Μάρκος Ιούνιος Βρούτος | |
---|---|
Ρωμαίος συγκλητικός | |
Περίοδος 58 π.Χ. – 42 π.Χ. | |
Προσωπικά στοιχεία | |
Γέννηση | 85 π.Χ. Ρώμη |
Θάνατος | 42 π.Χ. Φίλιπποι, Μακεδονία |
Υπηκοότητα | Ρωμαϊκή Δημοκρατία |
Ο Μάρκος Ιούνιος Βρούτος (Marcus Iunius Brutus Caepio, 85 π.Χ. - 23 Οκτωβρίου 42 π.Χ.), συχνά αναφερόμενος ως Βρούτος, ήταν Ρωμαίος πολιτικός της αριστοκρατικής παράταξης. Υπήρξε ο ονομαστότερος των συνωμοτών που στις 15 Μαρτίου του 44 π.Χ. δολοφόνησαν τον Ιούλιο Καίσαρα.
Καταγωγή
Ο Βρούτος ανήγε την καταγωγή του στον σχεδόν μυθικό Λεύκιο Ιούνιο Βρούτο, που έδιωξε τον βασιλιά Ταρκύνιο τον Υπερήφανο 450 χρόνια πριν, εγκαθίδρυσε το αβασίλευτο πολίτευμα της Ρώμης και θανάτωσε τους δύο του γιους επειδή αναμείχθηκαν σε συνωμοσία για την επαναφορά της βασιλείας. Η μητέρα του Μάρκου Βρούτου Σερβιλία καταγόταν από τον Σερβίλιο Αχάλα, που μαχαίρωσε στην αγορά τον Σπόριο Μαίλιο επειδή προετοίμαζε τυραννίδα, και ήταν ετεροθαλής αδελφή του Κάτωνα του νεώτερου, του οποίου την κόρη Πορκία παντρεύτηκε σε δεύτερο γάμο ο Βρούτος. Μεγάλη συνεπώς οικογενειακή αντιμοναρχική παράδοση βάραινε τους ώμους του Βρούτου.
Εκπαιδεύτηκε στην λατινική ρητορική και ιδιαίτερα στην ελληνική φιλοσοφία, και ήταν οπαδός της Παλαιάς Ακαδημαϊκής σχολής των Πλατωνικών. Οι επιστολές που έγραφε στα Ελληνικά διακρίνονταν για την λακωνικότητα της έκφρασης.
Βρούτος και Καίσαρ
Νεαρός ακόμη, ο Βρούτος πήγε στην Ανατολή με τον Κάτωνα και κέρδισε τον έπαινο του θείου τον για τον τρόπο που χειρίστηκε την αποστολή που του ανατέθηκε σχετικά με τους θησαυρούς του Πτολεμαίου.
Ύστερα ξέσπασε ο εμφύλιος πόλεμος μεταξύ Καίσαρα και Πομπήιου. Όλοι πίστευαν ότι ο Βρούτος θα συνταχθεί με τον Καίσαρα, γιατί ο Πομπήιος θεωρούνταν υπαίτιος της θανάτωσης του πατέρα του πριν από λίγο καιρό. Αλλά ο Βρούτος, θέτοντας τα κοινά πάνω από τα προσωπικά, συντάχθηκε με τον Πομπήιο, παρά το ότι μέχρι τότε ποτέ δεν του μίλησε, θεωρώντας ντροπή να συνδιαλέγεται με τον φονιά του πατέρα του. Ο Πομπήιος τον έστειλε υποδιοικητή στην Κιλικία, αλλά ο Βρούτος έσπευσε στα Φάρσαλα, όπου θα δινόταν η μεγάλη μάχη ανάμεσα στον Καίσαρα και στον Πομπήιο, πράγμα το οποίο ο τελευταίος εκτίμησε ιδιαίτερα. Τον ελεύθερο χρόνο του ο Βρούτος ασχολούνταν με μελέτες, και την παραμονή της καθοριστικής σύγκρουσης έγραφε μέχρι αργά στην σκηνή του επιτομή του Πολύβιου.
Ο Καίσαρ εν τω μεταξύ είχε δώσει ειδική εντολή στους διοικητές του : να μη σκοτωθεί σε καμιά περίπτωση ο Βρούτος, και εάν μεν παραδοθεί, καλώς, ειδ’ άλλως να τον αφήσουν να φύγει απείραχτος. Κι αιτία αυτής της στάσης του Καίσαρα ήταν πως πίστευε ότι ο Βρούτος ήταν γιος του.
