«Η νύχτα ανασηκώθηκε σαν πατημένη οχιά»*. Το πρωί της 28ης Οκτωβρίου 1940 στις 6 το πρωί ηχούν οι σειρήνες της αντιαεροπορικής άμυνας. Ο κόσμος δεν ήξερε τι είχε προηγηθεί στις 3 το πρωί στο σπίτι του πρωθυπουργού Ιωάννη Μεταξά και στο υπουργικό συμβούλιο που ακολούθησε.
Το «Όχι» του Μεταξά στους Ιταλούς σημαίνει για τον τόπο μας, που δεν προλαβαίνει να ηρεμήσει, νέες περιπέτειες.
Πόλεμος!
Και όμως όσο γίνεται γνωστή η είδηση τόσο μεγαλύτερη η ευφορία.
Συμβαίνουν παράξενα πράγματα σ’ αυτή τη χώρα, τόσο παράξενα που προκαλούν τον θαυμασμό της διεθνούς κοινότητας. Ακόμη και η Τουρκία πανηγυρίζει «Ζήτω η Ελλάς» και «Είμαστε υπερήφανοι διότι συνδεόμεθα δια συμμαχίας με ένα τέτοιο έθνος» Ικδάμ, 29 Οκτωβρίου. «Αλησμόνητον δια όλον τον κόσμο παράδειγμα γενναιότητας» Βακή, 29 Οκτωβρίου**
Αυτά στα λόγια. Στην πράξη το πρώτο πολεμικό ανακοινωθέν αναφέρει:
«Αι ιταλικαί στρατιωτικαί δυνάμεις προσβάλλουν από τις 5:30 σήμερον τα ημέτερα τμήματα προκαλύψεως της ελληνοαλβανικής μεθορίου. Αι ημέτεραι δυνάμεις αμύνονται του πατρίου εδάφους».
«Στις 28 Οκτωβρίου βρισκόμαστε στα Γρεβενά. Είμαστε στο δάσος και έρχεται ο κοινοτάρχης και μας λέει πως οι Ιταλοί μας κήρυξαν τον πόλεμο, μας το επιβεβαιώνουν και οι αξιωματικοί μας. Βρισκόμαστε σε επιφυλακή και αναμένουμε περαιτέρω εντολές. Είμαστε έτοιμοι για μάχη. Φωνάζουμε και βρίζουμε. “Τους άτιμους τους Ιταλούς θα τους δείξουμε εμείς, θα τους σφάξουμε”. Έχουμε ένα μίσος μέσα μας που δεν μπορεί να περιγραφεί. Ανυπομονούμε να κινήσουμε για το μέτωπο. Το ηθικό είναι ακμαιότατο» λέει στη ΗuffPost Greece ο 96χρονος σήμερα Στέλιος Γιώτας, στρατιώτης τότε στο 2ο λόχο του 1ου τάγματος στο 4ο Σύνταγμα Πεζικού, που είχε την έδρα του στη Λάρισα.
Δίπλα στον Διάκο
Διοικητής του 2ου Λόχου του 4ου Συντάγματος Πεζικού ορίζεται ο ανθυπολοχαγός Αλέξανδρος Διάκος με καταγωγή από τα ιταλοκρατούμενα Δωδεκάνησα και συγκεκριμένα από τη Χάλκη.
«Είχαμε συνδεθεί με τον Διάκο, φίλοι σε μια μέρα» λέει ο κ. Στέλιος Γιώτας κλείνοντας τα μάτια σαν να θέλει να θυμηθεί, ίσως και να ξεχάσει. Σιωπά για λίγο και συνεχίζει: «Ξέρεις τι καλό παιδί, τι παλικάρι ήταν! Μας έλεγε πως, όταν πήγαινε στο Γυμνάσιο σε μια επέτειο της 25ης Μαρτίου, κατέβασε την ιταλική σημαία που κυμάτιζε στο προαύλιο του σχολείου του και ύψωσε την ελληνική. Ήταν λεβέντης. Ο Διάκος!…» .
«Είχαμε συνδεθεί με τον Διάκο, φίλοι σε μια μέρα» λέει ο κ. Στέλιος Γιώτας κλείνοντας τα μάτια σαν να θέλει να θυμηθεί, ίσως και να ξεχάσει. Σιωπά για λίγο και συνεχίζει: «Ξέρεις τι καλό παιδί, τι παλικάρι ήταν! Μας έλεγε πως, όταν πήγαινε στο Γυμνάσιο σε μια επέτειο της 25ης Μαρτίου, κατέβασε την ιταλική σημαία που κυμάτιζε στο προαύλιο του σχολείου του και ύψωσε την ελληνική. Ήταν λεβέντης. Ο Διάκος!…» .
