Αυτοκράτορας του Βυζαντίου από το 1071 έως το 1078. Ανήκε στη δυναστεία των Δουκάδων (1059-1081), που ήλκε την καταγωγή της από την Παφλαγονία της Μικράς Ασίας. Ήταν γνωστός και με το παρατσούκλι Παραπινάκιος ή Παραπινάκης, επειδή πουλούσε το σιτάρι στους υπηκόους του ελλιποβαρές («παρά πινακίω»).
Ο Μιχαήλ γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1050. Ήταν ο πρεσβύτερος γιος του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Ι' Δούκα (1006-1067) και της δεύτερης συζύγου του Ευδοκίας Μακρεμβολίτισσας (1021-1096), κόρη του ευγενή Ιωάννη Μακρεμβολίτη και ανιψιάς του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Μιχαήλ Κηρουλάριου.
Ο Μιχαήλ ορίστηκε από τον πατέρα του διάδοχος και στέφθηκε συμβασιλιάς το 1059. Ο Κωνσταντίνος Ι' πέθανε στις 22 Μαΐου 1067 και η Ευδοκία, παρότι είχε δώσει γραπτό όρκο να μην τελέσει άλλο γάμο μετά τον θάνατο του συζύγου της, αθέτησε τη δέσμευσή της και παντρεύτηκε την Πρωτοχρονιά του 1068 τον στρατηγό Ρωμανό Δ' Διογένη, στον οποίο προσέφερε το στέμμα, αγνοώντας τα δικαιώματα του ανήλικου τέκνου της επί του θρόνου.
Μετά την καταστροφική ήττα του Ρωμανού στο Ματζικέρτ από τους Σελτζούκους Τούρκους (26 Αυγούστου 1071), ο Μιχαήλ ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας με τη βοήθεια του θείου του καίσαρα Ιωάννη Δούκα και της αριστοκρατίας της Κωνσταντινούπολης, στις 24 Οκτωβρίου 1071. Η πρώτη ενέργεια του νέου αυτοκράτορα ήταν να τυφλώσει τον προκάτοχό του και να τον στείλει στην εξορία, ενώ συνέλαβε και τη μητέρα του Ευδοκία, την οποία έκλεισε σε μοναστήρι στην Προποντίδα, όπου εκάρη μοναχή.
Κατά την επτάχρονη περίοδο της βασιλείας του Μιχαήλ Ζ' η Βυζαντινή Αυτοκρατορία συνέχισε την καθοδική της πορεία, η οποία είχε ξεκινήσει από τους τελευταίους αυτοκράτορες της προηγούμενης των Δουκάδων, Μακεδονικής Δυναστείας. Την εξουσία ασκούσε ουσιαστικά ο ευνούχος Νικηφόρος, ο αποκαλούμενος και Νικηφορίτζης, ο οποίος κατείχε το αξίωμα του Λογοθέτη των Δρόμων (Υπουργός Οικονομικών με τη σημερινή ορολογία), ενώ είχε μειωθεί δραστικά η επιρροή του θείου του Ιωάννη Δούκα και του φιλόσοφου Μιχαήλ Ψελλού, που είχαν πρωτοστατήσει στην ανάρρησή του στον θρόνο του Βυζαντίου.
Ο στρατηγός Νικηφόρος Βρυέννιος μπορεί να κατέστειλε την εξέγερση των Σέρβων και Βουλγάρων (1073), αλλά αυτό δεν ήταν αρκετό για την ανόρθωση του κύρους της αυτοκρατορίας. Οι Σελτζούκοι Τούρκοι παγίωσαν τη θέση τους στη Μικρά Ασία (1073), ενώ οι Νορμανδοί κατέλαβαν τη Βάριν (σημερινό Μπάρι) και τη γύρω περιοχή, στερώντας από τους Βυζαντινούς ένα από τα τελευταία τους προπύργια στην Κάτω Ιταλία (1072).
Στο εσωτερικό μέτωπο, η σκληρή οικονομική πολιτική του Νικηφορίτζη και η καθιέρωση από αυτόν του αυτοκρατορικού μονοπωλίου στο σιτάρι, το οποίο πουλιόταν στην ίδια τιμή ελλιποβαρές κατά ένα πινάκιο (εξ ου και το σκωπτικό προσωνύμιο «Παραπινάκιος» που του αποδόθηκε), προκάλεσαν τη σχεδόν ταυτόχρονη εξέγερση των στρατηγών Νικηφόρου Βρυέννιου στη Βαλκανική και Νικηφόρου Βοτανειάτη στη Μικρά Ασία το 1077. Ο Βοτανειάτης στέφθηκε βασιλιάς στη Νίκαια (2 Οκτωβρίου 1077) κι έγινε τελικά κύριος της κατάστασης με τη βοήθεια των εξεγερθέντων οπαδών του στην Κωνσταντινούπολη.
Στις 31 Μαρτίου 1078, ο Μιχαήλ κατέφυγε στη Μονή Στουδίου και έγινε μοναχός, ενώ αργότερα χειροτονήθηκε μητροπολίτης Εφέσου. Πέθανε στην Κωνσταντινούπολη το 1090. Ήταν νυμφευμένος με την πριγκίπισσα Μάρθα της Γεωργίας (Μαρία της Αλανίας, όπως ήταν γνωστή στο Βυζάντιο) και είχε ένα γιο, τον Κωνσταντίνο Δούκα τον Πορφυρογέννητο, τον οποίο έχρισε συμβασιλέα το 1074 και ο οποίος διετέλεσε αργότερα συμβασιλέας με τον αυτοκράτορα Αλέξιο Α' Κομνηνό (1081-1087), έχοντας μνηστευθεί την κόρη του Άννα Κομνηνή.
Περισσότερες βιογραφίες εδώ.