Σε νεαρή ηλικία ο Καίσαρ, και μάλιστα κατά το κρίσιμο διάστημα της σύλληψης του Βρούτου, είχε φλογερό και σκανδαλώδη ερωτικό δεσμό με την μητέρα του Βρούτου Σερβιλία. Ο Σουητώνιος είναι κατηγορηματικός για τον δεσμό : «Πιο πολύ από κάθε άλλη γυναίκα ο Καίσαρ αγάπησε την Σερβιλία, την μητέρα του Βρούτου», το ίδιο και ο Αππιανός τοποθετώντας μάλιστα την σχέση στο παραπάνω κρίσιμο διάστημα. Πιο κατηγορηματικός όμως είναι Πλούταρχος : καθώς ο Βρούτος γεννήθηκε πάνω στην μεγάλη φλόγα του έρωτά τους, ο Καίσαρ ήταν σχεδόν βέβαιος πως ήταν γιος του. Η άποψη αυτή ενισχύεται και από την φροντίδα του Καίσαρα για τον Βρούτο που είδαμε κατά την μάχη των Φαρσάλων, αλλά και από την εν συνεχεία συμπεριφορά του.
Μετά την μάχη ο Βρούτος κατέφυγε στην Λάρισα κι από εκεί έγραψε στον νικητή Καίσαρα. Χάρηκε αυτός που ο Βρούτος είχε σωθεί, τον συγχώρησε και του είπε να έρθει κοντά του. Για χάρη του Βρούτου συγχώρησε και τον συγγενή και ομοϊδεάτη του Γάιο Κάσσιο.
Ο Βρούτος στην Ρώμη συνηγόρησε υπέρ του βασιλιά των Γαλατών Δηιοτάρου με μερική επιτυχία. Όταν ο Καίσαρ άκουσε την συνηγορία του είπε : «Δεν ξέρω τί θέλει αυτός ο νεαρός, αλλά ό,τι θέλει, πολύ το θέλει». Ο Βρούτος ήταν σοβαρός, δεν έκανε χάρες ούτε ενέδιδε σε κολακείες και η αρετή ήταν ο γνώμονας των ενεργειών του, που είχαν πάντοτε το αποτέλεσμα που επεδίωκε. Όταν ο Καίσαρ επρόκειτο να εκστρατεύσει στην Αφρική, εναντίον των ομοϊδεατών και συγγενών του Βρούτου Κάτωνα και Σκιπίωνα, τον διόρισε διοικητή της Εντεύθεν των Άλπεων Γαλατίας και η διοίκηση αυτή στάθηκε ευεργετική για τον τόπο, όπως ο ίδιος ο Καίσαρ διαπίστωσε επιστρέφοντας.
Ο Καίσαρ διόρισε στην συνέχεια τον Βρούτο αστυδίκη (praetor urbanus), μεγάλο αξίωμα, για το οποίο είχε θέσει υποψηφιότητα και ο Κάσσιος. Οι υπηρεσίες που είχε προσφέρει ο Κάσσιος κατά τον Παρθικό πόλεμο ως υπαρχηγός του Κράσσου παραγνωρίστηκαν και οι σχέσεις Βρούτου και Κάσσιου διαταράχτηκαν, μολονότι ο τελευταίος είχε παντρευτεί την αδελφή του Βρούτου Ιουνία. Ο Κάσσιος διορίστηκε σε υποδεέστερο αξίωμα και έφερε βαρέως την ομολογημένη από τον ίδιο τον Καίσαρα αδικία. Ο Βρούτος ήταν στην πρώτη σειρά των ευνοουμένων του Καίσαρα, αλλά οι φίλοι του Κάσσιου, παρ’ όλο ότι υπήρχε ακόμη η μεταξύ τους δυσαρέσκεια, κατόρθωσαν να τον πείσουν ότι ο Καίσαρ ήθελε μόνο να τον χρησιμοποιήσει, ανακόπτοντας την ορμή του και μεταβάλλοντας τα φρονήματά του.
Ο Καίσαρ τα ήξερε αυτά και εξέφραζε τις υπόνοιές του για τον Βρούτο και τον Κάσσιο, από τα λεγόμενά του όμως ήταν φανερό πως πίστευε ότι ο Βρούτος θα τον διαδεχόταν στην εξουσία.