Ο 96χρονος βετεράνος μας κοιτά αλλά είναι σαν να μην υπάρχουμε, το μυαλό του έχει μεταφερθεί αλλού είναι ξανά δίπλα στον Διάκο αυτή τη φορά σιγοψιθυρίζει κάποιες λέξεις: «Στην Τσούκα, εκεί, στον Αη Λιά...» .
«Δώσαμε σκληρή μάχη εκεί», επανέρχεται με στεντόρια φωνή αυτή τη φορά. Θυμάται πράγματα που ίσως δεν πρέπει.
«Δώσαμε σκληρή μάχη εκεί», επανέρχεται με στεντόρια φωνή αυτή τη φορά. Θυμάται πράγματα που ίσως δεν πρέπει.
«Είχαμε συνδεθεί με τον Διάκο, φίλοι σε μια μέρα (...) «Ξέρεις τι καλό παιδί, τι παλικάρι ήταν!»
«Τζούλια»
Εν τω μεταξύ οι μάχες βρίσκονται σε πλήρη εξέλιξη από τις 28 Οκτωβρίου όταν στις 4 τα ξημερώματα η επίλεκτη μεραρχία των Ιταλών αλπινιστών Τζούλια άρχισε στις απόκρημνες βουνοκορφές της βόρειας Πίνδου την επίθεσή της εναντίον της χώρας μας, προκειμένου να προελάσει γρήγορα προς τα Γιάννενα. Όμως η αντίσταση είναι λυσσαλέα.
Δύο χιλιάδες άνδρες υπό τον συνταγματάρχη Δαβάκη, εναντίον 11.000 Ιταλών υπό τον διοικητή της υποστράτηγο Τζιρότι.
Εάν η άμυνα σπάσει, ο πόλεμος μέχρι τον Νοέμβριο θα έχει τελειώσει.
Οι μάχες είναι σκληρές και κρατούν για 48 ώρες, ωστόσο η ελληνική αντίσταση κάμπτεται.
Στην περιοχή φτάνει ο στρατηγός Βραχνός, ηρωική μορφή, είναι αποφασισμένος για όλα. Δεν θα αμυνθεί. Την 1η Νοεμβρίου περνάει στην επίθεση με ότι μέσο έχει. Στόχος του να χτυπήσει τις πλαγιοφυλακές των Ιταλών.
«Φωτιά ή μαχαίρι. Κακό θα ανάψει εδώ. Ο Θεός τους μύριζε μπαρούτι και μουλαροτόματο»****
Η πρώτη νίκη των Ελλήνων στην Πίνδο είναι γεγονός. Άνδρες που τρέχουν για να λογχίσουν τον εχθρό, χειροβομβίδες που εκρηγνύονται, τραυματίες που πέφτουν και παλεύουν να σηκωθούν για να συνεχίσουν να πολεμούν. Σημειώνονται πράξεις απαράμιλου ηρωισμού βαπτισμένες σε ελληνικό και ιταλικό αίμα.
Κατά την αντεπίθεση της 1ης Νοεμβρίου, επιτυγχάνεται η η ανακατάληψη της Γραμμής «Γύφτıσσα - Οξυά», συλλαμβάνονται τρεις Ιταλοί αξıωματıκοί καı δıακόσıοı είκοσı δύο οπλίτες, περιέρχονται δε στα ελληνıκά τμήματα 140 κτήνη καı αρκετά εφόδıα, αλλά εκεί αφήνει την τελευταία του πνοή καı ο πρώτος Έλληνας αξıωματıκός του πολέμου, ο Υπολοχαγός Αλέξανδρος Δıάκος.
«Κύριε υπολοχαγέ πέσε κάτω»
«Κύριε υπολοχαγέ πέσε κάτω»
«Δώσαμε μάχες εκ του συστάδην από την πρώτη μέρα. Δώσαμε τόσες μάχες, που δεν τις θυμάμαι» λέει ο κ. Γιώτας.
