλόταν στις θεωρητικές τους αντιλήψεις ή στον προσωπικό τους χαρακτήρα. Αντίθετα, όπως εξήγησε και ο Τρότσκι, που προσπάθησε να προσδιορίσει τους υλικούς όρους αυτής της κρίσης: «Ο μπολσεβικισμός αναπτύχθηκε μέσα σε καθορισμένο κοινωνικό περίγυρο, που δοκίμασε τις ποικίλες αντιδράσεις του, ανάμεσα στις οποίες η επίδραση της μικροαστικής κύκλωσης και της πολιτιστικής καθυστέρησης. Σε κάθε καινούργια κατάσταση το κόμμα δεν προσαρμοζόταν παρά με μια εσωτερική κρίση... Όχι μόνο η ιστορία στο σύνολο της, μα και οι πιο τολμηρές εξεγέρσεις πραγματώνονται από ανθρώπους που τίποτα το ανθρώπινο δεν τους είναι ξένο… Ο Ζινόβιεφ και ο Κάμενεφ, πιο ανοιχτά από τους άλλους, ενσάρκωναν τις ανασταλτικές τάσεις του κόμματος, το πνεύμα της αναποφασιστικότητας, την επίδραση των σχέσεων με τους μικροαστούς και την πίεση των κυρίαρχων τάξεων»18.
Η κατανόηση ότι αυτές οι υποχωρητικές τάσεις ήταν αντανάκλαση της κρίσης προσανατολισμού που αγκάλιαζε όχι μόνο τις ηγετικές σφαίρες αλλά και ολόκληρο τμήμα του κόμματος καθόριζε και την πολιτική και την τακτική της ηγεσίας. Στην ουσία, η πλειοψηφία αντιμετώπισε την απείθαρχη μειοψηφία όχι με τυπικές αποφάσεις βασισμένες στο καταστατικό, αλλά με σκληρή πολιτική αντιπαράθεση και κύρια με το μαρξιστικό προσανατολισμό στα γεγονότα και με την ίδια την επαναστατική δράση. Για μια ακόμα φορά ο Λένιν προστάτευσε το κύρος των συντρόφων του. Δεν είναι τυχαίο ότι μερικά χρόνια αργότερα, μέσα από τη διαθήκη του, προειδοποιούσε, δυστυχώς προφητικά, ότι «το επεισόδιο Ζινόβιεφ-Κάμενεφ κατά τον Οκτώβρη δεν ήταν βέβαια τυχαίο, αλλά δεν πρέπει να γίνει εκμετάλλευση σε βάρος τους».
Η ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΤΑΞΗ ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΣΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ
Στις 21 του Οκτώβρη, οι Μπολσεβίκοι οργάνωσαν μια αποφασιστική εκστρατεία μέσα στο στρατό προετοιμάζοντας τους στρατιώτες για την κατάληψη της εξουσίας. Η φρουρά της Πετρούπολης μάλιστα υιοθέτησε τρεις σύντομες μα καθοριστικές αποφάσεις:
«1. Η φρουρά της Πετρούπολης και των περιχώρων υπόσχεται πλήρη υποστήριξη στην Επαναστατική Στρατιωτική Επιτροπή με όλα τα μέσα…
2. Η 22 του Οκτώβρη θα είναι ημέρα καθορισμένη για ειρηνική επιθεώρηση των δυνάμεων...
3. Το Πανρωσικό Συνέδριο των Σοβιέτ πρέπει να πάρει την εξουσία στα χέρια του και να εγγυηθεί στο λαό ειρήνη, γη και ψωμί».
Εκατοντάδες απ’ τους αντιπροσώπους ψήφισαν υπέρ, 57 μόνο απείχαν ενώ ούτε ένας δεν ψήφισε κατά! Μέσα στις διαμορφούμενες νέες συνθήκες δεν υπήρχε καμιά οργανωμένη δύναμη να εμποδίσει την ολοκλήρωση της επαναστατικής διαδικασίας. Η εργατική τάξη και η φτωχή αγροτιά απαιτούσαν ριζικές λύσεις. Η αντικειμενική κατάσταση μετατοπιζόταν ραγδαία προς τα αριστερά. Κάτω απ’ αυτούς τους όρους, ο Λένιν εγκατέλειψε την παρανομία και έφθασε στο Σμόλνι, την έδρα του Σοβιέτ της Πετρούπολης, εκεί όπου και έπαλλε η καρδιά της Ρωσικής Επανάστασης. Η Προσωρινή Κυβέρνηση των λεγόμενων συμφιλιωτικών κομμάτων αποτελούσε τώρα ένα φάντασμα εξουσίας, περιχαρακωμένη στα Χειμερινά Ανάκτορα, ενώ η συντριπτική πλειοψηφία των εργατών και των στρατιωτών ακολουθούσε τους Μπολσεβίκους.
Στις 25 του Οκτώβρη, τα επαναστατικά στρατεύματα κατέλαβαν τους σιδηροδρομικούς σταθμούς, τα υπουργεία, την Κεντρική Τράπεζα, το ταχυδρομείο και το τηλεγραφείο. Η εφημερίδα των ΜπολσεβίκωνΕργατικός Δρόμος με κύριο άρθρο της έδινε την προοπτική: ανατροπή της Προσωρινής Κυβέρνησης.
Μια επαναστατική κατάσταση δεν διατηρείται αιώνια. Ένα κόμμα μπορεί να προετοιμάζεται για την επανάσταση χρόνια, ακόμα και δεκαετίες. Είναι υποχρεωμένο, όμως, να κερδίσει την εργατική τάξη και, το κυριότερο, να την οδηγήσει στην εξουσία όταν αυτή ξεσπάσει. Πολύ σωστά ο Λένιν εξηγούσε ότι «η επιτυχία της ρωσικής και παγκόσμιας επανάστασης εξαρτάται από τρεις μέρες αγώνα». Αντίληψη που ήταν σύμφωνη και με τη θεώρηση του Ένγκελς ότι σε μια μέρα μπορεί να μετουσιωθεί η ιστορία 25 ολόκληρων χρόνων! Και οι Μπολσεβίκοι – δηλαδή η αριστερή τάση του Ρωσικού Εργατικού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος – δε δίστασαν.
Το βράδυ της ίδιας μέρας συνήλθε το 2ο Πανρωσικό Συνέδριο των Σοβιέτ. Στο συνέδριο αυτό οι Μπολσεβίκοι κέρδισαν την πλειοψηφία. Οι συμβιβαστές των ενδιάμεσων λύσεων απομονώθηκαν. Οι Μενσεβίκοι, οι δεξιοί Σοσιαλεπαναστάτες και οι οπαδοί της εβραϊκής Μπουντ εγκατέλειψαν το συνέδριο. Ο Λουνατσάρσκι, εκ μέρους των Μπολσεβίκων, διακήρυξε, τότε, με δυνατή φωνή: «Η πληρεξουσιότητα της συμφιλιωτικής Κεντρικής Εκτελεστικής Επιτροπής έχει εκπνεύσει. Η Προσωρινή Κυβέρνηση παραιτήθηκε. Το συνέδριο παίρνει την εξουσία στα χέρια του».
Το ίδιο το συνέδριο θα αποφασίσει: «Στηριγμένο στη θέληση της τεράστιας πλειοψηφίας των εργατών, των φαντάρων και των αγροτών, στηριγμένο στη νικηφόρα εξέγερση των εργατών και της φρουράς της Πετρούπολης, το συνέδριο παίρνει την εξουσία στα χέρια του».
Τη νύχτα της 25ης προς την 26η του Οκτώβρη, κάτω από τις βροντές των κανονιών του θωρηκτού Αβρόρα, οι επαναστάτες εργάτες, φαντάροι και ναύτες κατέλαβαν τα Χειμερινά Ανάκτορα και συνέλαβαν την Προσωρινή Κυβέρνηση. Η εργατική τάξη κατακτούσε έτσι την εξουσία.
Ο Τζον Ριντ, ιστορικός και ποιητής της επανάστασης, περιέγραψε με ζωηρά χρώματα τα συναισθήματα που κυριάρχησαν τις στιγμές εκείνες στο Σμόλνι, την καρδιά της επανάστασης: «Απότομα, από μια γενική παρόρμηση, βρεθήκαμε όλοι όρθιοι πιάνοντας τους συναρπαστικούς τόνους της Διεθνούς. Ένας ψαρομάλλης στρατιώτης έκλαιγε σαν παιδί. Η Αλεξάνδρα Κολοντάι ανοιγόκλεινε γοργά τα μάτια της για να μην κλάψει. Η ρωμαλέα αρμονία διαχεόταν μέσα στην αίθουσα τρυπώντας τζάμια και πόρτες κι ανεβαίνοντας ψηλά στον ουρανό».
Μετά τη “Μεγάλη Ανταρσία” στα βρετανικά νησιά, τη μεγαλειώδη γαλλική επανάσταση του 1789 και την Παρισινή Κομμούνα, μια νέα σελίδα στην ιστορία της ανθρωπότητας γύριζε...
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Λένιν, «Τα διδάγματα της επανάστασης», Διαλεχτά Έργα, τόμ. ΙΙ, μέρος 1ο, σελ. 84-85.
2. Γκ. Ζινόβιεφ, History of the Bolshevik Party, New Park Publications, σελ. 192.
3. Τζ. Λιχτχάϊμ, Σύντομη Παγκόσμια Ιστορία του Σοσιαλισμού, εκδόσεις Γλάρος, σελ. 318-9.
4. Λένιν, «Για τα καθήκοντα του προλεταριάτου στην τωρινή επανάσταση», ό.π., τόμ. ΙΙ, σελ. 4.
5. Γκ. Ζινόβιεφ, ό.π., σελ. 193.
6. Λένιν, Για τη δυαδική εξουσία, ό.π., τόμ. ΙΙ, μέρος 1ο, σελ. 11-12.
7. Ε. Χ. Καρ, Ιστορία της Σοβιετικής Ένωσης (Η μπολσεβίκικη επανάσταση 1917-23), εκδόσεις Υποδομή, τόμ. 1, σελ. 124.
8. Λένιν, «Μικροαστικές θέσεις για το ζήτημα του οικονομικού χάους», Άπαντα, τόμ. 32, σελ. 248.
9. Λένιν, «Τα διδάγματα της επανάστασης», σελ. 90.
10. Ο Καρ αναφέρει ότι «Η δήλωση του Λένιν ότι οι Μπολσεβίκοι ήταν πρόθυμοι να πάρουν στα χέρια τους την εξουσία αποτελούσε συνειδητή κήρυξη πολέμου κατά της Προσωρινής Κυβέρνησης. Το κύρος του κυβερνητικού συνασπισμού έπεφτε, ήταν η περίοδος που ονομάστηκε από τον Τρότσκι “δυαδική αδυναμία”. Το επόμενο βήμα ήταν να διαπιστωθούν οι διαθέσεις των εργατών και στρατιωτών της Πετρούπολης», Ε. Χ. Καρ, ό.π., τόμ. 1ος, σελ. 128.
11. Λ. Τρότσκι, Ιστορία της Ρωσικής Επανάστασης, εκδόσεις Νέοι Στόχοι, τόμ. 3ος, σελ. 82.
12. Α. Κερένσκι, Η Ρωσική Επανάσταση όπως την Έζησα, εκδόσεις Πάπυρος, σελ. 286.
13. Λένιν, «Γράμμα προς την Κεντρική Επιτροπή», Άπαντα, τόμ. 34, σελ. 119.
14. Ε. Χ. Καρ, ό.π., τόμ. 1ος, σελ. 132.
15. Λένιν, Από το ημερολόγιο ενός δημοσιολόγου, τόμ. 34, σελ. 262.
16. Λένιν, «Γράμμα προς τα μέλη του κόμματος των Μπολσεβίκων», τόμ. 34, σελ. 420.
17. Γκ. Μπόφα, Εισαγωγή-Σχόλια στα πρακτικά της ΚΕ του Μπολσεβίκικου Κόμματος, Αύγουστος 1917-Σεπτέμβρης 1918, εκδόσεις Εξάντας (με τίτλο «Οι μπολσεβίκοι στην εξουσία»).
18. Λ. Τρότσκι, Ιστορία της Ρωσικής Επανάστασης, τόμ. 5, σελ. 445.
* Ο Τάκης Μαστρογιαννόπουλος είναι οικονομολόγος, μέλος της ΚΠΕ του ΣΥΡΙΖΑ.
ΜΕΡΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΠΑΡΟΝ ΚΑΙ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΤΗΣ ΟΚΤΩΒΡΙΑΝΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ
του ΑΝΔΡΕΑ ΚΛΟΚΕ*
1. Οι ρωσικές επαναστάσεις του 1905 και του 1917 ήταν κορυφαίες στιγμές στους ταξικούς αγώνες όλης της Ευρώπης, αφού ο καπιταλισμός είχε περάσει στο ιμπεριαλιστικό του στάδιο, δηλαδή στην εποχή των πολέμων, επαναστάσεων και αντεπαναστάσεων.
Οι ρωσικές επαναστάσεις ήταν η ζωντανή απόδειξη ότι ο σοσιαλισμός βρισκόταν διεθνώς – τουλάχιστον στην Ευρώπη – στην ημερήσια διάταξη και μόνο με τη σοσιαλιστική επανάσταση μπορούσαν πια να αποφευχθούν οι καταστροφικές για την ανθρωπότητα κρίσεις, που άρχισαν να δημιουργούνται από το καπιταλιστικό σύστημα στις αρχές του 20ού αιώνα, με αποκορύφωμα τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αμέσως μετά το τέλος της ρωσικής επανάστασης του 1905, η ρωσική και διεθνής σοσιαλδημοκρατία ξεκίνησε να συζητάει για τη σημασία και τις συνέπειές της:
- Ιδιαίτερα σημαντικά ήταν τα συμπεράσματα της Ρόζα Λούξεμπουργκ στο βιβλίο της Μαζική Απεργία, Κόμμα, Συνδικάτα (1906). Η στρατηγική σκέψη της Λούξεμπουργκ ήρθε από το 1907 σε ανοιχτή αντίθεση με τον όλο και πιο ρεφορμιστικό προσανατολισμό του λεγόμενου “μαρξιστικού κέντρου” της Γερμανικής Σοσιαλδημοκρατίας και του ηγέτη της, του Κ. Κάουτσκι1.
- Ο Τρότσκι ανέπτυξε το 1906 στο βιβλίο του Αποτελέσματα και Προοπτικές τη θεωρία της διαρκούς επανάστασης για τη Ρωσία.
- Κυρίως το Μπολσεβίκικο Κόμμα της Ρωσικής Σοσιαλδημοκρατίας έβγαλε κάποια απαραίτητα συμπεράσματα για την επικείμενη νέα ρωσική επανάσταση.
Οι εξελίξεις στην περίοδο 1905-1918 τεκμηριώνουν ότι ο καπιταλισμός ουσιαστικά είχε εξαντλήσει ως οικονομικό-κοινωνικό σύστημα τις ιστορικά προοδευτικές δυνατότητές του, κάτι που σημαίνει ότι αντιστρατεύεται πλέον την ελεύθερη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και, πρώτα απ’ όλα, αποτελεί το αντιδραστικό εμπόδιο στο δρόμο για την αυτοαπελευθέρωση των εργαζόμενων και των καταπιεζόμενων όλου του κόσμου. Από τότε ως σήμερα παρατηρείται ότι κάθε ήττα των σοσιαλιστικών δυνάμεων στις επαναστατικές κρίσεις οδήγησε και οδηγεί στην εντατικοποίηση των χαρακτηριστικών για το καπιταλιστικό σύστημα κρίσεων, που τελικά προκαλούν τεράστιες και ανεξέλεγκτες καταστροφές και απειλούν σε αυξανόμενο βαθμό όλη την ανθρωπότητα.
Παρά τις όποιες αναλαμπές και σχετικές σταθεροποιήσεις, η μακροχρόνια όξυνση της κοινωνικό-πολιτικής κρίσης του συστήματος από τον Α΄ στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ως σήμερα είναι αναμφισβήτητη. Εκτός από τα “αυτονόητα” χαρακτηριστικά του καπιταλισμού, όπως οι τεράστιες κοινωνικές ανισότητες, η φτώχεια, ο μιλιταρισμός και οι πόλεμοι, η ανελέητη λεηλασία του “Τρίτου Κόσμου”, ο ρατσισμός, η συνεχής τάση κατάργησης των κοινωνικών και πολιτικών δικαιωμάτων και της ίδιας της αστικής δημοκρατίας, βλέπουμε σήμερα τους κινδύνους πυρηνικών ή άλλου είδους εξοντωτικών πολέμων όπως και περιβαλλοντολογικών καταστροφών. Το πασίγνωστο σύνθημα της Ρόζα Λούξεμπουργκ “σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα” πρέπει έτσι να συμπληρωθεί με το “σοσιαλισμός ή καταστροφή της ανθρωπότητας”.
Μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ και του “υπαρκτού σοσιαλισμού” παρουσιάστηκαν μερικές θεωρίες για το οριστικό τέλος του σοσιαλισμού και του κομμουνισμού, ακόμα και για το “τέλος της ιστορίας” (Φουκουγιάμα). Υπάρχει και η αντίληψη ότι ο σοσιαλισμός ήταν κάτι κατάλληλο μόνο για σχετικά καθυστερημένες χώρες χωρίς δημοκρατικές παραδόσεις και η Οκτωβριανή Επανάσταση το πραξικόπημα μιας φανατικής κλίκας επαναστατών. Έτσι βγαίνει το συμπέρασμα ότι όλη η προσπάθεια της σοσιαλιστικής επανάστασης, της οικοδόμησης μιας μη καπιταλιστικής, σοσιαλιστικής τάξης μετά το 1917 στη Σοβιετική Ένωση ήταν άδικος κόπος και καταδικασμένη σε αποτυχία.
Η αλήθεια είναι ακριβώς αντίθετη: Η αποτυχία ολοκλήρωσης της σοσιαλιστικής επανάστασης και οικοδόμησης στη Ρωσία, η επιβολή της ολοκληρωτικής σταλινικής δικτατορίας και το άδοξο τέλος της ΕΣΣΔ δεν μπορούν να σβήσουν την αναγκαιότητα να συνεχίσουν οι λαοί, η εργατική τάξη και όλοι οι καταπιεζόμενοι το έργο που το ίδιο το εργατικό κίνημα ξεκίνησε τον Οκτώβρη του 1917. Η σοσιαλιστική επανάσταση παραμένει επίκαιρη και γίνεται όλο και πιο επείγουσα όσο το παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα συνεχίζει την ολέθρια πορεία του.
2. Με την Οκτωβριανή Επανάσταση ξεκίνησε κάτι ριζικά νέο στην ιστορία. Για πρώτη φορά οι ίδιοι οι καταπιεζόμενοι, τα θύματα της εκμετάλλευσης, κατάφεραν να κατακτήσουν την κρατική εξουσία, να την κρατήσουν, παρά τα τεράστια προβλήματα, για μερικά χρόνια και να εγκαθιδρύσουν ένα νέο είδος δημοκρατίας, τη σοσιαλιστική δημοκρατία των σοβιέτ, μια δημοκρατία που διαφέρει ποιοτικά από την αστική δημοκρατία και είναι ανώτερή της. Η Οκτωβριανή Επανάσταση είναι έτσι μέχρι σήμερα η κορυφαία στιγμή στην ιστορία της ανθρωπότητας.
Η Οκτωβριανή Επανάσταση προκάλεσε ένα κύμα εργατικών, προεπαναστατικών και επαναστατικών αγώνων σε όλη την Ευρώπη και τον κόσμο, εμπνέοντας τους απελευθερωτικούς αγώνες στις εξαρτημένες και αποικιακές χώρες της Ασίας, της Αφρικής και της Λατινικής Αμερικής στις δεκαετίες του 1920-80. Ξεπέρασε έτσι τη Γαλλική Επανάσταση (1789-93) και την Κομμούνα του Παρισιού, που ήταν η πρώτη δικτατορία του προλεταριάτου, αλλά δεν μπόρεσε να πάρει την εξουσία σε όλη τη χώρα και πνίγηκε μετά από λίγους μήνες από την αντεπανάσταση στο αίμα.
Στη Ρωσική Επανάσταση του 1905 εμφανίστηκε η βασική μορφή της εργατικής δημοκρατίας και εξουσίας, τα εργατικά συμβούλια (“σοβιέτ”), η αμεσοδημοκρατική κυριαρχία των εργαζομένων. Από αυτήν την άποψη είχαν δίκιο οι Μπολσεβίκοι, όταν το Γενάρη του 1918 διέλυσαν τη Συντακτική Συνέλευση, στην οποία οι δυνάμεις της αντεπανάστασης είχαν την πλειοψηφία. Το γεγονός αυτό θεωρούνταν τότε και μέχρι σήμερα ως σαφής απόδειξη ότι οι Μπολσεβίκοι ήταν πραξικοπηματίες και περιφρονούσαν τις δημοκρατικές αρχές. Ακόμα και η Λούξεμπουργκ άσκησε κριτική στη διάλυση της Συντακτικής Συνέλευσης, που όμως από τη σκοπιά της υπεράσπισης και ανάπτυξης της σοσιαλιστικής επανάστασης δεν ήταν δίκαιη. Η παράδοση της πολιτικής εξουσίας από τα σοβιέτ στη Συντακτική Συνέλευση αναμφίβολα θα είχε οδηγήσει στο θρίαμβο της αντεπανάστασης στη Ρωσία, όπως έγινε λίγο αργότερα στη Γερμανία, Αυστρία, Ουγγαρία, Ιταλία και σε άλλες χώρες.
Όταν εκτιμάμε πραγματικές αντικαπιταλιστικές εξελίξεις στην κοινωνία και ιδιαίτερα μια προσπάθεια να σταθεροποιηθεί και να αναπτυχθεί μια σοσιαλιστική εξουσία, πρέπει να διακρίνουμε ακριβώς ανάμεσα σε μορφές αστικής και σοσιαλιστικής δημοκρατίας. Υπάρχει εδώ μια ποιοτική διαφορά. Οι ιστορικές εμπειρίες του 20ού αιώνα μαρτυρούν χωρίς αμφιβολία ότι αποκλείεται να εκδηλωθεί η πολιτική κυριαρχία των εργαζομένων μέσα στο πλαίσιο μιας αστικό-κοινοβουλευτικής δημοκρατίας2.