Η συνωμοσία
Οι φίλοι του Καίσαρα πίεζαν προς πάσαν κατεύθυνση ώστε να γίνει αυτός βασιλιάς. Τις νύχτες έβαζαν βασιλικά διαδήματα στο αγάλμά του (στημένο δίπλα στα αγάλματα των αρχαίων βασιλέων της Ρώμης) για να υπαγορεύσουν στον λαό την αναγόρευσή του, και οι δήμαρχοι που τα απομάκρυναν καθαιρέθηκαν. Στην γιορτή των Λουπερκαλίων ο Μάρκος Αντώνιος του προσέφερε τρεις φορές το στέμμα –και τρεις φορές ο Καίσαρ το αρνήθηκε.
Συγχρόνως άρχισαν και οι πιέσεις προς τον Βρούτο για να διαφυλάξει το πατροπαράδοτο πολίτευμα. Η ψυχολογική του κατάσταση ήταν δεινή. Έπρεπε να μισεί τον διαφθορέα της μητέρας του -που τον είχε κάνει να μη ξέρει αν είναι ένας Βρούτος ή ένας νόθος- και, όπως διαδιδόταν, και της αδελφής του. Η οικογενειακή αντιμοναρχική παράδοση τον βάραινε αφόρητα. Στο άγαλμα του θεωρούμενου ως προγόνου του Λεύκιου Ιούνιου Βρούτου -αυτού που έδιωξε τους βασιλείς από την Ρώμη κι ο Καίσαρ ήταν έτοιμος τώρα ν’ ανατρέψει το πολίτευμά του- γραφόταν συνθήματα : «Ας υπήρχες τώρα», «Μακάρι να ζούσε ο Βρούτος». Η ίδια η έδρα του Βρούτου στο πραιτώριο ήταν γεμάτη κάθε μέρα με γράμματα που έλεγαν : «Βρούτε, κοιμάσαι», «Δεν είσαι Βρούτος αληθινός». Από την άλλη όμως μεριά, ο Καίσαρ ήταν ευεργέτης του : τον έσωσε, τον συγχώρησε, τον ανέδειξε. Και ίσως να ήταν ο πατέρας του.
Ο Κάσσιος οργάνωσε την συνωμοσία. Αλλά οι άλλοι συνωμότες απαίτησαν ν’ αναλάβει την αρχηγία ο Βρούτος, του οποίου το όνομα και η αρετή θα τους έκανε πιο τολμηρούς κατά την πράξη και θα εμφάνιζε ύστερα δικαιωμένη την ενέργειά τους. Ο Κάσσιος επισκέφθηκε τον Βρούτο, συμφιλιώθηκε μαζί του, του παρουσίασε όλες τις ενδείξεις της βέβαιης στέψης του Καίσαρα και κατανίκησε τους ενδοιασμούς του. Ο Βρούτος δήλωσε ότι έργο του ήταν «ἀμύνειν καὶ προαποθνῄσκειν τῆς ἐλευθερίας». Απαίτησε όμως να μη θανατωθεί ο Αντώνιος και άλλοι φίλοι του Καίσαρα, όπως ήθελαν οι υπόλοιποι συνωμότες, γιατί ελατήριο της πράξης τους ήταν η τυραννοκτονία και όχι οι προσωπικές διαφορές και η εκδίκηση της πομπηιανής παράταξης.
Η γυναίκα του Βρούτου, η εξαδέλφη του Πορκία, κατάλαβε ότι κάτι σοβαρό τον απασχολούσε και υποπτεύθηκε τί συνέβαινε. Δεν θέλησε να τον ρωτήσει απ’ ευθείας, αλλά έκανε μια βαθιά πληγή στον μηρό της που της προξένησε αιμορραγία, πόνους φοβερούς και υψηλό πυρετό. Όταν την είδε έτσι ο Βρούτος ταράχτηκε, και τότε η Πορκία του είπε : «Εγώ, Βρούτε, είμαι του Κάτωνα κόρη, και ήρθα στο σπίτι σου όχι σαν παλλακίδα για το κρεβάτι και το τραπέζι μόνο, αλλά για να μοιράζομαι την ευτυχία και την δυστυχία μαζί σου. Είσαι άμεμπτος σύζυγος αλλά πώς θ’ αποδείξω την αφοσίωσή μου αν δεν μοιράζεσαι τα μυστικά σου μαζί μου ; Ξέρω πως οι γυναίκες δύσκολα μπορούν να κρατήσουν μυστικό. Αλλά η σωστή ανατροφή και η καλή συναναστροφή δυναμώνουν τον χαρακτήρα, κι εγώ είμαι κόρη του Κάτωνα και γυναίκα του Βρούτου. Δεν τα πολυλογάριαζα αυτά ως τώρα, αλλά τώρα ξέρω ότι είμαι ανίκητη από τον πόνο». Ο Βρούτος παρακάλεσε τότε τους θεούς να τον βοηθήσουν να φανεί άντρας αντάξιος μιας τέτοιας γυναίκας.
