Η ισορροπία του τρόμου μεταξύ της Σοβιετικής Ένωσης και του ΝΑΤΟ κατά τον Ψυχρό Πόλεμο επισκίασε τον 20ό αιώνα, με το φάσμα του πυρηνικού ολοκαυτώματος να δεσπόζει απειλητικό πάνω από τον κόσμο από το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου μέχρι την πτώση της ΕΣΣΔ το 1991.
Η ιστορία του Βασίλι Αρκίποφ, του ανθρώπου που πραγματικά έσωσε τον κόσμο, «μπλοκάροντας» την εκτόξευση πυρηνικής τορπίλης κατά αμερικανικών πολεμικών κατά την Κρίση των Πυραύλων στην Κούβα είναι γνωστή σε γενικές γραμμές, αλλά δεν είναι η μόνη φορά που η ανθρωπότητα έφτασε κοντά στο πυρηνικό ολοκαύτωμα- και σώθηκε κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή, χάρη στις ψύχραιμες επιλογές κάποιων ανθρώπων.
«Able Archer 83»
Η άσκηση «Able Archer 83» του ΝΑΤΟ τον Νοέμβριο του 1983 εξομοίωνε μια εκτεταμένη σύγκρουση με το Σύμφωνο της Βαρσοβίας, η οποία κορυφωνόταν με είσοδο σε κατάσταση DefCon 1 (πυρηνικός πόλεμος). Η ρεαλιστικότητα της άσκησης, σε συνδυασμό με τις ιδιαίτερα τεταμένες σχέσεις μεταξύ των δύο πλευρών εκείνη την περίοδο προκάλεσε τεράστια ανησυχία, έως και πανικό, στη σοβιετική ηγεσία, με μέλη του Πολιτμπιρό να φτάνουν στο σημείο να θεωρήσουν ότι η άσκηση ήταν στην πραγματικότητα μια «maskirovka» για μια πραγματική επίθεση.
Ειδική αναφορά πάνω στην άσκηση, που αποχαρακτηρίστηκε και δημοσιεύθηκε πρόσφατα από το The National Security Archive του George Washington University, δείχνει ότι το «1983 War Scare» ήταν απόλυτα πραγματικό- με το PFIAB (President's Foreign Intelligence Advisory Board) να αναγνωρίζει πως οι ΗΠΑ «ενδεχομένως να έφεραν άθελά τους τις σχέσεις με τη Σοβιετική Ένωση σε σημείο που να κρέμονται από μια κλωστή» κατά τη διάρκεια της άσκησης. Σημειώνεται ότι, μέχρι πρότινος, πολιτικοί, ιστορικοί και κύκλοι των υπηρεσιών πληροφοριών των ΗΠΑ διαφωνούσαν έντονα σχετικά με το ζήτημα, υποστηρίζοντας, σε αρκετές περιπτώσεις, ότι επρόκειτο για υπερβολές. Ωστόσο, όπως σημειώνεται στην αναφορά «οι Σοβιετικοί προβληματίζονταν ότι η Δύση ίσως να αποφάσιζε να πλήξει την ΕΣΣΔ χωρίς προειδοποίηση, σε μια στιγμή αδυναμίας της...ωθώντας τους έτσι στο να εξετάζουν ένα προληπτικό χτύπημα στην πρώτη ένδειξη αμερικανικών προετοιμασιών για ένα πυρηνικό χτύπημα».
Όπως υπογραμμίζεται στην αναφορά, οι στρατιωτικοί που ήταν υπεύθυνοι για την άσκηση ελαχιστοποίησαν το ρίσκο αυτό, επιλέγοντας να μην κλιμακώσουν τα πράγματα όταν είδαν «απέναντι» ασυνήθιστη κινητοποίηση των Σοβιετικών. Η απόφαση να μην μπουν σε κατάσταση αυξημένου συναγερμού οι ένοπλες δυνάμεις της Δύσης ελήφθη από τον υποστράτηγο Λέοναρντ Πέρουτς (βοηθό προσωπάρχη για τον τομέα των Πληροφοριών των Αεροπορικών Δυνάμεων των ΗΠΑ στην Ευρώπη). Η απόφαση του Πέρουτς χαρακτηρίζεται ως «τυχαία, με ελλιπή πληροφόρηση» και τονίζεται πως «αυτοί οι αξιωματικοί ενήργησαν σωστά με βάση το ένστικτό τους, όχι τις πληροφορίες».