Η μάχη στη Φούρκα – Τσούρκα είναι εξίσου σκληρή με τις προηγούμενες που δίνουν ο Δαβάκης και ο Βραχνός, οι στιγμές είναι συγκλονιστικές γι' αυτούς που τις ζουν.
«Κύριε υπολοχαγέ πέσε κάτω, πέσε κάτω... Δεν πρόλαβα, μια ριπή τον πήρε κι έπεσε επάνω μου»
Ο υπολοχαγός Διάκος έχει πάρει το δρόμο που ανεβάζει από τη Ζούζουλη στη Τσούκα, μετά από μισή ώρα περπάτημα μέσα από δασώδη περιοχή και περνώντας από ρεματιές φτάνει με τους άνδρες του στη Φούρκα εκεί σ' ένα εικονοστάσι κατασκηνώνει. Μέρος του λόχου είναι στη ρεματιά. Το κρύο και η υγρασία τους πιρουνιάζει, ο ύπνος τους έχει γυρίσει την πλάτη. Δεν περνάει πολλή ώρα και ακούγονται τουφεκιές. Οι Ιταλοί.
Ήταν 1 Νοεμβρίου 1940. Νεκρός μαζί με τον 29χρονο Αλέξανδρο Διάκο ο Λευτέρης Ντάσκας
Ο Διάκος διατάζει τους άνδρες του να ανοίξουν πυρ. Έπειτα από λίγο, σαν να ήταν απλά μια μπόρα που πέρασε οι πυροβολισμοί σταματούν. Η σιωπή της νύχτας έχει και πάλι τον πρώτο λόγο. Όμως αυτό δεν κρατάει για πολύ. Τα ιταλικά πολυβόλα αρχίζουν πάλι. Ο Διάκος διατάσσει «εφ' όπλου λόγχη» ξεκινάει η μάχη. Μπροστά ο Διάκος πίσω οι στρατιώτες του. Πυροβολισμοί, χειροβομβίδες, ουρλιαχτά. Η Τσούκα είναι στα χέρια των Ελλήνων και πρέπει να παραμείνει, εάν πέσει οι προσπάθειες του Δαβάκη θα αποτύχουν γιατί δεν θα μπορεί να προχωρήσει. Όμως οι εχθροί αντεπιτίθενται και φτάνουν στους πρόποδες. Νέα αντεπίθεση από τον Διάκο, πάλι στα χέρια των Ελλήνων η Τσούκα. Τίποτα δεν έχει τελειώσει. Το πυροβολικό των Ιταλών αναγκάζει τον 2ο λόχο να υποχωρήσει για να ανασυνταχθεί.
Ο Διάκος ετοιμάζει νέα επίθεση. Δεν δέχεται την ήττα.
«Ήμασταν πρηνηδόν και ο Διάκος σηκώνεται με το πιστόλι στο χέρι και πυροβολεί, είναι εκτεθειμένος στα πυρά των αντιπάλων, τον ακούω να ζητάει από τον ιπποκόμο του “βρε Ιάκωβε δώσε μου το μάνλιχερ” την ώρα που το παίρνει εγώ του φωνάζω «Κύριε υπολοχαγέ πέσε κάτω, πέσε κάτω... Δεν πρόλαβα, μια ριπή τον πήρε κι έπεσε επάνω μου» θυμάται ο κ. Γιώτας και δαγκώνει τα χείλια του. Ήταν 1 Νοεμβρίου 1940. Νεκρός μαζί με τον 29χρονο Αλέξανδρο Διάκο, το πρωτοπαλίκαρό του ο Λευτέρης Ντάσκας, έφεδρος ανθυπολοχαγός.
Οι Ιταλοί χάρηκαν μόνο για λίγο τη νίκη τους. O Δαβάκης την επομένη κατέλαβε τη Φούρκα.
Ο στρατηγός Βραχνός σε γράμμα που έστειλε στην οικογένειά του περιγράφει τον ηρωισμό του Διάκου:
«Το θάρρος, η ευψυχία και η τόλμη του ήρωος Δωδεκανησίου Διάκου φέρει τους άνδρας του λόχου του προ του σημείου τούτου και την στιγμήν κατά την οποίαν εφώναξεν με όλη την δύναμην της ψυχής του "επάνω τους και τους φάγαμε", πίπτει σαν πραγματικός ήρως επί του πεδίου της τιμής επί του πεδίου της νίκης».
