Μια φορά κι έναν καιρό, σε μια μακρινή χώρα, ζούσε ένας γκρινιάρης βασιλιάς. Κάθε μέρα ζητούσε από τους ράφτες του να του ράβουν καινούρια ρούχα για να εντυπωσιάζει τους υπηκόους του.
Ύστερα από μερικά χρόνια όμως, οι ράφτες του δε μπορούσαν να σκεφτούν νέα σχέδια. Όταν τόλμησαν να του το πουν, ο βασιλιάς θύμωσε πάρα πολύ και άρχισε να τους φωνάζει:
- Είστε τρελοί; Δε μπορώ να φοράω κάθε μέρα τα ίδια ρούχα!
Την επόμενη μέρα, ο βασιλιάς έστειλε τους φρουρούς του να ξεχυθούν στους δρόμους και να διαλαλήσουν ότι όποιος του έφτιαχνε τα πιο πρωτότυπα ρούχα θα ανταμειβόταν γενναιόδωρα.
Όλοι οι ράφτες της χώρας έβαλαν τα δυνατά τους για να τον ικανοποιήσουν, αλλά ο γκρινιάρης βασιλιάς τους έδιωχνε, γιατί έβρισκε πολύ συνηθισμένα τα ρούχα που του πρότειναν.
Ώσπου μια μέρα έφτασαν στο παλάτι δυο νεαροί, που ζήτησαν να δουν το βασιλιά.
- Μεγαλειότατε, ταξιδέψαμε από την Περσία μέχρι την όμορφη χώρα σας για να ικανοποιήσουμε την επιθυμία σας. Είμαστε δυο γνωστοί ράφτες και φτιάχνουμε ρούχα από ένα πολύ σπάνιο ύφασμα. Το ύφασμα αυτό μπορούν να το δουν μόνο οι έξυπνοι άνθρωποι!
-Χμμ.. πολύ ενδιαφέρον. Έτσι θα μπορέσω να καταλάβω ποιοι από τους υπηκόους μου είναι έξυπνοι και ποιοι είναι χαζοί. Εντάξει, λοιπόν! Ξεκινήστε αμέσως το ράψιμο… διέταξε ο βασιλιάς και τους έδωσε ένα μπαούλο γεμάτο χρυσά νομίσματα.
Οι ράφτες όμως, ήταν στην πραγματικότητα δύο απατεώνες που είχαν κοροϊδέψει το βασιλιά. Έτσι, κάθισαν στον αργαλειό και άρχισαν να προσποιούνται ότι ράβουν τα καινούρια ρούχα του βασιλιά.
Ύστερα από μερικές μέρες, ο βασιλιάς έστειλε τον έμπιστο σύμβουλό του να δει αν τα ρούχα του ήταν έτοιμα. Ο σύμβουλος κοίταζε και ξανακοίταζε τον αργαλειό, αλλά δεν έβλεπε τίποτα!
Ο καημένος ο σύμβουλος δεν ήξερε τι να κάνει. Αν του έλεγε ότι δε μπορούσε να δει το ύφασμα, ο βασιλιάς θα νόμιζε ότι ήταν χαζός και θα τον έδιωχνε από το παλάτι. Έτσι, αποφάσισε να του πει ψέματα.
- Μεγαλειότατε, δεν έχω ξαναδεί τόσο όμορφα ρούχα! Είμαι σίγουρος ότι θα ενθουσιαστείτε μόλις τα δείτε!
Ο βασιλιάς χάρηκε τόσο πολύ με τα νέα, που έδωσε στους δυο πονηρούς ράφτες άλλο ένα μπαούλο με χρυσά νομίσματα.
Ύστερα από λίγες μέρες, ο βασιλιάς έστειλε τον αξιωματικό της φρουράς του να ρωτήσει πότε θα ήταν έτοιμα τα καινούρια ρούχα του. Ο καημένος ο αξιωματικός κοίταζε και ξανακοίταζε τον αργαλειό, αλλά δεν έβλεπε το ύφασμα!
Όταν γύρισε στην αίθουσα του θρόνου, ο αξιωματικός φοβόταν τόσο πολύ μήπως χάσει τη θέση του, που αναγκάστηκε να πει στο βασιλιά ότι τα καινούρια ρούχα του ήταν περίφημα!