Όταν φημολογήθηκε ότι στις Ειδούς του Μαρτίου (15 του μηνός) ο Λεύκιος Κόττας θα πρότεινε στην Σύγκλητο να γίνει ο Καίσαρ βασιλιάς γιατί ήταν γραμμένο στα Σιβυλλικά βιβλία πως μόνο βασιλιάς θα νικούσε τους Πάρθους, οι συνωμότες αποφάσισαν να δράσουν.
Η δολοφονία
Το πρωί των Ειδών του Μαρτίου ο Βρούτος, μπροστά στην Πορκία, ζώστηκε το μαχαίρι και πήγε στο θέατρο, στην στοά του Πομπήιου, όπου θα συνεδρίαζε η Σύγκλητος. Με φοβερή ψυχραιμία και αυτός και όσοι από τους άλλους συνωμότες ήταν άρχοντες, άσκησαν τα καθήκοντά τους υποδειγματικά μέχρι να έρθει ο Καίσαρ, ακούγοντας ήρεμα αιτήσεις και αντιδικίες και αποφασίζοντας ακριβοδίκαια και πλήρως αιτιολογημένα σαν να μη επρόκειτο να συμβεί τίποτα. Όταν κάποιος διαμαρτυρήθηκε για μιαν απόφαση του Βρούτου και είπε πως θα προσφύγει στον Καίσαρα, ο Βρούτος κοίταξε τους από γύρω του και είπε : «ἐμὲ Καῖσαρ οὔτε κωλύει ποιεῖν τὰ κατὰ τοὺς νόμους οὔτε κωλύσει».
Παρά τους απαίσιους οιωνούς, το όνειρο της γυναίκας του και τις προειδοποιήσεις διαφόρων, (βλ. λήμμα «Ιούλιος Καίσαρ», κεφ. Η δολοφονία) ο Καίσαρ ήρθε. Ένας από τους συνωμότες, ο Δέκιμος Βρούτος, συγκράτησε τον Αντώνιο στην είσοδο σε μια παρατεινόμενη συζήτηση για σοβαρό, δήθεν, θέμα. Οι συνωμότες προφασιζόμενοι μια κοινή τους παράκληση, περικύκλωσαν, μόνοι αυτοί, τον Καίσαρα και τον χτύπησαν με τα μαχαίρια που έκρυβαν πάνω τους. Κατά τον Πλούταρχο ο Καίσαρ σταμάτησε ν’ αντιστέκεται «ὡς εἶδε Βροῦτον ἑλκόμενον ξίφος ἐπ' αὐτόν». Ο Σουητώνιος μεταφέρει την πληροφορία πως όταν ο Καίσαρ είδε τον Βρούτο να ορμά εναντίον του, είπε στα Ελληνικά «Και σύ τέκνον ;»
Τα αμέσως μετά τη δολοφονία
Με γυμνά τα ξίφη στα ματωμένα χέρια οι συνωμότες πήγαν στο Καπιτώλιο, διακηρύσσοντας την ελευθερία. Ο Βρούτος μίλησε στο πλήθος που συγκεντρώθηκε και το ησύχασε. Για λίγο όμως, γιατί όταν ο Κίννας πήρε τον λόγο κι άρχισε να κατηγορεί τον Καίσαρα, ο λαός οργίστηκε κι άρχισε να βρίζει τον Κίννα.
Αλλά την άλλη μέρα, στην Σύγκλητο, ο Αντώνιος και ο Κικέρων μίλησαν για ομόνοια και αμνηστία, που όχι μόνο δόθηκε αλλά ψηφίστηκαν και τιμές για τους φονείς. Το βράδυ επήλθε συμφιλίωση σε προσωπικό επίπεδο και την άλλη μέρα ο Βρούτος διορίστηκε από την Σύγκλητο διοικητής της Κρήτης κι ο Κάσσιος της Λιβύης. Παρόμοιες θέσεις δόθηκαν και σε άλλους συνωμότες.