Πρέπει να προστεθεί ότι η Οκτωβριανή Επανάσταση ήταν και είναι από αυτήν την άποψη μοναδική: Όλες οι άλλες επαναστάσεις του 20ού αιώνα, πιο συγκεκριμένα οι ανατροπές των καπιταλιστικών κρατών στην κατεύθυνση μεταβατικών κοινωνιών προς το σοσιαλισμό, δεν ήταν στον ίδιο βαθμό κοινωνικές επαναστάσεις όπως η Οκτωβριανή Επανάσταση. Αυτό ισχύει κυρίως για τις εξελίξεις μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου στην Ανατολική Ευρώπη και σε μερικές ασιατικές χώρες. Στην Ανατολική Ευρώπη έγινε ουσιαστικά η διεύρυνση της κυριαρχίας της σοβιετικής γραφειοκρατίας προς τη δύση, στηριζόμενη στην ισχύ του σοβιετικού στρατού. Στη Γιουγκοσλαβία, παρά τη μερική ρήξη με το Στάλιν, η ανατροπή της καπιταλιστικής τάξης έμεινε περιορισμένη, ενώ στην Αλβανία το αντάρτικο χειραγωγήθηκε από την ευθύς εξαρχής γραφειοκρατική κυριαρχία του μηχανισμού του υπερσταλινικού ΚΚ. Κάτι παρόμοιο συντελέστηκε μετά το 1945 και στην Κίνα, στη Βόρεια Κορέα και στο Βιετνάμ, παρότι σε αυτές τις χώρες η κατάληψη της εξουσίας στηρίχθηκε λίγο-πολύ σε πραγματικά επαναστατικά κινήματα. Η περίπτωση της Κούβας είναι διαφορετική, αλλά ούτε εκεί αναπτύχθηκαν ποτέ εργατικά συμβούλια ως φορείς της σοσιαλιστικής δημοκρατίας και εξουσίας.
Η Οκτωβριανή Επανάσταση, που ήταν η κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας από το οργανωμένο εργατικό κίνημα, είναι το ξεκίνημα της διαδικασίας που οδηγεί στην ανατροπή του παγκοσμίου καπιταλιστικού και ιμπεριαλιστικού συστήματος. Με αυτήν την έννοια, εξακολουθεί να αποτελεί την αρχή του μέλλοντος, την εμφάνιση του μέλλοντος στην ιστορία του 20ού αιώνα. Δεν υπάρχουν όμως καμία απόλυτη εγγύηση και κανένας “ιστορικός νόμος” ότι αυτό το μέλλον των νικηφόρων σοσιαλιστικών επαναστάσεων θα εκπληρωθεί. Η συγκεκριμένη πορεία των ταξικών αγώνων θα δείξει αν η ανθρωπότητα θα βρει τη σοσιαλιστική διέξοδο από την ιστορική κρίση της, που εξακολουθεί να είναι η “θανάσιμη αγωνία του καπιταλισμού”.
3. Ο υποκειμενικός παράγοντας παίζει στην εποχή του ιμπεριαλισμού αποφασιστικό ρόλο για το αν οι επαναστατικές κρίσεις, που δημιουργούνται σχεδόν νομοτελειακά από τις τρομερές αντιφάσεις του καπιταλιστικού συστήματος, οδηγούν στην επαναστατική ή αντεπαναστατική λύση των κοινωνικών και πολιτικών αντιθέσεων.
Οι ρωσικές επαναστάσεις του 1905 και 1917 και η αλληλένδετη με αυτές διαδικασία ωρίμανσης του υποκειμενικού παράγοντα, δηλαδή της μαχητικότητας και της σοσιαλιστικής συνείδησης της εργατικής τάξης και των καταπιεζόμενων3, που βέβαια δεν προχώρησε ευθύγραμμα αλλά κατά κύματα και με άλματα, παραμένουν ως σήμερα αναμφίβολα το κλασικό παράδειγμα διαμόρφωσης της επαναστατικής σοσιαλιστικής συνείδησης σε μαζική κλίμακα. Είναι ολοφάνερο ότι ο συσχετισμός δύναμης, η κατάσταση του εργατικού κινήματος στο σύνολο της κοινωνίας, των συνδικάτων, των κομμάτων, ακόμα και των προσωπικοτήτων μπορεί να επηρεάσουν την τελική έκβαση κρίσιμων ιστορικών γεγονότων όπως οι επαναστατικές κρίσεις. Η προϋπόθεση για την επιτυχία της Οκτωβριανής Επανάστασης ήταν η ύπαρξη του Μπολσεβίκικου Κόμματος. Ειπώθηκε σωστά ότι χωρίς την επέμβαση του Λένιν με τις Θέσεις του Απρίλη και την αποφασιστική διόρθωση της γραμμής του κόμματος δεν θα είχε γίνει επανάσταση το 1917.
Η εξέλιξη της ηγεσίας της Γερμανικής Σοσιαλδημοκρατίας στην ίδια περίοδο (1905-18), που αναλύθηκε λαμπρά από τη Λούξεμπουργκ4, αποτελεί ακριβώς το αντίθετο, αρνητικό παράδειγμα για το ρόλο του υποκειμενικού παράγοντα μέσα σε κρίσιμες ιστορικές εξελίξεις. Η πολιτική της ηγεσίας της Γερμανικής Σοσιαλδημοκρατίας συνέβαλε αποφασιστικά στην υποταγή των καταπιεζόμενων τάξεων κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, στην ήττα της εργατικής τάξης στη Γερμανική Επανάσταση (1918-23) και τελικά στην άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία. Στην τελευταία περίπτωση, η αποπροσανατολισμένη σταλινική ηγεσία του Γερμανικού ΚΚ φρόντισε για την πλήρη αποτυχία της στρατηγικής και του εν δυνάμει επαναστατικού κόμματος. Το αποτέλεσμα ήταν το αυτομπλοκάρισμα των δυνάμεων του εργατικού κινήματος και η μεγαλύτερη ήττα του στον 20ό αιώνα με όλες τις συνέπειές της.
Όταν μιλάμε σήμερα για την αναγκαιότητα της διαμόρφωσης αντικαπιταλιστικών πόλων και της εμφάνισης αντικαπιταλιστικών κομμάτων στο δρόμο προς τη δημιουργία επαναστατικών κομμάτων, το κάνουμε στην ιστορική συνέχεια και στην παράδοση της Οκτωβριανής Επανάστασης και των πρώτων χρόνων της Κομμουνιστικής Διεθνούς. Η ίδια η ίδρυση της 4ης Διεθνούς ήταν η απάντηση στη σταλινική χρεοκοπία για τη διασφάλιση και τη διατήρηση της ιστορικής συνέχειας της Οκτωβριανής Επανάστασης και της 3ης Διεθνούς. Ό,τι κάνουμε σήμερα, έχει νόημα μόνο στο βαθμό που προετοιμάζουμε νέες οκτωβριανές επαναστάσεις ενεργώντας έμπρακτα ως κληρονόμοι του Οκτώβρη.
4. Η Οκτωβριανή Επανάσταση είναι απόλυτα επίκαιρη με την έννοια ότι βασικά διδάγματά της διατηρούν με διάφορους τρόπους τη σημασία τους για τη σημερινή εποχή.
Τα διδάγματα από την επαναστατική διαδικασία του 1917 και τα πρώτα χρόνια της Σοβιετικής Ένωσης είναι ποικίλα και αφορούν μια ποικιλία πεδίων, εκτεινόμενων από τον αγώνα για την απελευθέρωση των γυναικών ως τον τομέα της πολιτιστικής και εκπαιδευτικής πολιτικής. Εδώ περιοριζόμαστε σε μερικά κεντρικά ζητήματα.
1) Το πρώτο δίδαγμα έχει να κάνει με το ρόλο του κόμματος για την επιτυχία της σοσιαλιστικής επανάστασης5. Η εργατική τάξη και οι καταπιεζόμενοι μπορεί να αξιοποιήσουν την επαναστατική κρίση με την κατάκτηση της εξουσίας μόνο με την προϋπόθεση ότι χρόνια πριν το ξέσπασμα της κρίσης έχουν ήδη οικοδομήσει ένα ισχυρό αντικαπιταλιστικό-επαναστατικό κόμμα. Όταν η κρίση ξεσπάει και τέτοιο κόμμα δεν υπάρχει, τότε είναι πολύ αργά και η πιθανότητα να επικρατήσει η αντεπανάσταση πολύ μεγάλη. Η έλλειψη ενός τέτοιου κόμματος ήταν το αποφασιστικό πρόβλημα της Γερμανικής Επανάστασης στα 1918-20 (η επαναστατική κρίση του 1923 ήταν μια διαφορετική περίπτωση).
Όλες οι εμπειρίες του 20ού αιώνα επιβεβαιώνουν – συνήθως δυστυχώς αρνητικά – αυτό το δίδαγμα: Κίνα 1927, Ισπανία 1936-37, Ελλάδα-Ιταλία-Γαλλία 1944-46, Ινδονησία 1965, Χιλή 1972-73, Πορτογαλία 1974, Ιράν 19796. Μετά τη συντριβή, λόγω της σταλινικής χειραγώγησής της, της πρώτης Κινεζικής Επανάστασης του 1924-27, η ηγεσία του Μάο διαφοροποιήθηκε για ένα διάστημα από το σταλινισμό στο θέμα της επαναστατικής αυτενέργειας των μαζών και της κατάκτησης της εξουσίας. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τη νίκη της Κινεζικής Επανάστασης το 1949 και την ανατροπή του αστικού καθεστώτος. Ωστόσο, η μαοϊκή ηγεσία αναπαρήγαγε στη συνέχεια τις γραφειοκρατικές πρακτικές, επιδιδόμενη σε ένα χωρίς αρχές αγώνα για την πρωτοκαθεδρία στο κομμουνιστικό κίνημα.
Στις περισσότερες άλλες περιπτώσεις κυρίως ρεφορμιστικές-σοσιαλδημοκρατικές και σταλινικές ηγεσίες, στην Ισπανία μαζί τους και η ηγεσία των αναρχικών, ήταν επικεφαλής του εργατικού κινήματος και το οδήγησαν σε, συχνά συντριπτικές, ήττες. Το αποτέλεσμα ήταν η σταθεροποίηση της καπιταλιστικής τάξης και του αστικού κράτους ή, όπως στην περίπτωση του Ιράν, η διαμόρφωση του θεοκρατικού καθεστώτος των μουλάδων.
2) Το δεύτερο είναι ότι ένα τέτοιο αντικαπιταλιστικό-επαναστατικό κόμμα πρέπει να έχει και σωστή πολιτική. Η περίπτωση της στροφής, που κατόρθωσε να κάνει το Μπολσεβίκικο Κόμμα με τις Θέσεις του Απρίλη του Λένιν, αλλά και όλη η πολιτική του κόμματος μέχρι τη νικηφόρα εξέγερση του Οκτώβρη παραμένει από αυτήν την άποψη το καλύτερο παράδειγμα. Ζητήματα των στρατηγικών στόχων αλλά επίσης η εφαρμογή της κατάλληλης τακτικής σε κάθε στιγμή των εξελίξεων αποκτούν ξαφνικά αποφασιστική σημασία για τη νίκη ή την αποτυχία της επανάστασης. Χωρίς υπερβολή μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι ο Λένιν (και ο Τρότσκι) και οι Μπολσεβίκοι το 1917 ήταν αξεπέραστοι καθοδηγητές προς τη νίκη και την ανατροπή του σάπιου αστικού φεβρουαριανού καθεστώτος.
Ζητήματα που είχαν κρίσιμη σημασία στα γεγονότα του 1917 ήταν, για παράδειγμα, το ενιαίο μέτωπο για την απόκρουση του αντεπαναστατικού πραξικοπήματος του Κορνίλοφ, η απαίτηση να παραιτηθούν οι αστοί υπουργοί από την κυβέρνηση, η απαίτηση μιας εργατικής κυβέρνησης. Είναι ζητήματα της τακτικής και της συγκεκριμένης πολιτικής απέναντι στα ρεφορμιστικά κόμματα, που και σήμερα παραμένουν απόλυτα επίκαιρα.
3) Το τρίτο είναι τα μεγάλα και κρίσιμα ζητήματα της επανάστασης, στα οποία οι Μπολσεβίκοι κατάφεραν να κατακτήσουν – με την έννοια του Γκράμσι – την πολιτική ηγεμονία μέσα στην κοινωνία, στην εργατική τάξη, στους στρατιώτες και τους αγρότες μετά το Φλεβάρη του 1917. Αυτά ήταν η ειρήνη, η διανομή της γης και το δικαίωμα της εθνικής αυτοδιάθεσης, δηλαδή ζητήματα δημοκρατικού χαρακτήρα, που ως τέτοια δεν απαιτούσαν άμεσα μια σοσιαλιστική λύση. Είχε όμως αποδειχτεί ότι τα κόμματα του φεβρουαριανού καθεστώτος δεν ήταν σε θέση να λύσουν αυτά τα φλέγοντα προβλήματα με κάποιες ουσιαστικές παραχωρήσεις στους καταπιεζόμενους, αφού δεν ήθελαν να έρθουν σε ρήξη με την αστική τάξη και το ντόπιο και διεθνές καπιταλιστικό σύστημα. Έτσι επαληθεύτηκε η πρόβλεψη του Τρότσκι στα 1906 ότι η δημοκρατική επανάσταση στη Ρωσία, για να νικήσει, έπρεπε να μετατραπεί σε σοσιαλιστική κάτω από την ηγεσία του προλεταριάτου.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι και στα τρία αυτά ζητήματα ξεχώρισε η ιδιοφυΐα του Λένιν, που σε μεγάλο βαθμό συνίστατο στην αίσθησή του για την κατεύθυνση που έπαιρναν οι τάσεις εξέλιξης της πολιτικής και κοινωνικής πραγματικότητας. Ήταν βέβαια ζητήματα, πάνω στα οποία χρόνια νωρίτερα είχε επεξεργαστεί πολύ συγκεκριμένες θέσεις και στρατηγικές αντιλήψεις. Ο Λένιν ήταν σίγουρα ο μεγάλος ρεαλιστής στο ζήτημα της ειρήνης του Μπρεστ-Λιτόφσκ (1918), αφού είχε κατανοήσει ότι ο πόλεμος έπρεπε να σταματήσει αμέσως. Ήταν ο σταθερός πρωταγωνιστής στην υπεράσπιση του δικαιώματος για εθνική αυτοδιάθεση συμπεριλαμβανομένης της κρατικής απόσχισης των μικρότερων λαών της τσαρικής αυτοκρατορίας, αλλά και διεθνώς μέσα στη Δεύτερη Διεθνή και μετά την κατάρρευσή της το 1914. Ένας από τους τελευταίους αγώνες του ήταν αυτός ενάντια στο μεγαλορωσικό σοβινισμό του Στάλιν στη στρατιωτική κατάργηση της ανεξαρτησίας της Γεωργίας το 1922. Ο Τρότσκι έγραψε στηνΙστορία της Ρωσικής Επανάστασης ένα έξοχο κεφάλαιο για το εθνικό ζήτημα. Ήταν επίσης ο Τρότσκι που υπερασπίστηκε σθεναρά το δικαίωμα για εθνική αυτοδιάθεση στις ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις του Μπρεστ-Λιτόφσκ, γεγονός που έδειξε ότι και σε αυτό το ζήτημα είχε γίνει “λενινιστής”7.
Κρίσιμο για την επιτυχία της Οκτωβριανής Επανάστασης ήταν το αγροτικό ζήτημα. Με τη “μετριοπαθή” απαίτηση της διανομής της γης στους μικρομεσαίους αγρότες, οι Μπολσεβίκοι διασφάλισαν την υποστήριξη της αγροτιάς στη σοσιαλιστική επανάσταση για τα δύσκολα χρόνια του εμφυλίου πολέμου. Όπως γράφει ο Ερνέστ Μαντέλ, η Λούξεμπουργκ δεν είχε δίκιο στην κριτική της σε αυτά τα τρία ζητήματα της Οκτωβριανής Επανάστασης, το αγροτικό, το εθνικό και στο θέμα της Συντακτικής Συνέλευσης. Η άποψή της για τη σωστή λειτουργία της σοσιαλιστικής δημοκρατίας όμως επιβεβαιώθηκε με τον πιο τραγικό τρόπο λίγα χρόνια μετά όταν στην ΕΣΣΔ εμφανίστηκαν τα πρώτα σημάδια της γραφειοκρατικοποίησης8.
5. Η Οκτωβριανή Επανάσταση ήταν όχι απλά μια, αλλά “η” κατεξοχήν κοινωνική επανάσταση. Οι Μπολσεβίκοι και τα σοβιέτ δεν είχαν καμία άλλη επιλογή παρά να πάρουν την εξουσία τον Οκτώβρη. Όπως έλεγε ο Λένιν, θα ήταν “έγκλημα”, αν τότε δεν είχαν πάρει την εξουσία.
Η ίδια η επανάσταση εξελίχθηκε με τους δικούς της ρυθμούς και νόμους. Ξεκίνησε το Φλεβάρη με την ανατροπή του τσαρικού καθεστώτος. Αυτό που ήθελαν οι μάζες ήταν ειρήνη, γη, δημοκρατία και το 8άωρο – όλα αυτά ουσιαστικά μέσα στο πλαίσιο του καπιταλιστικού συστήματος. Αλλά αποδείχθηκε ότι αυτά τα αιτήματα δεν ήταν πραγματοποιήσιμα χωρίς τη σοσιαλιστική επανάσταση. Αν δεν είχε νικήσει η Οκτωβριανή Επανάσταση, είναι πολύ πιθανό ότι η Ρωσία θα είχε πέσει θύμα μιας βάρβαρης, ακροδεξιάς και κατά πάσα πιθανότητα φασιστικής αντεπανάστασης, όπως συνέβηκε το 1922 στην Ιταλία.
Η κατάσταση πριν τον Οκτώβρη του 1917 συνοψίζεται ως εξής: «Στη διάρκεια του φθινοπώρου μια σειρά από μερικότερες “επαναστάσεις” βρίσκονταν σε εξέλιξη, επαναστάσεις εργατών, αγροτών, εθνοτήτων και στρατιωτών. Η εξέγερση των εργατών οφείλεται στη χειροτέρευση της κατάστασής τους λόγω της ανεργίας και του πληθωρισμού... Οι αγρότες περίμεναν πως η νέα εξουσία θα τους έδινε γη. (Στα 15 εκατομμύρια αγροτικών νοικοκυριών τα 2/3 βρίσκονταν κάτω από το όριο φτώχειας...). Το Σεπτέμβρη ξέσπασαν πάνω από 950 εξεγέρσεις, κατά τις οποίες αγρότες λεηλατούσαν περιουσίες, έκαιγαν σπίτια, σκότωναν τσιφλικάδες.
Στο εθνικό ζήτημα, η Προσωρινή Κυβέρνηση κατάργησε τις “πολιτιστικές” διακρίσεις, όμως επέμεινε στη διατήρηση της “ενιαίας και αδιαίρετης Ρωσίας”. Παράλληλα, η ύπαρξη μειονοτικών οργάνων εξουσίας ήταν γεγονός. Το φθινόπωρο σε πολλές περιοχές (Φινλανδία, Βαλτική, Λευκορωσία, Ουκρανία, Υπερκαυκασία, Καζαχστάν, Τουρκμενιστάν) τα εθνικά κινήματα είχαν την υποστήριξη της αγροτιάς... Το πραξικόπημα του Κορνίλοφ ολοκλήρωσε τη διαδικασία διάλυσης του στρατού. Στρατιώτες συλλάμβαναν στρατηγούς και έθεταν επιτελεία υπό τον έλεγχο επιτροπών... Η Ρωσία ουσιαστικά δεν είχε πια ένοπλες δυνάμεις. Η έξοδός της από τον πόλεμο, και μάλιστα υπό όρους που υποδείκνυε η Γερμανία, ήταν απλώς θέμα χρόνου...
Οι εξελίξεις μαρτυρούσαν στροφή της κοινής γνώμης υπέρ των Μπολσεβίκων. Το φθινόπωρο του 1917 μια τεράστια ποσότητα συσσωρευμένης κοινωνικής ενέργειας συνέρεε από κάθε άκρη της αχανούς Ρωσίας και οδηγούσε αναπόφευκτα προς νέα ανατροπή, ασύγκριτα ισχυρότερη εκείνης του Φεβρουαρίου»9.
6. Ορισμένα λάθη της μπολσεβίκικης ηγεσίας στα 1918-23 ευνόησαν την άνοδο της κομματικής και κρατικής γραφειοκρατίας αλλά μέχρι την ήττα της Αριστερής Αντιπολίτευσης και τη νίκη της σταλινικής δικτατορίας, στη Σοβιετική Ένωση κυριαρχούσε κατ’ αρχήν η σοσιαλιστική εξουσία, έστω και με μια φανερή τάση προς την κατάργηση της εργατικής δημοκρατίας.
Η νέα σοβιετική εξουσία βρισκόταν από το 1918 αντιμέτωπη με τεράστια προβλήματα, όπως ο κίνδυνος συντριβής από το γερμανικό ιμπεριαλισμό, ύστερα από τις στρατιωτικές επεμβάσεις της Αντάντ και τον καταστροφικό εμφύλιο, που μεταξύ άλλων οδήγησε στη φθορά της εργατικής πρωτοπορίας αλλά σε μεγάλο βαθμό και της ίδιας της εργατικής τάξης, στις τρομερές λιμοκτονίες κ.ά. Οι Μπολσεβίκοι προσέβλεπαν στη νίκη άλλων σοσιαλιστικών επαναστάσεων στην Ευρώπη. Οι επαναστάσεις στην Ουγγαρία, τη Γερμανία, τη Βουλγαρία και αλλού όμως ηττήθηκαν και η ρωσική εργατική εξουσία παρέμεινε απομονωμένη.
Ωστόσο δεν ήταν μόνο οι αντικειμενικοί εσωτερικοί και εξωτερικοί παράγοντες που καθόριζαν την πορεία της Σοβιετικής Ένωσης, αλλά και η πολιτική του ίδιου του Μπολσεβίκικου Κόμματος (του Ρωσικού ΚΚ), που τουλάχιστον ως τα μέσα της δεκαετίας του 1920 επιχειρούσε να ακολουθήσει μια πορεία προς όφελος των άμεσων αναγκών και των ιστορικών συμφερόντων τόσο της σοβιετικής όσο και της διεθνούς εργατικής τάξης. Ήδη το 1918 όμως, εμφανίστηκε το πρόβλημα του “υποκαταστατισμού”. Εξαιτίας της δύσκολης κατάστασης, η ηγεσία του κόμματος ανέλαβε και την οικοδόμηση του εργατικού κράτους, που πολύ σύντομα ήταν ουσιαστικά το κράτος του ΚΚ. Η “ηρωική” φάση του “πολεμικού κομμουνισμού” έφερε τη σοβιετική εξουσία προς το τέλος του εμφυλίου (1920-21) σε αντίθεση με τα συμφέροντα πλατιών αγροτικών στρωμάτων.
Έτσι προέκυψε το 1921 μια πολύ επικίνδυνη κρίση, που εκδηλώθηκε, μεταξύ άλλων, με την ανταρσία της Κρονστάνδης. Η ηγεσία του ΚΚ πήρε τη – μέχρι σήμερα μέσα στην (με την ευρύτερη έννοια) Αριστερά επίμαχη, αλλά πιθανά αναγκαία για τη διατήρηση της σταθερότητας της σοβιετικής εξουσίας – απόφαση να καταστείλει αυτήν την ανταρσία με στρατιωτική βία. Εξάλλου απαγορεύτηκαν στο 10ο Συνέδριο του Ρωσικού ΚΚ (1921) όλα τα άλλα κόμματα και οι φράξιες στο εσωτερικό του ΚΚ. Σε κάποιο βαθμό, η κομματική ηγεσία αυτής της περιόδου, δηλαδή αυτή του Λένιν και του Τρότσκι, ταύτιζε τότε μονόπλευρα την εργατική και σοσιαλιστική εξουσία με αυτήν του κόμματος.
