Μια δοξασία της οποίας οι ρίζες της κρατάνε βαθιά στους αιώνες, θέλει το χλιμίντρισμα του αλόγου που αντιστέκεται στην άμπωτη των σκοταδιών να είναι προάγγελος μεγάλου κακού.
Τα ξημερώματα της 26ης Οκτωβρίου του 1986, το «βυσσινί αλογάκι» παρέμενε καθ΄ όλη τη διάρκεια της νύχτας ανήσυχο… Για μία ακόμα φορά είχε ένα προαίσθημα, σαν εκείνα που παγώνουν το αίμα, ωστόσο κανείς δεν το αντιλήφθηκε πριν αυτό χαθεί στο ξεδίπλωμα του περιβόητου ορίζοντα, με αποτέλεσμα η ανατριχιαστική τραγωδία της Λάρισας να συνεχίσει τον καλπασμό της πιο γρήγορα και από το ίδιο…
Το αλογάκι της ΑΕΛ γνώριζε πως λίγες ώρες αργότερα θα έπεφτε και πάλι πάνω του ο μοιραίος κλήρος να ταξιδέψει, σαν άλλος φτερωτός Πήγασος, την ψυχή ενός δικού του παιδιού, του Χαράλαμπου Μπλιώνα, στη γειτονιά των αγγέλων…
Η δολοπλόκος Μοίρα θα έπαιζε και πάλι τα παιχνίδια της ακροβατώντας πάνω στο λεπτό σχοινί που χωρίζει τον θάνατο από τη ζωή και ο 29χρονος δάσκαλος από το Λουτρό Ελασσόνας, σαν μαριονέτα παραδομένη στις ορέξεις της, θα έπεφτε τραγικό θύμα μιας σειράς περίεργων συγκυριών που καιροφυλακτούν σχεδόν πάντα πίσω από μια τεράστια συμφορά…
Γιατί μερικές ιστορίες είναι τόσο άδικες που σε αναγκάζουν να ξεκινήσεις από το τέλος…
Ο Μπλιώνας είχε διοριστεί πριν από μία εβδομάδα στην Αθήνα ως καθηγητής των ΣΕΛΕΤΕ και εκμεταλλευόμενος την αργία της 28ης Οκτωβρίου, ταξίδεψε ως το Μακροχώρι, προκειμένου να επισκεφθεί τους γονείς του σε συγγενικό σπίτι, αλλά και να διευθετήσει κάποιες τελευταίες λεπτομέρειες σχετικά με τον αρραβώνα του. Ανήμερα του Αγίου Δημητρίου (26/10) κατέβηκε στη Λάρισα με ταξί, προκειμένου να πάρει το λεωφορείο της επιστροφής για την πρωτεύουσα, ωστόσο για λίγα μόλις λεπτά δεν το πρόλαβε και έπρεπε έτσι να περιμένει την επόμενη αναχώρηση η οποία ήταν προγραμματισμένη για μερικές ώρες αργότερα.
Λόγω της ημέρας, το καφενείο όπου συνήθιζε να συχνάζει ήταν άδειο και για να… σκοτώσει την ώρα του σκέφτηκε να παρακολουθήσει δια ζώσης από τις εξέδρες του Αλκαζάρ την αναμέτρηση της Λάρισας με τον ΠΑΟΚ στο πλαίσιο της 6ης αγωνιστικής της τότε Α΄ Εθνικής, παρά και το γεγονός πως αν και ενημερωμένος, δεν ασχολιόταν ιδιαίτερα με το ποδόσφαιρο.
Αυτός ήταν άλλωστε και ο λόγος που επέλεξε να καθίσει σε μια ήσυχη γωνιά δίπλα από τη «Θύρα 1» αποκομμένος από τους υπόλοιπους φίλους της ΑΕΛ, διαβάζοντας την εφημερίδα του πριν την πρώτη σέντρα. Στο γήπεδο, ωστόσο, βρίσκονταν οπαδοί και των δύο ομάδων, οι οποίες εκείνη την εποχή πρωταγωνιστούσαν, με αποτέλεσμα να μην αργήσει να δημιουργηθεί μεγάλη ένταση, η οποία δυστυχώς δεν περιορίστηκε στα συνθήματα που αντάλλασαν. 45 λεπτά έτσι περίπου πριν την έναρξη της αναμέτρησης, τρεις φωτοβολίδες εκτοξεύθηκαν από την κερκίδα των οπαδών του «Δικέφαλου», με δύο από αυτές να πέφτουν μπροστά από το απέναντι πέταλο των γηπεδούχων.
Η τρίτη ωστόσο ήταν αυτή που πραγματοποίησε πορεία… θανάτου και αφού χτυπήσει στα κάγκελα της θύρας που κάθονταν οι φίλοι της Λάρισας θα εξοστρακιστεί, χτυπώντας στο λαιμό τον Μπλιώνα.