Ύστερα ο Αντώνιος ζήτησε να ταφεί με τιμές ο Καίσαρ και να διαβαστεί η διαθήκη του για να μη εκμανεί ο λαός. Ο Βρούτος έκανε και πάλι το σφάλμα να το επιτρέψει παρά την έντονη αντίδραση του Κάσσιου. Ο επικήδειος λόγος του Αντώνιου, τα ευεργετήματα προς τους πολίτες που περιλάμβανε η διαθήκη και η χειρονομία του να ξεσκεπάσει το σώμα του Καίσαρα και να επιδείξει τις πληγές του, εξαγρίωσαν το πλήθος που ξέσπασε σε οχλοκρατικές εκδηλώσεις. Οι συνωμότες είχαν οχυρωθεί στα σπίτια τους και απέφυγαν τα δυσάρεστα, αλλά ένας Κίννας, ποιητής και φίλος του Καίσαρα, κομματιάστηκε από το πλήθος λόγω της συνωνυμίας του με τον συνωμότη.
Οι συνωμότες κατέφυγαν στο Άντιο μέχρι να κοπάσει η οργή του πλήθους. Η Σύγκλητος ήταν με το μέρος τους κι ο λαός άρχισε να δυσανασχετεί με τις απόλυτες εξουσίες που συγκέντρωσε ο Αντώνιος. Ο Βρούτος όμως δεν τόλμησε να επιστρέψει στην Ρώμη γιατί ομάδες παλιών στρατιωτών του Καίσαρα άρχισαν να μπαίνουν στην πόλη.
Τότε έφτασε επίσης στην Ρώμη ο Οκταβιανός, μικρανεψιός και θετός γιος του Καίσαρα. Μοίρασε στους πολίτες τα χρήματα που τους άφησε ο Καίσαρ, πρόσθεσε στ’ όνομά του αυτό του Καίσαρος, πήρε με το μέρος του τους βετεράνους κι άρχισε να αντιπολιτεύεται τον Αντώνιο.
Στην Ανατολή
Ο Βρούτος έφυγε στην Αθήνα κι άρχισε να παρακολουθεί μαθήματα φιλοσοφίας. Συγχρόνως όμως προετοιμαζόταν για πόλεμο, παίρνοντας με το μέρος του τους νεαρούς Ρωμαίους που σπούδαζαν στην Αθήνα, προσεταιριζόμενος διοικητές και συγκεντρώνοντας στρατεύματα. Στην Ήπειρο νίκησε τον Γάιο Αντώνιο, αδελφό του Μάρκου, κι ετοιμάστηκε να περάσει στην Ασία.
Στην Ρώμη εν τω μεταξύ ο Οκταβιανός είχε καταστεί απόλυτος κυρίαρχος και ο Αντώνιος είχε υποχρεωθεί να εγκαταλείψει την Ιταλία. Αλλά επειδή έβλεπε ότι η Συγκλητος αντιδρούσε και μάλιστα επιβεβαίωσε τους διορισμούς των συνωμοτών στις επαρχίες τους, συμφιλιώθηκε με τον Αντώνιο και εισήγαγε σε δίκη τον Βρούτο, Κάσσιο και τους άλλους. Οι δικαστές τους καταδίκασαν ερήμην, κάτω από πιέσεις και την βουβή αποδοκιμασία του λαού. Ύστερα Οκταβιανός, Αντώνιος και Λέπιδος συγκρότησαν την Δεύτερη Τριανδρία, μοίρασαν τις επαρχίες μεταξύ τους κι έκαναν τις φοβερές προγραφές μ’ εκατοντάδες θύματα, μεταξύ των οποίων και ο Κικέρων.
Ο Κάσσιος είχε συγκεντρώσει κι αυτός αξιόλογη δύναμη στην Αφρική, και μέσω Συρίας, ήρθε στην Σμύρνη και συναντήθηκε με τον Βρούτο. Είχαν φύγει από την Ρώμη κυνηγημένοι, χωρίς ένα στρατιώτη, και τώρα ήταν έτοιμοι να διεκδικήσουν την ηγεμονία της. Άρχισαν τώρα αιματηρές επιχειρήσεις εναντίον της Ρόδου και μικρασιατικών πόλεων απομυζώντας τις οικονομικά προκειμένου ν’ αντεπεξέλθουν στις ανάγκες του πολέμου.
