Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένα έμπορος, πολύ πλούσιος, που είχε τρεις κόρες. Η πιο όμορφη, η πιο γλυκιά και η πιο ευγενική ήταν η μικρότερη κόρη του που την έλεγαν Πεντάμορφη.
Ο πατέρας των κοριτσιών είχε μεγάλη αδυναμία στην μικρότερή του κόρη. Φυσικά και αγαπούσε και τις άλλες δύο αν και εκείνες είχαν ένα κακό ελάττωμα, να σκέφτονται μόνο τον εαυτό τους.
Μία μέρα, ο πατέρας έπρεπε να φύγει για ένα ταξίδι. Θα πήγαινε να παραλάβει από το πλοίο που θα ερχόταν στο λιμάνι το εμπόρευμα, στο οποίο είχε επενδύσει όλα του τα χρήματα. Όπως κάθε φορά, πριν φύγει ρώτησε τις κόρες του τι θα ήθελαν να τις φέρει στην επιστροφή του, όπως έκανε κάθε φορά. Η μεγαλύτερες κόρες του ζήτησαν μεταξωτά υφάσματα και κοσμήματα, ενώ η Πεντάμορφη του ζήτησε να προσέχει τον εαυτό του, να επιστρέψει όσο πιο γρήγορα γίνεται και ένα τριαντάφυλλο μόνο μιας και αυτό ήταν το αγαπημένο της λουλούδι.
Ο έμπορας έφυγε από το σπίτι και μόλις έφτασε στο λιμάνι με μεγάλη του λύπη πληροφορήθηκε πως πειρατές είχαν επιτεθεί στο πλοίο και έκλεψαν τα περισσότερα εμπορεύματά του και η καταιγίδα που ξέσπασε αμέσως μετά βύθισε το πλοίο και έτσι χάθηκαν όλα τα εμπορεύματα. Ο καημένος πατέρας λυπημένος και χωρίς να ξέρει τι να κάνει μετά τη μεγάλη φουρτούνα που τον βρήκε πήρε σκεπτικός τον δρόμο της επιστροφής.
Περπατούσε αρκετή ώρα στον δρόμο και άρχισε να βραδιάζει. Για κακή του τύχη εκεί που περπατούσε μέσα στο σκοτάδι χάθηκε και άρχισε να χιονίζει. Απελπισμένος όπως ήταν βρέθηκε μπροστά σε ένα μεγάλο κάστρο. Σκέφτηκε να μπει μέσα και να ζητήσει μία μικρή γωνιά για να ξεκουραστεί και ένα πιάτο φαγητό. Χτύπησε την πόρτα όμως δεν βγήκε κανείς για να τον υποδεχτεί. Παρατήρησε πως η πόρτα ήταν ανοιχτή, μπήκε μέσα και περπατώντας στου μεγάλους χώρους βρήκε ένα τραπέζι πλούσια στρωμένο με όλα τα καλά του κόσμου και με τόση ζέστη από τα δύο αναμμένα τζάκια που οι φλόγες ζέσταιναν καρδιές.
Περίμενε αρκετή ώρα όμως δεν ήρθε κανείς. Εξαντλημένος και πεινασμένος όπως ήταν όλη μέρα αποφάσισε να φάει και στη συνέχεια πήγε σε ένα άλλο δωμάτιο όπου ήταν στρωμένο ένα μεγάλο κρεβάτι, με πλούσια σεντόνια και βαριά σκεπάσματα. Με τόση κούραση που είχε δεν σκέφτηκε και πολύ. Έπεσε και κοιμήθηκε γλυκά.