Επίσης, αποχαρακτηρισμένα έγγραφα υποδεικνύουν ότι η άσκηση περιελάμβανε και άλλα προκλητικά χαρακτηριστικά, που θα μπορούσαν να είχαν εκληφθεί από τους Σοβιετικούς ως προετοιμασίες για ένα πραγματικό πλήγμα, όπως η μεταφορά 19.000 στρατιωτών στην Ευρώπη μέσω αέρος υπό συνθήκες σιγής ασυρμάτου, κάποιες ατυχείς αναφορές σε πτήσεις βομβαρδιστικών Β-52 που χαρακτηρίζονταν «πλήγματα» κ.α. Σημειώνεται ότι ο Αμερικανός πρόεδρος, Ρόναλντ Ρίγκαν, όταν διάβασε μια σχετική αναφορά του διευθυντή της CIA, Γουίλιαμ Κέισι, όπου περιγραφόταν μια σειρά «ενδείξεων» που υποδείκνυαν ότι οι σοβιετικοί προβληματισμοί ήταν αυθεντικοί, εξέφρασε έκπληξη και περιέγραψε τα γεγονότα ως «πραγματικά τρομακτικά». Γενικότερα, στην αναφορά του PFIAB παρουσιάζονται στοιχεία που υποδεικνύουν ότι οι Σοβιετικοί ετοιμάζονταν για πυρηνικό πόλεμο ήδη από το 1981, εκτιμώντας ότι επίκειται αναμέτρηση, ενώ γίνεται ιδιαίτερη αναφορά στην «επιχείρησηRyaN»: Τη χρήση υπολογιστικού μοντέλου από τους Σοβιετικούς για να εκτιμηθεί καλύτερα εάν και πότε πρόκειται να σημειωθεί επίθεση από τις ΗΠΑ. Το μοντέλο αυτό, σύμφωνα με την αναφορά, άρχισε να εξάγει πολύ ανησυχητικά για τους Σοβιετικούς συμπεράσματα, όπως το ότι το 1984 η σοβιετική ισχύς είχε μειωθεί στο 45% αυτής των ΗΠΑ. Το αποτέλεσμα ήταν όλο και μεγαλύτερη ανησυχία από την πλευρά των Σοβιετικών, που θεωρούσαν ότι οι ΗΠΑ ετοιμάζονται για πόλεμο.
Στανισλάβ Πέτροφ: Ο άνθρωπος που έσωσε τον κόσμο
Περίπου 32 χρόνια πριν, στις 26 Σεπτεμβρίου 1983, ο κόσμος σώθηκε από τον πυρηνικό όλεθρο χάρη στην ψυχραιμία ενός Σοβιετικού αξιωματικού ονόματι Στανισλάβ Πέτροφ.
Τις πρώτες πρωινές ώρες εκείνης της ημέρας, τα συστήματα έγκαιρης προειδοποίησης της Σοβιετικής Ένωσης εντόπισαν ένα εισερχόμενο πυραυλικό πλήγμα από τις ΗΠΑ, με εκτοξεύσεις πολλαπλών βλημάτων. Το σοβιετικό πρωτόκολλο, σε αυτή την περίπτωση, υπαγόρευε το αναμενόμενο: Αντεπίθεση.
Ωστόσο, ο αξιωματικός υπηρεσίας, Στανισλάβ Πέτροφ, στις αρμοδιότητες του οποίου ενέπιπτε η καταγραφή και αναφορά εχθρικών εκτοξεύσεων πυραύλων, αποφάσισε να μην ενημερώσει σχετικά τους ανωτέρους του, θεωρώντας ότι πρόκειται για λάθος συναγερμό. Αυτό, όπως υπογραμμίζεται σε σχετικό δημοσίευμα του BBC, ερχόταν ξεκάθαρα σε αντίθεση με τις εντολές του- και το «ασφαλές», θεωρητικά, θα ήταν να το πάει στους ανωτέρους του, όπως προβλεπόταν, αποτινάσσοντας την ευθύνη από πάνω του. Ωστόσο, είναι προφανές ότι δεν επρόκειτο για μια περίπτωση στην οποία θα μπορούσε «απλά» να κάνει κάτι τέτοιο.