Ο βασιλιάς ήταν πολύ χαρούμενος, αλλά είχε αρχίσει να ανυπομονεί. Έτσι, αποφάσισε να επισκεφτεί τους ράφτες για να δει με τα ίδια του τα μάτια τα καινούρια του ρούχα.
Όταν ο βασιλιάς μπήκε στο εργαστήριο, πλησίασε στον αργαλειό, κοίταξε, ξανακοίταξε, αλλά δεν είδε τίποτα!
-Πως σας φαίνονται τα καινούρια σας ρούχα μεγαλειότατε; Δεν είναι υπέροχα; τον ρώτησαν ο σύμβουλος και ο αξιωματικός.
-Θεέ μου! Πως είναι δυνατόν; Γιατί δε βλέπω το ύφασμα; Μήπως είμαι χαζός; σκέφτηκε ο βασιλιάς που είχε αρχίσει να ιδρώνει από τον φόβο του. Δε μπορούσε όμως να ομολογήσει την αλήθεια στους αυλικούς του!
Τελικά ένα πρωί, οι δυο ράφτες επισκέφτηκαν το βασιλιά στο παλάτι για να του ανακοινώσουν ότι τα ρούχα του ήταν έτοιμα. Έπειτα, άνοιξαν μια τσάντα και προσποιήθηκαν ότι έβγαζαν από μέσα τα καινούρια ρούχα για να του τα δείξουν.
-Πως σας φαίνονται μεγαλειότατε; Είμαστε σίγουροι ότι οι υπήκοοι σας θα μείνουν άφωνοι από θαυμασμό μόλις σας δουν με αυτά τα ρούχα είπαν οι απατεώνες.
Οι δυο ράφτες τον βοήθησαν να βγάλει την στολή του και ο βασιλιάς άρχισε να προσποιείται ότι βάζει τα καινούρια του ρούχα κουνώντας τα χέρια και τα πόδια του.
-Ωωωωωω, είναι θαυμάσια! Και τόσο άνετα και δροσερά! Λοιπόν; Πως σας φαίνονται; ρώτησε το σύμβουλο και τον αξιωματικό του που τον παρακολουθούσαν έκπληκτοι.
-Είναι υπέροχα, μεγαλειότατε, και σας πηγαίνουν πάρα πολύ, του απάντησαν φοβισμένοι.
Έπειτα, ο βασιλιάς διέταξε να βγουν όλοι στους δρόμους για να θαυμάσουν τα καινούρια του ρούχα. Καθώς περνούσε ανάμεσα στους υπηκόους του, που είχαν μείνει άφωνοι, φώναζε καμαρώνοντας:
-Μόνο όσοι είναι έξυπνοι μπορούν να δουν τα ρούχα μου!
Και οι καημένοι οι άνθρωποι χειροκροτούσαν και φώναζαν ενθουσιασμένοι ότι τα καινούρια ρούχα του βασιλιά ήταν καταπληκτικά! Ξαφνικά όμως, μέσα από το πλήθος, πετάχτηκε ένα αγοράκι που πλησίασε το βασιλιά και άρχισε να φωνάζει:
-Κοιτάξτε! Ο βασιλιάς βγήκε στο δρόμο γυμνός! Θα κρυώσει!
Ο κόσμος ξέσπασε σε δυνατά γέλια και ο βασιλιάς μονολόγησε ντροπιασμένος:
-Θεέ μου! Το παιδί έχει δίκιο! Είμαι γυμνός! Οι δυο ράφτες με κορόιδεψαν!
Έπειτα πήρε στην αγκαλιά του το αγοράκι, ανέβηκε βιαστικά στο άλογο του και κάλπασε προς το παλάτι.
Όλοι νόμιζαν ότι ο βασιλιάς θα σκότωνε το καημένο το παιδί που τον έκανε ρεζίλι. Το επόμενο πρωινό, όμως, ο βασιλιάς κάλεσε το σύμβουλο και τον αξιωματικό του και τους είπε:
-Αυτό το αγοράκι είναι πολύ έξυπνο και ειλικρινές. Δε φοβήθηκε να μου πει την αλήθεια. Για αυτό θέλω να το ανταμείψετε με πολλά δώρα και να στείλετε μερικά σακιά χρυσές λύρες στους φτωχούς γονείς του!
Και από εκείνη τη μέρα ο βασιλιάς σταμάτησε να ασχολείται με τα ρούχα του και άρχισε να κυβερνά τη χώρα του δίκαια και σοφά!
Περισσότερα παραμύθια εδώ.