Ας επισημανθεί ότι εδώ οι υποστηρικτές/-ριες του επαναστατικού μαρξισμού έχουν μια διαφωνία με άλλα μέρη της Αριστεράς, όχι μόνο σταλινικούς και μετασταλινικούς (σήμερα, π.χ., την “Ευρωπαϊκή Αριστερά”), κλασικούς αναρχικούς, κ.λπ., αλλά επίσης με σημερινά διεθνή ρεύματα, με τα οποία συμμεριζόμαστε πολλά σημαντικά σημεία κριτικής στο καπιταλιστικό και ιμπεριαλιστικό σύστημα στη φάση της “παγκοσμιοποίησης” γύρω από πολλά διεθνή ζητήματα (ιμπεριαλιστικοί πόλεμοι, οικολογία, κ.ά.), όπως αντιπροσωπεύονται, π.χ., από τον Νόαμ Τσόμσκι και τους φίλους και φίλες του στο ZNet. Σε πρόσφατη συνέντευξή του (Οκτώβρης ‘07) ο Τσόμσκι τάσσεται γενικά υπέρ των εργατικών και λαϊκών συμβουλίων κι έτσι και υπέρ των σοβιέτ της Οκτωβριανής Επανάστασης. Προσθέτει δε ότι «το πρώτο που κατέστρεψαν ο Λένιν και ο Τρότσκι αμέσως μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση, ήταν τα σοβιέτ και όλοι οι δημοκρατικοί θεσμοί. Από αυτήν την άποψη, ο Λένιν και ο Τρότσκι ήταν οι χειρότεροι εχθροί του σοσιαλισμού στον 20ό αιώνα. Ως ορθόδοξοι μαρξιστές θεώρησαν ότι μια καθυστερημένη κοινωνία σαν την τότε Ρωσία δεν θα μπορούσε να περάσει στο σοσιαλισμό χωρίς την αναγκαστική εκβιομηχάνιση».
Η κατηγορία του Chomsky πάσχει από την αντίφαση ότι ακριβώς η πολιτική δύναμη που οδήγησε τα σοβιέτ στην επαναστατική νίκη, δηλαδή το Μπολσεβίκικο Κόμμα, θα ήταν αμέσως μετά την κατάκτηση της εξουσίας το κύριο εργαλείο “ενάντια στο σοσιαλισμό”. Παραβλέπει κυρίως ότι το Ρωσικό ΚΚ και η Κομμουνιστική Διεθνής κατά τα πρώτα τέσσερα συνέδριά της (1919-22) και ακόμα στο 5ο συνέδριο (1924) ακολούθησαν μια πολιτική που ήταν προσανατολισμένη στη νίκη της διεθνούς σοσιαλιστικής επανάστασης. Αγνοεί εξάλλου τον σπουδαίο, αν και τελικά ηττημένο, αγώνα της Αριστερής Αντιπολίτευσης ενάντια στην άνοδο της σταλινικής γραφειοκρατίας και δικτατορίας. Στην πραγματικότητα, η επαναστατική σοσιαλιστική εξουσία, η δικτατορία του προλεταριάτου με την έννοια του Μαρξ, δεν ανατράπηκε ούτε το 1918 ούτε το 1921 αλλά μόνο σε μια διαδικασία στα 1923-28, όταν η σταλινική γραφειοκρατία σφετερίστηκε την κρατική εξουσία. Έκτοτε η Σοβιετική Ένωση παρέμεινε, σύμφωνα με τις αναλύσεις του Τρότσκι, “εκφυλισμένο εργατικό κράτος”, κι αυτό μέχρι το τέλος της10. Ταυτόχρονα, η ΚΔ μετατράπηκε σε εξάρτημα της εξωτερικής πολιτικής της γραφειοκρατικοποιημένης ΕΣΣΔ ως τη διάλυσή της το 1943, με τις πιο αρνητικές επιπτώσεις για τους ταξικούς αγώνες σε όλο τον κόσμο και την υπόθεση της διεθνούς σοσιαλιστικής επανάστασης.
7. Η νίκη της σταλινικής δικτατορίας δεν οφείλεται μόνο στις ήττες της διεθνούς επανάστασης στα 1918-23, την απομόνωση της επαναστατικής ΕΣΣΔ και τις δύσκολες κοινωνικές συνθήκες μετά το τέλος του εμφυλίου στη Ρωσία αλλά και στα λάθη, στις λανθασμένες εκτιμήσεις και στην αποπροσανατολισμένη στάση του μεγαλύτερου μέρους της ηγεσίας του Ρωσικού ΚΚ στα 1923-8.
Είναι αναμφισβήτητο ότι η γραφειοκρατικοποίηση της ΕΣΣΔ μετά το 1922 πρέπει να αποδοθεί κυρίως στην επίδραση “αντικειμενικών” παραγόντων, όπως η αποτυχία της σοσιαλιστικής επανάστασης στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες και η εξάντληση της προλεταριακής πρωτοπορίας και όλης της εργατικής τάξης μετά τον εμφύλιο, αλλά και η κυριαρχία του μικροαστικού στοιχείου, η φτώχεια και η καθυστέρηση στην ίδια την ΕΣΣΔ. Ο ίδιος ο Τρότσκι ανέλυσε στη δεκαετία του ‘30 επανειλημμένα τις αιτίες που οδήγησαν στην επιβολή της γραφειοκρατικής κυριαρχίας. Το 1935 έγραφε:
«Δεν χωράει καθόλου συζήτηση και έχει πρωτεύουσα σημασία ότι η σοβιετική γραφειοκρατία έγινε ισχυρότερη καθώς τα πλήγματα που δέχθηκε η παγκόσμια εργατική τάξη έγιναν σκληρότερα. Οι ήττες των επαναστατικών κινημάτων στην Ευρώπη και στην Ασία υπονόμευσαν βαθμηδόν την εμπιστοσύνη των σοβιετικών εργατών στο διεθνή σύμμαχό τους. Μέσα στη χώρα μεγάλη φτώχεια και δυστυχία εξακολουθούσαν να βασιλεύουν. Οι πιο τολμηροί και πιο αφοσιωμένοι εκπρόσωποι της εργατικής τάξης είτε είχαν χαθεί στον εμφύλιο είτε είχαν ανέβει ψηλότερα και, στο μεγαλύτερο ποσοστό τους, αφομοιωθεί μέσα στις γραμμές της γραφειοκρατίας, χάνοντας το επαναστατικό τους πνεύμα. Η μεγάλη μάζα, κουρασμένη από τις τρομερές προσπάθειες των επαναστατικών χρόνων, στερημένη από προοπτικές και γεμάτη πίκρα εξαιτίας της σειράς των απογοητεύσεων, είχε πέσει στην παθητικότητα. Μια τέτοια αντίδραση παρουσιάζεται... ύστερα από κάθε επανάσταση. Το τεράστιο ιστορικό πλεονέκτημα της Οκτωβριανής Επανάστασης σαν προλεταριακής επανάστασης έγκειται στο ότι από την εξασθένιση και την απογοήτευση δεν επωφελήθηκε ο ταξικός εχθρός, η αστική τάξη και η αριστοκρατία, αλλά το ανώτερο στρώμα της ίδιας της εργατικής τάξης και των ενδιάμεσων ομάδων, που συνδέονται με αυτήν και που έχουν περάσει στη σοβιετική γραφειοκρατία»11.
Δύο χρόνια αργότερα επισήμανε για το ρόλο της αντιπολίτευσης: «Από την καθαρή κατανόηση αυτού του κινδύνου (του εκφυλισμού του μπολσεβικισμού) βγήκε η Αριστερή Αντιπολίτευση, που οριστικά διαμορφώθηκε το 1923. Καταγράφοντας μέρα με τη μέρα τα συμπτώματα του εκφυλισμού, προσπάθησε να αντιτάξει στο αναπτυσσόμενο Θερμιδώρ τη συνειδητή θέληση της προλεταριακής πρωτοπορίας. Ωστόσο, αυτός ο υποκειμενικός παράγοντας αποδείχθηκε ανεπαρκής. Οι “γιγαντιαίες μάζες”, που σύμφωνα με τον Λένιν αποφασίζουν την έκβαση του αγώνα, κουράστηκαν από τις εσωτερικές στερήσεις και από την εξαιρετικά μακρόχρονη αναμονή της παγκόσμιας επανάστασης. Το ηθικό των μαζών έπεσε. Η γραφειοκρατία πήρε την πάνω βόλτα. Γονάτισε την επαναστατική πρωτοπορία, ποδοπάτησε το μαρξισμό, διέφθειρε το Μπολσεβίκικο Κόμμα. Ο σταλινισμός νίκησε. Με τη μορφή της Αριστερής Αντιπολίτευσης ο μπολσεβικισμός έκοψε τις σχέσεις του με τη σοβιετική γραφειοκρατία και την Κομμουνιστική Διεθνή».
Για τη σχέση ανάμεσα στην μπολσεβίκικη παράδοση και την 4η Διεθνή ο Τρότσκι συμπέρανε: «Το Μπολσεβίκικο Κόμμα στάθηκε ικανό να πραγματοποιήσει όλη αυτή τη θαυμάσια “πρακτική” εργασία μόνο γιατί φώτισε όλα τα βήματά του με τη θεωρία. Ο μπολσεβικισμός δεν δημιούργησε αυτήν τη θεωρία: του την προμήθευσε ο μαρξισμός. Αλλά ο μαρξισμός είναι η θεωρία της κίνησης, όχι του λιμνάσματος. Μονάχα γεγονότα σε τεράστια ιστορική κλίμακα μπορούσαν να πλουτίσουν τη θεωρία. Η συμβολή του μπολσεβικισμού στο μαρξισμό στάθηκε ανεκτίμητη με την ανάλυση και εκτίμηση της ιμπεριαλιστικής εποχής σαν εποχής πολέμων και επαναστάσεων, με τον καθορισμό της σχέσης μεταξύ της γενικής απεργίας και της εξέγερσης, με τη διαπίστωση του χαρακτήρα της αστικής δημοκρατίας στην εποχή του καπιταλισμού που σαπίζει, με την ανάπτυξη του ρόλου του κόμματος, των σοβιέτ και των συνδικάτων στην περίοδο της προλεταριακής επανάστασης, με τη διαπίστωση της θεωρίας του σοβιετικού κράτους, της οικονομίας της μεταβατικής περιόδου, του φασισμού και του βοναπαρτισμού στην εποχή της καπιταλιστικής παρακμής, τέλος με την ανάλυσή του για τον εκφυλισμό του ίδιου του Μπολσεβίκικου Κόμματος και του εργατικού κράτους... Η μεγαλύτερη εγγύηση για τη μελλοντική επιτυχία της (4ης Διεθνούς) είναι ότι δεν δημιουργήθηκε έξω από το μεγάλο δρόμο της ιστορίας, αλλά βγήκε οργανικά από τον μπολσεβικισμό»12.
Όλα αυτά εξακολουθούν καταρχήν να ισχύουν μέχρι σήμερα. Ως προς τη γραφειοκρατικοποίηση του κόμματος και του κράτους της ΕΣΣΔ θα έπρεπε όμως να προστεθεί ότι τα λάθη του ίδιου του Τρότσκι στα 1923-6 συνέβαλαν στη νίκη της σταλινικής φράξιας. Στο δεύτερο τόμο της βιογραφίας του Τρότσκι από τον Ι. Ντόιτσερ βρίσκονται ανάγλυφες περιγραφές αυτών των λαθών12. Εξάλλου, είναι ολοφάνερο ότι η πρώτη γραμμή των “παλιών Μπολσεβίκων” (Ζινόβιεφ, Κάμενεφ, Μπουχάριν και πολλοί άλλοι) δεν αντιλήφθηκε τον κίνδυνο του εκφυλισμού, ή τουλάχιστον δεν διέκρινε έγκαιρα τις πηγές και τους τρόπους καταπολέμησής του, και, αν και άθελά της, τον υποστήριξε έτσι έμμεσα εκείνα τα χρόνια. Ο “υποκειμενικός παράγοντας” έπαιξε έτσι πριν και μετά το θάνατο του Λένιν και πάλι έναν καθόλου ασήμαντο ρόλο στα γεγονότα.
Η εργατική δημοκρατία και εξουσία φαλκιδεύτηκαν μετά την επικράτηση του σταλινισμού, η ΕΣΣΔ εκφυλίστηκε γραφειοκρατικά και τελικά κατέρρευσε. Οι σοσιαλιστικές επαναστάσεις του 21ου αιώνα όμως θα στηριχθούν στις εμπειρίες των επαναστάσεων του 20ού αιώνα, τόσο στις νίκες όσο και στις ήττες τους. Τα διδάγματα της Οκτωβριανής Επανάστασης θα κατέχουν σε αυτήν τη μελλοντική συνέχεια του επαναστατικού κινήματος, ό,τι και αν συμβεί, μια από τις πρώτες θέσεις.
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Δες γι’ αυτήν την ιστορική αντίθεση ανάμεσα σε ρεφορμιστική και επαναστατική στρατηγική, Ερνέστ Μαντέλ, Κριτική του Ευρωκομμουνισμού (Αθήνα 1980), 9ο κεφάλαιο: «Η στρατηγική του ευρωκομμουνισμού».
2. Β. Ι. Λένιν, Κράτος και Επανάσταση (1917).
3. Β. Σερζ, «Η Πρώτη Ρωσική Επανάσταση και οι Αιτίες της», στο Η Ρωσική Επανάσταση του 1905, Εκδόσεις Λέων.
4. Ρόζα Λούξεμπουργκ, Η Κρίση της Σοσιαλδημοκρατίας (μπροσούρα «Γιούνιους», 1916).
5. Ε. Μαντέλ, Κόμμα – Εργατική Πρωτοπορία – Τάξη, Εκδόσεις Εργατική Πάλη.
6. ΗΚS (SEK), Revolution & Counter-Revolution in Iran - A Marxist View, 1983.
7. Ι. Ντόιτσερ, Trotsky - The Armed Prophet (1879-1921), Α΄ τόμος της βιογραφίας του Τρότσκι.
8. E. Mαντέλ, Οκτώβρης 1917 - Πραξικόπημα ή Κοινωνική Επανάσταση, Εκδόσεις Πρωτοποριακή Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2007.
9. Ν. Καρδούλιας – Τ. Τροφιμένκο, «Η Ρωσική Κοινωνία από Φλεβάρη σε Οκτώβρη», στο Ελευθεροτυπία, Ιστορικά, Η Επανάσταση του ‘17 και ο Λένιν - 90 Χρόνια.
10. Αυτή η τελευταία θέση δεν μπορεί εδώ να “αποδειχθεί”. Για τη μαρξιστική τεκμηρίωσή της από τον Τρότσκι και την ανάλυση των βάσεων της σοβιετικής κοινωνίας, ο αναγνώστης μπορεί να δει στο, Λεόν Τρότσκι, Η Προδομένη Επανάσταση, εκδ. Σοσιαλιστική Έρευνα (Αθήνα 1997) και Στην Υπεράσπιση του Μαρξισμού, εκδ. Αλλαγή.
11. Λ. Τρότσκι, «Πώς ο Στάλιν Νίκησε την Αντιπολίτευση» (1935), στο Γερμανία: Ο Φασισμός και το Εργατικό Κίνημα, σελ. 108-9.
12. Λ. Τρότσκι, «Σταλινισμός και Μπολσεβικισμός» (1937), ό.π., σελ. 136-8.
13. Δες I. Ντόιτσερ, Trotsky - The Unarmed Prophet (1921-29), Β΄ τόμος της βιογραφίας, ιδιαίτερα τα κεφάλαια «The Anathema» και «An Interval».
*Ο Ανδρέας Κλόκε είναι εκπαιδευτικός, μέλος της Συντακτικής Επιτροπής του Σπάρτακου. Σπούδασε φιλοσοφία στη Γερμανία.
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΣΤΟΧΑΣΜΟΙ
ΤΟΥ ΕΡΝΣΤ ΦΙΣΕΡ1
ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΟ ΛΟΥΞ ΚΑΙ ΤΗΝ ΚΟΜΙΝΤΕΡΝ
Μετά το VII Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς έγινα, σύμφωνα με την επιθυμία του Δημητρόφ2, αντιπρόσωπος του ΚΚ Αυστρίας στην Κομιντέρν. Είχα θέσει όρο στον εαυτό μου να διακόπτω κάθε τόσο την παραμονή μου στη Μόσχα, για να πηγαίνω στην Πράγα, να μην είμαι τόσο μακριά από την Αυστρία. Από το 1936 λοιπόν ζούσα πότε στην Πράγα, πότε στη Μόσχα.
Μόλις είχε αρχίσει η εποχή των υποψιών, των συκοφαντιών, των συλλήψεων, και στη Σχολή Λένιν χτύπησε κιόλας συναγερμός. Σ’ αυτήν τη σχολή διδάσκονταν οι ξένοι κομμουνιστές: Διαλεκτικό και ιστορικό υλισμό, πολιτική οικονομία, ιστορία του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης και, μετά το VII Συνέδριο της Κομιντέρν, και την ιστορία των δικών τους χωρών.
Διευθύντρια της σχολής ήταν η Κιρσάνοβα, γυναίκα του μουσάτου και αυτάρεσκου Γιαροσλάβσκι, που έκανε αθεϊστική προπαγάνδα και που του άρεσε να τον αποκαλούν “συνείδηση του κόμματος”3. Η Κιρσάνοβα ήταν πολύ έξυπνη, μια σημαντική γυναίκα με τρόπους στρατηγού. Μια φορά την είχα παρακαλέσει για κάτι μικρές διευκολύνσεις για τους αυστριακούς δασκάλους και μαθητές – δεν θυμάμαι πια τι ήταν – κι εκείνη είχε δεχτεί να κανονίσει τα πάντα σύμφωνα με την επιθυμία μου. Όταν πέρασαν μερικοί μήνες χωρίς ν’ αλλάξει τίποτε της θύμισα την υπόσχεσή της που δεν είχε κρατήσει.
Εκείνη γέλασε, όχι χωρίς γοητεία:
- Ξέρετε βέβαια τους νόμους της διαλεκτικής;
- Τι σχέση έχει η διαλεκτική, όταν δεν κρατάτε την υπόσχεσή σας;
- Α, δεν είσαστε καλός διαλεκτικός. Όλα εξαρτώνται από το χώρο και το χρόνο. Από την αλληλεπίδραση. Η τότε αποδοχή μου αντιστοιχούσε με την κατάσταση. Από τότε η κατάσταση άλλαξε. Αυτό που τότε ήταν σωστό, σήμερα δεν είναι πια. Δεν το καταλαβαίνετε αυτό;
- Όχι.
- Φοβάμαι ότι θα έχετε δυσκολίες, αφού δεν καταλαβαίνετε το νόμο της διαλεκτικής αλληλεπίδρασης.
Με κοίταξε κοροϊδευτικά, αξιαγάπητα κι ανησυχητικά.
Η περίπτωση Κλαρ ήταν αποτέλεσμα αυτής της διαλεκτικής αλληλεπίδρασης.
Στον αυστριακό τομέα της Σχολής Λένιν, μαζί με την έξυπνη και καλλιεργημένη Γκένια Λάντε – που ο άντρας της αργότερα έπεσε θύμα της σταλινικής τρομοκρατίας – δίδασκε και ο Άλφρεντ Κλαρ. Αντιδογματικός, σκεπτικός, μαλακός, ίσως να μην ήταν ένας τυπικός, μα ήταν ένας συμπαθητικός κομμουνιστής. Δεν σκοτώθηκε από τον Στάλιν, αλλά από τον Χίτλερ. Ο θάνατος άλλαξε στολή και τον βρήκε στη Δύση, το ίδιο σκληρός κι εκεί όσο κι εδώ. Οι εθνικοσοσιαλιστές δολοφόνησαν έναν άνθρωπο που όχι μόνο ήταν Εβραίος, αλλά που τόλμησε να χαρακτηρίσει την Αυστρία ξεχωριστό έθνος, με καλοθεμελιωμένη επιχειρηματολογία.
Η «περίπτωση Κλαρ» σχετιζόταν έμμεσα μόνο με την ιδέα του αυστριακού έθνους. Βέβαια: οι γερμανοί κομμουνιστές αντιτάσσονταν σφοδρά σ’ αυτήν τη θεωρία. Ήταν συνηθισμένοι να κηδεμονεύουν το ΚΚΑ. Όταν όμως η Κιρσάνοβα κατασκεύασε την «περίπτωση Κλαρ» το αυστριακό ζήτημα έπαιξε ρόλο μόνο στο βαθμό που συγχωνευόταν με το σύμπλεγμα «φιλελευθερισμός» – «αντικειμενισμός»4 – «σοσιαλδημοκρατισμός». Γιατί αυτές ήταν οι παρεκκλίσεις για τις οποίες κατηγορήθηκε ο Κλαρ – αν δεν ήταν τίποτε χειρότερο ακόμη, όπως «συνθηκολόγηση με την ιδεολογία του ταξικού εχθρού». Δεν ήταν άξιος να διδάσκει στη Σχολή Λένιν – πίστευε η Κιρσάνοβα.
Δάσκαλοι και μαθητές ήταν συγκεντρωμένοι στην αίθουσα της Σχολής Λένιν. Με υποδέχτηκαν η Κιρσάνοβα κι ο υποδιευθυντής Βλαντιμίροφ5, ο κουνιάδος του Δημητρόφ.
- Θα μιλήσετε; με ρώτησε ο Βλαντιμίροφ.
- Ναι, μετά τη συντρόφισσα Κιρσάνοβα.
Η Κιρσάνοβα μίλησε, ζυγίζοντας κάθε λέξη, στην αρχή συγκρατημένα, στον τόνο της φροντίδας για το κόμμα, για κάθε μέλος του κόμματος, για κοινή υπόθεση, ύστερα παθητικά, εξορκιστικά, σε τόνο κατηγορητηρίου, ότι η πάλη των τάξεων οξύνεται, ότι κάθε αδυναμία στο ιδεολογικό μέτωπο χρησιμοποιείται αμέσως από πράκτορες, διασπαστές, κατασκόπους, ότι ο μεγαλύτερος απ’ όλους τους κινδύνους είναι η διείσδυση σκέψεων που είναι ξένες προς το μαρξισμό-λενινισμό6, δηλαδή αντιμαρξιστικές, αντισοβιετικές. Όταν οι μαθητές κάνουν λαθεμένες ερωτήσεις, μπορεί κανείς να ξεχωρίσει το αντικειμενικό από το υποκειμενικό ολίσθημα, όταν οι δάσκαλοι δίνουν λαθεμένες απαντήσεις, το αντικειμενικό μεταβάλλεται σε υποκειμενικό. Η μετατροπή της ποσότητας σε ποιότητα, σε τούτη την περίπτωση η μετατροπή του αντικειμενικού ολισθήματος σε υποκειμενική ενοχή, είναι ένας νόμος της διαλεκτικής. Όταν προσθέτει κανείς σ’ αυτά και την κατάσταση της οξυμένης πάλης των τάξεων, η επιπολαιότητα του δασκάλου γίνεται ανευθυνότητα, ακόμα περισσότερο, ιδεολογικός αφοπλισμός. Ο σύντροφος Κλαρ, ένας παλιός κομμουνιστής, που δεν έχει λίγα χρόνια που ήρθε από τη σοσιαλδημοκρατία σε μας… – δεν με κοίταζε, ωστόσο όλοι κατάλαβαν ποιον εννοούσε – ένας παλιός κομμουνιστής, λοιπόν, δεν μπορεί να επικαλεστεί έλλειψη πείρας. Αντί να κρατήσει ψηλά τη σημαία του μαρξισμού-λενινισμού, όπως μας διδάσκει ο μεγάλος μας, σοφός, αγαπημένος σύντροφος Στάλιν, ο σύντροφος Κλαρ παρέκκλινε από την ταξική σκοπιά, και μετέφερε στους μαθητές του όχι τη σαφήνεια αλλά τη σύγχυση. Το ελάχιστο και το επιεικέστερο θα ήταν να του γίνει μομφή. Εκτός απ’ αυτό το Αυστριακό Κόμμα καλείται να τον αποσύρει από τη Σχολή Λένιν.
