Στην άκρη του φεγγαριού καθότανε μια μικρή νεράιδα. Κάθε βράδυ έβλεπε στην γη και τραγουδούσε όμορφα τραγούδια στα παιδιά. Ύπνο να έχουνε γλυκό. Καθώς τραγουδούσε το φεγγάρι κολυμπούσε πάνω από θάλασσες και άφηνε τα χρυσά του σχέδια πάνω στα νερά.
Σε εκείνα τα όμορφα νερά βαρκούλες βγαίναν μικρές και παραγάδια ρίχνανε κάθε βράδυ. Στην αρχή η νεράιδα νόμιζε ότι ήταν άστρα του νερού έτσι όπως φέγγιζαν μέσα στην νύχτα. Ένα, όμως, βράδυ άκουσε από μία βαρκούλα όμορφη μουσική να της χαϊδεύει τα μαλλιά. Ησύχασε για λίγο και αφέθηκε στην όμορφη μουσική που έβγαινε από το βιολί.
Σιγά-σιγά αποκοιμήθηκε ακούγοντας την μουσική και είδε στον ύπνο της ένα παλληκάρι με γαλάζια μάτια σαν την θάλασσα να παίζει το βιολί. Με βλέμμα χαμένο στα παιχνιδίσματα του νερού και του φεγγαριού.
Σαν ξύπνησε μόνο μια σκέψη υπήρχε στο μυαλό της να γνωρίσει τον νέο που έπαιζε το βιολί. Μα η νεράιδα δεν είχε κατέβει ποτέ από το φεγγάρι και δεν ήξερε πως να το κάνει. Σκέφτηκε, σκέφτηκε, αλλά τίποτα δεν της ερχόταν στο μυαλό και στεναχωρημένη άρχισε να κλαίει. Άκουσε το κλάμα της το φεγγάρι και την ρώτησε γιατί είναι στεναχωρημένη. Εκείνη του εξήγησε.
Σαν ξύπνησε μόνο μια σκέψη υπήρχε στο μυαλό της να γνωρίσει τον νέο που έπαιζε το βιολί. Μα η νεράιδα δεν είχε κατέβει ποτέ από το φεγγάρι και δεν ήξερε πως να το κάνει. Σκέφτηκε, σκέφτηκε, αλλά τίποτα δεν της ερχόταν στο μυαλό και στεναχωρημένη άρχισε να κλαίει. Άκουσε το κλάμα της το φεγγάρι και την ρώτησε γιατί είναι στεναχωρημένη. Εκείνη του εξήγησε.
-Για αυτό στεναχωριέσαι; Θα γλιστρήσεις πάνω στα παιχνιδίσματα που κάνω με την θάλασσα και θα πας να τον βρεις. Μόνο πρόσεχε μπορείς να πατήσεις μόνο πάνω στα χρυσαφένια μονοπάτια αλλιώς θα χαθείς στην θάλασσα.
Η νεραϊδούλα γεμάτη χαρά άρχισε να τραγουδά. Δεν μπορούσε να περιμένει την ώρα που θα φτάνανε στις βαρκούλες. Σαν φτάσανε άκουσε και πάλι την όμορφη μελωδία, ένα γλυκό χαμόγελο χαράχτηκε στα χείλη της. Αφέθηκε στη γλυκιά μελωδία του βιολιού και σιγά-σιγά άρχισε να γλιστρά στο φως του φεγγαριού και πριν το καταλάβει βρέθηκε πάνω στην θάλασσα.
Άρχισε να ακολουθεί την μουσική μέσα από τα χρυσαφένια μονοπάτια. Κάποια στιγμή βρέθηκε δίπλα στην βάρκα. Εκείνη την ώρα σήκωσε τα μάτια του ο νέος και την κοίταξε, το βιολί σιώπησε και η μικρή μας νεράιδα άρχισε να τραγουδά το πιο γλυκό τραγούδι που ήξερε. Σε λίγο ήχησε σαν συνοδεία το βιολί.
Και πραγματικά ήταν ό,τι πιο υπέροχο είχε ακουστεί ποτέ και έτσι χαθήκανε μέσα στην θάλασσα η νεράιδα και ο νέος. Ακόμα και σήμερα μπορείτε να ακούσετε την όμορφή μελωδία τους στον παφλασμό των κυμάτων και στο θρόισμα των φύλλων τις νύχτες με πανσέληνο.
Περισσότερα παραμύθια εδώ.