«Είχα όλα τα δεδομένα που έδειχναν ότι είναι σε εξέλιξη μια πυραυλική επίθεση. Εάν είχα στείλει την αναφορά μου πιο πάνω στην ιεραρχία, κανείς δεν θα είχε φέρει αντίρρηση» είπε στο BBC το 2013, 30 χρόνια μετά τη βάρδιά του. Και εν μέσω του πολιτικού κλίματος του 1983, μια σοβιετική αντεπίθεση θα ήταν κάτι παραπάνω από σίγουρη. Ωστόσο, ο ίδιος θυμάται ότι «πάγωσε».
«Η σειρήνα χτυπούσε, αλλά καθόμουν εκεί για μερικά δευτερόλεπτα, κοιτώντας την οθόνη, με τη λέξη “εκτόξευση”...ένα λεπτό μετά η σειρήνα ξαναχτύπησε. Δεύτερος πύραυλος είχε εκτοξευθεί. Μετά τρίτος, τέταρτος και πέμπτος. Οι υπολογιστές άλλαξαν τις ενδείξεις τους από “εκτόξευση” σε “πυραυλικό χτύπημα”».
Κάθε δευτερόλεπτο καθυστέρησης είχε σημασία, αν και δεν υπήρχε συγκεκριμένος κανόνας για το ποιο ήταν το χρονικό περιθώριο για σχετική αναφορά. Ο Πέτροφ (ο οποίος αποστρατεύθηκε με τον βαθμό του αντισμηνάρχου) είχε προφανώς τις αμφιβολίες του. Στη διάθεσή του είχε πληροφόρηση και από άλλους ειδικούς, όπως τους διαχειριστές δορυφόρων, που τον ενημέρωσαν ότι δεν είχε καταγραφεί εκτόξευση. Ωστόσο αυτοί είχαν υποστηρικτικό ρόλο, ενώ το πρωτόκολλο ήταν σαφές όσον αφορά στο ότι η απόφαση έπρεπε να ληφθεί βάσει των ενδείξεων των υπολογιστών - και η τελική ευθύνη ήταν δική του. Εν τέλει, αυτό που έκανε ήταν να καλέσει την κεντρική διοίκηση και να αναφέρει δυσλειτουργία συστήματος. Εάν έκανε λάθος, αυτό θα αποδεικνυόταν από πυρηνικές εκρήξεις. «23 λεπτά αργότερα συνειδητοποίησα ότι τίποτα δεν είχε συμβεί...ήταν απίστευτη η ανακούφιση».
Ο ίδιος εκτιμά ότι ήταν ευτυχέστατη συγκυρία που ήταν αυτός σε εκείνη τη βάρδια, καθώς ήταν ο μόνος που είχε λάβει πολιτική εκπαίδευση (στον τομέα του ΙΤ). Οι συνάδελφοί του ήταν όλοι επαγγελματίες στρατιωτικοί, εκπαιδευμένοι να υπακούν σε εντολές- οπότε και πιστεύει πως, αν ήταν κάποιος άλλος υπηρεσία, θα είχε χτυπήσει τον συναγερμό.
Ο Πέτροφ δεν θεωρεί τον εαυτό του ήρωα. «Αυτή ήταν η δουλειά μου. Αλλά ήταν τυχεροί που ήμουν εγώ βάρδια εκείνο το βράδυ».
Ο Πέτροφ δεν θεωρεί τον εαυτό του ήρωα. «Αυτή ήταν η δουλειά μου. Αλλά ήταν τυχεροί που ήμουν εγώ βάρδια εκείνο το βράδυ».
Οι πύραυλοι της Οκινάβα
Σε πρόσφατο δημοσίευμα στην ιστοσελίδα του Bulletin of the Atomic Scientists αναφέρεται μια άγνωστη ιστορία: Αυτή του Τζον Μπόρντνε, ο οποίος, όπως σημειώνεται, μόλις πρόσφατα πήρε άδεια από την αμερικανική Πολεμική Αεροπορία να εξιστορήσει ένα περιστατικό το οποίο δυνάμει θα είχε τρομακτικές συνέπειες – τον δύσκολο Οκτώβριο του 1962.