Ο Πλούταρχος διηγείται ότι ένα βράδυ, ενώ ήταν έτοιμοι να περάσουν στην Ευρώπη, ο Βρούτος διάβαζε ένα βιβλίο στην σκηνή του. Ήταν νύχτα βαθιά, το στρατόπεδο σιωπηλό και μισοσκόταδο γύρω του. Ξαφνικά ένιωσε πως κάποιος μπήκε στη σκηνή. Στράφηκε και είδε μιαν απειλητική κι αφύσικη παρουσία, μιαν απαίσια και φοβερή μορφή που τον ατένιζε σιωπηλά. Τόλμησε να ρωτήσει ποιος είναι, και το φάντασμα είπε : «ο κακός σου δαίμονας, Βρούτε. Θα με δεις στους Φιλίππους». «Θα σε δω» απάντησε ο ατάραχος ο Βρούτος.
Φίλιπποι
Στην πεδιάδα των Φιλίππων συναντήθηκαν οι αντίπαλοι στρατοί, που το μέγεθός τους δεν είχε προηγούμενο στις εμφύλιες διαμάχες της Ρώμης. Ο στρατός του Οκταβιανού τάχθηκε απέναντι από τον Βρούτο κι ο στρατός του Αντώνιου απέναντι από τον Κάσσιο. Τα στρατεύματα των συνωμοτών υπολείπονταν σε αριθμό αλλά είχαν λαμπρότερο οπλισμό και μεγαλύτερες αμοιβές, χάριν των οποίων ο Βρούτος πίστευε ότι θ’ αγωνίζονταν γενναιότερα. Για τους ίδιους όμως λόγους ο Κάσσιος έβρισκε πως έπρεπε να μη διακινδυνεύσουν τα πάντα σε μια μάχη αλλά να παρατείνουν τον πόλεμο. Ο Βρούτος επέμενε να δώσουν την μάχη στους Φιλίππους γιατί αφ’ ενός μεν οι ιππείς τους επικρατούσαν στις αψιμαχίες που γίνονταν, αφ’ ετέρου όμως είχαν αρχίσει αυτομολίες πολεμιστών τους. Οι διοικητές του Κάσσιου τάχθηκαν με την άποψη του Βρούτου. Μόνο ένας δικός του διοικητής, ο Ατέλλιος, πρότεινε να περιμένουν να περάσει ο χειμώνας. «Και σε τί θα ωφελήσει αυτό ;» ρώτησε ο Βρούτος. -«Αν όχι τίποτα άλλο, θα ζήσω περισσότερο καιρό». Τελικά αποφασίστηκε μάχη την επομένη.
Το πρωί ένας κατακόκκινος χιτώνας υψώθηκε μπροστά από τα στρατόπεδα του Βρούτου και του Κάσσιου, σημείο ότι άρχιζε η μάχη. Οι δυο τους συναντήθηκαν στον μεταξύ των στρατευμάτων τους χώρο κι αντάλλαξαν αυτά τα λόγια : «Αν δεν μας ευνοήσουν σήμερα οι θεοί», είπε ο Βρούτος, «δεν θα επιζητήσω άλλες ελπίδες κι άλλες προσπάθειες, αλλά θα αποχωρήσω ευγνωμονώντας την τύχη, γιατί στις Ειδούς του Μαρτίου έδωσα στην πατρίδα την ζωή μου, κι άλλην έζησα αντί για εκείνη, ελεύθερη και ένδοξη». Ο Κάσσιος χαμογέλασε και τον αγκάλιασε : «Μ’ αυτές τις ιδέες ας βαδίσουμε προς τους εχθρούς. Ή θα νικήσουμε ή δεν θα φοβόμαστε πια τους νικητές».
Στην μάχη της ημέρας εκείνης ο Βρούτος ανέτρεψε τις λεγεώνες του Οκταβιανού ενώ ο Κάσσιος ηττήθηκε από τον Αντώνιο. Η τραγική παρεξήγηση ήταν ότι ο Βρούτος νόμιζε πως ο Κάσσιος νικούσε και γι’ αυτό δεν του έστειλε βοήθεια, ενώ ο Κάσσιος πίστευε πως ο Βρούτος έχασε την μάχη και γι’ αυτό δεν περίμενε βοήθεια. Κι ακόμη χειρότερα, όταν είδε ιππείς του Βρούτου που έρχονταν ν’ αναγγείλουν την νίκη, νόμισε πως είναι εχθροί που έρχονται να τον συλλάβουν και διέταξε ένα απελεύθερό του να τον σκοτώσει.