Η εικόνα του σωριασμένου άνδρα έχοντας σφηνωμένη την αναμμένη φωτοβολίδα στην καρωτίδα σοκάρει καθώς είναι τόσο ωμή, όσο και η βία των γηπέδων της οποίας είχε μόλις πέσει θύμα. Μόλις οι υπόλοιποι οπαδοί της Λάρισας αντιλαμβάνονται το τραγικό συμβάν, πηδούν τα κάγκελα και σπεύδουν να βοηθήσουν τον άτυχο καθηγητή, όμως η ναυτική φωτοβολίδα που καίει ακόμα αποτελεί τροχοπέδη…
Σύμφωνα με ανεπιβεβαίωτες μαρτυρίες, η αστυνομία αρνήθηκε να τον μεταφέρει με το περιπολικό στο νοσοκομείο, αφού δεν υπήρχε ασθενοφόρο στο γήπεδο και όταν τελικά έφθασε, είχε ήδη χάσει τη μάχη με τη ζωή…
Ο 29χρονος Χαράλαμπος Μπλιώνας είχε φύγει για το «κλαμπ του παραδείσου» (σύμφωνα με τους χαροκαμένους οπαδούς της Λάρισας, οι οποίοι για να τον τιμήσουν προχώρησαν στην ίδρυση Τράπεζας Αίματος με την επωνυμία «ΑΕΛ-ΜΠΛΙΩΝΑΣ», ανοιχτή σε όποιον έχει ανάγκη από αίμα) όπου θα συναντούσε τους Θόδωρο Πασσιά, Γκιγιέρμο Ντάους, Δημήτρη Κουκουλίτσιο, Δημήτρη Μουσιάρη και αργότερα τους Μάκη Λυγούρα, Σταύρο Κάσα, Αντρέα Ζέρμα, Λευτέρη Μήλο, Γιώργο Μητσιμπόνα, Αντόνιο Ντε Νίγκρις και Παναγιώτη Μπαχράμη… Μια ολόκληρη ενδεκάδα με τον οπαδό της στην εξέδρα ενός γηπέδου που φωτίζει πλέον φως «αιώνιο», αφήνοντας τις σκιές τους να τριγυρνούν στο ιστορικό γήπεδο της ΑΕΛ…
Όταν από τα μεγάφωνα ακούστηκε η αναγγελία του θανάτου, οι σκηνές αλλοφροσύνης διαδέχονταν η μία την άλλη και οι φίλοι της Λάρισας κινήθηκαν εναντίον αυτών του ΠΑΟΚ, την ίδια ώρα που αρκετές μάνες έψαχναν απεγνωσμένα τα παιδιά τους, πριν η επέμβαση της αστυνομίας κατευνάσει τα πνεύματα.
Παρά το τραγικό περιστατικό, ο αγώνας δεν αναβλήθηκε, κάτι που προκάλεσε την έντονη αντίδραση της Λάρισας, η οποία ωστόσο τελικά επικράτησε με 2-1 (47΄ Ζιώγας, 83΄ Αλεξούλης – 37΄ Βασιλάκος) σε μια αναμέτρηση που πέρασε σε δεύτερη μοίρα…
Από το Λουτρό Ελασσόνας, ο 29χρονος κατέληξε σε ένα ... λουτρό αίματος και η είδηση που αντηχεί αστραπιαία στο χωριό του μοιάζει με ψέμα… Οργή και σπαραγμός τόσο από την οικογένειά του, όσο και από τη φίλαθλη κοινή γνώμη και το ελληνικό ποδόσφαιρό…
«Αυτά δεν ξεχνιούνται. Ήμουν στα Φάρσαλα με τη γυναίκα μου, γιατί δούλευα στα βαμβάκια. Με τα παιδιά που δούλευα εκεί ακούγαμε σε ένα ραδιοφωνάκι τα όσα είχαν συμβεί στο γήπεδο το μεσημέρι. Στην αρχή το όνομα δεν το είπαν σωστά. Έλεγαν Μηλιώνας και δεν έδωσα σημασία ιδιαίτερη καθώς ήμουν και πιο πίσω, μακριά από το ραδιοφωνάκι. Στη συνέχεια όμως διευκρίνισαν τα στοιχεία και δεν το πίστευα. Ήξερα πως ήταν στη Λάρισα. Αμέσως έφυγα με έναν ξάδελφό μου και πήγα στο νοσοκομείο. Με ρώτησε μάλιστα «έχεις κουράγιο να μπεις στο νεκροτομείο;» και του απάντησα πως φυσικά και έχω. Μπήκα και εκείνο που θυμάμαι είναι πως τον είχαν σε ένα σημείο γυμνό και επικρατούσε μια ακαταστασία που με ενόχλησε. Δεν μπορώ να στο εξηγήσω… Τον πήραμε και πήγαμε στο χωριό», θα αποκαλύψει σε συνέντευξή του αργότερα ο αδερφός του, Αντώνης.