Όταν ξημέρωσε και ξύπνησε ο πατέρας των τριών κοριτσιών άρχισε πάλι να ψάχνει τον ιδιοκτήτη του κάστρου για να τον ευχαριστήσει για την περίεργη φιλοξενία, αλλά πάλι δεν βρήκε κάποιον και αποφάσισε να φύγει. Βγαίνοντας προς τα έξω είδε μία υπέροχη τριανταφυλλιά και αμέσως θυμήθηκε την μικρότερή του κόρη την Πεντάμορφη. Σκέφτηκε πως τουλάχιστον θα μπορούσε να πάρει σε μία από τις κόρες του το δώρο που ζήτησε. Την ώρα που έσκυψε και έκοψε ένα τριαντάφυλλο πετάχτηκε μπροστά του ένα τεράστιο και εκνευρισμένο τέρας το οποίο άρχισε να τον φωνάζει:
-Έτσι ανταποδίδεις την φιλοξενία μου; Με το να μου κλέβεις τα αγαπημένα μου λουλούδια;
-Συγγνώμη! Δεν ήθελα να σας κλέψω! Καταστράφηκα οικονομικά και η μικρή μου κόρη μου ζήτησε αυτό το δώρο. Σκέφτηκα πως δεν είναι κακό να πάρω ένα τριαντάφυλλο για να της το κάνω δώρο. Δεν ήθελα να σας ενοχλήσω, μάλιστα σας έψαχνα αρκετή ώρα για να σας ευχαριστήσω!
Το τέρας τον κοίταξε και είπε:
-Πάρε αυτό το σεντούκι που είναι γεμάτο όμορφους θησαυρούς. Σε 7 ημέρες όμως θα επιστρέψεις ξανά ή μόνος ή με την κόρη σου! Σε 7 ημέρες θα πληρώσεις για το κακό που μου έκανες με τη ζωή σου εκτός και αν η κόρη σου θελήσει από μόνη της να μείνει εδώ μαζί μου! Μην πιστέψεις όμως πως δεν θα τιμωρηθείς αν δεν έρθεις. Θα σε βρω και η τιμωρία θα είναι μεγαλύτερη!
Ο έμπορος γύρισε σπίτι και άρχισε να εξιστορεί τι του συνέβη. Οι δύο μεγάλες του κόρες δεν άκουγαν καν τι έλεγε μιας και το μυαλό τους ήταν στο σεντούκι και στους θησαυρούς. Η Πεντάμορφη όμως του ζήτησε συγγνώμη για το κακό που του έκανε, που ζήτησε το τριαντάφυλλο και τον έβαλε σε τέτοιους μπελάδες. Άρχισε να επιμένει κλαίγοντας πως θα πάει μαζί του στο τέρας για να του ζητήσει να μην τιμωρηθεί ο πατέρας της.
Έτσι και έγινε. Μετά από 7 ημέρες πήγαν στο κάστρο του τέρατος αλλά αυτό έμεινε αμετανόητο στις αποφάσεις του. Η Πεντάμορφη αποφάσισε να μείνει στο κάστρο μαζί με το τέρας παρ' όλες τις αντιρρήσεις που είχε ο πατέρας της. Με δάκρυα στα μάτια αποχαιρετίστηκαν και το τέρας που τον έβαλε στην άμαξα του έδωσε άλλο ένα σεντούκι με θησαυρούς για να τον βοηθήσει να ξαναφτιάξει την επιχείρησή του.
Το τέρας είχε ετοιμάσει για την Πεντάμορφη ένα μεγάλο δωμάτιο, με βιβλία, πιάνο, μουσικές και κάθε μέρα της άφηνε ένα μπουκέτο με κόκκινα τριαντάφυλλα. Ήταν τόσο καλό με την Πεντάμορη που δεν την ενοχλούσε σχεδόν ποτέ με την παρουσία του.
Έτσι η Πεντάμορφη άρχισε να σκέφτεται πως το τέρας δεν μπορεί να είναι τόσο κακό μιας και την φρόντιζε και δεν της έλειπε τίποτε. Αποφάσισε μάλιστα πως θα μπορούσαν να παίρνουν μαζί το δείπνο τους. Από εκείνη την ημέρα γευμάτιζαν μαζί η Πεντάμορφη και το τέρας. Μιλούσαν για διάφορα θέματα στο τραπέζι και το τέρας πριν πάει για ύπνο η Πεντάμορφη την ρωτούσε αν θέλει να τον παντρευτεί. Πάντα η Πεντάμορφη του απαντούσε αρνητικά και το τέρας δεν επέμενε.