Είχα καταφέρει να ξεσυνηθίσω την παραφορά της παιδικής μου ηλικίας. Όμως η ψυχρή ανεντιμότητα αυτής της ομιλίας εξαπόλυσε καυτή οργή στον εγκέφαλό μου. Κατάφερα να την κρυώσω και ν’ απαντήσω με ψυχρή, κοφτερή φωνή:
- Εγώ δεν έχω την πρόθεση να μιλήσω για την περίπτωση Κλαρ. Θα μιλήσω για την περίπτωση Κιρσάνοβα.
Ήταν σαν να είχε πέσει κεραυνός, η Γκένια Λάντε δίστασε μια στιγμή. Τα μάτια της φωτίστηκαν. Ύστερα μετέφρασε στα ρωσικά αυτά που είχα πει. Ο Βλαντιμίροφ σηκώθηκε απότομα και πήγε στην πόρτα, δεν βγήκε όμως από την αίθουσα. Μόνο η Κιρσάνοβα φαινόταν ολότελα αμέτοχη∙ με κοίταξε για μισό δευτερόλεπτο, ύστερα γύρισε το πρόσωπό της προς τους συγκεντρωμένους, ακίνητο σα μάσκα.
Ο σύντροφος Κλαρ, συνέχισα – και δεν ήμουν λιγότερο κατάπληκτος απ’ όσο όλοι οι άλλοι ακροατές για την απροετοίμαστη ομιλία μου, που αναπτυσσόταν ανεξάρτητα από μένα – ο σύντροφος Κλαρ δικαίωσε την εμπιστοσύνη του κόμματος. Σύμφωνα με το πνεύμα του VII Παγκόσμιου Συνεδρίου της Κομιντέρν, δεν έμαθε στους μαθητές του νεκρούς τύπους, τους έμαθε να σκέπτονται. Όταν οι μαθητές του εκφράζαν αμφιβολίες, δεν ανέτρεχε στην τιμωρία της ιδεολογικής μαστίγωσης, αλλά στην αντικειμενική επιχειρηματολογία. Δεν τους μετέδωσε την περηφάνια του αλάθητου, αλλά το θάρρος ν’ αντιμετωπίζουν σοβαρά τα προβλήματα. Ακολούθησε το παράδειγμα του Δημητρόφ, δεν παρίστανε το διευθυντή ή το διοικητή, επικαλέστηκε τη λογική και τη συνείδηση. Εκείνη όμως, η συντρόφισσα Κιρσάνοβα, ενσαρκώνει την αντίθετη αρχή, την αρχή της διαταγής και της υπακοής, την αρχή της κατάπνιξης κάθε αντιδογματικής σκέψης. Της αρέσει να μιλάει για τη διαλεκτική. Όμως η δική της διαλεκτική συνίσταται στο να μην τηρεί τις υποσχέσεις της, να υποθάλπει το διχασμό, να δημιουργεί μια ατμόσφαιρα δυσπιστίας και φιλυποψίας. Μια τέτοια σχολή των ωτακουστών, της μισαλλοδοξίας και της κρυψίνοιας, δεν τη χρειαζόμαστε. Γι’ αυτό εγώ θα προτείνω στο κόμμα μου να μην αποσύρει τον σύντροφο Κλαρ, να καταθέσει όμως μια διαμαρτυρία ενάντια στη συντρόφισσα Κιρσάνοβα.
Η Κιρσάνοβα δεν απάντησε.
Ο Βλαντιμίροφ τηλεφωνούσε.
Το άλλο πρωί βρισκόμουν στο γραφείο του Δημητρόφ.
- Τι ήταν αυτά χθες στη Σχολή Λένιν; Έχω μια έκθεση. Αλλά θέλω να μάθω από σας, γιατί μιλήσατε με τέτοια ασυνήθιστη οξύτητα; Ποια ήταν τα κίνητρά σας;
Μ’ άκουσε προσεκτικά χωρίς να με διακόψει. Ύστερα κούνησε το κεφάλι του πέρα-δώθε, δεν ήταν ένα κούνημα του κεφαλιού, αλλά μια πιο σκεπτική κίνηση.
- Αυτό δεν ήταν – απερίσκεπτο;
- Ίσως. Όμως αυτά που είπε εκείνη ήταν απαράδεκτα.
- Μη βιάζεστε να κρίνετε! Είναι μια γυναίκα μεγάλης αξίας. Μια παλιά μπολσεβίκα. Θα δούμε – θα δούμε…
Μετά από λίγες εβδομάδες η Κιρσάνοβα είχε απολυθεί από διευθύντρια της Σχολής Λένιν.
Εγώ ο τρελός είχα φανταστεί τότε, ότι όχι βέβαια η χλιαρή υπεράσπιση, αλλά οπωσδήποτε η αποφασιστικότητα, η ριψοκίνδυνη αντεπίθεση, μπορούσαν να σώσουν ανθρώπους που άδικα είχαν γίνει ύποπτοι, να εξαναγκάσουν σε υποχώρηση ισχυρούς κατήγορους. Το γεγονός ότι δεν έπεσε ο Κλαρ αλλά η Κιρσάνοβα με παραπλάνησε, έθρεψε μέσα μου την ελπίδα ότι παρ’ όλα αυτά δεν επικρατούσε σκέτη αυθαιρεσία, ότι βέβαια ένας μηχανισμός με υπερβάλλοντα ζήλο έκανε κατάχρηση της δύναμής του, αλλά ότι αυτή η κατάχρηση δεν ξεπερνούσε κάποια όρια. Γιατί η «περίπτωση Κλαρ» έγινε «περίπτωση Κιρσάνοβα» μου είναι εξίσου αινιγματικό όσο και η επιβίωσή μου μέσα σ’ εκείνο το όλο και πιο πυκνό δίχτυ από παράνοια, δολιότητα, φόβο, σκληρότητα, εκδικητικότητα, πλεονεξία, τρέλα. Ήμουν σαν ένας υπνοβάτης ανάμεσα σε δυο αβύσσους∙ ίσως αυτή ακριβώς η ξεγνοιασιά συνετέλεσε στο ότι γλίτωσα τη μοίρα εκατομμυρίων άλλων.
Οι συλλήψεις συνεχίζονταν. Στην αρχή εξαφανίστηκαν ένα πρωί από τα σπίτια τους μερικοί Αυτοαμυνίτες7, αργότερα έγιναν ντουζίνες, μετά εκατοντάδες. Στο τέλος τα πράγματα έφτασαν στο σημείο, που οι Αυτοαμυνίτες να περιμένουν τη νύχτα με τις βαλίτσες τους έτοιμες, κι όταν το πρωί χτυπούσαν την πόρτα τους οι διώκτες της Νικαβεντέ, να τους υποδέχονται με τα λόγια:
- Λοιπόν, ήρθατε επιτέλους! Εμείς νομίσαμε πως μας είχατε ξεχάσει.
Δεν μπορούσα να κάνω τίποτε άλλο από το να μεσολαβώ κάθε τόσο στον Δημητρόφ. Όμως όλο και πιο φανερή γινόταν στο πρόσωπό του η έκφραση της ανυπομονησίας και της απροθυμίας.
Όταν μεσολάβησα την επόμενη φορά αντιμετώπισα απροκάλυπτη άρνηση. Ο Δημητρόφ δεν ήθελε να τον ενοχλούν συνεχώς. Σήμερα βλέπω καθαρά πως τον καιρό εκείνο υπερτιμούσα τη δύναμή του, πως κάπου-κάπου ήταν βέβαια σε θέση ν’ απελευθερώνει μερικούς από τους στενότερους συνεργάτες του, κατά τα άλλα όμως δεν μπορούσε να καταφέρει τίποτε. Επιπλέον, ο Δημητρόφ, ο Τολιάτι και άλλοι εκπρόσωποι του Λαϊκού Μετώπου ανησυχούσαν βέβαια για τις συλλήψεις, έβαζαν όμως τις πολιτικές τους ιδέες πάνω απ’ όλες τις επιφυλάξεις και τις αμφιβολίες, δεν ήταν πρόθυμοι να διακινδυνεύσουν τη θέση τους με εσωτερικούς αγώνες χωρίς προοπτική.
Κι ο Μανουίλσκι8; Στα μάτια του εξακολουθούσε να υπάρχει η χρυσή λάμψη, η φωτεινή δύναμη ενός εξαιρετικού ταμπεραμέντου – αλλά και κάτι κουρασμένο, γκρίζο, θλιμμένο μερικές φορές.
Ο Μανουίλσκι, μαζί με τον Ράντεκ, ήταν ο δημιουργός των περισσότερων αντισοβιετικών ανεκδότων. Τον καιρό των συλλήψεων είχε μιλήσει σε μια κομματική συνεδρίαση της Κομιντέρν, παθιασμένα, με κρυφή ειρωνεία – ενάντια στα ανέκδοτα, τα αντεπαναστατικά ανέκδοτα, που αντιβαίναν προς τη σοβαρότητα της κατάστασης. Μετά τη συγκέντρωση με τράβηξε σε μιαν άκρη:
- Το ξέρετε αυτό το ανέκδοτο…; Όταν ο Τρότσκι περνούσε καβαλάρης από την Κόκκινη Πλατεία, το πλήθος φώναζε: Ο Τρότσκι! Ο Τρότσκι! Όταν ο Βοροσίλοφ περνάει καβαλάρης από την Κόκκινη Πλατεία, ο κόσμος φωνάζει: Κοίτα το άλογο! Τι ωραίο άλογο!
Όσο κι αν ήμουν αφοσιωμένος στον Μανουίλσκι, δεν μου άρεσε αυτός ο κυνισμός. Πολύ αργότερα κατάλαβα πως ήταν κάτι περισσότερο από κυνισμός: μια εκδήλωση της εμπιστοσύνης του για μένα, η σιωπηρή υπόδειξη ότι η ομιλία του του είχε υπαγορευτεί, η θύμηση του Τρότσκι, του καβαλάρη, που είχε αντικατασταθεί από το άλογο.
ΟΙ ΔΙΚΕΣ
«Πώς μπόρεσες να γράψεις κάτι τέτοιο;» είπε η Λου και μου έδωσε δυο μικρές μπροσούρες. Τις είχε βρει τακτοποιώντας τα βιβλία μας. «Είναι απαίσιο. Δεν μπορώ να το καταλάβω».
Ήξερα ότι είχα ακόμη αυτές τις μπροσούρες. Μερικές φορές θέλησα να τις διαβάσω, αλλά ήμουν πολύ δειλός για να το κάνω. «Εξοντώστε τον Τροτσκισμό» και «Η δολοφονία των εργατών στο Καμέροβο» ήταν οι τίτλοι των δυο αυτών κατασκευασμάτων. Δεν τα είχα δείξει στη Λου, ήθελα με κάποιον τρόπο να της ξεφύγω. Η Λου είχε δίκιο: Είναι απαίσια. Όμως πρέπει να δώσω μιαν απάντηση: Πώς μπόρεσα να τα γράψω;
Οι πιστοί καθολικοί είναι τυχεροί: εξομολογούνται την αμαρτία τους, κάνουν τις μετάνοιές τους κι εξιλεώνονται, λες και η αμαρτία δεν είναι παρά μια βαλίτσα που την ξεφορτώνεσαι, κάτι το εξωτερικό που τ’ αφήνεις πίσω σου, κι όχι κάτι συνυφασμένο με τον οργανισμό σου που αφήνει βλαβερά κατάλοιπα. Εδώ δεν πρόκειται για την ανακούφιση που αφήνει η ομολογία της ντροπής, μα για την προσπάθεια να καταλάβω το τότε Εγώ μου. Να καταλάβω δε σημαίνει να συγχωρήσω, γιατί ούτε εγώ ούτε κανένας άλλος δεν μπορεί να ισχυριστεί πως έχει το δικαίωμα ν’ αποδίνει χάρη.
Η αντιμετώπιση αυτού που ήμουν τότε δεν επιδέχεται αναβολή: όχι υπεράσπιση του εαυτού μου, αλλά κριτική ανάλυση.
Ο Τολιάτι μου ζήτησε να παραστώ σαν ανταποκριτής στη δίκη ενάντια στον Ράντεκ, τον Πιατάκοφ, τον Σοκόλνικοφ9 κι άλλους τροτσκιστές.
Το κατηγορητήριο «Συνταγμένο στη Μόσχα στις 19 Ιανουαρίου 1937» ήταν ένας προϊστορικός δράκοντας που είχε εισχωρήσει σε έναν κόσμο βασισμένο στον Μαρξ και στον Λένιν, στη λογική και στ’ ανθρώπινα δικαιώματα, ένα τέρας που ήξερε να μιλάει τη διάλεκτο μιας γραφειοκρατίας στην οποία ενέδιδα. Να τι έγραφε:
«Τέτοια υπήρξε η αισχρή προδοτική αντισοβιετική δραστηριότητα αυτών των στυγερών μισθοφόρων του φασισμού, προδοτών της πατρίδας και εχθρών του λαού, των τροτσκιστών… Μια απομονωμένη και πολιτικά καταδικασμένη σε αφανισμό ομάδα ληστών και κατασκόπων… Ανήκουστη προδοσία των συμφερόντων της εργατικής τάξης και της αγροτιάς… Προδοσία της πατρίδας… Έγιναν ένα πρακτορείο κατασκοπίας, δολιοφθοράς και ατιμίας στην υπηρεσία των γερμανικών και ιαπωνικών δυνάμεων…»
Όταν τα διαβάζω αυτά σήμερα, δεν μπορώ να καταλάβω πώς είχα πιστέψει σε μια τέτοια τρέλα. Όμως το απίστευτο γινόταν από μέρα σε μέρα πιο πιστευτό για τον άνθρωπο που παρακολουθούσε σαν παρατηρητής τη δίκη στην Αίθουσα των Κιόνων του μεγάρου των Συνδικάτων.
Είχα υποκύψει στην τρομερή δύναμη της πιθανοφάνειας, στην υποβολή του προφορικού λόγου, που δεν έχει απονεκρωθεί γραφόμενος, ώστε να μπορεί να του γίνει προσεκτική ανατομία. Στην αφυσικότητά του, ήταν ένα θέαμα φρικτής φυσικότητας.
Το κατηγορητήριο είχε τελικά ενσαρκωθεί στο πρόσωπο του κατήγορου Βισίνσκι10. Μιλούσε αυτήν τη διάλεκτο βάναυσα, απωθητικά, με τον παγωμένο μορφασμό του μίσους και της αηδίας που έγινε πρότυπο για χιλιάδες ομοίους του. Στα ανοιχτογάλανα μάτια του δεν υπήρχε τίποτε άλλο από πάγος. Τη σκηνοθεσία την έκανε ο θάνατος∙ όμως οι ηθοποιοί ήταν ζωντανοί άνθρωποι, δεν έμοιαζαν να παίζουν ρόλους, φαίνονταν πως ήταν οι εαυτοί τους. Μετακινούνταν αβίαστα, δεν έμοιαζαν σαν να είχαν βασανιστεί ή σαν να τους είχε αποσπαστεί η ομολογία τους με άλλα μέσα. Τους έφερναν τσάι και συχνά η δίκη δεν έμοιαζε με δίκη, αλλά με συζήτηση.
Εκείνη την εποχή αναρωτιόμουν: Είναι δυνατό η Σοβιετική Ένωση να βρίσκεται σε εξαιρετικά κρίσιμη κατάσταση, να έχει μείνει πίσω στα πλάνα και τις ανάγκες της, ν’ αυξάνεται η δυσαρέσκεια και οι παλιοί Μπολσεβίκοι να θυσιάζονται, να παίρνουν πάνω τους την ευθύνη, για να σώσουν το έργο του Οκτώβρη 1917 που κινδυνεύει; Κάτι τέτοιο πραγματικά δεν το θεωρούσα αδιανόητο… Δεν τολμούσα όμως να φτάσω στη σκέψη ότι ο Στάλιν ήταν ο υποκινητής αυτών των δικών, ο φονιάς του Κίροφ, ο ατιμαστής, διαφθορέας, εξοντωτής των παλιών Μπολσεβίκων, σχεδόν όλων των συντρόφων στον αγώνα του Λένιν. Για μένα ήταν απόλυτα αδιανόητο. Όμως γιατί ήμουν περισσότερο διατεθειμένος να δεχτώ το άλλο αδιανόητο, την προδοσία των παλιών Μπολσεβίκων, την εγκληματικότητά τους, τον αυτοεξευτελισμό τους, να τα δεχτώ σαν κάτι που είχε συμβεί πραγματικά;
Περισσότερο με παραπλάνησε όχι η σύμπνοια των ομολογιών, όχι οι αναλαμπές του Ράντεκ, όχι ο συγκινητικός Μουράλοφ11, αλλά ο Πιατάκοφ, η ισχυρότερη προσωπικότητα σ’ εκείνον το χορό του θανάτου, θαρραλέος, έξυπνος, χωρίς πάθος. Καθώς στεκόταν στο δικαστήριο με το κοκκινωπό μούσι του, μοιάζοντας περισσότερο με καθηγητή παρά με συνωμότη, και εξηγούσε με ήρεμη φωνή με ποιον τρόπο είχε οργανώσει το σαμποτάζ στη βιομηχανία που υπαγόταν σ’ αυτόν, σαν να μιλούσε για κάτι τόσο παλιό όσο η Πηνελόπη, που χάλαγε τη νύχτα αυτό που ύφαινε τη μέρα, σ’ αυτήν την αντικειμενικότητα του τερατώδους, νόμισα πως κατάλαβα για πρώτη φορά τι σημαίνει πάλη για την εξουσία.
Στην μπροσούρα μου κατέληγα στο συμπέρασμα: «Το ότι ο μεγάλος γερμανικός λαός κυβερνιέται από τον Χίτλερ και τον Γκέρινγκ, ότι οι δημοκρατικές κυβερνήσεις βλέπουν με ψυχραιμία πώς ο φασισμός μακελεύει τον ισπανικό λαό, την ισπανική δημοκρατία, όλα αυτά είναι το ίδιο απίστευτα όπως και το ότι ο Τρότσκι, ο Ράντεκ, ο Ζινόβιεφ πρόδωσαν την προλεταριακή επανάσταση και συμμάχησαν με τους θανάσιμους εχθρούς της εργατικής τάξης. Όμως το απίστευτο είναι η πραγματικότητα, που βρίσκεται μπροστά μας, που είναι ιστορικό μας καθήκον να την αλλάξουμε σύρριζα…»
- Κι όταν το διαβάζεις αυτό σήμερα, λέει η Λου, δεν νιώθεις πόσο πολύ ζήτησες την ευκολία σου; Αυτός ο απλουστευτικός χυδαίος μαρξισμός, αυτή η στομφώδης επιφανειακότητα: διαδικασία σαπίσματος του καπιταλιστικού κόσμου, που μολύνει χαρακτήρες σαν του Τρότσκι και του Πιατάκοφ! Η απίστευτη πραγματικότητα ναι, αυτό είναι αλήθεια. Όμως τι ήταν πιο απίστευτο: ότι ο Τρότσκι, μαζί με τον Λένιν, εμπνευστής της Οκτωβριανής Επανάστασης, ότι οι παλιοί Μπολσεβίκοι έγιναν δεύτερης κατηγορίας βοηθοί της Γκεστάπο, δολοφόνοι και σαμποτέρ – ή ότι ο Στάλιν και ο γραφειοκρατικός μηχανισμός του χρειάζονταν ενόχους, για να δικαιολογήσουν τη δυστυχία του λαού, την οικονομική ανωμαλία; Δεν ήταν πιο πιστευτό ότι ο Στάλιν δυσφημούσε μέχρις εσχάτων τον καθένα που θα μπορούσε ν’ αποτελέσει κίνδυνο γι’ αυτόν, για να στραγγαλίσει και το τελευταίο απομεινάρι της εσωκομματικής συζήτησης, για να εξασφαλίσει μια ολοκληρωτική δικτατορία του κομματικού μηχανισμού μ’ ένα μοναδικό, αλάθητο ηγέτη επικεφαλής; Δεν διαφαινόταν αυτό; Δεν θα καταλάβω ποτέ μου γιατί πίστεψες το πιο απίθανο.
- Ήταν το πιο απίθανο;
- Ναι!
Ξέρουμε σήμερα πώς αποσπούσαν τις ομολογίες, ότι έμπαιναν σ’ εφαρμογή από τα βασανιστήρια ως την επίκληση στην πίστη στο κόμμα, από την απειλή ότι αν ο κρατούμενος δεν υπέγραφε την ομολογία θα σκοτωνόταν η γυναίκα και τα παιδιά του, μέχρι την υπόσχεση ότι οι ομολογίες δεν ήταν παρά σωτήριες διατυπώσεις, όλες οι μέθοδοι της βίας, της απάτης, της ψυχολογικής παραπλάνησης, όλα τα μέσα χρησιμοποιήθηκαν για να εκπληρωθεί το ακατάσχετα διογκούμενο πλάνο της γραφειοκρατικής τρομοκρατίας.
Έτσι γινόταν και τότε κι αργότερα. Ο παλιός μου φίλος Ι. Β. είχε συλληφθεί στην Ουγγαρία μετά το 1948. Έπρεπε να υπογράψει τη συνηθισμένη ομολογία: πράκτορας της Γκεστάπο, ύστερα πέρασμα στην αμερικάνικη μυστική υπηρεσία, από γεννησιμιού του εχθρός του λαού, κακοποιός, διασπαστής, εντεταλμένος να οργανώνει πράξεις σαμποτάζ και απόπειρες δολοφονίας, κ.λπ.
- Και θέλετε να υπογράψω εγώ τέτοιο πράγμα;
- Αρνείστε;
- Μα κι ο ίδιος ξέρετε τι ανοησίες είναι όλα αυτά!
- Αρνείστε λοιπόν;
- Φυσικά!
Φέρνουν μέσα τη γυναίκα του, τη συνοδεύουν δυο μπράβοι. Είναι οπλισμένοι με ατσάλινες βέργες.
- Ξεσκίστε τα ρούχα του παλιοθήλυκου! Πρώτα την μπλούζα!