Ο Βρούτος έκλαψε πάνω από το σώμα του Κάσσιου πριν το στείλει στην Θάσο και τον αποκάλεσε τελευταίο των Ρωμαίων. Διέταξε ύστερα να θανατωθούν οι σκλάβοι που αιχμαλωτίστηκαν γιατί τους έβλεπε να κινούνται ύποπτα στο στρατόπεδο, ενώ πολλούς από τους Ρωμαίους πολίτες ελευθέρωσε λέγοντας ότι ώς τώρα ήταν αιχμάλωτοι των αντιπάλων ενώ τώρα πια ήταν ελεύθεροι πολίτες. Ύστερα έδωσε στους στρατιώτες την αμοιβή τους και τους υποσχέθηκε να επιτρέψει την λεηλασία της Θεσσαλονίκης και της Σπάρτης –το μόνο ασυγχώρητο αμάρτημά του κατά τον Πλούταρχο.
Ο στρατός των Οκταβιανού και Αντώνιου ήταν σε κακή κατάσταση, στερούμενος των αναγκαίων, στρατοπεδευμένος μέσα στα έλη, υποφέροντας από πείνα, βροχή και κρύο. Εκτός αυτού έμαθαν ότι ο στόλος τους νικήθηκε σε ναυμαχία από τον στόλο του Βρούτου. Επείγονταν λοιπόν να πολεμήσουν αμέσως. Το ατύχημα για τον Βρούτο ήταν ότι, άγνωστο για ποιον λόγο, δεν πληροφορήθηκε την νίκη αυτή παρ’ όλο που είχαν περάσει ήδη είκοσι μέρες. Αν το μάθαινε, δεν θα έδινε νέα μάχη τώρα που ήταν σε πλεονεκτική θέση και μπορούσε να περάσει ένα άνετο χειμώνα.
Το βράδυ της παραμονής της νέας μάχης, το φάντασμα εμφανίστηκε και πάλι στον Βρούτο κι έφυγε χωρίς να μιλήσει.
Τα πράγματα πήγαν άσχημα για τον Βρούτο από την αρχή. Ενώ επιθεωρούσε το στράτευμα για την μάχη, εκτοξεύτηκαν κατηγορίες για προδοσία και διαπίστωσε μεγάλη επιφυλακτικότητα του ιππικού. Αναγκάστηκε να περιμένει μέχρι που είδε ξαφνικά ένα λαμπρό του ιππέα να αυτομολεί καλπάζοντας προς τον εχθρό. Οργισμένος και φοβούμενος μήπως η αυτομολία γενικευτεί, επιτέθηκε.
Ο ίδιος ανάγκασε σε υποχώρηση την απέναντί του αριστερή πτέρυγα του εχθρού. Αλλά η δική του αριστερή πτέρυγα, που αποστολή της ήταν να αντέξει απλώς ώστε να μη κυκλωθεί ο Βρούτος, κατέρρευσε. Κι αιτία ήταν οι στρατιώτες του Κάσσιου που, ηττημένοι ήδη μια φορά, γέμισαν με ταραχή και ηττοπάθεια τον στρατό. Ο ίδιος ο Βρούτος πολέμησε λαμπρά, τόσο σαν στρατηγός όσο και σαν στρατιώτης, αλλά τελικά κυκλώθηκε.
Σώθηκε από την αιχμαλωσία χάρη στο τέχνασμα του Λουκίλλιου που παραδόθηκε σε κάποιους βαρβάρους ιππείς του Αντώνιου, λέγοντας ότι είναι ο Βρούτος.