Όπως αναφέρεται σχετικά, τις πρώτες πρωινές ώρες της 28ης Οκτωβρίου του 1962, όταν η Κρίση των Πυραύλων στην Κούβα ήταν στο αποκορύφωμά της, ο Μπόρντνε- που τότε υπηρετούσε στη USAF- άρχιζε τη βάρδιά του. Όλες οι στρατηγικές δυνάμεις των ΗΠΑ (που περιλαμβάνουν τους διηπειρωτικούς πυραύλους) βρίσκονταν σε DefCon 2, ένα βήμα πριν την εκτόξευση πυραύλων.
Ο Μπόρντνε υπηρετούσε σε μία από τέσσερις μυστικές βάσεις εκτόξευσης στην Οκινάβα, οι πύραυλοι των οποίων μπορούσαν να πλήξουν το Ανόι, το Πεκίνο, την Πιονγκγιάνγκ και το Βλαδιβοστόκ. Κάποια στιγμή, μερικές ώρες μετά την έναρξη της βάρδιας, ελήφθη ένα μήνυμα το οποίο κανονικά θα ήταν «ρουτίνας», ωστόσο ενημέρωνε ότι θα ακολουθούσε ειδική οδηγία. Όταν και το δεύτερο, αλλά και το τρίτο κομμάτι του σχετικού κώδικα επιβεβαιώθηκαν ως έγκυρα, η βάση τέθηκε σε κατάθεση συναγερμού, με τον αξιωματικό που ήταν υπεύθυνος να λαμβάνει πράσινο φως για να ανοίξει τον ειδικό φάκελο με τις πληροφορίες στόχευσης και τα σχετικά κλειδιά εκτόξευσης. Συνοψίζοντας, όλα τα κομμάτια του κώδικα είχαν επιβεβαιωθεί, επαληθεύοντας την οδηγία εκτόξευσης πυραύλων. Από εκεί και πέρα ήταν στα χέρια των αξιωματικών υπηρεσίας.
Όπως αφηγείται ο Μπόρντνε, ο αξιωματικός (σμηναγός Μπάσετ) είπε πως είχε την αίσθηση ότι κάτι δεν πήγαινε καλά, καθώς δεν είχε προηγηθεί σήμα για μετάβαση σε DefCon 1. «Ίσως να είναι αλήθεια, ή ίσως να είναι το μεγαλύτερο λάθος που θα δούμε ποτέ στη ζωή μας» είπε χαρακτηριστικά, σύμφωνα με τον Μπόρντνε. Τελικά, συζητώντας με άλλους αξιωματικούς (κάποιος εκ των οποίων εξέφρασε την άποψη ότι μπορεί ο εχθρός να είχε, μέσω παρεμβολών, μπλοκάρει το μήνυμα για DefCon 1, οπότε η εντολή ίσως να ήταν μια βιαστική διαταγή ενώ ήταν σε εξέλιξη σοβιετικό πλήγμα) και κάνοντας κάποιους πρόχειρους υπολογισμούς, διαπιστώθηκε ότι εάν η Οκινάβα είχε στοχευθεί από προληπτικό πλήγμα, τότε θα το είχαν αντιληφθεί/ νιώσει ήδη. Όσο περνούσε η ώρα και δεν συνέβαινε κάτι τέτοιο, αυτό φάνταζε όλο και πιο απίθανο.
Βάσει της αναφοράς του Μπόρντνε, οι ομάδες στις βάσεις εκτόξευσης της Οκινάβα έλαβαν εντολή να εκτοξεύσουν 32 πυραύλους, ωστόσο ήταν η προσοχή και η επιφύλαξη του προσωπικού που ήταν σε υπηρεσία που έσωσαν την κατάσταση, αποτρέποντας τον πυρηνικό πόλεμο. Ο αξιωματικός υπηρεσίας επικοινώνησε με τη διοίκηση- υπό το πρόσχημα ότι το αρχικό μήνυμα δεν είχε καταφθάσει ολόκληρο- ζητώντας επιβεβαίωση και νέα αποστολή. Ωστόσο, το μήνυμα ξαναήρθε ίδιο. Σε εκείνο το σημείο υπήρξε αντιπαράθεση, με κάποιον αξιωματικό να αναφέρει ότι είχε λάβει εντολές εκτόξευσης από τον ανώτερό του (και τον Μπάσετ να διατάζει να πυροβοληθεί ο συγκεκριμένος αξιωματικός εάν πήγαινε να κάνει κάτι τέτοιο χωρίς να ξεκαθαριστεί το θέμα). Εν τέλει, σε νέα επικοινωνία με τη διοίκηση, ο σμηναγός – ο οποίος, σαν και τον Στανισλάβ Πέτροφ, το «πήρε πάνω του»- τηλεφώνησε στον σμήναρχο στη διοίκηση και του είπε χωρίς περιστροφές ότι χρειαζόταν ένα από δύο πράγματα: είτε εντολή μετάβασης σε DefCon 1, είτε εντολή ματαίωσης της διαδικασίας. Ακολούθησε έντονη συνομιλία, με τον σμήναρχο τελικά να αποστέλλει νέα οδηγία: «stand down». Παράλληλα, ο σμηναγός Μπάσετ επικοινώνησε και με τους άλλους αξιωματικούς εκτόξευσης. Καμία εκτόξευση δεν είχε γίνει.