Ο Μπλιώνας ωστόσο δεν ήταν το μόνο θύμα εκείνης της ιστορίας. Ο 19χρονος τότε Βασίλης Θεοδωρίδης συνελήφθη ως ύποπτος για την εκτόξευση της μοιραίας φωτοβολίδας και αν ο ίδιος επέμενε μέχρι τέλους πως ήταν ο λάθος άνθρωπος στη λάθος θέση, τη λάθος στιγμή, καταδικάστηκε αρχικά σε δεκαετή κάθειρξη, η οποία αργότερα έπεσε στα 2,5 χρόνια, για να αποφυλακιστεί τελικά μετά από ενάμισι, καταδικασμένος να ζει για το υπόλοιπο της ζωής του, δακτυλοδεικτούμενος μέσα σε ένα καχύποπτο κοινωνικό περιβάλλον. Ο 44χρονος σήμερα Βασίλης ζει ήσυχα με την οικογένειά του μακριά από το ποδόσφαιρο και τα γήπεδα, ωστόσο η ιστορία αυτή εξακολουθεί να στοιχειώνει τόσο τον ίδιο, όσο και τους δικούς του ανθρώπους που τον πίστεψαν από την πρώτη στιγμή. 25 χρόνια μετά κανείς δεν είναι σε ακόμα σε θέση να πει με απόλυτη σιγουριά πως ήταν αυτός ο δολοφόνος…
Τα… απόνερα, όμως, εκείνης της θλιβερής ιστορίας έπνιξαν και συνεχίζουν να απειλούν όλους εκείνους που έμειναν πίσω… Η μητέρα του Μπλιώνα έπεσε αμέσως σε κατάθλιψη και κατέληξε λίγο αργότερα χωρίς την παραμικρή υποστήριξη εκτός οικογενείας όπως και ο πατέρας λίγα χρόνια μετά.
«Θα σου πω κάτι. Κάθε φορά που ακούω ότι γίνονται φασαρίες στα γήπεδα μου ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι. Τρελαίνομαι. Τα παιδιά μου ούτε απ΄ έξω να περάσουν» θα συμπληρώσει ο αδερφός του, Αντώνης, για να προσθέσει η γυναίκα του που εκείνη την περίοδο μεγάλωνε τέσσερα παιδιά σε μια έκρηξη οργής: «Να ξέρεις και κάτι. Μεγάλη σημασία έχει πως εκείνον που έριξε τη φωτοβολίδα, τον υποστήριξε η ομάδα του. Τον έκρυβαν συνεχώς από το δικαστήριο. Έβαλαν δικηγόρους, πλήρωσαν γι΄ αυτόν και βγήκε από τη φυλακή αργότερα. Η ΑΕΛ τότε δεν πρόσφερε κάτι. Ούτε δικηγόρο ρε παιδί μου. Ο μόνος που έδειξε πραγματικό ενδιαφέρον ήταν ο Γκμοχ. Ίσως γιατί ήταν από το εξωτερικό και όλο αυτό του φάνηκε εξωπραγματικό».
Τραγική ειρωνεία, ο γιος τους και ανιψιός του αδικοχαμένου Χαράλαμπου, Παναγιώτης, αστυνομικός στο επάγγελμα, βρίσκεται στην «Τούμπα» στα περισσότερα εντός έδρας παιχνίδια του ΠΑΟΚ εκτελώντας την υπηρεσία του…
Η κάθαρση ήταν αναπόσπαστο κομμάτι της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας… Τι και αν ωστόσο η θυσία έγινε με τον Χαράλαμπο Μπλιώνα, η λύτρωση του ελληνικού ποδοσφαίρου όχι μόνο δεν λαμπύρισε ποτέ στον αχανή ορίζοντα, αλλά ακολούθησαν και άλλες… Η ιστορία του καθηγητή δεν δίδαξε... Κύκλοι αίματος που όχι μόνο δεν κλείνουν, αλλά η διάμετρός τους μεγαλώνει ανατριχιαστικά…
«Το κορίτσι τρέχει, τρέχει με όλες του τις δυνάμεις. Η Λάρισα είναι ακίνητη, έρημη και σκοτεινή. Το κορίτσι, τρέχει, τρέχει∙ ολοένα γρήγορα, Θα ήθελε να ξαναπιάσει τον χρόνο. Είναι αδύνατο, το ξέρει. Δάκρυα κυλούν πάνω στη μύτη της και μπαίνουν στο μισάνοιχτο στόμα της. Το κορίτσι τρέχει, τρέχει∙ πιο αργά, λαχανιασμένα. Ο Χαράλαμπος Μπλιώνας πέθανε, είναι σκοτάδι» Με αγάπη, Βέτα
Περισσότερα αφιερώματα εδώ.
Περισσότερα αφιερώματα εδώ.