Ο Βρούτος αποτραβήχτηκε σ’ ένα ασφαλές σημείο καθώς είχε πέσει η νύχτα. Σήκωσε ψηλά το βλέμμα του, απάγγειλε τον στίχο του Ευριπίδη
τον αίτιο αυτών των συμφορών μη τον ξεχάσεις, Δία,
και πρόφερε αναστενάζοντας τα ονόματα των συντρόφων του που έπεσαν Κάποιος απ’ αυτούς που ήταν μαζί του είπε πως πρέπει να φύγουν κι ο Βρούτος απάντησε :«Πρέπει να φύγουμε ναι, όχι όμως με τα πόδια αλλά με τα χέρια».Ύστερα άπλωσε σ’ όλους το χέρι κ’ είπε πως είναι χαρούμενος που κανείς δεν φάνηκε άπιστος. Κατηγόρησε την τύχη για τα δεινά της πατρίδας και μόνο, και είπε πως θεωρεί τον εαυτό του ευτυχέστερο από τους νικητές γιατί αφήνει πίσω του την δόξα της αρετής που τα όπλα ή τα πλούτη τους δεν θα μπορέσουν να ξεπεράσουν. Τους παρακάλεσε τέλος να φροντίσουν να σωθούν και πήγε παράμερα μ’ ένα αφοσιωμένο φίλο του που σπούδαζαν μαζί ρητορική. Του έδωσε να κρατήσει το σπαθί του, απόστρεψε εκείνος το βλέμμα του, κι ο Βρούτος έπεσε επάνω του.
τον αίτιο αυτών των συμφορών μη τον ξεχάσεις, Δία,
και πρόφερε αναστενάζοντας τα ονόματα των συντρόφων του που έπεσαν Κάποιος απ’ αυτούς που ήταν μαζί του είπε πως πρέπει να φύγουν κι ο Βρούτος απάντησε :«Πρέπει να φύγουμε ναι, όχι όμως με τα πόδια αλλά με τα χέρια».Ύστερα άπλωσε σ’ όλους το χέρι κ’ είπε πως είναι χαρούμενος που κανείς δεν φάνηκε άπιστος. Κατηγόρησε την τύχη για τα δεινά της πατρίδας και μόνο, και είπε πως θεωρεί τον εαυτό του ευτυχέστερο από τους νικητές γιατί αφήνει πίσω του την δόξα της αρετής που τα όπλα ή τα πλούτη τους δεν θα μπορέσουν να ξεπεράσουν. Τους παρακάλεσε τέλος να φροντίσουν να σωθούν και πήγε παράμερα μ’ ένα αφοσιωμένο φίλο του που σπούδαζαν μαζί ρητορική. Του έδωσε να κρατήσει το σπαθί του, απόστρεψε εκείνος το βλέμμα του, κι ο Βρούτος έπεσε επάνω του.
Όταν ο Αντώνιος βρήκε το σώμα του Βρούτου το κάλυψε με μια πολυτελέστατη χλαμύδα του κι έστειλε το λείψανο στην Σερβιλία. Λέγεται ότι η Πορκία αυτοκτόνησε καταπίνοντας αναμμένα κάρβουνα.
Η θέση του Βρούτου στην Ιστορία
Ο Βρούτος είναι μια από τις πιο αμφιλεγόμενες μορφές της Ιστορίας. Υπόδειγμα αρετής, πιστός στο καθήκον, τυραννοκτόνος κατά τους μεν, τέρας αχαριστίας και πατροκτόνος κατ’ άλλους.
Η αλήθεια είναι ότι ο ψυχικός του κόσμος ήταν ένα πεδίο βίαιων συγκρούσεων ως προς τα αισθήματά του για τον Καίσαρα : Έπρεπε να μισεί τον εραστή της μητέρας του, που ντρόπιασε τ' όνομά του και τον έκανε ν’ αμφιβάλλει για την καταγωγή του, και ν’ αγαπά τον κατά πάσαν πιθανότητα πατέρα του. Έπρεπε να εχθρεύεται τον τύραννο και να ευγνωμονεί τον ευεργέτη του. Όλες οι πιέσεις της Ρώμης ασκούνταν επάνω του. Η αριστοκρατική παράταξη τον ήθελε αρχηγό της εναντίον της μοναρχίας του Καίσαρα. Ο Καίσαρ έβλεπε (και ίσως τον προόριζε) στον Βρούτο τον διάδοχό του.
Η πράξη του Βρούτου αποδείχθηκε μάταιη. Ο Οκταβιανός έγινε τελικά απόλυτος άρχοντας και το πατροπαράδοτο πολίτευμα καταλύθηκε. Αν πιστέψουμε τον Πλούταρχο, ο Βρούτος αγωνίστηκε για μια χαμένη υπόθεση, δεδομένου ότι το πολίτευμα αυτό είχε φτάσει σε αδιέξοδο.
Περισσότερες βιογραφίες εδώ.