«Άλλος ήταν ο εχθρός όχι οι Ιταλοί»
«Από την πρώτη ημέρα που ξεκινήσαμε για το μέτωπο είχαμε να αντιμετωπίσουμε τον καιρό. Στην αρχή έβρεχε. Βροχή, όχι αστεία, όλη επάνω μας...πω πω πω...» μας περιγράφει ο κ. Γιώτας και μας μιλάει για το κρύο, το αβάσταχτο κρύο και τα χιόνια που ακολούθησαν.
«Μια μέρα ζαλισμένος και κουρασμένος όπως ήμουν από κάποια μάχη, είχα χάσει τη σκηνή μου και όλο μου τον εξοπλισμό κατά τη διάρκεια ενός βομβαρδισμού, πήγα και χώθηκα σε μια σπηλιά και όπως έπεσα με πήρε αμέσως ο ύπνος. Σαν ξύπνησα είδα τις αρβύλες μου γεμάτες μέχρι επάνω με νερό. Ευτυχώς που δεν υπήρξε μάχη εκείνη την ημέρα και με έκαναν σκηνοφύλακα» μας αφηγείται.
«Μετά τη λάσπη, ήταν το χιόνι. Αλλά το κρύο δεν υποφερόταν. Μια μέρα μίλησα σ΄έναν συνάδελφό μου αλλά δεν μου αποκρίθηκε. Τον κούνησα αλλά είχε παγώσει. Πέθανε από την παγωνιά, έμοιαζε ζωντανός» μας λέει και προσθέτει πως τα κρυοπαγήματα ήταν ο υπ΄αριθμόν ένας κίνδυνος. «Έκανα χρόνια να νιώσω τα δάκτυλα των ποδιών μου και των χεριών μου».
«Όσο περνούσε ο καιρός τα πράγματα δυσκόλευαν, μάχες, κούραση, κρύο, πείνα, πολλή πείνα» συνεχίζει να αφηγείται ο 96χρονος βετεράνος του ελληνοαλβανικού μετώπου.
«Όταν μας επισκέφθηκε ο στρατηγός Βασίλειος Βραχνός και είδε πως ήμασταν είπε: “Αυτός είναι ο πόλεμος, δεν είναι οι σφαίρες. Οι σφαίρες πάνε στο γάμο του Καραγκιόζη, πετούν γύρω μας. Αλλά ο πόλεμος είναι αυτός, οι κακουχίες!”Είχε δίκιο. Δεν μας ένοιαζαν οι σφαίρες».
«Με έσωσαν οι ψείρες»
«Και τι δεν πέρασα! Μια μέρα ήμουν σκυμμένος και έσπαγα τις ψείρες από τα πόδια μου, μας έπιναν το αίμα, φοβερή η φαγούρα, τότε δεχθήκαμε ένα βομβαρδισμό και όπως ήμουν εκεί με κάλυψε το χιόνι και το χώμα, έχασα τις αισθήσεις μου. Κάποια στιγμή, μές τη ζαλάδα μου σκεφτόμουν: “Είμαι νεκρός ή ζωντανός;” όμως, είπα μέσα μου πως από τη στιγμή που κάνω τέτοιους συλλογισμούς είμαι ζωντανός. Επίσης, ένιωσα στο πόδι μου μια υγρασία, σκέφτηκα πως πρέπει να αιμορραγώ και χάρηκα γιατί θα με έστελναν στο νοσοκομείο, θα γύριζα πίσω. Όλοι το ευχόμασταν αυτό. Όπως και να έχει, δεν τραυματίστηκα, γλίτωσα γιατί ήμουν σκυμμένος, με έσωσαν οι ψείρες, δυστυχώς όμως το παλικάρι που ήταν κοντά μου και όρθιο σκοτώθηκε, έβγαζε αίμα από τη μύτη και το στόμα. Άσχημο θέαμα» βρίσκει το κουράγιο και μας διηγείται ο κ. Γιώτας.
Ο φόβος; Ρωτάμε να μας πει για τον φόβο, εάν προσευχόταν, πως αντιμετώπιζε όλη αυτή την κόλαση.
«Δεν μας εγκατέλειψε ο Θεός. Είχα και το φυλαχτό της μανούλας μου» λέει και δείχνει να το ψάχνει πάλι στη φανέλα του που κάποτε το είχε καρφιτσωμένο. Όσο για το φόβο, υπήρχαν στιγμές, αλλά όπως τονίζει μόλις πάρεις το βάπτισμα του πυρός όλα αλλάζουν.