Το πρόσωπό της είναι σα μάσκα. Αποστρέφει τα ικετευτικά της μάτια, τη δένουν, τη φιμώνουν. Το πανωκόρμι της είναι γυμνό.
- Πριν την τσακίσουν στο ξύλο και τη βιάσουν μπροστά στα μάτια σας θα υπογράψετε;
- Υπογράφω ό,τι θέλετε, δώστε μου, τι θέλετε; Ότι είμαι ο διάβολος, ότι έχω εντολή να οδηγήσω όλους τους ηγέτες του κόμματος στην κόλαση, να ρίξω ατομικές βόμβες πάνω στη Βουδαπέστη, τι άλλο…;!
Έτσι υπέγραψε την ομολογία του.
Η παλιά μου φίλη Μαρία Σβέρμοβα, καταδικάστηκε στη δίκη του Σλάνσκι12. Ώρες ολόκληρες μου διηγιόταν, με σιγανή φωνή, αντικειμενικά, χωρίς πάθος, σχεδόν μονότονα, πώς τελικά κατέληξε να υπογράψει.
- Τον Ν. Ν. εσείς τον φέρατε στο κόμμα, τον τοποθετήσατε στο μηχανισμό;
- Ασφαλώς.
- Ομολόγησε ότι είναι κατάσκοπος, εχθρός του κόμματος και του λαού. Διαβάστε την ομολογία του.
- Αυτό είναι αδύνατο.
- Διαβάστε!
- Δεν το πιστεύω.
- Τότε διαβάστε αυτήν την ομολογία! Άλλος ένας που τον ανεβάσατε εσείς.
- Ντουζίνες τέτοιες ομολογίες. Αναπαραστάσεις. Επιβεβαιώσεις. Όλο σύντροφοι που τους είχα τυφλή εμπιστοσύνη. Ένας κύκλος από κατασκόπους, εχθρούς του κόμματος. Για μένα το κόμμα ήταν η ζωή. Και πώς το υπηρέτησα; Δεν επαγρύπνησα αρκετά, ήμουν αφελής. Αφελής; Κάτι μέσα μου έσπασε, μια ρωγμή καταμεσής μου: κατήγορος και κατηγορούμενη. Σχιζοφρένεια το λένε αυτό, έτσι δεν είναι; Αφού το έλεγαν όλοι, μπορούσε εγώ να έχω δίκιο ενάντια σε όλους; Κάτι δεν είναι σωστό σε μένα, δεν μπορεί να είναι σωστό.
«Πώς μπόρεσες να γράψεις κάτι τέτοιο;» Η Λου έχει δίκιο∙ όμως όσο κι αν είναι δύσκολο ν’ απαντήσω σ’ αυτή την ερώτηση, ακόμα πιο δύσκολο είναι, παρ’ όλα όσα έχουμε μάθει στο μεταξύ, να καταλάβουμε τη γραφειοκρατική τρομοκρατία, τις δίκες, τις ομολογίες της δεκαετίας του 1930.
Υπήρχε ένας δικτάτορας που φοβόταν έναν αντίζηλο, τον Κίροφ, που όλοι μας τον θεωρούσαμε ευνοούμενό του, διαλεγμένο για να τον διαδεχτεί∙ έβαλε να τον σκοτώσουν, ύστερα έβαλε να σκοτώσουν τα όργανα, όσους ήξεραν, έβαλε να κατηγορηθούν για το φόνο οι παλιοί του αντίπαλοι και σύμμαχοι, οι παλιοί Μπολσεβίκοι, να κατηγορηθούν και γι’ άλλα, για συνωμοσία εναντίον του, για «προδοτική δραστηριότητα διάσπασης, δολιοφθοράς, κατασκοπίας και τρομοκρατίας… με σκοπό την επιτάχυνση της πολεμικής επίθεσης ενάντια στη Σοβιετική Ένωση, με σκοπό την υποστήριξη των ξένων εισβολέων στην προσάρτηση εδαφών της Σοβιετικής Ένωσης, με σκοπό την ανατροπή της Σοβιετικής εξουσίας, την παλινόρθωση του καπιταλισμού και της εξουσίας της αστικής τάξης» (κατηγορητήριο και απόφαση στην υπόθεση Πιατάκοφ, Ράντεκ, Σοκόλνικοφ κι άλλων 14 τροτσκιστών), διέταξε τη φυλάκιση, την εκτέλεση, το βασανισμό μέχρι θανάτου των πιο έξυπνων, πιστών, δοκιμασμένων κομμουνιστών, την αποδεκάτιση ολόκληρων στρωμάτων του πληθυσμού, διανοούμενων, αντρών και γυναικών μη ρωσικής εθνικότητας, τέλος και του στρατού.
Και τα κίνητρα; Αν τα προσθέσει κανείς όλα: το φόβο, τη μανία καταδίωξης, το μίσος ενάντια στον Τρότσκι, ενάντια στη φρουρά του Λένιν, ενάντια στους ηγέτες της Οκτωβριανής Επανάστασης, που δεν είχαν ξεχάσει πόσο διφορούμενο ρόλο είχε παίξει ο Στάλιν την εποχή εκείνη, τις οικονομικές δυσκολίες, την αναζήτηση αποδιοπομπαίων τράγων και αργότερα, τη σκέψη του Μπέρια να κάνει αποδοτικό το μακρινό Βορρά με εκατομμύρια σκλάβους – όταν τα προσθέσει κανείς όλα αυτά και θεωρήσει ότι ισχύει η απαίσια θέση: Ο σκοπός αγιάζει τα μέσα!, εξακολουθεί ωστόσο να παραμένει το ερώτημα: Όλα αυτά δεν έβλαψαν τρομακτικά την υπόθεση του σοσιαλισμού, ακόμα και για το σκοπό εκείνου που διάλεξε τέτοια μέσα, για ποιο λόγο;
Ο στόχος προφανώς δεν ήταν πια ο σοσιαλισμός, όπως τον είχαν σχεδιάσει ο Μαρξ κι επίσης ο Λένιν, αλλά η βιομηχανοποιημένη Σοβιετική Ένωση, μονολιθικό κράτος, μεγάλη δύναμη πρώτου βαθμού κι ο Στάλιν εξυψωμένος σαν θεός, Αύγουστος με απεριόριστη εξουσία. Μαζί με τη δική του δύναμη όμως μεγάλωσε κι η δύναμη του μηχανισμού, που έγινε αυτοσκοπός, και από τη στιγμή που μπήκε σε κίνηση για να οργανώσει ορθολογικά την τρομοκρατία, εκτροχιάστηκε ανώμαλα έξω από κάθε ορθό λόγο, άρχισε ν’ αρπάζει ό,τι έβρισκε γύρω του με μεθοδική παραφροσύνη, κι έτσι, σαν δύναμη αυτόνομη, λειτουργούσε με την τυφλή παρόρμηση να μην ανέχεται τίποτ’ άλλο από τον εαυτό του. Ήταν λοιπόν ο Στάλιν ακόμα κύριος του εαυτού του, όταν είχε στην κατοχή του ολομόναχος την εξουσία; Αυτή η εξουσία δεν τον ξεπέρασε; Με τον παραμερισμό των πιο έξυπνων, ικανών, έντιμων ανθρώπων δεν αδυνάτισε ο Σοβιετική Ένωση τόσο πολύ, με την εγκαθίδρυση ενός δουλικού, χωρίς ηθική υπόσταση μηχανισμού λίγα χρόνια πριν από τον πόλεμο δεν παραδόθηκε σε μια σχεδόν αναπότρεπτη ήττα;
ΤΟ ΣΥΜΦΩΝΟ ΦΙΛΙΑΣ
Το ίδιο ολέθρια, όσο η κατοχή των Βαλτικών κρατών, ίσως ακόμη πιο ολέθρια ήταν η ταύτιση των κομμουνιστικών κομμάτων με το Σύμφωνο ανάμεσα στη Γερμανία και τη Σοβιετική Ένωση. Το σύνθημα «ιμπεριαλιστικός πόλεμος», που τότε το θεωρούσα ανακριβές, συνέβαλε σε αυτήν την ταύτιση. Ήταν μια ψευδαίσθηση όταν συζητώντας με τους γερμανούς κομμουνιστές περίμενα μια αυτόνομη τοποθέτηση των δυτικών κομμουνιστικών κομμάτων.
Στις 19 Σεπτεμβρίου ξανά μια φωτογραφία στην πρώτη σελίδα της Πράβντα: ο Μολότοφ υπογράφει το γερμανο-σοβιετικό Σύμφωνο φιλίας και τη συμφωνία ανάμεσα στα δυο κράτη αναφορικά με τα σύνορα. Είχα επιδοκιμάσει, υπερασπίσει το Σύμφωνο μη επίθεσης, αλλά Σύμφωνο φιλίας13; Ήταν ανάγκη να γίνει αυτό;
Όταν εγώ άρχισα ν’ αμφιβάλω, σε πολλούς γερμανούς κομμουνιστές είχε αρχίσει να παρατηρείται η αντίστροφη διαδικασία. Η αγανάκτησή τους για το σύμφωνο μη επίθεσης πνιγόταν από τη σκέψη: αν ο Στάλιν είναι πρόθυμος για φιλία με τον Χίτλερ, τότε θα πρέπει κάτι να έχει αλλάξει στην ουσία της χιτλερικής Γερμανίας, να διαδραματίζεται κάποια κρυφή μετουσίωση. Αυτός ο συλλογισμός ενισχυόταν από το λόγο που έβγαλε ο Μολότοφ στο Ανώτατο Σοβιέτ στις 31 Οκτωβρίου. Είπε πως έπρεπε να χαιρετιστεί το γεγονός ότι η Πολωνία, αυτό το «έκτρωμα της ειρήνης των Βερσαλλιών» δεν υπήρχε πια. Σήμερα η λέξη «επίθεση» δεν μπορούσε να χρησιμοποιηθεί με την ίδια έννοια όπως πριν από τρεις ή τέσσερις μήνες. Σήμερα η Σοβιετική Ένωση υπεράσπιζε την ειρήνη, ενώ η Αγγλία και η Γαλλία εκφράζανε την επιθυμία τους να συνεχίσουν τον πόλεμο. «Όπως βλέπετε, έχουν αντιστραφεί οι ρόλοι». Όταν ο Χίτλερ αντιπροσωπεύει την κυριαρχία του αντιδραστικότερου τμήματος του μονοπωλιακού κεφαλαίου, τον έσχατο ιμπεριαλισμό και σοβινισμό – κι αυτός ήταν μέχρι τότε ο αδιαμφισβήτητος ορισμός! – τότε πώς και με ποιον μπορούσε ν’ αλλάξει ρόλο; Εκείνοι που κυβερνούσαν την Αγγλία και τη Γαλλία ασφαλώς δεν ήταν προοδευτικοί – όμως το να τους αποδοθεί ξαφνικά ο ρόλος των χειρότερων κακούργων κι ο Χίτλερ να πάρει συχωροχάρτι ότι έγινε ο φρουρός της ειρήνης, τι νόημα μπορούσε να έχει αυτό το ποιος – ποιον;
- Πρέπει να κερδίσουμε χρόνο, είπε ο Μίροφ14, με κάθε τρόπο. Φιλία με τη Γερμανία – αυτό είναι κακό, πολύ κακό. Όμως αφού ο Στάλιν κλείνει ένα τέτοιο σύμφωνο, σημαίνει ότι ήξερε: Δεν υπάρχει άλλος τρόπος. Ο Στάλιν ξέρει τι κάνει.
Σε κάθε συζήτηση με τους Ρώσους αυτός ήταν ο ανέγγιχτος πυρήνας: Ο Στάλιν ξέρει τι κάνει.
Ο Στάλιν ξέρει τι κάνει! – αυτό το έλεγαν κι οι γερμανοί κομμουνιστές. Η Γκρέτε Λόντε, κι άλλοι, το έλεγαν όπως κι οι Ρώσοι: Με τον Χίτλερ δεν υπάρχει φιλία, αλλά πρέπει να καταπραΰνουμε το θηρίο, να κερδίσουμε χρόνο, να κερδίσουμε χρόνο!
Πολλοί το έλεγαν αλλιώς: Ίσως παραβλέψαμε ότι ο εθνικοσοσιαλισμός δεν είναι μόνον έσχατος καπιταλισμός, αλλά κρύβει μέσα του δυνατότητες περάσματος στο σοσιαλισμό. Ο Χίτλερ είναι ο θανάσιμος εχθρός μας – αλλά το σύμφωνο δε μιλάει για φιλία με τον Χίτλερ αλλά για φιλία με τη Γερμανία. Η γερμανική εργατική τάξη είναι η πιο προοδευμένη της Ευρώπης. Εκατομμύρια άνθρωποι ψήφισαν τον Χίτλερ επειδή περίμεναν απ’ αυτόν μια σοσιαλιστική Γερμανία. Και στο NSDAP15υπάρχουν έντιμοι αν και παραστρατημένοι σοσιαλιστές. Η συμμαχία με τη Σοβιετική Ρωσία δίνει σ’ αυτές τις δυνάμεις θάρρος κι αυτοπεποίθηση.
Ο Στάλιν ξέρει τι κάνει. Κι οι κρατούμενοι στα γερμανικά στρατόπεδα συγκέντρωσης; Ο Στάλιν δεν τους έχει ξεχάσει. Σίγουρα θα υπάρχουν γι’ αυτούς μυστικές συμφωνίες. Υπήρχαν πραγματικά. Δεν ξέραμε τίποτα γι’ αυτές. Κανείς δεν μπορούσε να υποψιαστεί ότι κάμποσοι Γερμανοί Εβραίοι, κρατούμενοι σε ρωσικά στρατόπεδα συγκέντρωσης, γερμανοεβραίοι κομμουνιστές, μεταφέρθηκαν σε γερμανικά στρατόπεδα συγκέντρωσης, το αίμα τους μάρτυρας της φιλίας που είχε ξεσπάσει ανάμεσα στη Γερμανία και τη Σοβιετική Ένωση.
Διαφωνούσα με τους γερμανούς κομμουνιστές που ονειρεύονταν μια σοσιαλιστική εξέλιξη της Γερμανίας, τη δυνατότητα ενός «σοσιαλιστικού μπλοκ», που μετά την ήττα της καπιταλιστικής Ευρώπης θα γινόταν το θεμέλιο ενός σοσιαλιστικού κόσμου, ενός όχι πολύ ευχάριστου, σκληρού κομμουνισμού. Μου έλεγαν πως σαν Αυστριακός που ήμουν, ήμουν προκατειλημμένος αυτονομιστής, χωρίς κατανόηση για ψηλότερα συμφέροντα, για την τεράστια δυνητική ισχύ του σοσιαλισμού στους κόλπους του γερμανικού λαού.
Αφού ο Στάλιν κλείνει φιλία με τη Γερμανία, ξέρει τι κάνει. Σ’ αυτήν τη φιλία πρέπει να προσανατολιστούμε. «Η άμυνα του σοσιαλισμού θα γίνει στο Ρήνο». Δεν ξέρω αν ο Βάλτερ Ούλμπριχτ16 ήταν ο πρώτος που το είπε∙ πάντως το είπε. Τακτική για να δικαιολογηθεί το σύμφωνο φιλίας; Πιστεύω πως ήταν κάτι περισσότερο από τακτική, ακόμα και στο στόμα αυτού του ανθρώπου που ήταν τέλειος στην τακτική. Ήταν η ιδέα ενός σοσιαλισμού που πεμπτουσία του είναι η εξουσία, στα βιβλία η «εξουσία της εργατικής τάξης», στην πραγματικότητα η εξουσία ενός μηχανισμού, ενός NSDAP μεταβλημένου σε ΚΚΓ, ενός μηχανισμού εξουσίας που να εγγυάται αυξανόμενη παραγωγή και παραγωγικότητα της εργασίας, που να προμηθεύει όλο και πιο πλούσια με καταναλωτικά είδη τους εργαζόμενους ανθρώπους και να τους προφυλάσσει από κάθε ελευθερία της σκέψης, που να δημιουργεί και να κρατά σε κίνηση μια κοινωνία σε τέλεια λειτουργία με μια κατάλληλη γι’ αυτήν, χωρίς προβλήματα ιδεολογία, ένας μηχανισμός εξουσίας που να μιλάει και ρωσικά και γερμανικά, πρώτα πιο πολλά ρωσικά, ύστερα όλο και περισσότερο γερμανικά, δόξα και τιμή στη Μόσχα, αλλά κάποτε το Βερολίνο μητρόπολη. «Η άμυνα του σοσιαλισμού θα γίνει στο Ρήνο». Θα ξεπεράσει το Ρήνο. Θα σφυρηλατήσει την ενότητα της Ευρώπης. Η Αγία Ρωσική Αυτοκρατορία του Γερμανικού Έθνους.
Η πιο βίαιη σύγκρουση που είχα ποτέ με την ηγεσία του ΚΚΓ, ίσως να είχε συμβεί νωρίτερα∙ πιστεύω όμως ότι είχε συμβεί σ’ αυτή τη συνάρτηση.
Ο Δημητρόφ είχε καλέσει σε συγκέντρωση και θα κρατούσε την προεδρία. Παρόντες ήταν ο Μανουίλσκι, ο Τολιάτι, ο Γκότβαλντ17, οι γερμανοί κομμουνιστές ηγέτες και μερικοί άλλοι. Εγώ καθόμουν απέναντι στους Γερμανούς.
Πρώτος μίλησε ο Βίλχελμ Πικ18. Παραπονέθηκε ότι η Διεθνής εξακολουθούσε να μη δίνει στο ΚΚΓ τη θέση που του ανήκε. Με την πολιτική του Λαϊκού Μετώπου15 και με τον Ισπανικό Εμφύλιο είχαν προβληθεί άλλα κόμματα. Τώρα όμως, το σύμφωνο φιλίας της Σοβιετικής Ένωσης με τη Γερμανία είχε αλλάξει ριζικά την κατάσταση. Ο Μολότοφ είχε πει καθαρά και κατηγορηματικά, ότι δεν ήταν πια η Γερμανία ο εισβολέας, αλλά ότι είχε γίνει ανταλλαγή ρόλων. Σήμερα οι επιτιθέμενοι ήταν η Αγγλία κι η Γαλλία.
Ο Πικ συνέχισε λέγοντας ότι ο αντιφασισμός είχε πάρει στην περίπτωση ορισμένων κομμουνιστών το χαρακτήρα του αντιγερμανισμού, και κάπου κάπου άκουγε κανείς την επιθυμία η Γαλλία να νικήσει τη Γερμανία. Η Κομιντέρν είχε την υποχρέωση ν’ αντιταχθεί ενεργητικά σε τέτοιες διαθέσεις. Φυσικά το ένδοξο ΚΚΣΕ, το κόμμα του μεγάλου Στάλιν, ήταν η ηγετική δύναμη του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος. Όμως ο πιο έμπιστος βοηθός του ήταν το ΚΚΓ, σήμερα περισσότερο παρά ποτέ προορισμένο να προηγηθεί καθοδηγητικά. Γι’ αυτό παρακαλούσε το σύντροφο Δημητρόφ, που τόσο στενά συνδεόταν με το ΚΚΓ, να μιλήσει ξεκάθαρα γι’ αυτό το θέμα.
Όταν ήμουν παιδί ήμουν πολύ παράφορος, έμαθα όμως να καταπνίγω το θυμό που φούσκωνε μέσα μου. Η ψυχρή οργή που ανέβηκε μέσα μου εκείνη τη στιγμή, δεν μπορούσε να δαμαστεί. Περίμενα ωστόσο μια στιγμή, κι ύστερα ζήτησα το λόγο. Ο Δημητρόφ έκανε ένα αρνητικό νόημα, ρώτησε, αν κάποιος άλλος από τους γερμανούς συντρόφους ήθελε να συμπληρώσει τις εξηγήσεις του Πικ ή να εκφράσει διαφορές απόψεων.
Ο Βάλτερ Ούλμπριχτ δεν εξέφρασε διαφορές απόψεων, αλλά συμπλήρωσε, επανέλαβε, υπογράμμισε, πρόσθεσε, ότι το ζήτημα έπρεπε να τεθεί με οξύτητα, αλλά να συζητηθεί συντροφικά. Η λέξη «συντροφικά», ο τόνος με τον οποίο ειπώθηκε, με πεισμάτωσε ακόμα περισσότερο. «Συντροφικά» σήμαινε: Μη μας αντιμιλάτε! Παραδεχτείτε ότι έχουμε δίκιο. Όταν εμείς σας ανακαλούμε στην τάξη, αυτό είναι αδελφική βοήθεια. Όταν εσείς μας κάνετε κριτική, αυτό είναι παραβίαση του προλεταριακού διεθνισμού.
Κι έτσι η απάντησή μου δεν ήταν συντροφική.
Απάντησα πως ήμουν κι εγώ ένας από τους κομμουνιστές που εύχονται την ήττα της Γερμανίας. Κατέκρινα τον αγγλικό ιμπεριαλισμό, πάρα πολύ ίσως, διαχωρίζοντάς τον πολύ λίγο από τη χιτλερο-γερμανική βδελυγμία, μίλησα για το αίσχος του γαλλικού καθεστώτος – όμως επιθυμώ φλογερά την ήττα της Γερμανίας. Δυστυχώς αυτό δεν πρόκειται να συμβεί σε προβλέψιμο χρόνο∙ ωστόσο, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι δεν γίνεται η άμυνα του σοσιαλισμού στη δεξιά όχθη του Ρήνου, αλλά ότι στην αριστερή όχθη πραγματοποιείται η υπεράσπιση του πολιτισμού. Αν τώρα το ΚΚΓ παίρνει το μέρος της Γερμανίας στη σκιά του συμφώνου φιλίας, τότε πρέπει να ρωτήσει κανείς: Τι κάνατε εσείς για να συγκρατήσετε το Χίτλερ; Ποιο παράδειγμα δώσατε εσείς στους λαούς, στη διεθνή εργατική τάξη; Ο Δημητρόφ στο γερμανικό δικαστήριο, όχι η δική σας πολιτική έδωσε το παράδειγμα αυτό. Στο Λαϊκό Μέτωπο19 της Ισπανίας, της Γαλλίας, προδομένο από την αστική τάξη, κι ωστόσο αντιφασιστική αντίσταση που δείχνει το μέλλον, σ’ αυτό πρέπει να προσανατολιστούν τα κομμουνιστικά κόμματα, όχι στην καθοδήγηση του ΚΚΓ. Δυστυχώς αυτή τη στιγμή ο Χίτλερ είναι στρατιωτικά ισχυρότερος. Και δυστυχώς δεν θα τον ρίξει ο γερμανικός λαός. Απ’ έξω θα πρέπει να ανατραπεί, και τι σημαίνει αυτό είναι φανερό στον καθένα από μας. Ή μήπως πιστεύετε ότι το σύμφωνο με τη Μόσχα θα αναμορφώσει τους φονιάδες; Πιστεύετε ότι είναι δυνατό να μοιραστούμε τον κόσμο με το Χίτλερ;
Η ψυχρή οργή είχε γίνει καυτή. Όπως τόσο συχνά, είχα παραζεσταθεί, με τις υπερβολές μου είχα χάσει σε πειστικότητα. Ωστόσο, στο ακίνητο πρόσωπο του Δημητρόφ, στο σχεδόν ανεπαίσθητο κλείσιμο του ματιού του Μανουίλσκι, στην αδιαπέραστη στοχαστικότητα του Τολιάτι δεν αισθανόμουν επιτίμηση, αλλά επιφυλακτική συμπάθεια.
