Όταν ήμουν επτά : ‘Ζήτω! Επιτέλους θα πάω με την γιαγιά στην εξοχή!’
Όταν ήμουν 14: ‘Οι γονείς είναι τόσο ενοχλητικοί με τους κανόνες τους!’
Όταν ήμουν 20: ‘Φαίνεται ότι η γιαγιά τρελάθηκε. Βγάζει τα χορτάρια όλη μέρα. Θα το καταλάβαινα εάν ήταν δίπλα στα λουλούδια ή σε κάτι, αλλά τι κακό είναι τα χορτάρια δίπλα στον φράχτη;’
Στα 25: ‘Η εξοχή είναι καλή μόνο για να ψήνεις έξω…’
35: ‘Μήπως να καλλιεργήσουμε λίγα ραδίκια στον κήπο;’
45: ‘Ο κήπος είναι γεμάτος λαχανικά επιτέλους!’
60: ‘Κοίτα σε τι κατάσταση είναι ο φράχτης, όλο το χορτάρι βγαίνει δίπλα του…’
78: ‘Πρέπει να κουβαλώ τις βαριές τσάντες τους στο σπίτι. Κανένα από τα παιδιά μου ή τα εγγόνια μου δεν με βοηθάνε με τον κήπο. Λένε ότι δεν αξίζει αφού μπορούν να μου αγοράσουν τα λαχανικά από τον μανάβη. Και μόνο ο δισέγγονος μου με κάνει ευτυχισμένη. Είναι τόσο ενθουσιασμένος που είναι καλοκαίρι πάλι και θα πάμε στην εξοχή. Η ζωή συνεχίζεται…
***
Ο μπαμπάς μου ήταν πάντα αυτός που με πήγαινε στο νηπιαγωγείο. Μια φορά τον Χειμώνα, ο δρόμος είχε πολύ πάγο. Μετά από μερικές αποτυχημένες προσπάθειες, πέσαμε στα τέσσερα και σκαρφαλώσαμε την ανηφόρα. Και οι δυο φτάσαμε στην ώρα μας. Εγώ πρόλαβα το μάθημα και αυτός έφτασε εγκαίρως στη δουλειά.
***
Το θυμάμαι σαν χτες. Συνηθίζαμε να πηγαίνουμε στου παππού το κτήμα με τα μελίσσια. Πηγαίναμε με το ποδήλατο που είχε μια επιπλέον θέση, κάνοντας γρήγορο πεντάλ. Η γιαγιά μας έδινε να πιούμε ένα σωρό γάλα και σπιτικό ψωμί. Βάζαμε το υπόλοιπο γάλα σε κανάτες και το αφήναμε στο ποτάμι για να είναι κρύο και να μην χαλάσει. Ήταν αξέχαστο.
***
Για μένα, όλες οι αναμνήσεις είναι από νόστιμα φαγητά. Έφτιαχνα σάντουιτς με μπισκότα και βούτυρο ανάμεσα. Αυτή είναι παιδική γεύση!Αύριο θα αγοράσω ένα κουτί ζαχαρούχο. Μου έλειψε! Καταλαβαίνετε για τι μιλάω;
***
Στα 5 πίστευα ότι ο μπαμπάς όταν γύριζε στο σπίτι από την δουλειά βαριόταν να βλέπει τηλεόραση, έτσι και εγώ πήγαινα στο δωμάτιό μου, έσπαζα κάποιο παιχνίδι επίτηδες και μετά του το πήγαινα να το φτιάξει. Νόμιζα ότι έτσι τον έκανα πιο ευτυχισμένο…
***
Η γιαγιά μου δούλευε σε ένα γκαράζ και συχνά με έπαιρνε εκεί για να δουλέψω. Μια φορά δεν είχε τα μάτια της πάνω μου και έφυγα έξω κρυφά. Με βρήκε να λούζομαι με χρυσαφί ρινίσματα από ένα βαρέλι γιατί νόμιζα πως θα γίνω έτσι Rapunzel! Αν και πλύναμε το κεφάλι μου πολλές φορές έμειναν ακόμα ίχνη για αρκετό καιρό.
***
Θυμάμαι ότι η μαμά μου έλεγε να φύγω, λέγοντας, : ‘ Λοιπόν, αν κάποιος άρχιζε να φορά σκισμένο τζιν, θα το έκανες και εσύ;’ Δεν ξέρω ποιος ακριβώς άρχισε αυτή την μόδα αλλά βγήκε προφητικά σωστή…
***
Εκείνον τον χειμώνα, οι φίλοι μου και εγώ αποφασίσαμε να κάνουμε μερικά pull-ups στις κούνιες δίπλα στο σπίτι μου. Όλοι φορούσαμε γούνινα παλτό και σκουφιά. Κρεμόμασταν εκεί σαν λουκάνικα. Ήμουν ο μόνος που τα κατάφερνα καλά. Και τότε ένας ρώτησε αν μπορούσα να ακουμπήσω με την γλώσσα μου το μεταλλικό μέρος. Ναι, δεν ήμουν και ο πιο έξυπνος…
***
Θυμάμαι όταν ήμουν στο δημοτικό, μια φορά οι γονείς μου με ξύπνησαν το πρωί όπως πάντα. Τους ρώτησα αν μπορούσα να μην πάω στο σχολείο εκείνη την ημέρα και μου είπαν εντάξει αν σηκωνόμουν, ντυνόμουν γρήγορα και έφτιαχνα το κρεβάτι μου. Το πίστεψα και έκανα τα πάντα πολύ γρήγορα…Και τότε έμαθα πως ήταν πρωταπριλιά και είχα 30 λεπτά πριν φύγουμε για το σχολείο.’
***
Σαν παιδί συχνά με έστελναν να αγοράσω πράγματα. Κάτι θα ξεχνούσα και με έστελναν πάλι πίσω. Ήθελα να σιγουρευτώ ότι η πωλήτρια δεν θα με περνούσε για κανένα χαζό παιδί που δεν θυμόταν έτσι γύριζα το σακάκι μου ανάποδα, άλλαζα το χτένισμα, έπαιρνα άλλο ύφος και μιλούσα με βαριά φωνή.
***
Μια φορά, άκουσα ότι εάν μια γάτα είναι κουλουριασμένη, είναι σημάδι κακού καιρού. Έτσι, άρχισα να ‘ξε- κουλουριάζω’ γάτες για να αλλάξω τον καιρό.
***
Δεν το πιστεύω ότι όταν ήμουν παιδί νόμιζα ότι οι άνθρωποι στην ηλικία μου φέρονταν σαν ενήλικες…
Περισσότερα θέματα για τα παλιά χρόνια εδώ.