Παρόλο που φοβόταν την εμφάνισή του η Πεντάμορφη απολάμβανε την παρουσία του τέρατος και κάθε στιγμή ανακάλυπτε και άλλες αρετές του. Μια μέρα όμως νοστάλγησε την οικογένειά της και ζήτησε από το τέρας να πάει στους δικούς της. Το τέρας δεν αρνήθηκε και το μόνο που της ζήτησε ήταν να επιστρέψει το αργότερο σε 7 ημέρες. Μάλιστα της έδωσε ένα δαχτυλίδι και της είπε "όποια ώρα και να με σκεφτείς και να θέλεις να γυρίσεις κοντά μου, το δαχτυλίδι αυτό θα σε βοηθήσει να έρθεις σε εμένα".
Έτσι έφυγε η Πεντάμορφη χαρούμενα για το σπίτι της και φορτωμένη με πολλά δώρα. Όταν το κορίτσι έφτασε στο σπίτι της βρήκε τον πατέρα της άρρωστο. Ο καημένος πατέρας δεν μπόρεσε να σηκώσει το βάρος που άφησε την αγαπημένη του κόρη με το τέρας. Οι δύο αδερφές της μάλωναν συνεχώς για την ευθύνη της φροντίδας του πατέρα, αλλά μόλις την είδα χάρηκαν πολύ γιατί έτσι θα τον φρόντιζε η μικρή τους αδερφή. Την ίδια ώρα όμως ζήλεψαν τα φορέματά της και τα στολίδια της ενώ μόλις τα χάρισε στις αδερφές της έγινε η αγαπημένη τους αδερφή.
Η Πεντάμορφη τους μίλησε για το δαχτυλίδι και οι αδερφές τις φοβήθηκαν τόσο πολύ που θα έφευγε ξανά και φορτώνονταν τις δουλείες και τον πατέρα τους και άρχισαν να της αποσπούν την προσοχή. Της έλεγαν πως αν έφευγε θα πέθαινε ο πατέρας και οι μέρες περνούσαν. Την τελευταία ημέρα όμως η μικρή κόρη ονειρεύτηκε το τέρας. Έβλεπε στον ύπνο της το τέρας να την καλεί και πως αν δεν επέστρεφε θα πέθαινε.
Σηκώθηκε έντρομη, μίλησε στον πατέρα της, ετοιμάστηκε και αναχώρησε για το κάστρο. Όταν μπήκε μέσα είδε το τέρας να αφήνει την τελευταία του πνοή. Τον σκότωσε η θλίψη για τον χαμό της. Η Πεντάμορφη έπεσε στην αγκαλιά του, τον φίλησε και τα δάκρυα από τα μάτια της έπεφταν στο πρόσωπό του, ενώ του ψιθύριζε πόσο πολύ τον αγαπάει.
Ξαφνικά ένα λαμπερό σύννεφο κάλυψε το τέρας και η Πεντάμορφη τρόμαξε. Μετά από λίγη ώρα διαλύθηκε το σύννεφο και ένα πανέμορφο παλικάρι την κοίταζε στα μάτια με λατρεία. Αμέσως της μίλησε για την κατάρα που τον έκανε τέρας μέχρι που να βρισκόταν κάποια που θα τον αγαπούσε πραγματικά για τον εσωτερικό του κόσμο. Τέλος της είπε πόσο πολύ την αγαπούσε και πόσο μόνος ένιωθε μακριά της.
Την ίδια αμέσως μέρα πήγαν στον πατέρα της Πεντάμορφης. Του είπαν πως δεν χρειάζεται να ανησυχεί για τίποτα γιατί θα τον έπαιρναν μαζί τους να τον φροντίσουν, ενώ οι δύο αδερφές θα έμεναν στο σπίτι μόνες τους και αν μετά από ένα χρόνο γίνονταν και αυτές αξιολάτρευτες τότε θα πήγαιναν και αυτές στον κάστρο για να τις φροντίσει το όμορφο παλικάρι.
Ο γάμος τους ήταν ο πιο ευτυχισμένος γάμος που υπήρξε ποτέ. Απέδειξαν περίτρανα πως δεν κάνει να κρίνεις επιφανειακά τους άλλους, αλλά να κοιτάς πάντα τον εσωτερικό τους κόσμο.
Περισσότερα παραμύθια εδώ.