«Όρμησε μόνος του με την ξιφολόγχη και τρύπαγε τον έναν Ιταλό μετά τον άλλο»
Ο κ. Γιώτας δεν ξεχνάει τις μάχες στη Τρεμπεσίνα, στο όρος που βρίσκεται πάνω από την κοιλάδα του Αώου ποταμού. Η νίκη που επιτυγχάνεται διασφαλίζει τον έλεγχο της αμαξιτής οδού Κλεισούρας – Τεπελενίου.
Μάχες εκ του συστάδην, μάχες σώμα με σώμα, από την Τρεμπεσίνα στο Χάνι του Μπαλαβάνη.
Μένει στο μέτωπο μέχρι τέλους, προλαβαίνει και την εαρινή επίθεση των Ιταλών (9 -24 Μαρτίου) την οποία παρακολουθούσε ο ίδιος ο Ιταλός δικτάτορας Μουσολίνι. Αναφέρει σκληρές μάχες για τις καταλήψεις υψωμάτων με τριψήφια ή τετραψήφια νούμερα που κερδήθηκαν χάρη στο θάνατο χιλιάδων. Τα κόκαλα των πεσόντων είναι ακόμη εκεί, σε αυτές τις πλαγιές, σπαρμένα και ξεχασμένα. Η πολιτεία ακόμη δεν έχει μεριμνήσει για τα οστά των τουλάχιστον 8.000 Ελλήνων στρατιωτών έπεσαν σε εκείνες τις πλαγιές.
«Φτάσαμε μέσα στην Αλβανία τους κυνηγούσαμε τους Ιταλούς και έτρεχαν. Πολλοί ήταν αυτοί που δεν ήθελαν να πολεμήσουν και παραδίνονταν. Όμως αυτοί οι μελανοχίτωνες ήταν σκυλιά, πολεμούσαν με λύσσα» λέει και γουρλώνει τα μάτια, σφίγγει τα δόντια, τους έχει ακόμη άχτι.
«Το πυροβολικό μας έκανε όλη τη δουλειά. Τους σφυροκοπούσε και μετά μπαίναμε εμείς. Τους κυνηγούσαμε αλλά έφευγαν, κάποιοι παραδίνονταν. Θυμάμαι μετά από έναν βομβαρδισμό ξεκινήσαμε την επίθεση και αυτό που είδα ήταν τρομερό. Το πυροβολικό μας είχε προκαλέσει τρομακτικές απώλειες μεταξύ των Ιταλών. Τους έβλεπα νεκρούς, ο ένας επάνω στον άλλο, στοίβα, ανατρίχιασα... Η φωτιά του πολέμου» θυμάται και όπως λέει ο πόλεμος σε αγριεύει.
«Εγώ που δεν μπορούσα να σκοτώσω ούτε μυρμήγκι, που έβλεπα αίμα και ζαλιζόμουν, είχα γίνει ένα αγρίμι, ένα θηρίο...θυμάμαι έναν έφεδρο τόσο δα κοντό – λέει και δείχνει με την παλάμη του- που όρμησε μέσα στην μάχη και άρχισε με την ξιφολόγχη να τρυπάει τον ένα Ιταλό μετά τον άλλο. Τον είδαμε και αρχικά σαστίσαμε μετά όμως πήραμε θάρρος και ορμήσαμε και εμείς.Ο σώζων εαυτόν σωθήτω. Αλλάξαμε, γίναμε άλλοι άνθρωποι» εξομολογείται ο κ. Γιώτας και συνεχίζει: «Δεν ήξερες τι θα συνέβαινε το επόμενο λεπτό. Μιλούσες με τον διπλανό σου και λίγο μετά έπεφτε νεκρός από σφαίρα και εσύ συνέχιζες να προχωράς μπροστά».
Η εισβολή των Γερμανών στην Ελλάδα στις 6 Απριλίου έχει σαν αποτέλεσμα τη συνθηκολόγηση και την απόσυρση των ελληνικών στρατευμάτων.
«Αρχικά μας έστειλαν να κρατήσουμε τους Γερμανούς στην Ερσέκα. Όμως κρατιούνται οι Γερμανοί; Αυτοί χορτάτοι και οπλισμένοι εμείς νηστικοί και ξυπόλητοι» λέει.