Η απάντηση των Γερμανών ξεπέρασε τ’ αναμενόμενα. Είπαν ότι η ομιλία μου δεν ήταν μόνο αντιγερμανική, αλλά κι αντικομμουνιστική, μια ελάχιστα καλυμμένη κριτική του γερμανο-σοβιετικού συμφώνου κι επομένως και της ίδιας της Σοβιετικής Ένωσης. Ο σύντροφος Φίσερ, με τη χαρακτηριστική σ’ αυτόν «γενναιοδωρία», έβαλε τον εαυτό του πάνω από τα γεγονότα και τις αρχές. Ξεσκεπάστηκε αυτό που ήταν και που παρέμεινε, ένας αδιόρθωτος σοσιαλδημοκράτης. Υπόκειται, και εκφραζόμαστε με ηπιότητα, στην επίδραση της ιμπεριαλιστικής προπαγάνδας. Ένας πράκτορας του δυτικού ιμπεριαλισμού δεν θα μιλούσε διαφορετικά απ’ αυτόν τον συντάκτη της Κομμουνιστικής Διεθνούς.
Ο Δημητρόφ χτύπησε το χέρι του στο τραπέζι: «Αρκετά! Δεν ανέχομαι τέτοιες συκοφαντίες. Ο σύντροφος Φίσερ δεν υπολόγισε την κάθε του λέξη – όμως είναι ένας σκεπτόμενος κομμουνιστής, και πολλά απ’ όσα είπε, είναι σωστά».
ΠΟΛΕΜΟΣ
- Πολύν καιρό έχετε να κάνετε διακοπές, είπε ο Δημητρόφ. Πηγαίνετε αμέσως. Αλλιώς θα είναι πολύ αργά.
Ήταν τέλος Μαΐου, όταν πήγα με τη Ρουθ στην Κριμαία, σ’ ένα σανατόριο της Κεντρικής Επιτροπής. Μείναμε απόμερα από το παλιό ανάκτορο, σ’ ένα μικρό κτίριο. Γείτονές μας ήταν ένας νεαρός μοσχοβίτης τραμβαγέρης κι η γυναίκα του. Μ’ όλο που μιλούσαμε πολύ άσχημα ρωσικά, πιάσαμε φιλίες. Ήταν εγκάρδιοι, αβίαστοι, χωρίς μεγάλα λόγια.
- Δεν φαντάζομαι να γίνει πόλεμος, έλεγαν. Ο Στάλιν προστατεύει την ειρήνη. Τι καλά που έχουμε τον Στάλιν!
Στις 14 Ιουνίου εκδόθηκε ένα ανακοινωθέν του “Τας”: Στο Λονδίνο διαδίδονται συστηματικά φήμες για έναν επικείμενο πόλεμο ανάμεσα στη Γερμανία και τη Σοβιετική Ένωση. Όλα αυτά δεν είναι παρά χονδροειδής προπαγάνδα, καλλιεργημένη από τους εχθρούς της Γερμανίας και της Σοβιετικής Ένωσης. Σύμφωνα με τις σοβιετικές πληροφορίες, η Γερμανία τηρεί εξίσου απαρέγκλιτα το σοβιετο-γερμανικό σύμφωνο μη επίθεσης, όσο κι η Σοβιετική Ένωση.
Οι γείτονές μας είχαν ανησυχήσει. Τα στελέχη καθησύχαζαν με σοβαρότητα εκείνους που έκαναν ερωτήσεις. Το σύμφωνο είναι σταθερό. Ο Στάλιν σκέπτεται για μας. Ο Στάλιν εξασφαλίζει την ειρήνη.
Τη νύχτα προς την 21η Ιουνίου μας ξύπνησε μια θύελλα. Οι βροντές αντηχούσαν κάπως διαφορετικά απ’ ό,τι συνήθως. Μας ξαναπήρε ο ύπνος. Το άλλο πρωί ρωτήσαμε τους γείτονές μας!
- Ακούσατε τη θύελλα;
Απόφυγαν να μας κοιτάξουν στα μάτια, στενοχωρημένοι, όχι φιλικοί:
- Δεν ήταν θύελλα. Οι Γερμανοί βομβάρδισαν τη Σεβαστούπολη.
- Πόλεμος;
- Ναι.
- Αυτό είναι το τέλος του Χίτλερ!
- Αυτή είναι η αρχή μιας τρομερής εποχής. Πολλά χρόνια, πολλοί νεκροί… Γιατί όμως πάντα εμείς;
Κάθε απάντηση θα ήταν κενή φράση. Μείναμε σιωπηλοί και νιώσαμε ένοχοι. Οι Ρώσοι μας έδωσαν το χέρι.
- Δεν φταίτε εσείς. Είμαστε φίλοι. Όμως γιατί πάντα εμείς;
Στο σανατόριο δημιουργήθηκε στην αρχή αναστάτωση, ύστερα έγινε μια συγκέντρωση. Οι ομιλίες δεν είχαν πειστικότητα∙ όλες οι φράσεις που οι γείτονές μας δεν είχαν τολμήσει να ξεστομίσουν ακούγονταν από τα μεγάφωνα. Δεν μπορούσες να κατηγορήσεις για τίποτα τους ρήτορες. Κι οι ίδιοι δεν ήξεραν που στέκονταν. Αυτά που είχε πει διστακτικά και τραυλίζοντας ο Μολότοφ από το ραδιόφωνο, δεν τα είχαμε ακούσει, όμως από το στόμα των ρητόρων δεν έβγαινε τίποτ’ άλλο από τα δικά του λόγια: ένδοξο Μπολσεβίκικο Κόμμα, υπεράσπιση της πατρίδας, συσπειρωθείτε γύρω από τη σοβιετική κυβέρνηση και τον μεγάλο αρχηγό της, τον Στάλιν. Η υπόθεσή μας είναι δίκαιη. Θα συντρίψουμε τον εχθρό. Ο απόηχος που δεν ακουγόταν∙ φόβος, θλίψη, φρίκη. Γιατί πάντα εμείς. Δεν μπορούμε εμείς ποτέ να είμαστε ευτυχισμένοι;
Τα σοβιετικά μεγάφωνα στο μέτωπο αποκαλούσαν τους γερμανούς στρατιώτες «συντρόφους», τους παρότρυναν να περάσουν στο σοβιετικό στρατό, να γυρίσουν τα όπλα στους αξιωματικούς τους, για μια σοσιαλιστική Γερμανία. «Οι γερμανοί στρατιώτες», έλεγα στους ρώσους φίλους μου, «δεν ακούν τους ρώσους συντρόφους, υπακούουν στους γερμανούς στρατηγούς. Ακολουθούν τον Φύρερ». Οι Ρώσοι για πολύ καιρό δεν το πίστευαν. Το χιτλερικό καθεστώς, τους είχαν πει, δεν ήταν παρά η δικτατορία μιας εγκληματικής μειονότητας∙ η μεγάλη πλειονότητα του γερμανικού λαού, κι ιδιαίτερα η γερμανική εργατική τάξη, δεν περιμένει παρά τη μέρα της απελευθέρωσης. Το σύμφωνο με τον Χίτλερ πλούτισε αυτούς τους ευσεβείς πόθους με νέα χρώματα ελπίδας και αυταπάτης.
Το 1941 δεν σκεπτόμουν τον κόσμο ύστερα από τον πόλεμο. Το πρόβλημα ήταν ο ίδιος ο πόλεμος, ο απροσδόκητα γρήγορος, η φαινομενικά ασυγκράτητη προέλαση των γερμανικών στρατευμάτων, η έλλειψη οποιασδήποτε σοβιετικής αντεπίθεσης, οποιασδήποτε πετυχημένης αντίστασης. Οι Γερμανοί προέλασαν ενάντια στο Κίεβο, στη Μόσχα και στο Λένινγκραντ με όχι πιο αργό ρυθμό απ’ όσο ενάντια στη Βαρσοβία και το Παρίσι. Στις 28 Ιουνίου, δηλαδή έξι μέρες μετά την επίθεση, οι Γερμανοί βρίσκονταν κιόλας στο Μινσκ, την πρωτεύουσα της Λευκορωσίας, είχαν εισχωρήσει βαθιά μέσα στη Λιθουανία, τη Λετονία και τη Δυτική Ουκρανία. Προδοσία; Άγνοια; Αιφνιδιασμός;
Υπήρχαν (και υπάρχουν) υπόνοιες ότι ο Στάλιν, ότι αυτός ο δύσπιστος, παρανοϊκός δικτάτορας πραγματικά είχε εμπιστοσύνη στον κουμπάρο του τον Χίτλερ, ότι ο άνθρωπος, που θεωρούσε τον εαυτό τη μεγαλύτερη προσωπικότητα της παγκόσμιας ιστορίας, προσδοκούσε το θαυμασμό του άλλου, που αν και βρισκόταν τόσο πιο κάτω απ’ αυτόν, ήταν ωστόσο ο μονοκράτορας μιας μεγάλης αυτοκρατορίας και χρωστούσε θαυμασμό στον πολύ μεγαλύτερο άρχοντα μιας πολύ μεγαλύτερης αυτοκρατορίας – και πίστη στο σύμφωνο των Καισάρων.
Γράφω αναμνήσεις, όχι παγκόσμια ιστορία∙ ωστόσο δεν μπορώ να μη λάβω υπόψη μου αυτά που μάθαμε μετά το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ, μετά τις δηλώσεις του Χρουστσόφ για την ενοχή του Στάλιν για τις ήττες, τις τεράστιες απώλειες του 1941. Ο ιστορικός Νέκριτς και πολλοί στρατιωτικοί εμπειρογνώμονες, απάντησαν στα βασικά σημεία του ερωτήματος που εμείς θέταμε το 1941.
Στο πρότυπο έργο του Η 22α Ιουνίου 1941 ο Α. Μ. Νέκριτς20 διαπιστώνει ότι κατά τη δεκαετία του 1930 «η σοβιετική επιστήμη ήταν μια πηγή προοδευτικών ιδεών για τη στρατιωτική επιστήμη όλου του κόσμου», ότι «το 1932 για πρώτη φορά στον κόσμο δημιουργήθηκαν στον Κόκκινο Στρατό μηχανοκίνητα σώματα και το 1934-35 τα μηχανοκίνητα τμήματα του στρατεύματος ανυψώθηκαν σε αυτόνομο είδος όπλου», ότι η Σοβιετική Ένωση «ήταν η πατρίδα του αλεξιπτωτισμού και των δημιουργημένων πάνω σ’ αυτήν τη βάση στρατευμάτων απόβασης από αέρος». Η Γερμανία άρχισε το 1932-33 να αντιγράφει αυτές τις βασικές αρχές από τους Ρώσους. Το 1941 η θεωρία του κινητικού πολέμου, των προελαυνόντων σφηνών τεθωρακισμένων, και των στρατευμάτων απόβασης από αέρος που δρούσαν στα μετόπισθεν του εχθρού, η θεωρία της περικύκλωσης είχαν καταργηθεί στη Σοβιετική Ένωση και είχαν αντικατασταθεί από την ξεπερασμένη θεωρία του πολέμου θέσεων. Ο πρώην καθηγητής στη Στρατιωτική Ακαδημία του Γενικού Επιτελείου Γκ. Ισέρσοφ είχε συλληφθεί εξαιτίας του βιβλίου του «Νέες μορφές μάχης» και μόλις μετά το 20ό Συνέδριο αφέθηκε ελεύθερος.
Οι πρωτοπόροι αυτών των σύγχρονων στρατηγικών συλλογισμών, οι στρατάρχες Τουχατσέφσκι, Ουμπόροβιτς, Γιακίρ21, εκτελέστηκαν κατά διαταγή του Στάλιν. Οι περισσότεροι από τους αξιωματικούς που είχαν λάβει μέρος στην Επανάσταση, στον εμφύλιο πόλεμο, είχαν συλληφθεί. Από το στρατό είχαν απομακρυνθεί: όλοι οι διοικητές σωμάτων, σχεδόν όλοι οι διοικητές μεραρχιών, όλα σχεδόν τα μέλη των στρατιωτικών συμβουλίων και οι διευθυντές των πολιτικών διοικητικών τμημάτων των στρατιωτικών περιοχών, περισσότεροι από τους μισούς επιτρόπους των σωμάτων, μεραρχιών και ταξιαρχιών, περίπου το ένα τρίτο των επιτρόπων των συνταγμάτων. Άρχισε μια «τολμηρή προώθηση» στα διοικητικά πόστα∙ οι «καλοί σύντροφοι», οι άνθρωποι που έλεγαν πάντα ναι, οι γλύφτες, είχαν προτεραιότητα. Πέρασαν από εξετάσεις 225 νέοι διοικητές συνταγμάτων∙ μόνο 25 είχαν τελειώσει στρατιωτικές σχολές, οι υπόλοιποι είχαν περάσει μόνο από εκπαίδευση ανθυπολοχαγού.
Τα στρατεύματα, όπως έγραφε ο στρατάρχης Μαλινόφσκι22 το 1961 στο τεύχος 6 της Στρατιωτικο-ιστορικής Επιθεώρησης, εξακολουθούσαν «να εκπαιδεύονται όπως τον καιρό της ειρήνης. Το πυροβολικό των μεραρχιών πεζικού βρισκόταν σε στρατόπεδα πυροβολικού και σε πεδία ασκήσεων, τα μέσα αντιαεροπορικής άμυνας στα πεδία ασκήσεων του στρατεύματος, οι μονάδες μηχανικού στα στρατόπεδα των τεχνικών υπηρεσιών και τα “γυμνά” συντάγματα πεζικού των μεραρχιών στα δικά τους στρατόπεδα. Ενόψει του πολεμικού κινδύνου που πλησίαζε, αυτά τα ανήκουστα χοντρά λάθη πλησίαζαν στο έγκλημα».
Σ’ όλα αυτά ας προστεθεί το γεγονός, ότι ο αλάθητος ερασιτέχνης Στάλιν είχε διατάξει λίγο πριν από τον πόλεμο να σταματήσει η παραγωγή του 76 μμ, ενός κανονιού πολλαπλής χρήσης, οι κατασκευαστές αυτού του εξαιρετικού όπλου είχαν συλληφθεί. Ο Στάλιν έδωσε εντολή να κατασκευαστεί ένα αντιαρματικό πυροβόλο των 107 μμ∙ μ’ αυτό το όπλο δεν έγινε τίποτε, όμως στην πορεία του πολέμου ξανάρχισε η παραγωγή του πυροβόλου των 76 μμ. Αμέσως πριν τον πόλεμο, επίσης κατά διαταγή του Στάλιν, αποσύρθηκαν τα αντιαρματικά πυροβόλα των 45 μμ, καθώς και οι αντιαρματικές οβίδες. Τα στρατεύματα των συνόρων λοιπόν δεν είχαν τίποτ’ άλλο από χειροβομβίδες και μπουκάλια με βενζίνη.
Στη Στρατιωτικο-ιστορική Επιθεώρηση, τεύχος 6, έτος 1966, ο Σοβιετικός στρατάρχης Γκρέτσκο23διαπιστώνει:
«Τα χαράματα της 22ας Ιουνίου και οι τρεις αεροστόλοι των Γερμανών πετούσαν συγχρόνως πάνω από τα σοβιετικά σύνορα και κατάφεραν ένα ισχυρό χτύπημα σε όλα τα αεροδρόμια των δυτικών στρατιωτικών περιοχών μας… Στην πορεία των πρώτων τριών ως πέντε ημερών χάσαμε ως 90% της αεροπορίας μας. Τα φασιστικά στρατεύματα εδάφους πέρασαν τα χαράματα τα σύνορά μας, συγκρούστηκαν με ασήμαντες δυνάμεις πεζικού, που δεν διέθεταν ούτε τεθωρακισμένα, ούτε πυροβολικό, ούτε αντιαεροπορικά όπλα, ούτε μηχανικό, το οποίο εκείνη τη στιγμή βρισκόταν στα ειδικά στρατόπεδά του, και σε πεδία στρατιωτικών ασκήσεων στα βαθιά μετόπισθεν. Εκτός απ’ αυτό, το πεζικό δεν ήταν σε μάχιμη ετοιμότητα. Δεν έφτασαν καθόλου σοβιετικές ενισχύσεις, ο εχθρός χρησιμοποιεί τη δεύτερη στρατιά του και τις ενισχύσεις του, και μετά την καταστροφή της σοβιετικής αεροπορίας και τις αεροπορικές δυνάμεις του. Οι Ρώσοι πολεμούν με τουφέκια ενάντια στα τανκς, σκοπεύουν στα ανοίγματα παρατήρησής τους, και με δέσμες χειροβομβίδων καθώς και με μπουκάλια με βενζίνη που τα ρίχνουν στο κάλυμμα του ψυγείου των τεθωρακισμένων, πράγμα που τους στοιχίζει τη ζωή τους. Απ’ αυτήν την πρωτοβουλία των φαντάρων γεννήθηκε η ιδέα της αντιαρματικής χειροβομβίδας και των μπουκαλιών με βενζίνη ή πετρέλαιο για την αντιαρματική άμυνα.
Το πρωί της 22ας Ιουνίου δόθηκε εντολή στο πυροβολικό, που βρισκόταν στα ειδικά στρατόπεδα και στα πεδία ασκήσεων, να ξεκινήσει αμέσως. Όλες οι παρακλήσεις να περιμένουν μέχρι να νυχτώσει απορρίφθηκαν. Πολλά πυροβόλα σέρνονταν από άλογα∙ όταν τα άλογα έπεφταν οι πυροβολητές ζεύονταν οι ίδιοι τα πυροβόλα, έκαναν επιτάξεις τρακτέρ κι αλόγων από τα κολχόζ, έπαιρναν από τον εχθρό μηχανήματα έλξης, πυροβόλα και ολμοβόλα, αγωνίζονταν μέχρι την τελευταία κανονιά, την τελευταία χειροβομβίδα και την τελευταία σφαίρα. Καθώς προωθούνταν από στενούς δρόμους, πολλά συντάγματα πυροβολικού εξοντώθηκαν από τα γερμανικά αεροπλάνα. Μερικοί διοικητές τέτοιων εξοντωμένων συνταγμάτων τίναζαν οι ίδιοι τα μυαλά τους στον αέρα με μια σφαίρα.
Από τις 22 Ιουνίου ως την 1η Αυγούστου η γερμανική Μεσαία Στρατιά αιχμαλώτισε 755000 Σοβιετικούς φαντάρους και αξιωματικούς∙ λαφυραγώγησε περισσότερα από 6000 τανκς και πάνω από 5000 πυροβόλα».
Η αναδιαμόρφωση του πεπαλαιωμένου, στερημένου από την ηγεσία του σοβιετικού στρατού, είχε αρχίσει λίγο πριν από τη γερμανική επίθεση, και μάλιστα όχι όπως θα υπαγόρευε η λογική, πίσω στα Ουράλια, αλλά στις δυτικές στρατιωτικές περιοχές. Μερικά από τα βιαστικά νεοσχηματισμένα μηχανοκίνητα σώματα δεν είχαν ακόμα τα απαραίτητα όπλα, κυρίως δεν είχαν άρματα νέας κατασκευής.
Εμείς εκείνον τον καιρό δεν ξέραμε τίποτε απ’ αυτά, δεν μπορούσαμε να τα ξέρουμε, όμως η αποτυχία της ανώτατης διοίκησης ήταν τόσο φανερή, και συγχρόνως τόσο ασύλληπτη, ώστε βρισκόμασταν σε αμηχανία. Χρησιμοποιήθηκε τόσο άσχημα ο χρόνος του Συμφώνου; Γιατί δεν είχε προετοιμαστεί επιθετική άμυνα; Πώς μπορούσε να πετύχει τόσο απόλυτα ο αιφνιδιασμός, όταν η γερμανική στρατηγική ήταν γνωστή ακόμη και σε μας, τους άσχετους; Η δύναμη του μύθου: δεν σκεφτήκαμε τον Στάλιν, σκεφτήκαμε πρώτα την προδοσία. Αυτή η εκδοχή διαδιδόταν με φροντίδα.
Δεν μπορώ εδώ να διηγηθώ την ιστορία του πολέμου, μπορώ μόνο να σκιτσάρω καταστάσεις, να επισημάνω βιώματα και συλλογισμούς. Ένα πρέπει ωστόσο να συγκρατήσουμε: αυτός ο πόλεμος, που άρχισε με την απόλυτη αποτυχία των ηγετών, κερδήθηκε με τον ηρωισμό, την αυτοθυσία, τη σταθερότητα και την υπομονή του ρωσικού λαού. Ήταν ένας λαϊκός πόλεμος με τη βαθύτερη έννοια της λέξης. Όμως αυτός ο λαϊκός πόλεμος, όχι μόνο ανέβασε στην κορυφή της δόξας, στην αποθέωση τον Στάλιν, τον ένοχο για εκατομμύρια νεκρούς, αλλά παράδοξα προώθησε και τη διαμόρφωση ενός συστήματος κάστας. Ο Στάλιν έκανε επικλήσεις στο εξωλογικό, στις μεγάλες εθνικές παραδόσεις, στον πατριωτισμό μ’ όλα του τα έθιμα, τα εμβλήματα και τις στολές. Ο στρατός άρχισε όλο και πιο λίγο να θεωρείται παιδί της επανάστασης, όλο και πιο πολύ εγγόνι των τσαρικών στρατών, που υπερασπίζονταν την “αγία” Ρωσία, και με το λεξιλόγιο “αγία” και “ένδοξη” επιβλήθηκαν ξανά οι επωμίδες και τα προνόμια των αξιωματικών.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
1. Το κείμενο περιέχει αποσπάσματα κεφαλαίων από τις αναμνήσεις του Ερνστ Φίσερ Το Σοσιαλιστικό Όνειρο, εκδ. Ηριδανός.
2. Ο Γκ. Δημητρόφ (1882-1949) ήταν βούλγαρος κομμουνιστής ηγέτης, Πρόεδρος της Βουλγαρίας στα 1946-49. Το 1933, κατηγορούμενος στη Δίκη της Λειψίας για την υποτιθέμενη συμμετοχή του στον εμπρησμό του Ράιχσταγκ, που είχαν σκηνοθετήσει οι ίδιοι οι Ναζί, μετέτρεψε το δικαστήριο σε βήμα για την καταγγελία του φασισμού. Γενικός Γραμματέας της Κομιντέρν από το 1934, έπαιξε σημαντικό ρόλο στον αναπροσανατολισμό της πολιτικής της προς τα Λαϊκά Μέτωπα.