Σημειώνεται πως ο Μπόρντνε διηγείται πως, όταν ξεκίνησε όλη η ιστορία, ο Μπάσετ τους είπε ξεκάθαρα ότι δεν πρέπει κανείς τους να πει οτιδήποτε για το περιστατικό- ποτέ. «Εάν είναι λάθος και δεν εκτοξεύσουμε, δεν θα λάβουμε αναγνώριση, αυτό δεν θα έχει συμβεί ποτέ...ούτε συζητήσεις στους στρατώνες, ούτε σε μπαρ, ούτε καν εδώ. Δεν θα το γράψετε ούτε σε γράμμα στα σπίτια σας. Είμαι ξεκάθαρος;».
Όπως αναφέρει ο συντάκτης του κειμένου στην ιστοσελίδα, Άαρον Τόβις, διευθυντής του 2020 Vision Campaign of Mayors for Peace, συνέντευξη από τον Μπόρντνε είχε πάρει και το Kyodo News, επισημαίνοντας στο σχετικό δημοσίευμα ότι η αναφορά αυτή έχει διασταυρωθεί και από άλλη πηγή, που μίλησε υπό καθεστώς ανωνυμίας. Ο Τόβις αναγνωρίζει ότι η διήγηση του Μπόρντνε δεν είναι επιβεβαιωμένη, ωστόσο θεωρεί ότι είναι αληθής και ζητεί περαιτέρω διερεύνηση του περιστατικού και σχετικές ενημερώσεις από τις αμερικανικές ένοπλες δυνάμεις, Σημειώνεται πως, σύμφωνα με το δημοσίευμα, από πλευράς του, ο Ντάνιελ Έλσμπεργκ, σύμβουλος του υπουργείου Άμυνας κατά την Κρίση των Πυραύλων, αναφέρει ότι η αναφορά φαίνεται ιδιαίτερα αληθοφανής, από πολλές απόψεις, και πρέπει να δημοσιευθεί, ενώ επισημαίνει ότι παρεμφερές περιστατικό είχε λάβει χώρα και το 1967, όταν αεροπλανοφόρο έλαβε εντολή επίθεσης – όπως και το 1970, όταν αντί για εντολή για άσκηση, «έφυγε» από την Strategic Air Command πραγματική εντολή επίθεσης. Το κοντινότερο που έφτασαν ποτέ οι ΗΠΑ σε κάτι τέτοιο, σημειώνει, ήταν το 1979, όταν μήνυμα εκπαιδευτικών σκοπών (για άσκηση, όπου εξομοιωνόταν γενικευμένη σοβιετική επίθεση) μεταδόθηκε από λάθος στο «κανονικό» δίκτυο έγκαιρης προειδοποίησης. «Ο σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας Ζμπίγκνιου Μπρεζίνσκι κλήθηκε δύο φορές μέσα στη νύχτα και ενημερώθηκε ότι οι ΗΠΑ δέχονταν επίθεση, και σήκωνε το τηλέφωνο για να πει στον πρόεδρο Κάρτερ ότι έπρεπε να δώσει εντολή για μια γενικευμένη απάντηση άμεσα, όταν ένα τρίτο τηλεφώνημα του είπε ότι ήταν λάθος συναγερμός».
Περισσότερα ιστορικά αφιερώματα εδώ.