«Μέχρι πρότινος τρώγαμε μόνο καλαμπόκι, εάν βρίσκαμε και για νερό λιώναμε χιόνι» λέει ο κ. Γιώτας και συνεχίζει: «Προς το τέλος, όταν είχαμε διαλύσει τους Ιταλούς, ήρθε ένας νέος λοχαγός. Φρέσκος, πλυμένος με καινούργια στολή, άσπρος σαν το γάλα. Αυτός ο λοχαγίσκος ήθελε δόξα, χρειαζόταν ένα παράσημο και παρά τις αντίθετες εντολές διέταξε μια αναίτια επίθεση. Υπακούσαμε και για καλή μου τύχη έπιασα αιχμάλωτο έναν Ιταλό και του πήρα τις αρβύλες. Του είπα ότι θα πάει στην Αθήνα και θα είναι εντάξει, εγώ όμως είχα τρύπιες αρβύλες, τα δάχτυλα έβγαιναν έξω. Ο σιτιστής είχε άρβυλα αλλά δεν μου έδινε, μια φορά ζητήσαμε ένα δαδάκι για να ανάψουμε φωτιά, ένα δαδάκι, αλλά δεν μας έδωσε».
«Εγώ που οδοιπόρησα με τους ποιμένες της Πρεμετής»
Αναπόφευκτα, από αυτή την ιστορία, προκύπτουν συνειρμοί για τις αδικίες που ποτέ δεν διορθώνονται σε αυτόν τον τόπο.
Αναπόφευκτα, από αυτή την ιστορία, προκύπτουν συνειρμοί για τις αδικίες που ποτέ δεν διορθώνονται σε αυτόν τον τόπο.
Γράφει ο Οδυσσέας Ελύτης στα Ανοιχτά Χαρτιά για τον μεγάλο μας ποιητή, τον Γιώργο Σαραντάρη*****.
«Θέλω αυτή τη στιγμή απροκάλυπτα να καταγγείλω το επιστρατευτικό σύστημα που επικρατούσε την εποχή εκείνη και που, δεν ξέρω πώς, κατάφερε να κρατήσει όλα τα χοντρόπετσα θηρία των αθηναϊκών ζαχαροπλαστείων στα Γραφεία και στις Επιμελητείες και να ξαποστείλει στην πρώτη γραμμή το πιο αγνό και ανυπεράσπιστο πλάσμα. Έναν εύθραυστο διανοούμενο που μόλις στεκότανε στα πόδια του, που όμως είχε προφτάσει να κάνει τις πιο πρωτότυπες και γεμάτες από αγάπη σκέψεις για την Ελλάδα και το μέλλον της. Ήταν σχεδόν μια δολοφονία. Διπλωματούχος ιταλικού πανεπιστημίου - ο μόνος ίσως σε ολόκληρο το στράτευμα-, θα μπορούσε να ΄ναι περιζήτητος σε οποιαδήποτε από τις Υπηρεσίες που είχαν αναλάβει την αντικατασκοπεία, ή την ανάκριση των αιχμαλώτων. Αλλά όχι. Έπρεπε να φορτωθεί το γυλιό και τον οπλισμό των τριάντα οκάδων, για να χαθεί παραπατώντας μες στα χιονισμένα φαράγγια ένας ακόμη ποιητής, ένας ακόμη αθώος στο δρόμο του μαρτυρίου».
Και συνεχίζει ο Ελύτης: «Φαίνεται ότι (ο Σαραντάρης) πέρασε φρικτές ώρες. Τα χοντρά μυωπικά του γυαλιά, που χωρίς αυτά δεν μπορούσε να κάνει βήμα, τά 'χασε μέσα στην παραζάλη. Φώναζε “βοήθεια” στους άλλους φαντάρους , αυτός ο Χριστιανός φώναζε “αδέλφια” και τ' “αδέλφια” τον κοροϊδεύανε, τα πιο αδίστακτα βαλθήκανε κιόλας να του κλέβουνε κουβέρτες, μάλλινα, οτιδήποτε χρήσιμο μπορούσε ο δόλιος να κουβαλεί. Απόμεινε σαν το κατατρεγμένο πουλί μέσα στην παγωνιά. Χωρίς να βαρυγκομήσει. Χωρίς να ξεστομίσει έναν πικρό λόγο. Περήφανος, μ' ένα σώμα ελάχιστο και μια μεγάλη ψυχή, που τον κράτησε όσο που να τραγουδήσει ακόμη λίγο:
«Εγώ που οδοιπόρησα με τους ποιμένες της Πρεμετής» κι ύστερα ν' ανεβεί “στους τόπους που αγγέλλουν τον ουρανό και συνομιλούν με τον ήλιο”.«Έτσι πέθανε ένας Έλληνας ποιητής, όταν οι συνάδελφοί του στη Δύση βλαστημούσανε το Θεό κι εμπιστεύονταν στη μαριχουάνα. Έπρεπε να το διαφυλάξουμε αυτό, να το κάνουμε σύμβολό μας και κουράγιο μας, τώρα που άρχιζαν άλλα δεινά, η πείνα, η κλούβα, οι εκτελέσεις στον τοίχο» καταλήγει ο Ελύτης.