3. Ο Ε. Γιαροσλάβσκι (1878-1943) ήταν ένας από τους ημιμαθείς και ατάλαντους δογματιστές που μάζευε ο Στάλιν. Στην αυτοβιογραφία του, ο Τρότσκι παραθέτει την αντίδραση του Λένιν όταν, επιστρέφοντας από την ανάρρωσή του το 1922, πληροφορήθηκε την τοποθέτηση του Γιαροσλάβσκι στη διεύθυνση αντιθρησκευτικής προπαγάνδας: «Για-ρο-σλά-βσκι; Μα δεν ξέρετε τι είναι ο Γιαροσλάβσκι; Γελούνε με δαύτον κι οι κότες! Πώς θα κάνει αυτή τη δουλειά;» (Λ. Τρότσκι, Η Ζωή μου, εκδ. Αλλαγή, σελ. 450). Η Κ. Κιρσάνοβα (1887-1947) ήταν γυναίκα του Γιαροσλάβσκι.
4. Ως «αντικειμενισμός» χαρακτηριζόταν περιφρονητικά από τους δογματιστές η αναφορά σε γεγονότα για τη στήριξη μιας ορισμένης θέσης ή επιχειρηματολογίας. Η κατηγορία αυτή, όπως και η ψευδο-ταξική ρητορική, αποτελούσε στην πράξη μέσο για να καλύπτεται ο υποκειμενισμός και η αυθαιρεσία των γραφειοκρατικών πολιτικών.
5. Βλαντιμίροφ ήταν το ψευδώνυμο του Β. Τσερβένκοφ (1900-80), πιστού σταλινικού μετέπειτα ΓΓ του ΚΚ Βουλγαρίας.
6. Ως μαρξισμός-λενινισμός έγινε γνωστή η συλλογή των σταλινικών δογμάτων και κλισέ, συχνά ριζικά ενάντιων στις μαρξιστικές θέσεις, με τα οποία δικαιολογούνταν και νομιμοποιούνταν η τρέχουσα κομματική γραμμή. Παρεκκλίσεις θεωρούνταν κάθε διατύπωση που διέφερε, έστω και ανεπαίσθητα, από την επίσημη γραμμή.
7. Οι Αυτοαμυνίτες, αριστεροί σοσιαλδημοκράτες, πήραν μέρος στην αυστριακή αντιφασιστική εξέγερση το Φεβρουάριο του 1934.
8. Ο Ντ. Μανουίλσκι (1883-1959), μέλος της ΚΕ των Μπολσεβίκων από το 12ο Συνέδριο, πήρε μέρος στις επαναστάσεις του 1905 και 1917. Αργότερα κατείχε μια σειρά κομματικές και κυβερνητικές θέσεις στην Ουκρανία, από όπου καταγόταν. Αν και διακρίθηκε για την παραγωγή «αντισοβετικών ανεκδότων», κατόρθωσε να επιζήσει στην περίοδο των διώξεων.
9. Ο Γ. Πιατάκοφ (1890-1937) ήταν μέλος της ΚΕ των Μπολσεβίκων. Ικανός διοικητικός παράγοντας, χάθηκε στις σταλινικές εκκαθαρίσεις. Ο Γκ. Σοκόλνικοφ (Μπριλιάντ, 1888-1939) ήταν μπολσεβίκος δημοσιολόγος. Λαϊκός Επίτροπος Οικονομικών από το 1922 και μέλος της Συντακτικής Επιτροπής της Πράβντα, χάθηκε και αυτός στις σταλινικές εκκαθαρίσεις.
10. Ο Α. Βισίνσκι (1883-1954) ήταν Γενικός Εισαγγελέας της ΕΣΣΔ μετά το 1935. Πολέμιος του μπολσεβικισμού, μενσεβίκος από το 1903, υπόγραψε το 1917 το διάταγμα της Προσωρινής Κυβέρνησης για τη σύλληψη του Λένιν. Με τη γλοιώδη ρητορική του στις Δίκες συνόψισε ως φυσιογνωμία τον τύπο των χαμαιλεόντων καριεριστών που πολέμησαν με μίσος την επανάσταση και αναρριχήθηκαν αργότερα στα πόστα κάτω από τον Στάλιν κραδαίνοντας κυνικά τη σημαία της.
11. Ο Ν. Μουράλοφ (1877-1937) ήταν μπολσεβίκος αγωνιστής, αγρονόμος. Πήρε μέρος στην επανάσταση του 1905, ενώ ήταν ήρωας του Εμφυλίου Πολέμου στην Οκτωβριανή Επανάσταση. Καταδικάστηκε στη 2η Δίκη της Μόσχας μαζί με τους Ράντεκ, Πιατάκοφ, κ.ά., τον Ιανουάριο του 1937 και εκτελέστηκε.
12. Ο Ρ. Σλάσνκι (1901-52), ηγετικός παράγοντας του ΚΚ Τσεχοσλοβακίας, καταδικάστηκε σε θάνατο σε μια σκηνοθετημένη δίκη το 1951 και εκτελέστηκε το 1952. Η Μ. Σβέρμοβα ήταν μέλος της ΚΕ του ΚΚ της Τσεχοσλοβακίας και αναπληρώτρια του Σλάνσκι.
13. Το σύμφωνο Μολότοφ-Ρίμπεντροπ, γνωστό και ως σύμφωνο Χίτλερ-Στάλιν ή σύμφωνο μη επίθεσης ανάμεσα στην ΕΣΣΔ και τη ναζιστική Γερμανία, υπογράφτηκε στις 24 Αυγούστου του 1939 στη Μόσχα. Το σύμφωνο περιείχε και μυστικά πρωτόκολλα, με τα οποία καθοριζόταν ο χωρισμός της Πολωνίας ανάμεσα στις δυο χώρες. Έντεκα μέρες μετά την είσοδο των σοβιετικών στρατευμάτων στην Πολωνία, υπογράφηκε και το Σύμφωνο φιλίας, που τροποποιούσε ορισμένες από τις προηγούμενες προβλέψεις.
Η σύναψη ενός συμφώνου μη επίθεσης ήταν ένας θεμιτός συμβιβασμός για να κερδηθεί χρόνος για την προετοιμασία της ΕΣΣΔ στον πόλεμο, ιδιαίτερα αφού είχαν προηγηθεί οι ενέργειες κατευνασμού του Χίτλερ από τις δυτικές δυνάμεις με τη Συμφωνία του Μονάχου για το μοίρασμα της Τσεχοσλοβακίας, ενώ υπάρχει και το ιστορικό ανάλογο της σύναψης της Ειρήνης του Μπρεστ από τους Μπολσεβίκους το 1918. Ωστόσο, τόσο ο χαρακτήρας της συγκεκριμένης συμφωνίας, όσο και η ερμηνεία της ως μιας σταθερής συμμαχίας για την ειρήνη ή ακόμη και για το σοσιαλισμό από τη σταλινική ηγεσία ξεπέρασαν τα όρια των επιτρεπτών, από τη μαρξιστική άποψη, συμβιβασμών. Εξάλλου, η εμπειρία έδειξε ότι ο χρόνος που κερδήθηκε σπαταλήθηκε από τη σταλινική ηγεσία, με συνέπεια να βρεθεί η ΕΣΣΔ εντελώς απροετοίμαστη στις αρχές του πολέμου.
14. Πρόκειται, μάλλον, για συνωνυμία με τον Γιάκομπ Αμπράμοφ-Μίροφ, ένα στέλεχος της Κομιντέρν, που σύμφωνα με τις περισσότερες πηγές, είχε συλληφθεί το 1937.
15. NSDAP: αρχικά του Nationalsozialistische Deutsche Arbeiterpartei, του ναζιστικού, Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος του Χίτλερ. Η αναγνώριση των ναζί ως σοσιαλιστών από τους ηγέτες του Γερμανικού ΚΚ ήταν ένας τρόπος απόκρυψης της χρεοκοπίας τους στα 1929-33, όταν είχαν έμμεσα βοηθήσει τον Χίτλερ. Αλλά και οι Μολότοφ και Στάλιν έφτασαν να αποδίδουν σε κείμενα και λόγους τους έναν προοδευτικό ρόλο στους ναζί, για να νομιμοποιήσουν ιδεολογικά το Σύμφωνο Φιλίας. Η με τέτοιο τρόπο παρουσίαση ελιγμών που θα έπρεπε να είναι καθαρά τακτικοί προσφέρει ένα δείγμα του στουρθοκαμηλισμού και της κατάπτωσης των σταλινικών αρχηγών, που αποκοίμιζαν το σοβιετικό λαό εκθειάζοντας τους χειρότερους εχθρούς της εργατικής τάξης.
16. Ο Β. Ούλμπριχτ (1893-1973), πιστός σταλινικός, ήταν Γενικός Γραμματέας του Ενιαίου Σοσιαλιστικού Κόμματος της Ανατολικής Γερμανίας στα 1950-1971.
17. Ο Π. Τολιάτι (1893-1964) διετέλεσε ηγέτης του ΚΚ Ιταλίας στα 1927-64. Σύνδεσε το όνομά του με τις μεταπολεμικές επιτυχίες του ΚΚ Ιταλίας, αλλά και με αμφιλεγόμενες επιλογές που οδήγησαν στην δεξιά μεταμόρφωσή του με την «ευρωκομμουνιστική» στρατηγική. Συμβιβαστικός απέναντι στο σταλινισμό, μετά το θάνατο του Στάλιν δικαιολόγησε αρκετές φορές τη στάση του με το αφελές επιχείρημα ότι δεν γνώριζε για τις διώξεις. Ο Κ. Γκότβαλντ (1896-1953) ήταν τσέχος κομμουνιστής, ΓΓ και Πρόεδρος του ΚΚ Τσεχοσλοβακίας στα 1929-53.
18. Ο Β. Πικ (1876-1960), πιστός σταλινικός, διετέλεσε Πρόεδρος της ΓΛΔ στα 1949-60.
19. Το Λαϊκό Μέτωπο ήταν η πολιτική συμμαχιών με τους σοσιαλδημοκράτες και με αστικά δημοκρατικά κόμματα, που υιοθετήθηκε μετά τη γερμανική καταστροφή στο 7ο Συνέδριο της Κομιντέρν το 1935. Ενώ η στροφή καθαυτή ήταν αναγκαία, έγινε με απαράδεκτους όρους, όπως η αμοιβαία παραίτηση από την κριτική, που διευκόλυναν αργότερα τη χειραγώγηση της Ισπανικής Επανάστασης και του κινήματος στη Γαλλία από τις αστικές δυνάμεις. Γενικότερα, ενώ το μπλοκ με τις αστικές και ρεφορμιστικές δυνάμεις έπρεπε να είναι προσωρινό, ο σταλινισμός το διατήρησε ακόμη και όταν έπαψε πια να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της κατάστασης, θυσιάζοντας τις επαναστατικές δυνατότητες.
20. Ο Α. Νέκριτς (1920-1993) ήταν σοβιετικός ιστορικός. Υποστηρικτής αρχικά του Στάλιν, αργότερα δημοσίευσε μια σειρά κριτικές εργασίες, όπως η αναφερόμενη στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο 22 Ιουνίου 1941, που σχεδόν αμέσως απαγορεύτηκε στην ΕΣΣΔ. Το 1976 μετανάστευσε στις ΗΠΑ.
21. Ο Ι. Γιακίρ (1896-1937) ήταν σοβιετικός στρατηγός. Διακρίθηκε στον Εμφύλιο Πόλεμο σε σειρά μαχών. Ανακαινιστής αργότερα του σοβιετικού στρατού, ο Γιακίρ εισήγαγε πολλά μοντέρνα στοιχεία, όπως ο συνδυασμός τανκ, αεροπορίας και αερομεταφερόμενων τμημάτων, που αντέγραψε αργότερα η γερμανική Βέρμαχτ. Ήταν από τους λίγους στρατιωτικούς που έστειλαν προσωπικές επιστολές στον Στάλιν όταν ξεκίνησαν οι διώξεις στο σοβιετικό στρατό, υπερασπιζόμενος την αθωότητα των θυμάτων. Κατά τη δίκη του διακήρυξε την αθωότητά του με προσωπικό γράμμα στον Στάλιν, αλλά ο Στάλιν έγραψε πάνω του «απατεώνας και πόρνη». Οι Μολότοφ και Βοροσίλοφ πρόσθεσαν «εντελώς ακριβής χαρακτηρισμός», ο δε Καγκάνοβιτς «Η μόνη τιμωρία για τον παλιάνθρωπο, κατακάθι και πόρνη είναι η θανατική ποινή».
22. Ο στρατάρχης Ρ. Μαλινόφσκι (1898-1967) υπηρέτησε με επιτυχία σε αρκετά μέτωπα κατά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Υπουργός Άμυνας της ΕΣΣΔ μετά το 1957, συνεισέφερε στον εκμοντερνισμό του σοβιετικού στρατού.
23. Ο στρατάρχης Α. Γκρέτσκο (1903-1976) διακρίθηκε ως διοικητής μονάδων σε αρκετά μέτωπα στον αντιφασιστικό πόλεμο. Υποστηρικτής αργότερα του Μπρέζνιεφ, από το 1967 ήταν Υπουργός Άμυνας της ΕΣΣΔ.
ΛΕΝΙΝ
Του ΚΑΡΛ ΡΑΝΤΕΚ1
Όπως κάθε τι άλλο στη φύση, ο Λένιν γεννήθηκε, αναπτύχθηκε και ωρίμασε. Όταν μια φορά ο Βλαντιμίρ Ίλιτς με παρατήρησε να ξεφυλλίζω μια συλλογή άρθρων του γραμμένη το 1903, που είχε μόλις εκδοθεί, ένα κατεργάρικο χαμόγελο διαγράφηκε στο πρόσωπό του, και παρατήρησε με ένα γέλιο: «Είναι πολύ ενδιαφέρον να διαβάζουμε τι ηλίθιοι τύποι ήμασταν τότε!» Αλλά δεν σκοπεύω να συγκρίνω εδώ το σχήμα του κρανίου του Λένιν στην ηλικία των 10, 20 ή 30 με το κρανίο του ανθρώπου που προήδρευε τις συνεδριάσεις της Κεντρικής Επιτροπής του κόμματος ή του Συμβουλίου των Επιτρόπων του Λαού. Το αντικείμενό μας δεν είναι απλά ο Λένιν ως ηγέτης, αλλά ως ζωντανή ανθρώπινη ύπαρξη.
Ο Π. Μπ. Άξελροντ2, ένας από τους ηγέτες του μενσεβικισμού, που μισεί τον Λένιν από τα βάθη της ψυχής του, εξιστόρησε, σε έναν από τους φιλιππικούς του με τους οποίους προσπαθούσε να με πείσει για το επιβλαβές του μπολσεβικισμού γενικά και του Λένιν ειδικότερα, πώς ο Λένιν ταξίδεψε στο εξωτερικό για πρώτη φορά και πώς έκαναν περίπατο και μπάνιο μαζί. «Ένιωθα εκείνο τον καιρό», είπε ο Άξελροντ, «πως εδώ βρισκόταν ο άνθρωπος που θα γινόταν ο ηγέτης της Ρωσικής Επανάστασης. Όχι μόνο ήταν μορφωμένος μαρξιστής – υπήρχαν πολλοί τέτοιοι – αλλά γνώριζε τι ήθελε να κάνει και πώς μπορούσε να γίνει. Υπήρχε κάτι από τη μυρωδιά της ρωσικής γης σε αυτόν».
Ο Πάβελ Μπορίσοβιτς Άξελροντ δεν οσφρίζεται τη γη. Είναι κάποιος που συλλογίζεται στο σπίτι του, στο μελετητήριο του, και η τραγωδία της ζωής του έγκειται στο ότι τον καιρό που δεν υπήρχε εργατικό κίνημα στη Ρωσία στοχάστηκε τις κατευθύνσεις πάνω στις οποίες ένα τέτοιο κίνημα θα αναπτυσσόταν, και όταν αναπτύχθηκε σε διαφορετικές κατευθύνσεις προσβλήθηκε κατάφωρα – και σήμερα ωρύεται με την οργή ενός ανυπάκουου παιδιού. Αλλά συχνά οι άνθρωποι παρατηρούν στους άλλους αυτό που λείπει στους ίδιους, και τα λόγια του Άξελροντ αναφορικά με τον Λένιν υποδεικνύουν ακριβώς εκείνα τα χαρακτηριστικά που έκαναν τον Λένιν ηγέτη.
Είναι αδύνατο να είσαι ηγέτης της εργατικής τάξης χωρίς να γνωρίζεις όλη την ιστορία αυτής της τάξης. Οι ηγέτες του εργατικού κινήματος πρέπει να γνωρίζουν την ιστορία του εργατικού κινήματος˙ χωρίς αυτήν τη γνώση δεν μπορεί να υπάρχει ηγέτης, ακριβώς όπως στις μέρες μας δεν μπορεί να υπάρχει στρατηγός που θα μπορούσε να νικήσει με την ελάχιστη δαπάνη δύναμης εκτός και αν γνωρίζει τη στρατιωτική ιστορία. Η ιστορία της στρατηγικής δεν είναι μια συλλογή συνταγών του πώς να κερδίζεις έναν πόλεμο, γιατί μια κατάσταση που έχει περιγραφεί δεν επαναλαμβάνεται ποτέ. Αλλά το μυαλό του στρατηγού εξασκείται στη στρατηγική με τη διαρκή μελέτη της˙ αυτή η μελέτη του προσδίδει ελαστικότητα στη διεξαγωγή του πολέμου, επιτρέποντάς του να εντοπίσει τους κινδύνους και τις δυνατότητες που ο απλά εμπειρικά εκπαιδευμένος στρατηγός δεν μπορεί να διακρίνει. Η ιστορία του εργατικού κινήματος δεν μας λέει τι να κάνουμε, αλλά καθιστά δυνατό να συγκρίνουμε τη θέση μας με καταστάσεις που ήδη αντιμετώπισε η τάξη μας, ώστε σε διάφορες αποφασιστικές στιγμές να μπορεί να δούμε καθαρά το δρόμο μας και να αναγνωρίσουμε τον κίνδυνο που πλησιάζει.
Αλλά δεν μπορεί να γνωρίσουμε την ιστορία του εργατικού κινήματος με επάρκεια, αν δεν είμαστε πλήρως εξοικειωμένοι με την ιστορία του καπιταλισμού και με τον οικονομικό και πολιτικό μηχανισμό του. Ο Λένιν γνωρίζει την ιστορία του καπιταλισμού όπως την ξέρουν ελάχιστοι μαθητές του Μαρξ. Δεν είναι απλή γνώση των ντοκουμέντων – εδώ ο σύντροφος Ριαζάνοφ τον ξεπερνάει – αλλά έχει επεξεργαστεί τη θεωρία του Μαρξ όπως κανείς άλλος. Ας πάρουμε, για παράδειγμα, τη μικρή μπροσούρα που έγραψε στον καιρό της διαμάχης μας για τα συνδικάτα3˙ σε αυτήν αποκαλεί τον Μπουχάριν συνδικαλιστή, εκλεκτικό και του καταλογίζει ότι αμαρτάνει σε πολλά άλλα ζητήματα. Αυτή η μικρή μπροσούρα περιέχει λίγες γραμμές αφιερωμένες στις διαφορές ανάμεσα στη διαλεκτική και τον εκλεκτικισμό, οι οποίες όμως λένε περισσότερα για το θέμα από ό,τι πολύ μεγαλύτερα βιβλία. Ο Λένιν έχει συλλάβει και κατανοήσει ανεξάρτητα τη θεωρία του ιστορικού υλισμού όπως κανείς άλλος δεν ήταν ικανός να το κάνει, για το λόγο ότι τη μελέτησε με τον ίδιο σκοπό που είχε ο Μαρξ όταν επεξεργαζόταν τη θεωρία.
Ο Λένιν μπήκε στο κίνημα ως η ενσάρκωση της θέλησης για επανάσταση, και μελέτησε το μαρξισμό, την εξέλιξη του καπιταλισμού και την εξέλιξη του σοσιαλισμού από την άποψη της επαναστατικής τους σημασίας. Ο Πλεχάνοφ ήταν επίσης επαναστάτης, αλλά δεν κατεχόταν από τη θέληση της επανάστασης, και παρά τη μεγάλη σπουδαιότητά του ως δασκάλου της Ρωσικής Επανάστασης, μπορούσε μόνο να διδάξει την άλγεβρα και όχι την αριθμητική της. Εδώ βρίσκεται το σημείο μετάβασης από το θεωρητικό Λένιν στον πολιτικό Λένιν.
Ο Λένιν συνδύασε το μαρξισμό με τη γενική στρατηγική της εργατικής τάξης, αλλά ταυτόχρονα τον εφάρμοσε σωστά στο στρατηγικό καθήκον που καθόριζε τη μοίρα της ρωσικής εργατικής τάξης. Μπορεί να ειπωθεί ότι στη στρατιωτική ακαδημία δεν διάβασε μόνο τον Κλαούζεβιτς, τον Μόλτκε και τους ομοίους τους, αλλά μελέτησε ταυτόχρονα, όπως κανείς άλλος στη Ρωσία, το έδαφος του μελλοντικού ρωσικού προλεταριακού πολέμου. Εδώ έγκειται η ιδιοφυΐα του – στη στενή επαφή του με το πεδίο της δραστηριότητάς του.
Θα χρειαστεί να βρω μια άλλη ευκαιρία για να επιχειρηματολογήσω γιατί ένα τόσο μεγάλο μυαλό όπως η Ρόζα Λούξεμπουργκ4 δεν στάθηκε ικανή να καταλάβει την ορθότητα των αρχών του Λένιν πάνω στην προέλευση του μπολσεβικισμού. Μπορώ απλά να διαπιστώσω το γεγονός. Η Ρόζα Λούξεμπουργκ δεν συνέλαβε συγκεκριμένα την οικονομική και πολιτική διαφορά ανάμεσα στις συνθήκες πάλης του ρωσικού προλεταριάτου και εκείνες του προλεταριάτου της Δυτικής Ευρώπης. Έτσι έκλινε προς το μενσεβικισμό το 1904. Ο μενσεβικισμός, θεωρούμενος ιστορικά, ήταν η πολιτική της μικροαστικής διανόησης, και εκείνων των στρωμάτων του προλεταριάτου που συνδέονταν στενότερα με τη μικροαστική διανόηση.
Ο ρωσικός μενσεβικισμός ήταν μια προσπάθεια να μεταφερθούν οι τακτικές του δυτικοευρωπαϊκού εργατικού κινήματος στη Ρωσία. Αν διαβάσουμε ένα άρθρο του Άξελροντ ή του Μάρτοφ5 για την ανάγκη η εργατική τάξη «να μάθει να στέκεται στα δικά της πόδια», φαίνεται εξαιρετικά προφανές στον καθένα που μεγάλωσε μέσα στο κίνημα της Δυτικής Ευρώπης. Θυμάμαι πολύ καλά ότι όταν γνωρίστηκα με τις πολεμικές στη Ρωσική Σοσιαλδημοκρατία κατά την Πρώτη Ρωσική Επανάσταση, αλλά δεν μου ήταν ακόμη οικεία η συγκεκριμένη ρωσική πραγματικότητα, δεν μπορούσα να αντιληφθώ πώς ήταν δυνατό να αρνείται κανείς τέτοιες στοιχειώδεις αλήθειες. Σήμερα είναι ιστορικά αποδειγμένο ότι οι λόγοι που εκφωνούσαν οι Μενσεβίκοι για την «ανεξαρτησία του εργατικού κινήματος» ήταν στην πραγματικότητα μόνο ομιλίες για την αναγκαιότητα να υποταχθεί το ρωσικό εργατικό κίνημα στη ρωσική αστική τάξη.