Σε έναν στίχο του ο Σαραντάρης, παιδί της γενιάς του 30, γράφει, ενώ είναι στο μέτωπο, «Εγώ που οδοιπόρησα/ Με τους ποιμένες της Πρεμετής/ Είχα τα μάτια μου/ Παντοτεινά στραμμένα/ Στο εωθινό σου πρόσωπο…». Πεθαίνει στην Αθήνα στις 25 Φεβρουαρίου του 1941 από τύφο.
Η επιστροφή
Με την εισβολή των Γερμανών ο πόλεμος τελειώνει για τον κ. Γιώτα και όμως στην αφήγησή του δεν φαίνεται ανακούφιση αλλά ξεφυσά γιατί όπως λέει η περιπέτειά του δεν έχει τέλος.
«Ξεκινάμε για να ανεβούμε τον Μοράβα και να βγούμε στο ελληνικό έδαφος. Έχουμε ξεκόψει από την υπόλοιπη ομάδα. Ένας από εμάς έχει πυξίδα και λέει πως πρέπει να πάμε νοτιανατολικά. Όμως ήμασταν τόσο εξαντλημένοι και πέσαμε να κοιμηθούμε. Κοιμάσαι όμως στο χιόνι; Μας σκέπασε, πέσαμε σε λήθαργο, που να ξυπνήσεις μέσα στο χιόνι. Κάποια στιγμή κατάφερα να σηκωθώ και διαπιστώνω έντρομος ότι είμαι μόνος μου. Είμαι μέσα στο δάσος και όλα γύρω μου είναι άσπρα. Δεν έβλεπα κανέναν και τρομοκρατήθηκα. Άρχισα να φωνάζω, τότε ορισμένοι από τους συντρόφους μου με άκουσαν και ανασηκώθηκαν. Τους είχε σκεπάσει το χιόνι και δεν φαινόντουσαν. Όμως οι υπόλοιποι συμπεριλαμβανομένου και εκείνου που είχε την πυξίδα, μας είχαν εγκαταλείψει. Μας άφησαν τα κτήνη... Γιατί το έκαναν αυτό;» διερωτάται με πραγματική πίκρα στο βλέμμα του έπειτα από τόσα χρόνια.
Τότε ξεκινάει μια οδύσσεια, όπως αφηγείται αποφασίζουν να ανέβουν στην κορυφή πιστεύοντας ότι κάπου θα βγουν.
«Σκαρφαλώναμε και το χιόνι με τα σάπια φύλλα από κάτω μας έκανε την πορεία κόλαση. Φτάναμε μέχρι ένα σημείο και μετά γλιστράγαμε και πέφταμε και πάλι από την αρχή. Πιανόμασταν από τα δέντρα και σιγά – σιγά τα καταφέραμε. Δεν είχαμε ανάσα, στ΄αλήθεια δεν μπορούσαμε να αναπνεύσουμε, προσπαθούσαμε να πάρουμε ανάσα να βάλουμε οξυγόνο στα πνευμόνια μας».
Σε ελληνικό έδαφος - Η πρώτη επαφή με τους Γερμανούς
«Είχαμε περάσει πλέον στην ελληνική επικράτεια. Μαθαίνουμε τα νέα με τους Γερμανούς και προχωρούμε πρέπει να γυρίσουμε στον τόπο μας. Εγώ στην Αθήνα. Ένα από τα πρώτα πράγματα που κάνω είναι να διαλύσω το όπλο μου. Το έσπασα και πέταξα τα κομμάτια δεξιά και αριστερά. Τα όπλα δεν τα παραδίνουμε» λέει με αυστηρή φωνή.