Σήμερα είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον να διαβάσουμε τη φιλονικία για την περίφημη πρώτη παράγραφο του κομματικού καταστατικού, την παράγραφο που οδήγησε στη διάσπαση του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος σε Μπολσεβίκους και Μενσεβίκους6. Εκείνο τον καιρό, η απαίτηση του Λένιν ότι μόνο τα μέλη των παράνομων οργανώσεων μπορούσε να υπολογίζονται σαν κομματικά μέλη φαινόταν εξαιρετικά σεκταριστική. Αλλά ποιο ήταν το πραγματικό ζήτημα που έμπαινε; Ο Λένιν προσπαθούσε να εμποδίσει τις συγχυσμένες ιδέες ορισμένων διανοουμένων να καθορίσουν την πολιτική του εργατικού κόμματος.
Πριν την Πρώτη Επανάσταση κάθε δυσαρεστημένος γιατρός ή δικηγόρος που τύχαινε να διαβάσει τον Μαρξ προσποιούνταν το σοσιαλδημοκράτη, ενώ κατά βάθος ήταν μόνο ένας φιλελεύθερος. Ακόμη και όταν εντάσσονταν σε μια παράνομη οργάνωση, ακόμη και όταν ξέκοβαν από το μικροαστικό τρόπο ζωής τους, η ιστορία δείχνει πως πολλοί διανοούμενοι παρέμειναν φιλελεύθεροι στο βάθος της ψυχής τους. Αλλά ο περιορισμός της ιδιότητας του μέλους σε πρόσωπα που ήταν πρόθυμα να αντιμετωπίσουν τους κινδύνους του να ανήκουν σε μια παράνομη οργάνωση είχε αναμφίβολα το πλεονέκτημα να περιορίζει τον κίνδυνο ανόδου των αστών μέσα στο προλεταριακό κόμμα, και επέτρεπε να κυριαρχεί το εργατικό επαναστατικό πνεύμα τις κομματικές οργανώσεις, όσο κι αν περιείχαν και διανοούμενους. Αλλά για να είναι κανείς ικανός να το συλλάβει αυτό και να είναι έτοιμος να διασπάσει το κόμμα γι’ αυτόν το λόγο, ήταν αναγκαίο να είναι τόσο στενά δεμένος με τις ρωσικές πραγματικότητες, όσο ήταν ο Λένιν στην ικανότητά του ως ρώσου μαρξιστή και ρώσου επαναστάτη…
Ο τρόπος του Λένιν να γνωρίζει τη ρωσική πραγματικότητα είναι ένα άλλο σημείο στο οποίο διαφέρει από όλους τους άλλους που φιλοδόξησαν να ηγηθούν του ρωσικού προλεταριάτου. Όχι μόνο γνωρίζει τη ρωσική πραγματικότητα, αλλά τη βλέπει και την αισθάνεται. Σε κάθε σημείο στροφής στην ιστορία του Κόμματος, και ιδιαίτερα τη στιγμή που κατέλαβε την εξουσία και η μοίρα 150 εκατομμυρίων ανθρώπων εξαρτιόταν από τις αποφάσεις του, με κατέπλησσε το απόθεμα του Λένιν αυτού που στην αγγλική γλώσσα αποκαλούν «κοινό νου» (common sense). Μπορεί να παρατηρηθεί πως όταν μιλάμε για έναν άνθρωπο για τον οποίο είμαστε πεπεισμένοι ότι όμοιός του δεν θα ξαναφανεί σε έναν αιώνα, δεν είναι παρά ένα φτωχό κομπλιμέντο να εγκωμιάζουμε τον κοινό νου του. Αλλά είναι ακριβώς σε αυτό που βρίσκεται η μεγαλοσύνη του ως πολιτικού. Όταν ο Λένιν έχει να αποφασίσει για ένα σπουδαίο ζήτημα, δεν σκέφτεται με αφηρημένες ιστορικές κατηγορίες, όπως η γαιοπρόσοδος, οι υπεραξίες, η απολυταρχία ή ο φιλελευθερισμός. Σκέφτεται τον Σομπόκαβιτς, τον Γκέσεν ή τον Σίντορ της περιφέρειας του Τβερ, ή τον εργάτη του Πουτίλοφ, τον αστυνόμο του δρόμου και το αποτέλεσμα των μέτρων πάνω στον μουζίκο Σίντορ και τον εργάτη Ονούφρια ως φορείς της επανάστασης.
Δεν θα ξεχάσω ποτέ τη συνομιλία μου με τον Ίλιτς πριν τη σύναψη της Ειρήνης του Μπρεστ-Λιτόφσκ. Κάθε επιχείρημα που φέρναμε ενάντια στη σύναψη της ειρήνης αναπηδούσε πάνω του, όπως τα μπιζέλια σε έναν τοίχο. Έφερε το πιο απλό επιχείρημα: Ένας πόλεμος δεν μπορεί να διεξαχθεί από ένα κόμμα επαναστατών, οι οποίοι, έχοντας πιάσει τη δική τους μπουρζουαζία από το λαιμό, είναι ακόμη ανίκανοι να τελειώσουν τις υποθέσεις τους με τη γερμανική μπουρζουαζία. «Ο μουζίκος πρέπει να συνεχίσει τον πόλεμο», ήταν η απάντηση. «Αλλά δεν βλέπετε ότι ο μουζίκος ψήφισε ενάντια στον πόλεμο;» με ρώτησε ο Λένιν. «Με συγχωρείτε, αλλά πότε και πώς ψήφισε ενάντιά του;» «Ψήφισε με τα πόδια του, τρέχοντας μακριά από το μέτωπο». Και γι’ αυτόν, αυτό έκλεινε το θέμα… Ήταν αναγκαίο ο μουζίκος να πιάσει με τα χέρια του τη γη που του είχε δώσει η επανάσταση, ήταν αναγκαίο να βρεθεί αντιμέτωπος με τον κίνδυνο να χάσει αυτή τη γη, και τότε θα την υπεράσπιζε.
Ο Λένιν ποτέ δεν επιτρέπει στον εαυτό του να τυφλωθεί σε σχέση με την πραγματικότητα από οποιαδήποτε προκαθορισμένη φόρμουλα˙ και έχει πάντα το θάρρος να παραμερίζει τη χτεσινή φόρμουλα, όταν ενοχλεί τη σύλληψή του της πραγματικότητας. Πριν από την κατάκτηση της εξουσίας ρίχναμε, σαν επαναστάτες διεθνιστές, το σύνθημα της ειρήνης των λαών, ενάντια στην ειρήνη των κυβερνήσεων. Και ξαφνικά βρεθήκαμε οι ίδιοι στη θέση της εργατικής κυβέρνησης, περικυκλωμένοι από λαούς που δεν είχαν ακόμη καταφέρει να ανατρέψουν τις καπιταλιστικές κυβερνήσεις τους. «Πώς μπορεί να συνάψουμε ειρήνη με την κυβέρνηση των Χοεντζόλερν;» ήταν το ερώτημα που έβαζαν πολλοί σύντροφοι. Ο Λένιν απαντούσε περιπαικτικά:
«Είστε χειρότεροι από κότες. Μια κότα δεν μπορεί να αλλάξει την απόφασή της και να βγει έξω από έναν κύκλο που χαράχτηκε γύρω της με κιμωλία, αλλά μπορεί να δικαιολογήσει τουλάχιστον τον εαυτό της με το γεγονός ότι ο κύκλος τραβήχτηκε από ένα άγνωστο χέρι. Αλλά εμείς τραβήξαμε τη φόρμουλά μας με τα δικά μας χέρια, και τώρα βλέπετε τη φόρμουλα μόνο, και όχι την πραγματικότητα. Η φόρμουλά μας για μια ειρήνη που θα συναφθεί από τους λαούς είχε ως στόχο να αφυπνίσει τις μάζες ενάντια στη μιλιταριστική και καπιταλιστική κυβέρνηση. Τώρα θέλετε να καταστραφούμε, και να αφήσουμε την καπιταλιστική κυβέρνηση να ακυρώσει τη νίκη μας, στο όνομα της επαναστατικής μας φόρμουλας».
Η ιδιοφυΐα του Λένιν περιέχει ένα άλλο γνώρισμα. Αφού έχει θέσει έναν ορισμένο στόχο, επιδιώκει τα μέσα που οδηγούν σε αυτόν το στόχο μέσω της πραγματικότητας. Δεν αρκείται στο να έχει καθορίσει το στόχο του, στοχάζεται συγκεκριμένα και με πληρότητα κάθε τι αναγκαίο για την επίτευξη αυτού του στόχου. Δεν επεξεργάζεται απλά ένα σχέδιο προπαγάνδας, αλλά και την όλη οργάνωση της προπαγάνδας ταυτόχρονα… Στην προσωπικότητα του Λένιν συνδέονται ο μεγάλος πολιτικός και ο μεγάλος οργανωτής.
Πώς όλα αυτά συνέβηκε να συνδυαστούν σε έναν άνθρωπο, μόνο ο Θεός το ξέρει (ο σύντροφος Στεπάνοφ7 και το Επιτροπάτο για την Καταπολέμηση της Θρησκείας θα μου συγχωρήσουν την έκφραση). Η ιστορία έχει το δικό της μηχανισμό για την απόσταξη του μπράντι, και καμιά Τσεκά8 δεν μπορεί να την ανιχνεύσει. Η γερμανική μπουρζουαζία δεν θα μπορούσε να ενώσει τη Γερμανία, και κάπου, σε ένα μικρό γρανάζι της γαιοκτησίας, η ιστορία άναψε τις μηχανές της και με τη βοήθεια του Θεού και του διαβόλου, δηλαδή με μοριακή εργασία, δημιούργησε τον Βίσμαρκ9, που μετά εκπλήρωσε αυτόν το ρόλο. Αν διαβάσουμε τις πρώτες αναφορές του, αν ακολουθήσουμε την πολιτική του βήμα προς βήμα, είμαστε υποχρεωμένοι να αναρωτηθούμε πώς ήταν δυνατό για έναν γαιοκτήμονα να διαθέτει μια τέτοια κατανόηση της όλης ευρωπαϊκής πραγματικότητας.
Η ίδια σκέψη γεννιέται κάθε φορά που σκεφτόμαστε για την ιστορία του κόμματός μας, την ιστορία της επανάστασης και τον Ίλιτς. Για 15 χρόνια εμείς παρακολουθούσαμε ενώ αυτός ο άνθρωπος πολεμούσε για κάθε κόμμα στις αποφάσεις μας, ενάντια σε κάθε –ισμό που εφευρέθηκε στα τελευταία 25 χρόνια, από το χβοστισμό ως τον εμπειριοκριτικισμό10. Για τον Λένιν, κάθε τέτοιος –ισμός υπήρξε η ενσάρκωση ενός πραγματικού εχθρού, που υπήρχε είτε μέσα στις άλλες τάξεις, είτε μέσα στην εργατική τάξη, σε κάθε περίπτωση όμως μέσα στην πραγματικότητα. Αυτοί οι –ισμοί ήταν τα σύμβολα της πραγματικότητας και απορρόφησε το σύνολο της πραγματικότητας, τη μελέτησε και τη στοχάστηκε, ώσπου ο «άνθρωπος της παρανομίας» απέδειξε τον εαυτό του ως τον πιο γήινο άνθρωπο της ρωσικής πραγματικότητας. Η ιστορία δεν προσφέρει κανένα άλλο τέτοιο παράδειγμα μετάβασης από τον υπόγειο επαναστάτη στον κρατικό παράγοντα. Αυτός ο συνδυασμός των χαρακτηριστικών του θεωρητικού, του πολιτικού και του οργανωτή έκανε τον Λένιν ηγέτη της Ρωσικής Επανάστασης. Και στο να είναι ο μόνος που αναγνωρίζεται καθολικά ως τέτοιος, χρειαζόταν και η «ανθρώπινη νότα» – οι ποιότητες που έχουν κάνει τον Λένιν αγαπημένο πρωταγωνιστή της επανάστασης…
Για πολλούς ανθρώπους η αλήθεια είναι θανάσιμη, είναι θανάσιμη ακόμη και για πολλές τάξεις. Αν η μπουρζουαζία επρόκειτο να αντιληφθεί την αλήθεια για τον εαυτό της, και διαπερνιόταν από αυτή την αλήθεια, θα είχε ήδη ηττηθεί, γιατί ποιος μπορεί να συνεχίσει να μάχεται όταν η αλήθεια της ιστορίας του λέει ότι όχι μόνο είναι καταδικασμένος σε θάνατο, αλλά πρόκειται να πεταχτεί στον υπόνομο; Η αστική τάξη είναι τυφλή και βουβή στη μοίρα της. Αλλά μια επαναστατική τάξη χρειάζεται την αλήθεια, γιατί η αλήθεια είναι γνώση της πραγματικότητας… Ο Λένιν λέει στο προλεταριάτο την αλήθεια και μόνο την αλήθεια, όσο καταθλιπτική και αν είναι. Όταν οι εργάτες τον ακούν να μιλά, γνωρίζουν ότι δεν υπάρχει ούτε μια κούφια φράση σε όλη την ομιλία του. Μας λέει να είμαστε ενήμεροι για την πραγματικότητα.
Κάποτε ζούσα στο Νταβός με έναν εργάτη που πέθαινε από την εξάντληση. Εκείνο τον καιρό συζητιόταν το δικαίωμα των εθνοτήτων στην αυτοδιάθεση11, και εμείς οι πολωνοί κομμουνιστές ήμασταν αντίθετοι στις απόψεις του Λένιν. Ο σύντροφος για τον οποίο μιλώ, έχοντας διαβάσει τις θέσεις μου ενάντια στον Λένιν, είπε: «Όσα έγραψες μου φαίνονται απολύτως πειστικά˙ όμως όποτε αντιπαρατέθηκα στον Λένιν, αποδείχτηκε αργότερα ότι είχα άδικο». Αυτός είναι ο τρόπος που μπορεί να σκέφτονται οι ηγετικοί κομματικοί παράγοντες, και αυτός είναι ο λόγος της αυθεντίας του Λένιν στο Κόμμα.
Αλλά οι εργάτες δεν σκέφτονται έτσι. Δεν αισθάνονται δεσμευμένοι στον Λένιν επειδή είχε δίκιο χίλιες φορές, αλλά επειδή, οποτεδήποτε είχε άδικο, όταν ένα λάθος γινόταν κάτω από την καθοδήγησή του, το παραδέχτηκε πάντοτε ανοικτά: «Κάναμε λάθος και συνεπώς ηττηθήκαμε εδώ˙ αυτό το λάθος πρέπει να διορθωθεί με τούτο κι εκείνον τον τρόπο». Πολλοί τον έχουν ρωτήσει γιατί μιλά τόσο ανοικτά για τα λάθη που γίνονται.
Δεν γνωρίζω γιατί το κάνει αυτό ο Λένιν, αλλά τα αποτελέσματα αυτού του τρόπου δράσης είναι ξεκάθαρα. Ο εργάτης είναι πολύ διαφωτισμένος για να πιστέψει πια σε λυτρωτές σωτήρες. Όταν ο Λένιν μιλά για τα λάθη του δεν κρύβει τίποτα, οδηγεί τον εργάτη στο δικό του εργαστήριο σκέψης, καθιστά δυνατό για τον εργάτη να πάρει μέρος στη διαμόρφωση της τελικής απόφασης, και οι εργάτες βλέπουν σε αυτόν τον ηγέτη που αντιπροσωπεύει το εργαστήριό τους, την ενσάρκωση του ταξικού αγώνα τους. Μια μεγάλη τάξη, που χρειάζεται την απόλυτη αλήθεια, αγαπά με όλη την καρδιά της έναν ηγέτη που είναι ο ίδιος μια ανθρώπινη ύπαρξη που αγαπά την αλήθεια, κάποιον που λέει την αλήθεια για τον ίδιο του τον εαυτό. Από έναν τέτοιο ηγέτη, ο εργάτης μπορεί να υπομείνει οποιαδήποτε αλήθεια, ακόμη και την πιο σκληρή.
Οι ανθρώπινες υπάρξεις έχουν πίστη στον εαυτό τους μόνο όταν δεν κρύβουν τίποτα, όταν γνωρίζουν το κάθε τι γύρω από τον εαυτό τους, ακόμη και τις πιο δυσμενείς δυνατότητες, και παρ’ όλα αυτά αισθάνονται ότι μπορούν να πουν: «Σε πείσμα των πάντων…». Ο Λένιν βοηθά την εργατική τάξη να φτάσει σε μια πλήρη κατανόηση κάθε παρακμιακού και αποσυνθετικού στοιχείου στην ύπαρξή της, και παρ’ όλα αυτά την καθιστά ικανή να πει στο τέλος: «Είμαι η αυτού μεγαλειότητα το προλεταριάτο, ο μελλοντικός κυβερνήτης και δημιουργός της ζωής». Αυτός είναι ένας άλλος παράγοντας στο μεγαλείο του Λένιν.
Στην 25η επέτειο του κόμματος που τώρα δεν φέρει μόνο την ευθύνη για τα πεπρωμένα του ενός έκτου της υδρογείου αλλά είναι ταυτόχρονα ο κύριος μοχλός για την προλεταριακή νίκη, οι ρώσοι κομμουνιστές και όλοι οι επαναστάτες ανάμεσα στο προλεταριάτο της κάθε χώρας διακατέχονται από τη σκέψη και την επιθυμία αυτός ο Μωυσής, που οδήγησε τους σκλάβους μακριά από τη γη της δουλείας, να μας φέρει ως τη γη της επαγγελίας.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
1. Το άρθρο αυτό του Ράντεκ δημοσιεύθηκε στο The Plebs το Φεβρουάριο του 1924, ενώ πρωτοεμφανίστηκε στο περιοδικό NewRussia μερικούς μήνες νωρίτερα.
2. Ο Π. Άξελροντ (1850-1928) ήταν μενσεβίκος ηγέτης. Πολέμιος της Οκτωβριανής Επανάστασης, κατέφυγε στο εξωτερικό.
3. Πρόκειται για το έργο του Λένιν «Ακόμη μια φορά για τα συνδικάτα, για την τρέχουσα στιγμή και τα λάθη των σ. σ. Τρότσκι και Μπουχάριν». Στη διαλεκτική αναφέρεται ο Λένιν κυρίως στο κεφάλαιο «Διαλεκτική και εκλεκτικισμός. “Σχολείο” και “μηχανικισμός”» (βλ. Άπαντα, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, τόμ. 42, σελ. 286-96).
4. Η Ρόζα Λούξεμπουργκ (1871-1918) ήταν ηγέτης της αριστερής πτέρυγας της Γερμανικής Σοσιαλδημοκρατίας και αργότερα των Σπαρτακιστών. Επιφανής επαναστάτρια, συγγραφέας πολλών βιβλίων και άρθρων για την οικονομία, την πολιτική, κ.ά., δολοφονήθηκε το 1918 από τους γερμανούς αντιδραστικούς. Το 1904 η Λούξεμπουργκ δημοσίευσε στη Νόιε Τσάιτ ένα άρθρο με τίτλο «Λενινισμός ή μαρξισμός», όπου αμφισβητούσε τη μαρξιστική ορθότητα των απόψεων του Λένιν, άρθρο στο οποίο αναφέρεται εδώ ο Ράντεκ.
5. Ο Λ. Μάρτοφ (1873-1923) ήταν ηγέτης της αριστερής πτέρυγας των Μενσεβίκων, κεντριστής.
6. Η διάσπαση των Μπολσεβίκων και των Μενσεβίκων έγινε στο Συνέδριο του Ρωσικού Εργατικού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος του 1903 πάνω στο θέμα των όρων εγγραφής των μελών. Ο Λένιν υποστήριζε την αποδοχή της παράνομης δουλειάς ως όρο για την εγγραφή των μελών, στο οποίο αντιτάσσονταν οι Μενσεβίκοι. Αργότερα, κάποια μορφή ενότητας ή μισο-ενότητας ανάμεσα στις δυο φράξιες αποκαταστάθηκε κατά διαστήματα, ως την οριστική ρήξη το 1917.
7. Ο Ιβάν Ιβάνοβιτς Σκβορτσόφ (Στεπάνοφ, 1870-1928), ανήκε στην παλιά φρουρά των Μπολσεβίκων. Έγραψε κυρίως βιβλία για την επιστημονική θεμελίωση του αθεϊσμού.
8. Αρχικά της «Έκτακτης Επιτροπής για την Πάλη ενάντια στο Σαμποτάζ και την Αντεπανάσταση», της υπηρεσίας ασφάλειας του σοβιετικού κράτους, δημιουργημένης το Δεκέμβριο του 1917. Στα χρόνια της επανάστασης, υπό τον Τζερζίνσκι, η Τσεκά υπερασπιζόταν το νεαρό σοβιετικό κράτος από τις ποικίλες αντιδραστικές συνωμοσίες και επιβουλές. Αργότερα, ωστόσο, κάτω από την αυταρχική δικτατορία του Στάλιν, η Τσεκά και το παντοδύναμο Λαϊκό Επιτροπάτο των Εσωτερικών (Νικαβεντέ) απέκτησαν την πραγματική εξουσία, εξαπολύοντας το κύμα της τρομοκρατίας και των διωγμών.
9. Ο Ότο Μπίσμαρκ (1815-1898), γερμανός καγκελάριος, εκπλήρωσε το έργο της ενοποίησης της Γερμανίας.
10. Ο χβοστισμός, προερχόμενος ως όρος από τη ρωσική λέξη για την «ουρά», υποδηλώνει την πολιτική υπόκλισης στο αυθόρμητο, που πρέσβευαν οι αναρχικές και μικροαστικές ομάδες. Ο εμπειριοκριτικισμός ήταν ένα ιδεαλιστικό φιλοσοφικό ρεύμα, υποστηριζόμενο από την υπεραριστερή πτέρυγα των Μπολσεβίκων (Μπογκντάνοφ, Μπαζάροφ, κ.ά.) μετά την ήττα της Ρωσικής Επανάστασης του 1905-07. Θεμελιωτές του υπήρξαν ο ελβετός φιλόσοφος Αβενάριους και ο αυστριακός φυσικός Ερνστ Μαχ, καταπολεμήθηκε δε από τον Λένιν στο έργο του Υλισμός και Εμπειριοκριτικισμός (1908).
11. Ο Ράντεκ υποστήριζε τότε τη λαθεμένη άποψη της Ρόζα Λούξεμπουργκ ότι η αυτοδιάθεση των εθνών είναι αδύνατη ή αντιδραστική στην εποχή του ιμπεριαλισμού, διατυπωμένη στο άρθρο της «Το εθνικό ζήτημα και η αυτονομία». Ο Λένιν απάντησε στα επιχειρήματά της με τη μπροσούρα του «Για το Δικαίωμα Αυτοδιάθεσης των Εθνών» (βλ. στα Άπαντα, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, τόμ. 25, σελ. 257-321).
Περισσότερα ιστορικά αφιερώματα εδώ.