Η πορεία του με τους τρεις ή τέσσερις συντρόφους του συνεχίζεται και κάποια στιγμή φτάνουν στην Καστοριά, όπου έρχεται αντιμέτωπος με κάτι που δεν περίμενε.
«Όταν φτάσαμε στην πλατεία, όλες οι ταβέρνες, τραπέζια μέχρι έξω, είναι γεμάτες με Γερμανούς. Δεν θυμάμαι εάν ήταν κάποια γιορτή, αλλά γλεντούσαν και έτρωγαν. Στην αρχή σαστίσαμε, φορούσαμε τις στολές μας, αλλά γρήγορα τους είπα “θάρρος τι έχουμε να χάσουμε” και ξεκινήσαμε προς το μέρος τους. Ένας από αυτούς, (τους Γερμανούς) αντιλήφθηκε την παρουσία μας και μας φώναξε στο τραπέζι του. “Come” μας διέταξε. Πράγματι όταν φτάσαμε κοντά του όλοι οι Γερμανοί στο τραπέζι σηκώθηκαν, ελατήριο όλοι τους και μας χαιρέτησαν. Μας κάθισαν μαζί τους και μας κέρασαν φαγητό. Μέχρι σήμερα μου κάνει εντύπωση πως συνεννοηθήκαμε, αφού δεν μίλαγε ο ένας τη γλώσσα του άλλου. Όμως στο λακριντί που κάναμε καταλαβαίναμε τα πάντα. Ήξεραν τα πάντα για τις επιθέσεις των Ιταλών και την αντίσταση που δείξαμε. Εξέφρασαν το θαυμασμό τους. Εκείνη την μέρα μας κέρασαν το φαΐ και την επομένη μας πήραν μαζί τους με τα αυτοκίνητα. Μας άφησαν στο Δαδί. Από εκεί συνεχίσαμε μόνοι μας».
Κάπου εδώ τελειώνει η αφήγηση του κ. Γιώτα, αν και έχει πολλά να πει, 96 χρόνια ζωής είναι μακρά πορεία. Του κάνουμε μια προκλητική ερώτηση, εάν άξιζε όλο αυτό το αίμα που χύθηκε.
«Όχι», μας λέει έπειτα από λίγα δευτερόλεπτα σκέψης. «Μας χρησιμοποίησαν».
Συνεχίζε να μας μιλάει, με πίκρα για όσα ακολούθησαν στην πορεία του τόπου. Όμως το χρέος του το έκανε. Μαχητής μέχρι σήμερα. Πατέρας, με απώλειες μεταξύ της οικογένειάς του. Έμαθε να ισορροπεί στις πίκρες και στη χαρά. Έχει εγγόνια και δισέγγονα και διδάγματα για όλους μας.
Φέτος στα καθιερωμένα μηνύματα των πολιτικών δεν γίνεται να μη σκεφτεί κανείς πόσα λίγα άλλαξαν σε αυτό τον τόπο και να μη νιώσει κάποιου είδους εξαπάτηση και καπήλευση των αγώνων όλων αυτών των απλών ανθρώπων. Αυτός ο τόπος έχει ματώσει πολύ για να ανέχεται τη στασιμότητα της ιστορικής του διαδρομής και την μετριότητα των κυβερνώντων που επαναλαμβάνεται για δεκαετίες τώρα.
***
*Οδυσσέας Ελύτης - Άσμα Ηρωικό και πένθιμο Εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ
**Γενικό Επιτελείο Στρατού
*** *Οδυσσέας Ελύτης - Άσμα Ηρωικό και πένθιμο Εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ
***** Οδυσσέας Ελύτης - Ανοιχτά Χαρτιά Εκδόσεις Ίκαρος
**Γενικό Επιτελείο Στρατού
*** *Οδυσσέας Ελύτης - Άσμα Ηρωικό και πένθιμο Εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ
***** Οδυσσέας Ελύτης - Ανοιχτά Χαρτιά Εκδόσεις Ίκαρος
***
Credits: Για τις φωτογραφίες του κ. Στέλιου Γιώτα και τα βίντεο: Φραντζέσκα Γιαϊτζόγλου Watkinson
Για τις φωτογραφίες από το μέτωπο Γενικό Επιτελείο Στρατού - Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού
Για τις φωτογραφίες από το μέτωπο Γενικό Επιτελείο Στρατού - Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού